Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2015

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ: Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΗΡΩΑΣ ΤΟΥ ΕΠΟΥΣ ΤΟΥ 40 (Γ. Ν. Παπαθανασόπουλος) 

ΠΗΓΗ:   ΚΛΙΚ

Γιῶργος Σαραντάρης: Ὁ ποιητὴς ἥρωας τοῦ Ἔπους τοῦ 40

Τοῦ Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου

.           Ὁ Γιῶργος Σαραντάρης, ὁ μέγας αὐτὸς ποιητὴς καὶ στοχαστὴς τῆς γενιᾶς τοῦ 1930, δὲν εἶναι ὅπως οἱ ἄλλοι ἥρωές μας τοῦ ἑλληνοϊταλικοῦ πολέμου. Πολέμησε ἡρωικὰ στὴν πρώτη γραμμή, ἀλλὰ δὲν ἔπεσε νεκρὸς ἐκεῖ, ὅπως ὁ συνταγματάρχης Δαβάκης, ὁ Ὑπολοχαγὸς Διάκος καὶ ἑκατοντάδες ὑπαξιωματικοὶ καὶ στρατιῶτες. Τὸ ἰσχνὸ καὶ ἀσθενικὸ σῶμα τοῦ ὑπέφερε ἀγόγγυστα τὶς κακουχίες, ἀρρώστησε ἀπὸ αὐτὲς καὶ πέθανε σὲ νοσοκομεῖο τῆς Ἀθήνας, στὶς 25 Φεβρουαρίου τοῦ 1941, 33 ἐτῶν.
.               Λίγες μόνο δεκάδες ὀκάδες ζύγιζε ὁ Σαραντάρης καὶ σὲ ὅλη του τὴ βραχύχρονη ζωή του παρέμεινε παντελῶς ἀγύμναστος. Τὸ μόνο ποὺ γνώριζε ἦταν νὰ διαβάζει ἀδιαλείπτως καὶ νὰ γράφει ἀκατάπαυστα ποιήματα καὶ φιλοσοφικοὺς στοχασμούς. Εἶχε αὐξημένο βαθμὸ μυωπίας, κάτι ποὺ τὸν ἐμπόδιζε νὰ χειριστεῖ σωστὰ τὸ ὅπλο, ποὺ οὕτως ἢ ἄλλως δυσκολευόταν νὰ σηκώσει μαζὶ μὲ τὸν βαρὺ γυλιό του. Αὐτὸς ὁ ἀδύναμος, ἀγύμναστος καὶ μύωπας ποιητὴς ἐπελέγη νὰ ἐπιστρατευθεῖ μυστικὰ μετὰ τὸν τορπιλισμὸ τῆς Ἕλλης καὶ νὰ σταλεῖ στὰ σύνορα, γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς ἄλλους Ἕλληνες τὸν στρατὸ τῆς φασιστικῆς Ἰταλίας…Ἔγραψε σχετικὰ ὁ Ὀδυσσέας Ἐλύτης:
.           «Δὲν ἔχω γνωρίσει, θά ΄θελα νὰ τὸ διακηρύξω, μορφὴ πνευματικοῦ ἀνθρώπου ἁγνότερη ἀπὸ τὴ δική του. Ἄπραγος, ἀδέξιος, ἀνίκανος γιὰ ὁτιδήποτε πρακτικό, ζοῦσε μὲ τὸ τίποτε, καὶ δὲν τοῦ χρειαζότανε τίποτε ἄλλο ἔξω ἀπὸ τὴν Ποίηση… Ἔτσι ὅμως εἶχε φτάσει ὣς τὸ σημεῖο νὰ μπορεῖ νὰ ὑψώνει τὰ μεγάλα του ἀσθενικὰ μάτια ὣς τὶς πλατωνικὲς Οὐσίες» (1).
.           Γιὰ τὴν ἐπιστράτευσή του καὶ τὸ πῶς τὴν ἀντιμετώπισε γράφει ὁ Ἀνδρέας Καραντώνης, ἕνας ἀπὸ τοὺς σημαντικότερους κριτικοὺς ποίησης τοῦ περασμένου αἰώνα:
.           «Τὸ Σεπτέμβριο τοῦ 1940 ἕνα Διάταγμα τοῦ Ὑπουργείου τῶν Στρατιωτικῶν, κάλεσε στὰ ὅπλα τὴν κλάση τοῦ 1930 – σ’ αὐτὴν ἀνῆκε στρατολογικὰ ὁ Σαραντάρης – καὶ τὸν ἔστειλε νὰ φυλάξει τὰ σύνορα ποὺ φοβέριζε ὁ Ἰταλικὸς φασισμός. Τὸν εἶδα γιὰ τελευταία φορὰ στὴν πλατεία Κάνιγγος, ἀνάμεσα στὸ πλῆθος τῶν ἐπιστρατευμένων ἐφέδρων ποὺ πολιορκοῦσαν τὴν πόρτα τοῦ Στρατολογικοῦ Γραφεῖο. Τὸ πρόσωπό του ἤρεμο καὶ χαμογελαστὸ πάντα, ἦταν ὁλότελα ἀποπνευματωμένο. “Φεύγω, μοῦ λέει, φίλε μου, πάω φαντάρος”. Ἀποχαιρετιστήκαμε μὲ συγκίνηση. Τὸν εἶδα νὰ χάνεται μέσα στὸ πλῆθος, κάνοντας μελαγχολικὲς σκέψεις καθὼς συλλογιζόμουν πῶς θὰ μποροῦσε νὰ τὰ βγάλει πέρα μὲ τὶς δυσκολίες καὶ τὶς τραχύτητες τῆς στρατιωτικῆς ἐμπόλεμης ζωῆς, αὐτὸς ὁ καθόλου στρατιώτης. Κι ὅμως ἀκολούθησε καρτερικὰ τὴ μοίρα του, μὲ τὴ συναίσθηση ὅτι δίνει καὶ αὐτός, ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι, τὸ παρών του στὸ κάλεσμα τῆς Πατρίδας». (2).
.           Ἡ οἰκογένεια τοῦ ποιητῆ ζοῦσε ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰώνα στὴν Ἰταλία. Ὅμως ὅλα τὰ ἀγόρια τῆς οἰκογένειας ἔρχονταν στὴν Ἑλλάδα νὰ ὑπηρετήσουν τὴ στρατιωτική τους θητεία καὶ διατηροῦσαν τὴν ἑλληνική τους ὑπηκοότητα. Τὸ ἴδιο συνέβη καὶ μὲ τὸν Γιῶργο Σαραντάρη. Μεγάλωσε, πῆγε σχολεῖο καὶ σπούδασε τὶς νομικὲς ἐπιστῆμες στὰ ἰταλικὰ πανεπιστήμια τῆς Μπολόνια καὶ τῆς Ματσεράτα, ἀλλὰ τὸ 1931 ἦρθε νὰ ὑπηρετήσει στὸν ἑλληνικὸ στρατὸ καὶ ἔμεινε πλέον στὴν Ἑλλάδα ἕως τὸν θάνατό του. Γράφει ὁ φίλος του ποιητῆ Νίκος Σημηριώτης, ποὺ ἦταν καὶ ὁ ἴδιος ποιητὴς καὶ μεταφραστὴς ἔργων τοῦ Πόε, τοῦ Λόρκα καὶ ἄλλων:
.           «Εἴμαστε πιὰ στὸ ΄40. Τότε ποὺ εἶχαν ἀγριέψει τὰ πράγματα μεταξὺ Ἑλλάδας καὶ Ἰταλίας, τέλη Αὐγούστου, ἐκεῖ. Καθίσαμε σὲ ἕνα τραπεζάκι σὲ ἕνα μαγαζὶ στὴ Σταδίου πρὸς τὸ Σύνταγμα. Ἦταν ἀγανακτισμένος μὲ τὸν τορπιλισμὸ τῆς “Ἕλλης” καὶ ἔλεγε πὼς ἦταν χαρακτηριστικὸ τῶν Ἰταλῶν, ὅτι κάνουν τὸ σπουδαῖο ἐκεῖ ποὺ δὲν κινδυνεύουν. Μπαμπεσιά.
.           Ἦταν πολὺ Ἕλληνας. Στὴν ὁμιλία τοῦ ἦταν σαφὲς αὐτό. Ὅταν συνέκρινε ἕναν Ἕλληνα μὲ ἕναν Ἰταλὸ ἔλεγε ὅτι ὁ Ἕλληνας εἶχε αἷμα ζεστὸ στὶς φλέβες τοῦ ἐνῶ ὁ Ἰταλὸς εἶχε …σιρόπι.
.           Ὄχι δὲν ἔδειξε νὰ φοβᾶται γιὰ τὸν ἴδιο. Δὲν σκεφτόταν τὸν ἑαυτό του. Δὲν ἐνδιαφερόταν γιὰ τὸ πεπρωμένο του στὸ μέλλον. Δὲν τὸν ἐνοίαζε ἂν πάθαινε κάτι. Ἂν ἦταν νὰ τὸ πάθει, ἂς τὸ πάθαινε…Μία χριστιανικὴ ἄποψη τῶν πραγμάτων». (3)
.           Ὁ συστρατιώτης τοῦ συγγραφέας Θεμιστοκλῆς Ἀθηνογένης μίλησε γιὰ τὶς τελευταῖες ἡμέρες τοῦ Γιώργου Σαραντάρη στὸ μέτωπο τῆς Ἀλβανίας:
.           «Φύγαμε ἀπὸ τὴν Ἀθήνα τὴν 5η Ὀκτώβρη, μία μέρα ποὺ ἦταν χαρὰ Θεοῦ, τάχα γιὰ νὰ ἀσκηθοῦμε στὰ ὄπλα…Μετὰ ἀπὸ δύο μέρες μᾶς πῆραν μ’ αὐτοκίνητα στρατιωτικὰ καὶ μᾶς μετέφεραν στὸ Καστράκι – ἕνα θαυμάσιο χωριὸ ἔξω ἀπὸ τὴν Καλαμπάκα…Οἱ περισσότεροι φαντάροι κατέβαιναν στὴν Καλαμπάκα νὰ πιοῦν κρασὶ στὶς ταβερνοῦλες τῆς μικρῆς κωμόπολης. Κάποτε πήγαμε μαζὶ σὲ μία ταβέρνα. Καθίσαμε ἔξω. Μείναμε ὡς ἀργὰ τὴ νύχτα. Ἐκεῖνος δὲν ἤπιε κρασί. Εἶχε ὅμως μεθύσει ἀπὸ τὰ ἴδια τοῦ τὰ λόγια ποὺ ἔρχονταν μετρημένα σὲ στίχους κι ἁπλώνονταν κάτω ἀπ’ τὸν γυμνὸ ἄξονα τοῦ αἰθέρα.- Ἦταν παράξενα καὶ γοητευτικὰ ν’ ἀκοῦς τὴ φωνὴ τοῦ Σαραντάρη ν’ ἀπαγγέλλει σ’ ἕνα ταβερνάκι στὴ Θεσσαλία ποιήματά του, πότε στὰ Ἑλληνικά, πότε στὰ Ἰταλικά…
.           Μείναμε στὸ Καστράκι ὡς τὸ ξημέρωμα τῆς 28ης Ὀκτωβρίου….Κάποια στιγμή, ξημερώματα, σήμαναν οἱ σειρῆνες τοῦ συναγερμοῦ καὶ μεῖς βρεθήκαμε στὴν πλατεία τοῦ χωριοῦ περιμένοντας τὸν ταγματάρχη μᾶς Παπαδημητρίου νὰ μᾶς πεῖ τί συνέβαινε καὶ νὰ μᾶς δώσει διαταγές…Ἐμφανίστηκε ὁ ταγματάρχης:
.           “Η Ἰταλία μᾶς κήρυξε τὸν πόλεμο. Οἱ συνοριακὲς φρουρὲς μᾶς προσπαθοῦν νὰ ἀποκρούσουν τὸν ἐχθρὸ ποὺ κατεβαίνει μέσα ἀπὸ τὰ φαράγγια τῆς Πίνδου. Πρέπει νὰ σπεύσομε νὰ ἐνισχύσομε τὰ παιδιὰ τοῦ 4ου Συντάγματος Λαρίσης ποὺ ἀντιμετωπίζουν τὶς Ἰταλικὲς φάλαγγες τῆς Μεραρχίας Julia….Ἄρχισε ἡ πορεία. Μία πορεία ἀδιάκοπη. Σὲ κάποιες στάσεις οἱ φαντάροι μοιράζονταν ζάχαρη καὶ ξηροὺς καρπούς. Ἡ πορεία κράτησε 40 ὧρες.- Τότε τὸν ἔχασα (Σήμ. Τὸν Σαραντάρη)….Τὴ νύχτα μὲ πλησίασε ὁ διμοιρίτης μου. Μὲ διέταξε νὰ φύγω ἀπὸ τὸ λόχο μου καὶ νὰ ἀκολουθήσω τὸν 3ο λόχο, γιατί τὸ δικό τους ὁπλοπολυβόλο εἶχε ἀχρηστευθεῖ καὶ ἔπρεπε νὰ ἀναπληρώσω τὸ κενὸ ἐγὼ μὲ τὸ δικό μου. Ὑπάκουσα.
.           Σὲ λίγο βρισκόμουν στὸ λόχο τοῦ Γιώργου Σαραντάρη. Ἦταν ὁ λόχος ὁ δικός του, ὁ 3ος λόχος. Χάρηκε πολὺ σὰν μὲ εἶδε ἔτσι ἀπρόσμενα, ξαφνικὰ μπροστά του. Δὲν τὸ περίμενε. Ἦταν πολὺ κουρασμένος, βρεγμένος.
.           Μούσφιξε τὸ χέρι: “Τί θὰ γίνει τώρα;”
.           Ἡ αἰσιοδοξία εἶχε φύγει. – Γυρέψαμε κάπου νὰ κουρνιάσουμε τὴ νύχτα στὸ χωριὸ Βωβοῦσα. Βρήκαμε ἕνα πεζούλι ἐκκλησίας. Κοιμηθήκαμε ἐκεῖ. Ἦταν ὧρες φοβερές. Τὸ ἄγνωστο. Οἱ ἀρβύλες μεσ’ στὴ λάσπη.
.           Τὰ χαράματα μᾶς ξύπνησαν γιὰ νὰ βαδίσομε ἔξω ἀπὸ τὴ Βωβοῦσα. Ἔπρεπε νὰ ἐνισχύσουμε τοὺς φαντάρους τοῦ 4ου Συντάγματος Λαρίσης. Ὑποχωροῦσαν μπρὸς στὴ μεγάλη ἀριθμητικὴ ὑπεροχὴ τῶν Ἰταλῶν.
.           Θυμᾶμαι καλὰ τὸν Σαραντάρη ποὺ βάδιζε πίσω ἀπὸ ἐμένα, νὰ μὲ ἀκολουθεῖ στὸ στενὸ μονοπάτι χωρὶς μιλιὰ καὶ χωρὶς θόρυβο γιατί οἱ Ἰταλοὶ ἦταν κοντά. – Εἴχαμε μπεῖ πιὰ γιὰ καλὰ στὴ μάχη.
.           Σὰν ἔφεξε ἡ μέρα ἀκροβολιστήκαμε σ’ ἕνα ὕψωμα καὶ περιμέναμε διαταγές. Ἀκούστηκαν οἱ σάλπιγγες τῶν Λαρισινῶν κι ἀμέσως ἄρχισαν νὰ κροταλίζουν τὰ ἰταλικὰ πολυβόλα. Ἀπ’ τὸ δικό μας λόχο δὲν εἴχαμε κανένα θύμα. Οἱ Λαρισινοὶ ὅμως πλήρωσαν ἀκριβά. – Ἦταν ἡ πρώτη μας ἐπαφὴ μὲ τὸν ἐχθρὸ καὶ τὴν κρυάδα τοῦ πολέμου.
.           Ἐκεῖ τὸν ἔχασα. Δὲν ἦταν κοντά μου.
.           Ἡ προέλαση συνεχίστηκε…
.           Πολλὲς φορὲς συναντηθήκαμε μὲ τὸν Σαραντάρη στὰ λασποχώρια ἀπ’ ὅπου περνούσαμε. ΄Ἤμαστε ἐξουθενωμένοι καὶ οἱ δύο. Πολὺ περισσότερο ὅμως ἐκεῖνος. Δὲν εἶχε, ἀπὸ τὴν ἀρχή, πολλὰ ἀποθέματα ἀντοχῆς.
.           Κάποτε βρέθηκα ἔξω ἀπὸ ἕνα χωριό, τὸ Κιλαρίτσι. Σὲ κάτι στάβλους εἶδα τὸν Σαραντάρη καθισμένο κάτω στὸ χῶμα σὲ φοβερὴ ἐξάντληση. Ἦταν χλωμός, ἀδύναμος. Τὰ μάτια τοῦ φωσφόριζαν παράξενα. Τὸν πλησίασα. Θυμᾶμαι ὅτι γονάτισα νὰ τοῦ μιλήσω καθὼς ἦταν καθισμένος.
.           “Έχεις τίποτα νὰ μοῦ δώσεις νὰ φάω;”, μοῦ εἶπε. Ἔψαξα στὸ σακίδιο. Βρῆκα ἕνα κομμάτι ξερὴ κουραμάνα. Τούδωσα. Ὕστερα μὲ κόπο ἀνάσυρε ἀπὸ τὸ χιτώνα τοῦ ἕνα μάτσο χαρτιά. Τὸ πρῶτο ποὺ μούδειξε χαμογελώντας ἦταν μία ἰατρικὴ γνωμάτευση ποὺ τὸν ἔστελνε στὸ νοσοκομεῖο στὰ Γιάννενα, πούλεγε πὼς μποροῦσε νὰ ἀφήσει τὸ μέτωπο καὶ νὰ γυρίσει πίσω.
Τοῦ εἶπα:
“Μπράβο Γιῶργο!. Ἐσὺ σώθηκες. Κανεὶς δὲν ξέρει ἐμένα τί μὲ περιμένει”.
Τὸ δεύτερο χαρτὶ ἦταν ἕνα ποίημα. Μοῦ τὸ ἐμπιστεύτηκε. Μὲ μεγάλη συγκίνηση τὸ ἔβαλε στὸ χέρι μου. Τότε γιὰ πρώτη φορὰ κατάλαβα πὼς ὁ Σαραντάρης ἦταν Ποιητής. Ἐνῶ ἐγὼ ἀγωνιζόμουν νὰ ἐπιβιώσω, ἐκεῖνος, τὶς ὧρες τὶς ἐλάχιστες ποὺ ἔμενε ἐλεύθερος ἀπὸ πορεῖες, κακουχίες καὶ ἀγγαρεῖες ἀποσυρόταν στὴ γωνιὰ ἑνὸς ἀντίσκηνου κι ἔγραφε ποιήματα….Τὸ ποίημα αὐτὸ τὸ ἔχασα. Θυμᾶμαι ὅμως πολὺ καλὰ πῶς ἄρχιζε:
Ἐγὼ ποὺ ὁδοιπόρησα
Μὲ τοὺς ποιμένες τῆς Πρεμετῆς
Εἶχα τὰ μάτια μου
Παντοτινὰ στραμμένα
Στὸ ἑωθινό σου πρόσωπο…»(4)
.           Ὁ ἐπίσης συστρατιώτης τοῦ Σαραντάρη Γιῶργος Πολιτάρχης γράφει γι’ αὐτὸν καὶ γιὰ τὴν ἐμπειρία του στὴν Πίνδο:
.           «Μερικὲς ἡμέρες μετὰ τὴν κήρυξη τοῦ πολέμου, μπαίναμε στὴν Ἀλβανία μὲ τὸ 7ο Σύνταγμα Χαλκίδας. Ὑπηρετοῦσα ὡς ἔφιππος ἀνιχνευτής. Εἶχα ἤδη λάβει μέρος σὲ τρεῖς μάχες: στὴ μάχη τῆς Σαμαρίνας, στὴ μάχη τοῦ Δουτσικό, στὴ μάχη τοῦ Σμόλικα. Ἦταν δειλινὸ κατὰ τὶς ἔξι, σκοτεινίαζε. Ἐκεῖ πάνω σκοτεινιάζει γρήγορα. Ἤμασταν κατάκοποι καὶ χαμένοι μὲς στὰ ἔλατα, τὸ χιόνι καὶ τὴν ταλαιπωρία.
.           Κατεβαίναμε μία πλαγιά. Μπροστὰ μας ἦταν ἕνα γείσωμα, μετὰ πάλι κατωφέρεια. Ἐκεῖ στὸ γείσωμα βλέπομε κάποιον ποὺ μᾶς φάνηκε σὰ χαμένος Ἰταλὸς στρατιώτης. Κρατοῦσε μία ἰταλικὴ καραβάνα στὸ ἕνα χέρι καὶ στὸ ἄλλο μία κοντὴ ἰταλικὴ ξιφολόγχη. Στεκόταν ἀκίνητος στὴν ἐρημιὰ καὶ περίμενε. Κάτι μου θύμιζε. Κοίταξα καλύτερα. Ἦταν ὁ Γιῶργος Σαραντάρης. Ἔτρεξα κοντά του. Μὲ γνώρισε.
.           Ἔχασα τὰ γυαλιά μου, Γιώργη. Δὲ βλέπω τίποτε, τίποτε…
.           Ἦταν κι ἐκείνη ἡ ἀσπρίλα τοῦ χιονιοῦ.
“Μὴ φοβᾶσαι μωρὲ Γιῶργο”, τοῦ λέγω. “Ἄνθρωποι εἴμαστε. Ὅ, τι χρειαστεῖ ἐγὼ θάμαι κοντά σου”.
.           Νά, τὰ λόγια της παρηγοριᾶς.
.           Δὲν ἀντέδρασε. Ἦταν ἐξουθενωμένος. Τὸν κράτησα ἀπὸ τὴν πλάτη καὶ τὸν βοήθησα νὰ κατεβοῦμε τὴ χαράδρα. Δὲν εἶχε δύναμη. Τὸν κρατοῦσα. Κάπου κάτω ἀπ’ τὰ κάτασπρα ἔλατα, ψευτοκατασκηνώσαμε. Οἱ δικοί μου προχώρησαν. Τοὺς ἄφησα…Δὲ σκέφτηκα τίποτα.
.           Στὴ Σαμαρίνα, σ’ ἕνα ἄδειο σπίτι, βρῆκα μία κάπα βαριά, τσοπάνικια καὶ μία κουρελού. Τὰ ἔκοψα καὶ τὰ δύο στὴ μέση. Τὰ μισὰ τὰ χάρισα σ’ ἕνα συνάδελφο (εἶναι δικηγόρος τώρα) καὶ τὴ μισὴ κουρελοὺ τὴν τύλιξα γύρω στὸ πόδι μου γιατί εἶχε χαλάσει ἡ ἀρβύλα. Ὅταν βρῆκα τὸν Σαραντάρη εἶχα μία κουβέρτα τοῦ στρατοῦ καὶ τὴ μισὴ κάπα. Τούδωσα λοιπὸν τὸ ἀντίσκηνό μου, τὸν τύλιξα καλὰ-καλὰ στὴν κουβέρτα καὶ τούδωσα ἀπὸ τὰ σύκα καὶ τὸ ψωμὶ ποὺ ἕνας θεὸς ξέρει πῶς βρισκόταν ἀκόμα πάνω μου. Τὸν ἔβλεπα ποὺ ἔτρωγε τὸ ψωμάκι τοῦ ἀργά, ἐξαντλημένος καὶ σκεφτόμουνα: < Ποῦ νὰ πάει ὁ Γιῶργος Σαραντάρης χωρὶς μάτια καὶ ποιὸν νὰ ἀκολουθήσει;>…
.           Ἀφοῦ τὸν βόλεψα στὸ ἀντίσκηνο, ἐγὼ πῆρα τὴ μισὴ κάπα, ἔβαλα τὰ δύο μου πόδια στὸ ἕνα μανίκι, τυλίχτηκα στὴν ὑπόλοιπη καὶ ξάπλωσα πάνω στὸ χιόνι, κάτω ἀπὸ τὰ ἔλατα….
.           Σὲ λίγο τὸν εἶχε πάρει ὁ ὕπνος. Ἀποκοιμήθηκα κι ἐγώ. Γύρω τὰ πάντα ἄσπρα, ἐρημιὰ θεοῦ.
.           Ὅταν ξημέρωσέ μου λέει:
<Πήγαινε τώρα ἐσύ. Ἄσε μὲ ἐμένα.>
.           Ἤθελε νὰ μείνει ἐκεῖ. Νὰ πεθάνει. Δὲν τὸν ἄφησα. Ἀνεβήκαμε ἀγκαλιασμένοι στὸ γείσωμα. Κατὰ σύμπτωση περνοῦσε μία στρατιωτικὴ φάλαγγα. Τὸν παρέδωσα στὸν ἀνθυπολοχαγό.
.           Χαιρετιστήκαμε.
“Σε εὐχαριστῶ”, μοῦ λέγει.
“Ἄντε Γιῶργο μου, ἄντε. Καὶ μὴ φοβᾶσαι. Μὴ φοβᾶσαι!”
Ἄσε ποὺ δὲ φοβόταν πιὰ τίποτα. Εἶχε ἀφεθεῖ στὸν ἑαυτό του…». (5)
.           Ὁ Ὀδυσσέας Ἐλύτης χαρακτηρίζει τὸν θάνατο τοῦ Σαραντάρη ἀπὸ τὶς κακουχίες τοῦ πολέμου, ὡς « τὴ μόνη καὶ πιὸ ἄδικη ἀπώλεια ἀνθρώπου τῶν γραμμάτων» στὸν ἑλληνοϊταλικὸ πόλεμο. Παράλληλα καταγγέλλει τὸ ἐπιστρατευτικὸ σύστημα τῆς ἐποχῆς:
.           «Θέλω ἀπροκάλυπτα νὰ καταγγείλω τὸ ἐπιστρατευτικὸ σύστημα ποὺ ἐπικρατοῦσε τὴν ἐποχὴ ἐκείνη καὶ πού, δὲν ξέρω πῶς, κατάφερε νὰ κρατήσει στὰ Γραφεῖα καὶ στὶς ἐπιμελητεῖες ὅλα τὰ χοντρόπετσα θηρία τῶν ἀθηναϊκῶν ζαχαροπλαστείων καὶ νὰ ξαποστείλει στὴν πρώτη γραμμὴ τὸ πιὸ ἁγνὸ καὶ ἀνυπεράσπιστο πλάσμα. Ἕναν εὔθραυστο διανοούμενο ποὺ μόλις στεκότανε στὰ πόδια του, ποὺ ὅμως εἶχε προφτάσει νὰ κάνει τὶς πιὸ πρωτότυπες καὶ γεμάτες ἀπὸ ἀγάπη σκέψεις γιὰ τὴν Ἑλλάδα καὶ τὸ μέλλον της. Ἦταν σχεδὸν μία δολοφονία. Διπλωματοῦχος ἰταλικοῦ πανεπιστημίου – ὁ μόνος ἴσως σὲ ὁλόκληρο τὸ στράτευμα -, θὰ μποροῦσε νὰ ’ναι περιζήτητος σὲ ὁποιαδήποτε ἀπὸ τὶς Ὑπηρεσίες ποὺ εἶχαν ἀναλάβει τὴν ἀντικατασκοπεία, ἢ τὴν ἀνάκριση τῶν αἰχμαλώτων. Ἀλλὰ ὄχι. Ἔπρεπε νὰ φορτωθεῖ τὸ γυλιὸ καὶ τὸν ὁπλισμὸ τῶν τριάντα ὀκάδων, γιὰ νὰ χαθεῖ παραπατώντας μὲς στὰ χιονισμένα φαράγγια ἕνας ἀκόμη ποιητής, ἕνας ἀκόμη ἀθῶος στὸ δρόμο τοῦ μαρτυρίου.
.           Φαίνεται ὅτι πέρασε φρικτὲς ὧρες. Τὰ χοντρὰ μυωπικά του γυαλιά, ποὺ χωρὶς αὐτὰ δὲν μποροῦσε νὰ κάνει βῆμα, τὰ ’χασε μέσα στὴν παραζάλη. Φώναζε <βοήθεια> στοὺς ἄλλους φαντάρους, αὐτὸς ὁ Χριστιανὸς φώναζε <ἀδέρφια> καὶ τ’ <ἀδέρφια> τὸν κοροϊδεύανε, τὰ πιὸ ἀδίστακτα βαλθήκανε κιόλας νὰ τοῦ κλέβουνε κουβέρτες, μάλλινα, ὁτιδήποτε χρήσιμο μποροῦσε ὁ δόλιος νὰ κουβαλεῖ. Ἀπόμεινε σὰν τὸ κατατρεγμένο πουλὶ μέσα στὴν παγωνιά. Χωρὶς νὰ βαρυγκομήσει. Χωρὶς νὰ ξεστομίσει ἕναν πικρὸ λόγο. Περήφανος, μ’ ἕνα σῶμα ἐλάχιστο καὶ μία μεγάλη ψυχή, ποὺ τὸν κράτησε ὅσο ποὺ νὰ τραγουδήσει ἀκόμη λίγο:

.           Ἐγὼ ποὺ ὁδοιπόρησα μὲ τοὺς ποιμένες τῆς Πρεμετῆς
κι ὕστερα ν’ ἀνεβεῖ <στοὺς τόπους ποὺ ἀγγέλλουν τὸν οὐρανὸ καὶ συνομιλοῦν μὲ τὸν ἥλιο>.
.           Ἔτσι πέθανε ἕνας Ἕλληνας ποιητής, ὅταν οἱ συνάδελφοί του στὴ Δύση βλαστημούσανε τὸ Θεὸ κι ἐμπιστεύονταν τὴ μαριχουάνα…». (6)
.           Γιὰ τὸ τέλος τοῦ Σαραντάρη ὁ καθηγητὴς Δήμ. Τσάκωνας γράφει: «Στρατιώτης ὁ Σαραντάρης στὸ Ἀλβανικὸ Μέτωπο ἔχασε τὰ γυαλιά του καὶ τὸ σακίδιό του, κοιμόταν γυμνὸς στὸ ἀντίσκηνό του καὶ μολονότι <ὁδοιπόρησε μὲ τοὺς ποιμένες τῆς Πρεμετῆς> διεκομίσθη ἄρρωστος στὴν Ἀθήνα, γιὰ νὰ ὑποκύψει στὴ μοίρα του, στὶς ἀρχὲς τοῦ Ὁ μόνος σύντροφος ποὺ τὸν συνόδευσε στὸ διάστημα τῆς τελευταίας του περιπέτειας ἦταν τὸ Εὐαγγέλιο. Ἀπὸ τὸν κύκλο τῶν πνευματικῶν ἀνθρώπων ἦταν ὁ πρῶτος νεκρός του πολέμου». (7)
.           Γιὰ τὸ τέλος τοῦ Γιώργου Σαραντάρη ἔχουμε τὴ μαρτυρία τῆς ἀδελφῆς του Λέλας, ὅπως τὴν μετέφερε στὸν ὑπογράφοντα ὁ πρῶτος ἐξάδελφός τους Παναγιώτης (Τάκης) Σαραντάρης:
.           «Τὸ τέλος τοῦ ἦταν πολὺ κοντά. Ἐμεῖς, οἱ συγγενεῖς καὶ οἱ φίλοι, περιτριγυρίζαμε τὸ κρεβάτι του καὶ κλαίγαμε βουβά. Μᾶς εἶδε καὶ μὲ τὸ γλυκὸ τοῦ χαμόγελο, γεμάτος ἀπὸ εἰρήνη καὶ πίστη, ἄρχισε ἐκεῖνος νὰ μᾶς παρηγορεῖ καὶ νὰ μᾶς ἐνδυναμώνει, παροτρύνοντάς μας νὰ μὴν κλαῖμε, διότι ἡ ζωὴ δὲν τελειώνει στὸν κόσμο αὐτόν, διότι ἡ ζωὴ εἶναι αἰώνια καὶ συνεχίζεται, διότι μετὰ τὸν θάνατό του θὰ ζήσει μίαν ἄλλη, μεγαλύτερη χαρά…» (8).
.           Γιὰ τὸ τέλος τοῦ Γιώργου Σαραντάρη γράφει καὶ ὁ φίλος του ἀκαδημαϊκὸς Κωνσταντῖνος Δεσποτόπουλος:
.           «Ἄς μοῦ ἐπιτραπεῖ νὰ βεβαιώσω πὼς εἶχε ὁ Σαραντάρης, τὶς τελευταῖες ἡμέρες τῆς ζωῆς του, νικήσει τὸν φόβο τοῦ θανάτου. Ἄρρωστος βαριὰ τὶς πρῶτες ἑβδομάδες τοῦ 1941, ὓστερ’ ἀπὸ τὸν ὑποσιτισμὸ καὶ τὶς ἄλλες κακουχίες τοῦ ἐπάνω στὰ χιονισμένα βουνὰ τῆς Ἀλβανίας, ὅπου ὑπηρετοῦσε ὡς ἁπλὸς στρατιώτης, ἐνταγμένος, παρὰ τὴ μεγάλη μυωπία του, σὲ μονάδα τῆς πρώτης γραμμῆς τοῦ μετώπου, εἶχε μεταφερθεῖ τελικὰ σὲ κλινικὴ τῶν Ἀθηνῶν. Ἐκεῖ τὸν ἐπισκέφθηκαν οἱ αἰσθαντικοὶ φοιτητὲς Καλλίτσης καὶ Παπαμικρόπουλος, μέλη τοῦ φιλοσοφικοῦ μας Κύκλου, ποὺ θαύμαζαν τὸ πνεῦμα του καὶ τὸ ἦθος του. Πρόλαβε ὁ Παπαμικρόπουλος – πρὶν χαθεῖ, νομίζω, καὶ αὐτός, ὅπως χάθηκε καὶ ὁ Καλλίτσης, τόσο πρόωρα καὶ τόσο ἄδικα στὴ διάρκεια τῆς Κατοχῆς – νὰ μοῦ παρουσιάσει, καὶ μὲ ἀναφορὰ στὸ πρόσωπό μου, τὴν τότε εἰκόνα τοῦ Σαραντάρη, γαλήνιου ὁλωσδιόλου ἐνώπιόν του θανάτου, νὰ ψιθυρίζει πρὸς τοὺς δύο νέους παραινέσεις γιὰ ἐμμονὴ στὸν δρόμο τῆς ἀρετῆς, ὑψωμένος ἤδη ὁ ἴδιος στὴ σφαίρα τῆς ἁγιότητας». (9)
.           Ὁ Αἰμίλιος Χουρμούζιος στὴν ἐφημερίδα «Καθημερινὴ» καὶ στὸ φύλλο τῆς Κυριακῆς, 2ας Μαρτίου τοῦ 1941, στὴν πρώτη σελίδα ἀπὸ τὶς μόνο τέσσερις ποὺ εἶχε, λόγω τῆς ἐλλείψεως χάρτου ἐξ αἰτίας τοῦ πολέμου, γράφει τὴ θλιβερὴ εἴδηση τοῦ θανάτου τοῦ ποιητῆ:
.           «Μεταξὺ τῶν ἠρωικῶς πεσόντων εἰς τὸν ἀγώνα κατὰ τῆς ἰταλικῆς βαρβαρότητος καταλέγεται καὶ ὁ νέος λόγιος Γεώργιος Σαραντάρης. Ο Γ. Σαραντάρης ἦτο ἀπὸ τοὺς ἀξιολόγους ποιητᾶς τῆς νέας γενεᾶς, δημοσιεύσας τρεῖς ποιητικᾶς συλλογᾶς καὶ δύο φιλοσοφικὰ δοκίμια. Ὑπῆρξε συνεργάτης τῆς φιλολογικῆς σελίδας τῆς «Καθημερινῆς», δημοσιεύσας σημειώματα δὶ’ ἄλλους νέους λογοτέχνας, ὡς καὶ στίχους του. Στρατιώτης εἰς τὸ ἀλβανικὸν μέτωπον, προσέφερε τὴν ζωὴν τοῦ ὑπὲρ τοῦ ἀγωνιζομένου Ἔθνους. Λόγῳ τῶν πολεμικῶν ἡμερῶν περιοριζόμεθα εἰς τὰς ὀλίγας αὐτᾶς γραμμᾶς, εἰς μνήμην τοῦ ἐκλιπόντος νέου διανοουμένου».
.           Γιὰ τὸν τάφο τοῦ Γιώργου Σαραντάρη γράφει ὁ Ζήσιμος Λορεντζάτος τὸ 1965:
Στὰ ἀρχεῖα τοῦ Α´ Νεκροταφείου στὴν Ἀθήνα ὁ τάφος τοῦ Σαραντάρη ἔχει τὸν ἀριθμό: Τμῆμα 4/329. Ξέρομε πὼς πέθανε τὸ Φεβρουάριο τοῦ Γεννημένος τὸ 1908, μόλις καὶ συμπλήρωσε τὰ 33 χρόνια του. Εἶχε ἔρθει στὴν Ἑλλάδα τὸ 1932 γιὰ νὰ κάνει τὸ στρατιωτικό του καὶ τελικὰ ἔδωσε στὴν Ἑλλάδα τὴ ζωή του – στὸν Ἰταλοελληνικὸ πόλεμο τοῦ 1940-1941 – ἀλλὰ καὶ τὸ ἔργο του ποὺ στάθηκε, μπορεῖ νὰ πεῖ κανένας, ἡ ζωὴ τῆς ζωῆς του. Τὸ ἔργο αὐτὸ ἀνήκει τώρα στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα.
Μερικῶν ἡ μοίρα μοιάζει παράξενη. Τοῦ John Keats ὁ τάφος στὸ Νεκροταφεῖο τῶν Διαμαρτυρομένων στὴ Ρώμη γράφει στὴν πλάκα του: <Ἐδῶ κείτεται ἕνας ποὺ τὸ ὄνομά του γράφτηκε στὸ νερό>. Τοῦ Σαραντάρη τὸ ὄνομα δὲν γράφτηκε πουθενά, μήτε στὸ νερό. Τὸ ἀσυμπλήρωτο οὐδέτερο ὑλικὸ ποὺ σκεπάζει τὸν τάφο του ( στὰ 1965 ὅταν πῆγα) δὲν γράφει τίποτα. Ὁ προσκυνητὴς βρίσκει τὸ μέρος, ἀνάμεσα στὰ κυπαρίσσια, μοναχὰ ἀπὸ τὸ τμῆμα καὶ τὸν ἀριθμό». (10). Σημειώνεται ὅτι τὰ πράγματα στὸν τάφο τοῦ Γ. Σαραντάρη ἔχουν ἀλλάξει, μὲ τὴ φροντίδα τοῦ πρώτου του ἐξαδέλφου Παναγιώτη Σαραντάρη. Τὸ ὄνομα τοῦ ποιητῆ ὑπάρχει πλέον στὸν τάφο τῆς οἰκογένειας Σαραντάρη.
.           Ὁ Σαραντάρης ἦταν στὴ ζωὴ τοῦ μακριὰ ἀπὸ τὶς κοσμικότητες, μακριὰ ἀπὸ δημόσιες σχέσεις καὶ τὴν ἡδονιστικὴ –ὑλιστικὴ ζωή. Ἔτσι ἔμεινε στὸ περιθώριο, ἔστω κι ἂν ἡ ἀξία του, ὡς ἀνθρώπου, ὡς ποιητῆ καὶ ὡς στοχαστή, εἶναι πολὺ μεγάλη. Ὁ Τσάκωνας θεωρεῖ ὅτι οἱ πολλοὶ λογοτέχνες μένουν μακριὰ ἀπὸ τὸν Σαραντάρη, γιατί ἡ πρωτοτυπία του θὰ ἀποκαλύψει τὴν κοινοτοπία τοῦ δικοῦ τους λόγου. Ἐπίσης ὅσοι ἀπὸ τοὺς λογοτέχνες συνήθισαν νὰ ζοῦν στὴν πνευματικὴ νωθρότητα δὲν θέλουν νὰ χάσουν τὴν ἰσορροπία τοὺς ἀποδεχόμενοι τὸν Σαραντάρη. Ἀκόμη καὶ οἱ ἄξιοι ποιητὲς ἀποφεύγουν νὰ τὸν πλησιάσουν γιατί δὲν τοὺς μοιάζει στὴν ἄξια ἔστω ἀτομικότητά τους (11). Ὁ Λορεντζάτος ἀναλόγως γράφει πὼς εἶναι αἰσιόδοξος ὅτι ὁ Σαραντάρης ὅσο θὰ περνάει ὁ καιρὸς τόσο καὶ περισσότερο θὰ ἀναγνωρίζεται ἀπὸ τὶς ἐρχόμενες γενιὲς (12). Αὐτὸ ποὺ πράγματι συμβαίνει.
.           Ὁ Γιῶργος Σαραντάρης ἦταν ὁ πρῶτος καὶ ἴσως ὁ μόνος ποιητὴς καὶ στοχαστὴς ποὺ πέθανε, ἀφοῦ ρούφηξε στὸ κορμὶ καὶ στὴν ψυχὴ τοῦ ὅλη τὴ δοκιμασία τοῦ Ἑλληνοϊταλικοῦ πολέμου στὰ βουνὰ τῆς Πίνδου. Δυστυχῶς ἡ θυσία του δὲν ἀναγνωρίστηκε ἀπὸ τὴν Ἑλληνικὴ Πολιτεία. Τὸ ὅτι τὸ φέρετρό του στολίστηκε μὲ τὴ γαλανόλευκη εἶναι κάτι τὸ ἐλάχιστο μπρὸς στὴ θυσία του. Ὁ Στρατὸς καὶ ἡ ἁρμόδια ὑπηρεσία του δὲν τὸν γνωρίζει καὶ ἡ μετὰ θάνατο τιμὴ πρὸς τὸν ἥρωα ἔχει μπλέξει στὴ γραφειοκρατία. Ἂς ἐλπίσουμε ὅτι κάποια ἡμέρα θὰ τιμηθεῖ ὅπως τοῦ πρέπει, ὄχι γιὰ τὸν ἴδιο, ἀλλὰ γιὰ τὴν Πολιτεία, καὶ γιὰ τοὺς καινούργιες γενιές, ποὺ ἔχουν ἀνάγκη προτύπων ὑψηλοῦ ἤθους καὶ μεγάλης ποιητικῆς καὶ φιλοσοφικῆς προσφορᾶς.-

  1. Σημειώσεις
  2. Ὀδυσσέα Ἐλύτη «Ἀνοιχτὰ χαρτιά», Ἔκδ. «Ἴκαρος», 6η Ἔκδ., Ἀθήνα 2004, σελ. 344.
  3. Ἀντρέα Καραντώνη «Νεοελληνικὴ Λογοτεχνία – Φυσιογνωμίες, Β΄ Τόμος, Ἔκδ. Δήμ. Ν. Παπαδήμα, Ἀθήνα, 1977, σελ. 86.
  4. Ὀλυμπίας Καράγιωργα «Γιῶργος Σαραντάρης, ὁ Μελλούμενος», Ἔκδ. Δίαυλος, Ἀθήνα, 1995, σελ. 381.
  5. Ἡ μαρτυρία εἶναι στὸ βιβλίο ποὺ ἀναφέρεται στὴν προηγούμενη σημείωση (3) τῆς ποιήτριας καὶ φιλολόγου Ὀλυμπίας Καράγιωργα, καὶ στὶς σελίδες 363-369.
  6. Αὐτ. σελ. 371-373
  7. Ὄδ. Ἐλύτη «Ἀνοιχτὰ χαρτιά», σέλ. 392-393
  8. Δήμ. Τσάκωνα «Ἰδεαλισμὸς καὶ Μαρξισμὸς στὴν Ἑλλάδα», Ἔκδ. «Κάκτος», Ἀθήνα, 1988 σέλ. 258.
  9. Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου « Γιῶργος Σαραντάρης: Ὁ ἄνθρωπος, ὁ ποιητής, ὁ διανοούμενος», Ἔκδ. «Ἔκπληξη», Ἀθήνα, 2011, σελ. 82.
  • Κωνσταντίνου Δεσποτόπουλου «Φήμη Ἀποντων», Ἔκδ. Καστανιώτη, Ἀθήνα, 1995, σελ. 105.
  1. Ζήσιμου Λορεντζάτου «Διόσκουροι», Ἔκδ. «Δόμος», Ἀθήνα, 1997, σελ. 324
  • Ἔνθ. Ἀνωτ. Σελ. 259
  1. Ζήσιμου Λορεντζάτου «Collectanea», Ἔκδ. «Δόμος», Ἀθήνα, 2009, σελ. 620.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου