Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2016

ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Ο φωτισμένος ιεράρχης, ο πολυμαθής επιστήμων, ο μεγάλος κοινωνικός αναμορφωτής, ο άγιος της αγάπης

megas-vasileios
Μιχαήλ Χούλη, Θεολόγου
Γεννήθηκε το 330 μ.Χ. στη Νεοκαισάρεια του Πόντου. Μεγάλωσε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Οι γονείς του ήταν μαθητές αγίων και απόγονοι μαρτύρων. Από τα 9 παιδιά της οικογένειάς του τα 4 έγιναν άγιοι. Μαθήτευσε στην Κωνσταντινούπολη, στον ονομαστό εθνικό ρήτορα Λιβάνιο. Σπούδασε ακόμη στην Νικομήδεια, ακολούθως στο πανεπιστήμιο της Αθήνας για 5 χρόνια (350-355), και αναδείχτηκε πολυμαθής στις κυριότερες επιστήμες
της εποχής του (Φιλοσοφία, Ρητορική, Αστρονομία, Μαθηματικά, Ιατρική). Στην Καισάρεια διέπρεψε στην δικηγορία για 5 χρόνια. Μοίρασε την τεράστια πατρική περιουσία του στους φτωχούς. Για 5 χρόνια ασκήτεψε στον Πόντο, στον Ίρι ποταμό. Ταξίδεψε στην Αίγυπτο, Συρία, Μεσοποταμία, Παλαιστίνη και γνώρισε από κοντά τον αγγελικό βίο των μοναχών. Βαπτίστηκε σε ηλικία 30 ετών. Χειροτονήθηκε διάκονος και κατόπιν πρεσβύτερος σε ηλικία 35 ετών και εργάστηκε με ζήλο για 6 χρόνια. Αντιμετώπισε άριστα τους πλανεμένους οπαδούς του Αρείου, που με αιρετική έπαρση αρνιόντουσαν την θεότητα του Ιησού Χριστού.
Πρωτοπόρος αναδείχθηκε και στον φιλανθρωπικό και κοινωνικό τομέα. Με τα φλογερά κηρύγματά του μαλάκωνε τις καρδιές των πλουσίων -τους συγκινούσε το έργο του, η αγιότητά του και η αγάπη του- και εκείνοι συνεισέφεραν υπέρ των αναγκεμένων, και μάλιστα στη μεγάλη πείνα του 368 μ.Χ., κατά την οποία οι ενέργειες του Μ. Βασιλείου έσωσαν πολλούς από την καταστροφή και το θάνατο. Δημιούργησε μάλιστα ολόκληρη πόλη, την πασίγνωστη ‘Βασιλειάδα’, στην οποία περιέθαλπε και εξυπηρετούσε πάσχοντες και φτωχούς, ενώ περιλάμβανε πτωχοκομείο, ορφανοτροφείο, γηροκομείο, ξενοδοχείο και νοσοκομείο. Σε ηλικία 40 ετών χειροτονήθηκε επίσκοπος, το 370 μ.Χ. Τότε έλαμψαν πιο πολύ οι αρετές του και η αγιότητά του. Για την πνευματικότητά του και την τεράστια κοινωνική δράση του ονομάστηκε Μέγας, ενώ ακόμη ζούσε. Βροντή και αστραπή χαρακτηρίστηκαν το κήρυγμά του και η ζωή του. Επενέβαινε υπέρ των αδικουμένων, εφάρμοσε τέλεια το μήνυμα της αγάπης του Χριστού.
Διαμόρφωσε μάλιστα και θεία Λειτουργία, που έμεινε με το όνομά του σε χρήση από την Εκκλησία, και τελείται 10 φορές το χρόνο (τις Κυριακές Μ. Σαρακοστής, Μ. Πέμπτη, Μ. Σάββατο, Αγίου Βασιλείου, παραμονή Χριστουγέννων, παραμονή των Φώτων). Άριστος θεολόγος και κοινωνικός αναμορφωτής καθώς ήταν, επιβλήθηκε πνευματικά σ’ όλο τον κόσμο. Υπήρξε εξαίρετος μάλιστα συγγραφέας. Μόνο τα ασκητικά του συγγράμματα περιλαμβάνουν περίπου 500 ομιλίες του, και οι επιστολές του είναι 366. Θαυμάσιες θα παραμείνουν για πάντα οι ομιλίες του στην Εξαήμερο, στους Ψαλμούς, «Προς τους πλουτούντας», η περί Αγίου Πνεύματος πραγματεία του και ο λόγος του: «Προς τους νέους, πώς να ωφελούνται από τα ελληνικά γράμματα». Η φήμη του, ως καθηγητή των θείων και επουρανίων διδασκαλιών, της χριστιανικής παιδαγωγικής και θεμελιωτή του κοινοβιακού μοναχισμού, διοχετεύθηκε παντού.
Τέλη του 378 μ.Χ. μετατέθηκε η αγία ψυχή του στους Ουρανούς, σε ηλικία 49 ετών, και την 1η Ιανουαρίου του 379 έγινε η υπερβολικά πολυπληθής κηδεία του, την οποία παρακολούθησαν χριστιανοί, εβραίοι και εθνικοί. Γι’ αυτό και η Εκκλησία όρισε να τιμάται κάθε πρωτοχρονιά το θαυμαστό πρόσωπό του, που συνδύασε τόσο έξοχα την αγιότητα με την κοινωνική αγάπη, ώστε να μένει παράδειγμα στους αιώνες και δείκτης προς τους ανθρώπους για μίμησή του και προσπάθεια εφαρμογής χριστιανικών αληθειών και ευσεβούς ζωής. Ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, στον Επιτάφιό του προς τον Μ. Βασίλειο, λέγει τα εξής: «Εκείνος (ο Βασίλειος) περισσότερο από όλους μάς έπεισε στ’ αλήθεια ότι, αφού είμαστε άνθρωποι, δεν πρέπει να περιφρονούμε τους ανθρώπους. Ούτε με την απανθρωπιά μας προς εκείνους, δηλαδή τους πάσχοντες, να προσβάλλουμε το Χριστό, που είναι ο αρχηγός όλων» (Ε.Π. 36, 577-580). Τα τελευταία λόγια τού όντως αγίου Βασιλείου, λίγο πριν κοιμηθεί, ήταν άλλωστε τα ίδια τα λόγια του Χριστού, όταν πάνω στο Σταυρό Του είπε: «Στα χέρια σου θα παραδώσω το πνεύμα μου».
Από τη διδασκαλία του Μ. Βασιλείου:
«Ονομάζω λοιπόν εγώ το κοινόβιο τελειότατη μορφή κοινωνικής συμβίωσης, μέσα στην οποία δεν υπάρχει ο θεσμός της ιδιοκτησίας, δεν υπάρχουν διαφωνίες. Επίσης κάθε αναταραχή και φιλονικία και έριδες βρίσκονται μακριά. Μέσα σ’ αυτή την κοινωνία βρίσκονται όλα κοινά. Κοινός ο Θεός, κοινή η σωτηρία, κοινοί οι πνευματικοί αγώνες, … ο άρρωστος σωματικά έχει πολλούς να συμπάσχουν μαζί του. Ο άρρωστος και εξαντλημένος ψυχικά έχει πολλούς που τον θεραπεύουν και με τη βοήθειά τους τον ανορθώνουν» (‘Ασκητικές διατάξεις’, 18ο κεφ., Ε.Π. 31, 1381).
«Αυτός που έγραψε για τη δημιουργία του κόσμου, αμέσως με τα πρώτα λόγια φώτισε τέλεια το νου μας με το όνομα του Θεού, γιατί είπε: ‘Εν αρχή εποίησε ο Θεός’. Μίλησε πρώτα για την αρχή, για να μην νομίσουν μερικοί ότι ο κόσμος δεν έχει αρχή. Έπειτα πρόσθεσε το ‘εποίησε’ για να φανερωθεί ότι η δημιουργία του κόσμου είναι ελάχιστη εκδήλωση της δυνάμεως του Δημιουργού… Αυτός δημιούργησε στην αρχή τον ουρανό και τη γη… Όσα άρχισαν σε ορισμένο χρόνο, είναι απόλυτα αναγκαίο και να τελειώσουν μέσα στο χρόνο» (1η Ομιλία στην Εξαήμερο, Ε.Π. 29, 5-9).
«Είναι καλό και ωφέλιμο να κοινωνείς καθημερινά και να μεταλαβαίνεις το άγιο Σώμα και Αίμα του Χριστού, γιατί ο ίδιος ο Χριστός σαφώς μας λέει: ‘Όποιος τρώει τη σάρκα μου και πίνει το αίμα μου έχει ζωή αιώνια’…. Εμείς βέβαια παίρνουμε τη θεία Κοινωνία τέσσερις φορές κάθε βδομάδα, την Κυριακή, την Τετάρτη, την Παρασκευή και το Σάββατο. Κοινωνούμε ακόμη και τις υπόλοιπες ημέρες της εβδομάδας, σε περίπτωση όμως που εορτάζεται η μνήμη κάποιου αγίου» (93η Επιστολή «Προς Καισαρίαν πατρικίαν …, Ε.Π. 32, 484).
«Γιατί λοιπόν κλαις γι’ αυτόν που έφυγε από τη ζωή αυτή, για να αλλάξει το παλαιό φθαρτό ένδυμα και να φορέσει νέο ένδυμα της αφθαρσίας; Ούτε να θρηνείς για τον εαυτόν σου… γιατί η Γραφή λέγει ότι είναι καλό να ελπίζει κανείς στον Κύριο παρά να ελπίζει σε άνθρωπο. Ούτε να κλαις αυτόν, γιατί τάχα έχει πάθει φοβερά πράγματα. Γιατί μετά από λίγο (στη Δευτέρα Παρουσία), θα τον ξυπνήσει (το σώμα του) η σάλπιγγα από τον ουρανό και θα τον ιδείς να παρουσιάζεται μπροστά στον θρόνο του Χριστού» (‘Περί ευχαριστίας’, Ε.Π. 31, 232-233).
«Εμείς λέμε ότι τον Θεό τον γνωρίζουμε από τις ενέργειές Του. Δεν διαβεβαιώνουμε ότι προσεγγίζουμε την ουσία Του με τη δύναμη του νου μας. Και τούτο γίνεται γιατί οι ενέργειές Του φτάνουν σ’ εμάς, ενώ η ουσία Του μένει ανεξιχνίαστη… Λοιπόν με ποιο τρόπο σώζομαι; Με την πίστη…. Και να γνωρίζει κάποιος επίσης ότι ο Θεός ανταμείβει εκείνους που τον αγαπούν. Επομένως η γνώση της θείας ουσίας είναι να αντιλαμβανόμαστε ότι δεν μπορούμε να γνωρίσουμε το Θεό με τη δύναμη του νου μας. Και άξιο σεβασμού είναι όχι να κατανοήσουμε ποια είναι η θεία ουσία, αλλά ότι υπάρχει η ουσία (ο Θεός)» (234η Επιστολή, προς Αμφιλόχιο, Ε.Π. 32, 869).
«Και η εμφάνιση και το ένδυμα και ο τρόπος του βαδίσματος και το κάθισμα και ο τρόπος της τροφής και το σπίτι και τα σκεύη του σπιτιού, ας είναι όλα τακτοποιημένα με απλότητα. Ακόμη και ο λόγος και το άσμα και η συνάντηση με τον πλησίον, και αυτά ας αποβλέπουν καλύτερα στη χρήση του μέτρου, παρά στην επιδεικτική εξόγκωση… Σε όλα να ελαττώνεις την επιδεικτική μεγαλοποίηση. Να είσαι ωφέλιμος στο φίλο, ήμερος προς τον υπηρέτη, ανεξίκακος στους θρασείς, φιλάνθρωπος προς εκείνους που βρίσκονται σε χαμηλή κοινωνική κατάσταση. Να παρηγορείς τους πάσχοντες. Να επισκέπτεσαι εκείνους που βρίσκονται σε θλίψεις. Να μην περιφρονείς κανέναν απολύτως. Να μην εγκωμιάζεις τον εαυτόν σου …. Να κρύβεις όσα μπορείς απ’ τα πλεονεκτήματά σου… Να μην ελέγχεις γρήγορα και με εμπάθεια… ούτε να καταδικάζεις τον άλλο για μικρά σφάλματα… Να μην βλάπτεις λοιπόν τον εαυτόν σου θέλοντας να φαίνεσαι σπουδαίος στους ανθρώπους …. Με ποιο τρόπο θα φτάσουμε στην ταπεινοφροσύνη, που είναι σωτήρια αρετή; Μήπως όταν αποβάλλουμε το ολέθριο εξόγκωμα της υπερηφάνειας;» (20η Ομιλία ‘Περί ταπεινοφροσύνης’, Ε.Π. 31, 537-540).
«‘Είτε τρώτε, λέγει ο απ. Παύλος, είτε πίνετε, είτε κάνετε οτιδήποτε άλλο, όλα να τα κάνετε για τη δόξα του Θεού’. Λοιπόν, όταν κάθεσαι στο τραπέζι, να προσεύχεσαι. Όταν τρως το ψωμί, να ευχαριστείς εκείνον που στο έχει δώσει. Όταν πίνεις το κρασί … να θυμάσαι εκείνον που σου παρέχει το δώρο αυτό. … Περνά η ανάγκη των τροφών; Ας μην περνά όμως η θύμηση του ευεργέτη…. Τελειώνει η μέρα; Να ευχαριστείς Αυτόν που μας χάρισε τον ήλιο για να κάνουμε τις εργασίες της ημέρας, και μας έδωσε τη φωτιά, για να φωτίζει τη νύχτα και για να εξυπηρετεί τις υπόλοιπες ανάγκες της ζωής» (Λόγος στη μάρτυρα Ιουλίττα, Ε.Π. 31, 244).

«Καθαρισμός όμως ψυχής είναι η περιφρόνηση των ηδονών που προέρχονται από τις αισθήσεις. Να μην τρέφουμε δηλαδή τα μάτια μας με τις απρεπείς επιδείξεις των θαυματοποιών, ούτε να κατακλύζουμε τις ψυχές μας με ανήθικη μελωδία μέσω των αυτιών μας. Γιατί από το είδος αυτό της μουσικής γεννιούνται … μέσα στην ψυχή πάθη, τα οποία την υποδουλώνουν και την ταπεινώνουν. Αλλά πρέπει να επιδιώκουμε την άλλη μουσική, την ανώτερη, που οδηγεί και στο καλύτερο. Τη μουσική αυτή χρησιμοποιώντας και ο Δαβίδ, ο ποιητής των ιερών ψαλμών, ελευθέρωνε το βασιλιά Σαούλ από τη βαριά ψυχική κατάθλιψη…. Τόσο μεγάλη είναι λοιπόν η διαφορά στον άνθρωπο όταν γεμίζει την ψυχή του με καλή ή με κακή μελωδία» (Προς τους νέους, Ε.Π. 31, 581-584). «Ο ψαλμός γαληνεύει τις ψυχές, βραβεύει την ειρήνη, καταπραΰνει το θόρυβο και τα κύματα των ανήσυχων λογισμών… Πράγματι, ποιος μπορεί να θεωρεί ακόμη ως εχθρό του εκείνον με τον οποίον συμπροσευχήθηκε στο Θεό; Ώστε η ψαλμωδία προσφέρει και το μέγιστο από τα αγαθά, την αγάπη» (Ομιλία στον 1ο ψαλμό, Ε.Π. 29, 212).
«Εσύ δεν είσαι πλεονέχτης; Εσύ δεν είσαι κλέφτης, αφού σφετερίζεσαι εκείνα που δέχτηκες από το Θεό για να τα διαχειριστείς ως οικονόμος; Μήπως νομίζεις ότι θα ονομαστεί λωποδύτης μόνο εκείνος που γδύνει κάποιον και του αρπάζει τα ρούχα, ενώ εκείνος που δεν ντύνει το γυμνό, αν και μπορεί να το κάμει, αξίζει να πάρει άλλο όνομα; Πρόσεξε! Το ψωμί που εσύ κατακρατείς, είναι του πεινασμένου. Το ένδυμα που φυλάγεις στις αποθήκες σου, είναι του γυμνού. Το παπούτσι που σαπίζει στο σπίτι σου, είναι του ξυπόλητου. Τα χρήματα που τα κατακρατείς χωμένα στη γη, είναι εκείνου που έχει ανάγκη. Ώστε λοιπόν, τόσους αδικείς, όσους θα μπορούσες να βοηθήσεις και το αρνήθηκες» (Περί πλεονεξίας, Ε.Π. 31, 276-277) – «Αυτός που αγαπάει τον συνάνθρωπό του, δεν κατέχει τίποτε περισσότερο απ’ αυτόν… Όσο κάποιος πλεονάζει στον πλούτο, τόσο υστερεί στην αγάπη» (Προς τους πλουτούντας, ΒΕΠΕΣ, 54, Αποστ. Διακονία, 1976, σελ. 67) – «Όταν πεινάμε, τρώμε, αλλά περιφρονούμε τον φτωχό. Αν και ο Θεός είναι πλούσιος χορηγός, είμαστε σφιχτοχέρηδες και αδιάφοροι στις ανάγκες των φτωχών. Οι αποθήκες μας είναι γεμάτες από αγαθά, αλλά δεν ελεούμε αυτόν που στενάζει από δυστυχία. Γι’ αυτό και η δίκαιη κρίση μάς απειλεί. Γι’ αυτό και ο Θεός δεν ανοίγει το χέρι Του. Εμείς αποκλείσαμε την αγάπη προς τον διπλανό μας ως αδελφό μας. Γι’ αυτό και τα χωράφια μας είναι ξερά, γιατί πάγωσε η αγάπη ανάμεσά μας» (Ομιλία εν λιμώ…. ΒΕΠΕΣ, τ. 54, εκδ. Αποστ. Διακονία, 1978, σελ. 78,79).
ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ
1. ‘Ο Ουρανοφάντωρ Μέγας Βασίλειος’, Νικολάου Νευράκη, Αθ. 1979
2. ‘Ανθολόγιο Πατερικών κειμένων’, Ευαγγ. Θεοδώρου, ΟΕΔΒ, 1983
3. ‘Οι Τρεις Ιεράρχες Χθες- Σήμερα – Αύριο’, Ν. Νευράκη, Αθ. 2004
4. ‘Ο ρόλος του Μ. Βασιλείου στη συμφιλίωση Ελληνισμού – Χριστιανισμού’, Αναστ. Β. Γιαννικόπουλου, εκδ. Μ. Γρηγόρης, Αθ. 1991
5. ‘Μέγας Βασίλειος, Βίος και Θεολογία’, Στυλιανού Παπαδοπούλου, τ. Α΄, έκδ. Β΄, Αθ. 1989


ΠΗΓΗ:   ΚΛΙΚ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου