ΜΕ ΤΟ ΚΟΜΠΟΣΚΟΙΝΙ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΡΙΟΦΙΛΙ (Δ. Νατσιός)
Μὲ τὸ κομποσκοίνι καὶ τὸ καριοφίλι
Γράφει ὁ Δημ. Νατσιός
Δάσκαλος-Κιλκίς
. Εἶναι γνωστὸ πὼς ἂν θέλεις
νὰ δοκιμάσεις τὴν «Ὀρθοδοξία καὶ Ὀρθοπραξία» κάποιου, ρώτησέ τον τί
γνώμη ἔχει γιὰ τὸν ὀρθόδοξο μοναχισμό, γιὰ τὰ μοναστήρια καὶ τοὺς
καλογέρους. Ὅποιος σέβεται τὸν μοναχισμὸ εἶναι Ὀρθόδοξος, ὅποιος τὸν
διακωμωδεῖ ἢ κατηγορεῖ τοὺς μοναχοὺς γιὰ ἀνθρωποφοβία ἢ δειλία,
οὐσιαστικὰ δὲν εἶναι Ὀρθόδοξος Χριστιανός. (Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὴν
Παλαιὰ Διαθήκη. Κι ἐδῶ «σκοντάφτουν πολλοί, ἰδίως οἱ νεοπαγανιστές).
. Συζητῶ πολλὲς φορὲς καὶ μὲ ἀνθρώπους ποὺ προβάλλουν μὲ
παρρησία τὴν πίστη τους καὶ πραγματικὰ θλίβομαι καὶ ἐκπλήσσομαι, ὅταν
τοὺς ἀκούω νὰ ἐκφράζουν ὑποτιμητικὴ καὶ περιφρονητικὴ γνώμη γιὰ τοὺς
μοναχούς. Τὸ ἐπιχείρημα πίσω ἀπὸ τὸ ὁποῖο θωρακίζουν τὴν βεβαιότητά τους
εἶναι πὼς οἱ καλόγεροι εἶναι ἄνθρωποι δειλοί, ποὺ δὲν ἀντέχουν τὰ
φορτία καὶ τὰ βάσανα τῆς ζωῆς, ριψάσπιδες τοῦ βίου, ποὺ ἀναχωροῦν γιὰ νὰ
περάσουν ἄνετα καὶ ξεφρόντιστα. Τὰ μοναστήρια εἶναι γι’ αὐτούς, στὴν
καλύτερη περίπτωση, πολύτιμη «πολιτιστικὴ κληρονομιά», ποὺ πρέπει νὰ
διατηρηθεῖ σὰν ἕνα ἀρχαϊκὸ παρελθὸν ἤ, στὴν χειρότερη περίπτωση, τόπος
παιδιᾶς καὶ ραστώνης, ὅπου βρίσκουν καταφυγὴ προβληματικὲς
προσωπικότητες.
. Ἡ πρώτη κατηγορία, τῶν ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, «εὐσεβῶν»
κατὰ τὰ ἄλλα, χριστιανῶν, ἐπισκέπτονται τὸ τάδε μοναστήρι, γιατί αὐτὸ
ἐντάσσεται στὰ ψυχοσωτήρια χριστιανικά τους καθήκοντα, ἀλλὰ πόσο οἶκτο,
πόση λύπηση νιώθουν γιὰ τὰ ἀξιοθρήνητα αὐτὰ καλογεράκια, ποὺ ἄφησαν τὴν…
τεθλιμμένη καὶ στενὴ ὁδὸ τοῦ ἡδονόπληκτου αὐτοῦ κόσμου, γιὰ νὰ
ἀκολουθήσουν τὴν εὐρύχωρο καὶ πλατιὰ ὁδὸ τοῦ ἀσκητισμοῦ.
. Στὴν δεύτερη κατηγορία, τῶν ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας
ἐπιτιμητῶν τοῦ μοναχισμοῦ, ἀνήκει κυρίως ἡ ψευτοπροοδευτικὴ ἀγέλη, ἡ
ὁποία, κατὰ τὸν ἀείμνηστο καθηγητὴ τῆς Θεολογίας Ἠλία Βουλγαράκη,
«ἀντικρίζει μὲ ἀποστροφὴ τὸ ἔνδυμα τῶν ἱερέων, παρερμηνεύει τὸ
χειροφίλημα στοὺς ἱερεῖς ὡς πράξη δουλοπρέπειας, νιώθει τὴν βυζαντινὴ
μουσικὴ σὰν μουσειακὸ κατάλοιπο. Καταλογίζει στὴν ἐκκλησιαστικὴ
ζωγραφικὴ ἀνελευθερία ἔκφρασης καὶ ἀποστράγγισης τῆς ζωῆς. Ἑρμηνεύει τὴν
τιμὴ τῶν λειψάνων σὰν νεκρολατρικὴ ἔκφραση ἑνὸς ἀρρωστημένου ψυχισμοῦ.
Βλέπει τὰ ἄμφια καὶ ἀνατρέχει στὸ σκοταδιστικὸ Βυζάντιο, ἀπορεῖ μὲ τὴν
μονοτονία καὶ τὸν βραδὺ ρυθμὸ τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν. Πληροφορεῖται γιὰ
τὶς νηστεῖες καὶ προσγράφει στὸν Θεὸ χαιρεκακία. Ἀντικρίζει τὸν
μοναχισμὸ ὡς μία διαστροφὴ τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, φορτισμένο μὲ
στυγνότητα αἰσθήματος καὶ καρδιᾶς, ποὺ ὑπεραναπληρώνει τὴν μειονεξία του
μὲ αὐταρέσκεια, φανατισμὸ καὶ μισαλλοδοξία». («Εἰσαγωγὴ στὴν Θεολογία», σελ. 74, Θεσ/νίκη 1998, συλλογικὸς τόμος).
. Δὲν εἶναι ὅμως ἔνδειξη ἀχαριστίας καὶ
ἀνιστορησίας νὰ κατηγοροῦμε τὸν Ὀρθόδοξο μοναχισμὸ γιὰ ἀδιαφορία καὶ
ἀναισθησία γιὰ τὰ ὅσα συμβαίνουν στὴν κοινωνία; Ἂς γνωρίζουμε, ὅμως,
ὅλοι ὅτι ἂν δὲν ὑπῆρχε ὁ μοναχισμός, σήμερα Χριστιανοὺς Ὀρθοδόξους καὶ
Ἕλληνες σ’ αὐτὸν τὸν τόπο δὲν θὰ εὕρισκες. «…δέκα σχολεῖα ἑλληνικὰ
ἐποίησα, διακόσια διὰ κοινὰ γράμματα τοῦ Κυρίου συνεργοῦντος…», γράφει ὁ
Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ποὺ ἐγκατέλειψε τὴν ἡσυχία τοῦ Ἁγίου Ὄρους γιὰ
νὰ ἀφυπνίσει τὸ ἀμαθὲς Γένος. Ὅταν ὁ Μιχαὴλ ὁ Η´ ὁ Παλαιολόγος
ἐπιζητοῦσε τὴν Ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν, τὴν ὑποδούλωση τῆς Ὀρθοδοξίας στὸν
ὑπερφίαλο παπισμό, οἱ καλόγεροι, Ἁγιορεῖτες Πατέρες ὄρθωσαν τὸ ἀνάστημά
τους. «Ὁ τῆς ὑγιοῦς πίστεως καὶ τὸ βραχὺ ἀνατρέπων τὸ πᾶν λυμαίνεται»,
ὅποιος ὑποχωρεῖ ἔστω καὶ ἐλάχιστα στὴν πίστη του, λυμαίνεται τὸ πᾶν,
ἀπαντοῦν στοὺς τότε καὶ σήμερα προβατόσχημους, πεμπτοφαλαγγίτες τοῦ
Οἰκουμενισμοῦ. Τὰ μοναστήρια κράτησαν καὶ κρατοῦν ἀνόθευτο καὶ ἀκηλίδωτο
τὴν πάτριον δόξαν, τὴν ὑγιῆ πίστη.
. Καλόγεροι, κληρικοί, ἦταν ὅλοι σχεδὸν οἱ «Δάσκαλοι τοῦ
Γένους», ποὺ ἀντὶ νὰ καθίσουν φρόνιμα καὶ νὰ γίνουν νοικοκύρηδες,
πρόσφεραν καὶ τὴν ζωή τους ἀκόμη, ὡς ποιμένες καλοί, ὑπὲρ τοῦ
δεινοπαθοῦντος λαοῦ. Ὁ Μελέτιος Πηγᾶς, ὁ Κύριλλος Λούκαρις, ὁ Ἠλίας
Μηνιάτης, ὁ Γιαννούλης Εὐγένιος ὁ Αἰτωλός, ὁ Ἀναστάσιος Γόρδιος, ὁ
Νικηφόρος Θεοτόκης, ὁ Εὐγένιος Βούλγαρης, ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ
Ἁγιορείτης, ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος, ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Νοταρᾶς, ὅλοι
τους «Δάσκαλοι τοῦ Γένους» ποὺ βγῆκαν ἀπὸ τὰ μοναστήρια. «Φῶς μὲν
μοναχοῖς, ἄγγελοι, φῶς δὲ κοσμικοῖς, μοναχοὶ» γράφει ὁ ἅγ. Ἰωάννης τῆς
Κλίμακος. Ὁ ὀρθόδοξος μοναχισμὸς φώτιζε καὶ φωτίζει καὶ σήμερα ἐν μέσῳ
τοῦ πνευματικοῦ σκότους ποὺ μᾶς περιβάλλει.
. Γι’ αὐτὸ καὶ μετὰ τὴν Ἐπανάσταση ἡ βαυαρέζικη συμμορία
ἐπέπεσε μὲ λύσσα στὰ μοναστήρια καὶ ἔκλεισε περίπου 400. «Διάλυσαν τὰ
μοναστήρια», θρηνεῖ ὁ στρατηγὸς Μακρυγιάννης, «συμφώνησαν μὲ τοὺς
Μπουαρέζους καὶ πούλαγαν τὰ δισκοπότηρα κι ὅλα τὰ γερὰ (=ἱερὰ) εἰς τὸ
παζάρι καὶ τὰ ζωντανὰ διαδίχως τίποτα… Ἀφάνισαν ὅλως διόλου τὰ
μοναστήρια καὶ οἱ καημένοι οἱ καλόγεροι, ὁποὺ ἀφανίστηκαν εἰς τὸν ἀγώνα,
πεθαίνουν τῆς πείνας μέσα στοὺς δρόμους ὁποὺ αὐτὰ τὰ μοναστήρια ἦταν τὰ
πρῶτα προπύργια τῆς ἀπανάστασής μας». (Ἀπομνημονεύματα).
. «Πρέπει, ἐπὶ τέλους, νὰ μάθη ὁ Ἑλληνισμὸς καὶ νὰ
ὁμολογήση, ὅτι κατὰ τὰ χρόνια τῆς σκλαβιᾶς καὶ τῆς στυγνῆς δουλείας ὄχι
μόνο μέσα στὸ Ἁγιονόρος, ἀλλὰ καὶ στοὺς ἁπανταχοῦ χώρους τῆς παρουσίας
καὶ ἐπιρροῆς του, ἡ παιδεία ἦταν σχεδιασμὸς καὶ προγραμματισμὸς
ἐθνωφελὴς καὶ πράξις θαρραλέα τῶν ἐπὶ μέρους ἐκκλησιαστικῶν καὶ
μοναστικῶν ἀρχῶν, καὶ πιὸ συγκεκριμένα, ἔργο καὶ ἐπίτευγμα λαμπρῶν
κληρικῶν, μὲ κέντρο τὸν ἐνοριακὸ ναὸ καὶ τὰ προσκτίσματά του, καὶ
μοναχῶν μεγάλης βουλῆς γιὰ τὸ Γένος καὶ διδακτικῆς προσφορᾶς στ’
ἀρχονταρίκια καὶ στοὺς νάρθηκες τῶν Μοναστηριῶν των. Καὶ ὅτι “τὰ
ἁπανταχοῦ τῆς Ἑλλάδος, κατὰ θείαν πάντως μοίραν, κατεσπαρμένα
Μοναστήρια, ὡς δένδρα μεγάλα καὶ ὑψίκορμα, καὶ πάντοτε οὐ μικρὰν τοῖς
Ὀρθοδόξοις Ἔλλησι παρέσχον τὴν ὠφέλειαν, πολλῷ δὲ μᾶλλον κατὰ τὸν
δεινόν… χειμώνα, διότι οὐ μόνο ὑπῆρχον ἡ τῶν δυστυχῶν καταφυγὴ καὶ τό…
ἄσυλον, ἀλλὰ καὶ τῆς πατρίου παιδείας, τῆς τε θύραθεν καὶ τῆς ἱερᾶς,
διετήρουν βαρυτίμους θησαυροὺς καὶ Σχολεῖα ἐν τοῖς πλείστοις οὐ
διέλιπον”. (Σοφοκλ. Οἰκονόμος βλ. Ματθ.
Παρανίκα, Σχεδίασμα περὶ τῆς ἐν τῷ Ἑλληνικῷ Ἔθνει καταστάσεως τῶν
γραμμάτων… ΚωνΠολις 1867, σελ. 6). Ἐννοεῖται ὅτι τὸ «ἁπανταχοῦ
τῆς Ἑλλάδος» θὰ πρέπει νὰ ἐκληφθῆ ὡς ἁπανταχοῦ τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἁπανταχοῦ
τοῦ Γένους μας. Ὁ λόγος εἶναι προφανὴς καὶ αἱ ἀποδείξεις βοῶσαι». (Ἐπισκόπου Ροδοστόλου Χρυσοστόμου, «Γράμματα καὶ ἅρματα στὸν Ἄθωνα», Ἅγιον Ὄρος, 2000, σελ. 333).
. Προπύργια τὰ μοναστήρια τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς
Ὀρθοδοξίας καὶ περισσότερο σήμερα ποὺ εἰσβάλλουν πλημμυρηδὸν οἱ δυτικὲς
ἀσχήμιες. Τὰ μοναστήρια διαφυλάσσουν τὸ ὀρθόδοξο ἦθος, τὸν ἀσκητικὸ
τρόπο ζωῆς, τὴν ὀλιγόδεια, σήμερα ἰδίως, ποὺ ἔχουμε μπουκώσει ἀπὸ τὰ
πολιτιστικὰ (καὶ κοινωνικὰ καὶ πολιτικὰ) ξυλοκέρατα, ἡμέτερα καὶ ὀθνεῖα.
. Προϋπόθεση, κατὰ τὴν Ἐκκλησία μας γιὰ τὸ «ἀκολουθεῖν τὸν
Χριστὸν» εἶναι τὰ «ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν» καὶ «ἀράτω τὸν σταυρόν», φράσεις
ποὺ δηλώνουν ἀποφάσεις καὶ πράξεις τοῦ ἀνθρώπου ἀντίθετες ἀπὸ τὴν ἴδια
του τὴ φύση. Ἀντὶ νὰ θαυμάζουμε καὶ νὰ παραδειγματιζόμαστε ἀπὸ ἀνθρώπους
ποὺ ἀπαρνήθηκαν τὸν ἑαυτό τους, ἐμεῖς τοὺς ἐλέγχουμε γιὰ δειλία…
Θέλουμε τὰ μοναστήρια τουριστικὰ θέρετρα καὶ τοὺς μοναχοὺς κοινωνικοὺς
λειτουργούς, ἀκτιβιστές.
. Νὰ κλείσω μὲ μία ἀκόμη παραπομπὴ στὸ προαναφερόμενο
βιβλίο τοῦ ἐπ. Ροδοστόλου Χρυσοστόμου, γιὰ κάποιες ἄγνωστες πτυχὲς τῆς
ἱστορίας μας καὶ γιὰ τὴν παρουσία τῶν μοναχῶν στοὺς ἐθνικοὺς ἀγῶνες «γιὰ
τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστη τὴν ἁγία καὶ τῆς πατρίδος τὴν ἐλευθερία:
. «Κρίμα ποὺ δὲν ἔχουμε σὲ κάδρο καὶ τὴν μορφὴ τοῦ “Καπετὰν
Καλόγερου” (μετὰ ταῦτα γνωστοῦ ὡς Σαμουὴλ) τοῦ θρυλικοῦ Κουγκιοῦ, ποὺ
δὲν ἦταν ἄλλος ἀπ’ τὸν Δανιὴλ Ἰβηρίτη, καθὼς ἐπίσης καὶ τοῦ «Παχωμίου ἐξ
Ἄθω», τοῦ πρώτου παλικαριοῦ ποὺ πήδηξε μέσα στὸ Παλαμήδι καὶ ἔκανε τὴν
ἀρχὴ τῆς καταλήψεως. Ταπεινὸς ὅπως ἦταν, καθ’ ὃ ἁγιορείτης, ἀπέφυγε τὴν
τιμὴ τότε, δὲν τὸν ἐνδιέφερε καὶ ἡ ὑστεροφημία, καὶ σβήστηκε τὸ
κατόρθωμά του ἀπ’ τὸν ἀγνώμονα πίνακα τῆς λήθης. Γι’ αὐτὸ τοῦ Στάϊκου
Σταϊκόπουλου τὸ ἄγαλμα εἶναι στημένο στὸ Ναύπλιο σήμερα, ἐνῶ γιὰ
ἐκεῖνον, ὅπως καὶ γιὰ τὸν Ἰβηρίτη, κανεὶς δὲν κάνει λόγο…».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου