ΟΣΙΑ ΣΟΦΙΑ Ἡ ἀσκήτρια τῆς Κλεισούρας
βλ. σχετ.: Η ΟΣΙΑ ΣΟΦΙΑ Η ΝΕΑ (+1974) «Μία ἀκόμη σύγχρονη ἁγία, ποὺ τὸ συναξάρι της κατανύσσει». [μον. Μωυσῆς Ἁγιορ.]
Ἡ ἀσκήτρια τῆς Κλεισούρας Γερόντισσα Σοφία Χοτοκουρίδου
Ἡ ἰστοσελίδα «Ζωηφόρος», μὲ τὶς εὐλογίες τῆς Γερόντισσας Ἀνυσίας, Καθηγουμένης τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παναγίας Κλεισούρας τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Καστοριᾶς, ἀναδημοσιεύει ἀποκλειστικά, ἐκτεταμένα ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ βιβλίο «ΣΟΦΙΑ Η ΑΣΚΗΤΙΣΣΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ», Ἔκδοση Ἱερᾶς Μονῆς Γενεθλίου Θεοτόκου Κλεισούρας, πρὸς πνευματικὴ ὠφέλεια τῶν πιστῶν ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση πτυχῶν τοῦ βίου τῆς Γερόντισσας Σοφίας, μιᾶς ἁγιασμένης ψυχῆς τοῦ αἰώνα μας ποῦ μὲ «τὴν ἄσκηση, τὴν ὑψοποιὸ ταπείνωση, τὴν φιλαδελφία, τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον, τὴν ἀκτημοσύνη, τὶς διακριτικὲς συμβουλές, τὴν διὰ Χριστὸν σαλότητα», εὐαρέστησε τὸν Θεὸ σύμφωνα μὲ τὶς μαρτυρίες ὅσων τὴν γνώρισαν καὶ τὴν ἔζησαν..
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Τοῦ Μητροπολίτου Καστορίας κ.κ. Σεραφεὶμ
«Μηδεὶς ἐν τῇ μοναδικῇ πολιτείᾳ ὑπὲρ
φύσιν τινὰ ἀκούων ἢ ὁρῶν ἐξ ἀγνωσίας εἰς ἀπιστίαν περιπέαοι· ὅπου γὰρ
ἐνδημήσῃ ὁ ὑπὲρ φύσιν Θεός, ὑπὲρ φύσιν λοιπὸν τὰ πλεῖστα τῶν ἀνθρώπων
γίνονται».
. Αὐτὸς ὁ λόγος τοῦ μεγάλου Νηπτικοῦ Πατρὸς τῆς
Ἐκκλησίας καὶ συγγραφέως τῆς Κλίμακας, τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου,
«Λόγος περὶ διακρίσεως», βρίσκει ἀπήχηση καὶ τέλεια ἐφαρμογὴ στὴν
βιογραφούμενη ἀσκήτρια τῆς Κλεισούρας, τὴν Γερόντισσα Σοφία.
. Καταγωγή της ὁ ἀλησμόνητος Πόντος. Τόπος ἀσκήσεώς
της, τὸ φημισμένο Μοναστήρι τῆς Παναγίας. Τὸ ὄνομά της γνωστότατο σὲ ὅλη
τὴν περιοχὴ τῆς Ἐορδαίας, τῆς Φλωρίνης, τῆς Καστοριᾶς καὶ τῆς Κοζάνης.
Θαυμαστὰ τὰ γεγονότα, τὰ ὁποῖα αὐτόπτες μάρτυρες ἔζησαν κοντὰ στὴν
Γερόντισσα. Γιατί, πράγματι, ὅπου ὑπάρχει ἡ παρουσία τοῦ Παρακλήτου,
ἐκεῖ «ὑπὲρ φύσιν τὰ πλεῖστα τῶν ἀνθρώπων γίνονται». Ἀπὸ τὸν πρῶτο καιρὸ
μετὰ τὴν ἐνθρόνισή μου στὴν θεόσωστο ἐπαρχία τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως
Καστοριᾶς καὶ ἀπὸ τὶς τακτικές μου ἐπισκέψεις στὸ Μοναστήρι τῆς
Κλεισούρας, τὸ ὁποῖο ἀνασυγκροτήθηκε τὴν τελευταία περίοδο τῆς ζωῆς τοῦ
μακαριστοῦ καὶ ἁγίου προκατόχου μου κυροῦ Γρηγορίου, κάτω ἀπὸ τὴν
πεπνυμένη ἡγουμενία τῆς Γερόντισσας Ἀνυσίας, ἄκουσα πολλοὺς προσκυνητὲς
ἀπὸ τὴν γύρω περιοχὴ νὰ διηγοῦνται τὰ τῆς Γερόντισσας Σοφίας
κατορθώματα, τὴν ἄσκηση, τὴν ὑψοποιὸ ταπείνωση, τὴν φιλαδελφία, τὴν
ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον, τὴν ἀκτημοσύνη, τὶς διακριτικὲς συμβουλές, τὴν
διὰ Χριστὸν σαλότητα, καθὼς ἐπίσης καὶ ἄλλα θαυμαστὰ γεγονότα. Καὶ ἦταν
διακαὴς πόθος τῆς Ἀδελφότητος νὰ μάθει καὶ νὰ καταγράψει κάθε τί μὲ
λεπτομέρεια, ποὺ ἀφοροῦσε τὸ πρόσωπό της. Καὶ πολὺ περισσότερο, νὰ ἔχει
μέσα στὸ Μοναστήρι τὰ Τίμια Λείψανα τῆς Γερόντισσας.
. Καὶ ἡ Θεοτόκος ἐξεπλήρωσε αὐτὲς τὶς δύο ἐπιθυμίες
τῆς Ἀδελφότητος. Βρέθηκε πρῶτον ὁ κάλαμος τοῦ π. Πορφυρίου, Μοναχοῦ
Σιμωνοπετρίτου, ὁ ὁποῖος συνέλεξε καὶ κατέγραψε, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ
πολυσεβάστου μας Γέροντός του Ἀρχιμανδρίτου Αἰμιλιανοῦ καὶ τῶν Ἁγίων
Γερόντων τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅλα ἐκεῖνα ποὺ ἀφοροῦσαν στὸ πρόσωπό της.
. Καί, δεύτερον, τὴν παραμονὴ τῆς ἑορτῆς τῆς
Ἀναλήψεως, 14 Μαΐου 1998, λίγες ἡμέρες μετὰ τὴν ἐπίσημη ἐνθρόνιση τῆς
Γερόντισσας Ἀνυσίας, ὡς Καθηγουμένης στὴν Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας Κλεισούρας,
βρέθηκαν τὰ λείψανα τῆς Γερόντισσας, φυλαγμένα μὲ ἀσφάλεια στὸ ἐπάνω
τμῆμα τοῦ τάφου της, πίσω ἀπὸ τὸν Ἱερὸ Ναὸ τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Καὶ
εἶμαι ὁ ἴδιος αὐτόπτης μάρτυς, μαζὶ μὲ τοὺς πατέρες Εἰρηναῖο καὶ
Νεκτάριο, τῆς εὐωδίας κατὰ τὴν πλύση τῶν ὀστῶν της, τὴν Κυριακὴ τὸ
ἀπόγευμα στὸ προαύλιο τῆς Μονῆς. Καὶ αὐτὴ ἡ εὐωδία συνεχίζεται σὰν μία
λεπτὴ αὔρα, κατὰ καιρούς, σὲ ὅσους ζητοῦν ἀπὸ τὴν Γερόντισσα Ἀνυσία (ποὺ
ἐπίμονα κρύβει, ἀφήνοντας ὅλα τὰ ἄλλα στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ) νὰ ἀσπαστοῦν
τὴν Κάρα τῆς Γερόντισσας Σοφίας. Καὶ τὰ θαυμαστὰ γεγονότα συνεχίζονται
καὶ οἱ μαρτυρίες τῶν προσκυνητῶν πληθαίνουν. Προσωπικὰ ἔχω δείγματα ὅτι
εὐαρέστησε στὸν Θεό.
. Τελειώνοντας αὐτὸν τὸν Πρόλογο θὰ ἤθελα νὰ σημειώσω καὶ τὰ ἑξῆς:
. Πρὶν ἀπὸ καιρὸ κυκλοφόρησε ἕνα βιβλίο, ποὺ
ἀναφέρεται στὸ πρόσωπο αὐτῆς τῆς ἀσκήτριας. Ἀναφέρει θαυμαστὰ γεγονότα,
ἀλλὰ καὶ ἄλλα ἀκόμη τὰ ὁποῖα εἶναι ἀναληθῆ. Δηλαδὴ ὅτι ἡ Γερόντισσα δὲν
κοινωνοῦσε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καὶ δὲν συμμετεῖχε στὶς Ἱερὲς
Ἀκολουθίες στὸ Καθολικό τῆς Μονῆς, ἐπειδὴ δῆθεν ἀκολουθοῦσε τὸ Παλαιὸ
Ἡμερολόγιο. Ὁ π. Νικόλαος Γκίκαρνας, Ἐφημέριος του Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου
Δημητρίου Κλεισούρας, καὶ ὁ π. Νεκτάριος, ποὺ τώρα βρίσκεται στὸ Ἅγιον
Ὄρος, καθὼς ἐπίσης καὶ ὁ π. Μάξιμος Καραβᾶς, Ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς
Ἁγίας Παρασκευῆς Μηλοχωρίου Ἐορδαίας, ἐπιβεβαιώνουν πώς, μέχρι τὴν
τελευταία στιγμὴ τῆς ζωῆς της, κοινωνοῦσε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων,
συμμετεῖχε στὶς Ἱερὲς Ἀκολουθίες καὶ διακονοῦσε σὲ αὐτὲς καὶ δεχόταν τὶς
εὐχὲς καὶ τὶς εὐλογίες τῆς Ἐκκλησίας. Ὅλα τὰ ὑπόλοιπα εἶναι ἀνακριβῆ
καὶ ἐξυπηρετοῦν ἴδιους σκοπούς. Προλογίζοντας τὸ παρὸν πόνημα,
αἰσθάνομαι τὴν ἀνάγκη νὰ εὐχαριστήσω θερμὰ τὸν π. Πορφύριο γιὰ τὸν κόπο
καὶ τὸν μόχθο ποὺ κατέβαλε γιὰ τὴν συλλογὴ καὶ καταγραφὴ ὅλων αὐτῶν τῶν
στοιχείων ὡς πρὸς τὸ πρόσωπο αὐτῆς τῆς ἀσκήτριας.
. Εὐχαριστῶ τὸν ἅγιο Καθηγούμενο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς
Σίμωνος Πέτρας καὶ ἀγαπητό μου π. Ἐλισσαῖο, γιὰ τὴν εὐλογία ποὺ ἔδωσε
στὸν π. Πορφύριο.
. Προσωπικὰ ἐπικαλοῦμαι τὶς πρεσβεῖες τῆς
Γερόντισσας στὸν Θρόνο τοῦ Θεοῦ, λέγοντας: «Ὁσία τοῦ Θεοῦ πρέσβευε ὑπὲρ
ἐμοῦ τοῦ ἁμαρτωλοῦ». Ὅλα τὰ ὑπόλοιπα, τὰ ἀφήνω στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ,
ποὺ ἀντιδοξάζει τοὺς γνήσιους Αὐτοῦ θεράποντες.
. Ἔγραφον στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Νικολάου Τσιριλόβου
Καστοριᾶς τὴ 16η Σεπτεμβρίου 2001, παραμονὴ τῆς ἑορτῆς τῆς Ἁγίας
μάρτυρος Σοφίας καὶ τῶν τριῶν θυγατέρων αὐτῆς Πίστεως, Ἐλπίδος καὶ
Ἀγάπης.
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
Ο ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ
* * *
Τὸ χειρόγραφο τοῦ Ἰσαὰκ
Μέσα ἀπὸ τὶς σημαντικὲς καὶ πολύτιμες ἀναμνήσεις τοῦ Γέροντος Νεκταρίου, ὁ μοναδικὸς ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς της μὲ τὸν ὁποῖο διατηροῦσε ἀγαθὲς σχέσεις ἡ Σοφία, ὁ Ἰσαὰκ Σαουλίδης, κατὰ παράκλησή μας, κατέγραψε ὅσα στοιχεῖα θυμόταν ἀπὸ τὴν ζωὴ τῆς θείας του. Τὰ βιογραφικὰ αὐτά, ὅπως τὰ κατέγραψε στὶς 15 Ἀπριλίου 1992, ὁ πρωτανηψιός της, ἔχουν ὡς ἀκολούθως:
«Ἡ ζωὴ τῆς Σοφίας Χοτοκουρίδου, τὸ γένος Ἀμανατίου Σαουλίδου.
. Ἔγεννηθη τὸ ἔτος 1883 εἰς τὸ χωρίον Σαρὴ-ποπὰ τῆς
ἐπαρχίας Ἀρδάσης Τριπόλεως, Νομοῦ Τραπεζούντας τοῦ Πόντου. Κατὰ τὸ ἔτος
1907 ἐνυμφεύθη τὸν Ἰορδάνη Χοτοκουρίδην εἰς Χωρίον Τὸ(γ)ροὺλ (Ἄρδασαν).
. Τὸ 1910 ἀπέκτησε τέκνον μὲ τὸν Ἰορδάνην.
. Τὸ 1912 τὸ παιδὶ ἀπέθανεν καὶ τὸν πατέρα του τὸν ἐπεστράτευσαν οἱ Τοῦρκοι εἰς τὴν Ὀρντού.
. Τὸ 1914 κηρύσσεται ὁ Α´ Παγκόσμιος Πόλεμος καὶ
χάθηκαν τὰ ἴχνη τοῦ Ἰορδάνη, ἐπίσης ἡ Σοφία ἔφυγε ἀπὸ τὸ χωριὸ Λετσοὺχ
καὶ πῆγε στὸ γιαλὸ στὴν Ὀρντού. Στὰ χειμαδιὰ τὸ καλοκαίρι, στὸ χωριὸ
τοὺς χειμῶνες. Στὸ γιαλὸ ἡ Σοφία τότε χάθηκε.
. Τὸ 1915 ἔγινεν ἡ σφαγὴ τῶν Ἀρμεναίων τὸν πατέρα
τῆς Σοφίας τὸν πῆραν οἱ Τοῦρκοι γιὰ ἀγγαρεῖες, μεταφορὰ πυρομαχικῶν τοῦ
στρατοῦ στὰ βάθη τῆς περιφερείας Τριπόλεως, στὸ Κιουρτοῦν. Ἐκεῖ ἔγινεν ἡ
ἐξόντωσις τῶν Ἀρμεναίων.
. Τὸ 1916 ἡ Σοφία ἔφυγε ἀπὸ τὴν Ὀρντοὺ καὶ χάνονται τὰ ἴχνη της.
. Τὸ 1919 τὸ Πάσχα μὲ τὸ πλοῖον ἤρθαμεν, ἤρθαμεν στὸν Πειραιᾶν τὰ καράβια.
. Τὸν Αὔγουστον, ἀπὸ τὸν Πειραιᾶν στὴν Θεσσαλονίκη,
στὸν Σταθμὸ τῶν τρένων, στὸ Χαρμάνκιοϊ. Λέγω στὸν πατέρα, θὰ πάγω νὰ βρῶ
τὴν θεία μου. Ὁ πατέρας δὲν μὲ ἀφήνει, ἐγὼ εἶμαι 14 χρονῶ, θὰ χαθεῖς,
μὲ λέει. Καταυλισμὸς 300 οἰκογένειες στὸ Σταθμό. Γιὰ ἀναχώρηση, γιὰ
χωριὰ Πτολεμαΐδος. Ἐγὼ δὲν ἄκουσα τὸν πατέρα μου, πῆγα ξυπόλυτος στὴν
Καλαμαριά. Ἐκεῖ βρῆκα πρόσφυγες γυναῖκες, ρωτῶ γιὰ τὴν θεία μ’. Τὴν
εἴχαμε χαϊδεμένη, τὴν λέγαν Τσόφα, ἐγὼ ἤξερα Τσόφα. Γενομένη συζήτηση,
ἔγινε σύγχυση μεταξὺ γυναικῶν, ἀνάμεσα μία κυρία λέγει στὴν ἄλλη Τσόφα
εἶναι ἡ Σοφία. Αὐτοῦ σταματήσαμε. Μὲ ρωτάει ἂν ξέρω ὀλίγα γράμματα, λέγω
κάτι ξεύρω. Ἀπὸ ἐδῶ θὰ κατεβεῖς στὸ Ντεπὼ μὲ τὰ πόδια, ἐκεῖ θὰ βρεῖς τὸ
τράμ, θὰ ἀνεβεῖς στὸ τράμ, θὰ μετρᾶς ἕως 6 στάσεις. Θὰ κατεβεῖς καὶ θὰ
βρεῖς τὴν ἐκκλησία τὴν Ἀνάληψη, θὰ κατεβεῖς-ἂν δὲν μπορεῖς νὰ κατεβεῖς, ὁ
τραμιέρης θὰ σὲ πεῖ. Μπῆκα στὴν εἴσοδο τῆς ἐκκλησίας, στὸ βάθος βλέπω
ἕναν κύριο, τὸν φωνάζω ἔ, θεῖο, θεῖο. Ἦλθε κοντά μου, μὲ ρωτᾶ τί θέλεις,
παιδί μου; Τὴν θεία μου Σοφία.
. Ἀπὸ τότες μετ’ ὀλίγον πέρασε ἡ Σοφία ἀπὸ τὴ μιὰ
μεριὰ στὴν ἄλλη. Μὲ τὰ ράσα, κρατοῦσε ψωμὶ καὶ μισὸ καρπούζι. Ἦλθε κοντά
μου, μὲ ρωτᾶ, μὲ λέγει ποιὸς εἶσαι, παιδί μου; Τὴν λέγω ὁ Ἰσαάκ. Ὁ
Ἰσαάκ, παιδί μου, ποῦ εἶσθε; Τώρα ἐδῶ εἴμαστε στὸ Σταθμόν, κοντὰ στὸ
Εὔοσμον. Ποῦ εἶναι ὁ πασά μ’, ἡ μάννα, ὁ πατέρας καὶ ἄλλοι συγγενεῖς
μας;
. Ὅλοι πέθαναν ἀπὸ τὴν χολέραν. Ἡ θεία ἐλιγώθηκε ἀπὸ
τὸν πόνο καὶ πέφτει στὸ χῶμα. Βρέθηκαν περαστικοὶ καὶ τὴν συνέφεραν.
Πήγαμε στὸ κελλί της. Μετὰ δυὸ ὧρες τὴν παίρνω καὶ πήραμε ἄδεια ἀπὸ τὸν
ἐπιστάτη. Βαδίζαμε.
. Μὲ τὸ τρὰμ ἕως τὸ Βαρδὰρ καὶ ἐκεῖ μὲ τὰ πόδια στὸ
Εὔοσμον Σταθμόν. Φτάσαμε περὶ 11 ὥραν νυκτερινήν. Ὅλη νύκτα οἱ χωριανοὶ
ὅλοι ὅλο ρωτοῦσαν. Γιὰ τοὺς δικούς τους.
. Αὔγουστος 1919. Φεύγουμε γιὰ Καϊλάρια, νέο ὄνομα
Πτολεμαΐδα. Φτάσαμε στὴν Ἄρδασα, μετὰ στὴν Ἀναρράχη, παλαιὸν ὄνομα
Τεπρέ, ὁ μπαμπάς, ἡ θεία κι ἐγώ. Ὁ Ἀβραὰμ ἔμεινε στὴν Ἀθήνα γιὰ νὰ φέρει
τὴν ἀδερφὴ τῆς Σοφίας.
. Τὸ 1924 ἦλθε ὁ Ἀβραὰμ παντρεμένος. Γιὰ 18 μῆνες μᾶς κύταζε ἡ Σοφία, τὸ φαγητό, μᾶς ἔπλενε τὰ ροῦχα.
. Τὸ 1925 φεύγει ἡ Σοφία μὲ ἕνα μικρὸν μπόγον, τὰ
ρουχαλάκια της, καὶ πηγαίνει στὴν Φλώρινα, στὸν Ἅγιον Μάρκον, ἕως τὸ
1927. Τότε ὀνειρεύεται τὴν Παναγία ποὺ τῆς εἶπε, ἡ θέση σου εἶναι ἀλλοῦ,
θὰ πᾶς στὸ χωριό σου. Δίπλα στὸ βουναλάκι εἶναι ἡ Παναγία ἡ Κλεισούρα.
. Τὸν Αὔγουστο τοῦ 1927 ἡ Σοφία ἔρχεται στὸ χωριὸ
καὶ μᾶς ζητάει νὰ τὴν πᾶμε στὸ μοναστήρι. Σὲ δέκα ἥμερες πήγαμε ἐκεῖ,
στὴν μνήμη τῆς Παναγίας. Ἐκεῖ βρήκαμε τὸν ἡγούμενο καὶ μία ἡγουμένισσα,
Πελαγία, παράλυτη ἀπὸ τὸν πόλεμο καὶ τὰς ὑγρὰς φύλακας στὴν Καστοριά.
. Ἀπὸ τὸ 1927 ζοῦσε ἡ Σοφία στὸ μοναστήρι στὴν Κλεισούρα.
. Στὸν πόλεμο τὸ 1940 κρατοῦσε τὸ μοναστήρι μόνη της μὲ 30 δωμάτια ἕως νὰ τελειώσει ὁ πόλεμος τὸ 1941.
. Ἄρχισε ὁ ἀνταρτικὸς πόλεμος τὸ 1944. Στὸ χωριὸ τὴν
Κλεισούρα, στὴ θέση Νταούλι οἱ ἀντάρτες σκοτώνουν ἕναν γερμανὸ
ἀγγελιοφόρο ποὺ ἐρχόταν μὲ τὸ μηχανάκι ἀπὸ τὸ Ἀμύνταιο. Κόπτουν τὰ
ὄργανά του καὶ τὰ βάζουν στὸ στόμα ὡσὰν τσιγάρο. Ἐκεῖ ἔφτασαν οἳ
Γερμανοὶ ἀπὸ τὸ Ἀμύνταιο καὶ τὴν Καστοριά. Βάζουν φωτιὰ στὸ χωριὸ καὶ
καῖνε περὶ τὰ 350 ἄτομα. Κατεβαίνουν στὸ μοναστήρι, ἐκεῖ ψάχνουν γιὰ
τοὺς ἀντάρτες καὶ ἡ βενζίνη ἕτοιμη στὰ πετόνια. Ἡ Σοφία ἀγρυπνεῖ μὲ τὴν
εἰκόνα τῆς Παναγίας στὴν ἀγκαλιά. Γονατίζει τοὺς φιλάει τὰ πόδια,
σέρνεται στὸ χῶμα. Μή, λέει, ἡ Παναγία θυμώνει καὶ κλαίει ἡ εἰκόνα
μπροστὰ στὸ τάγμα. Ὁ ἀξιωματικὸς τὴ διώχνει, αὐτὴ πίσω δὲν κάνει καὶ
λιγοθυμάει καταγῆς. Τότες ὁ ἀξιωματικὸς μετάνιωσε καὶ τὴν ἄκουσε. Ἔψαξαν
σὲ ὅλους τοὺς τόπους, ταβάνια, ὑπόγεια γιὰ ἀντάρτες.
. Ἡ ζωὴ τῆς Σοφίας ἦταν ὅλον τὸν καιρὸ μὲ χόρτα καὶ
σαρδέλλες, παστά. Κρεββάτι δὲν γνώρισε, στὸ τζάκι δίπλα καὶ τὸ κορμί της
τὸ σκέπαζε μὲ φύλλα. Ὅσοι τὴν ἐπισκέπτονταν τοὺς ἔψηνε καφέ.
. Ὅταν τελείωσε ὁ ἐμφύλιος πόλεμος, πήγαμε τὰ ἀνήψια
στὸ μοναστήρι, πήγαμε στὸ δωμάτιό της, τί νὰ δοῦμε, γεμάτο πελεκούδια.
Ὑπῆρχε φόβος νὰ καεῖ τὸ μοναστήρι. Τὴν ὥρα ποὺ ἔλειπε, τὰ πελεκούδια τὰ
πετάξαμε, ἀπὸ κάτω εἶχε 7 δοχεῖα λάδι. Ἐπειδὴ ἦταν μαζώματα, ἡ Ἐπιτροπὴ
τὰ ἔδωσε στὶς φτωχὲς οἰκογένειες στὴν Κλεισούρα.
. 1974 Μάιος. Κοιμήθηκε ἡ Σοφία (6 Μαΐου 1974). Ἡ
Μητρόπολις Καστορίας καὶ Κοζάνης καὶ ἐμεῖς τὰ ἀνήψια τὸ ἀνακοινώσαμε στὸ
κοινό. Τὴν Σοφία τὴν ἑτοίμασαν 14 ἱερεῖς καὶ ἀρχιμανδρίτες, περιφέρειας
Πτολεμαΐδος καὶ Ἀμυνταίου καὶ μία μοναχὴ ἀπὸ τὰ νησιά μας. Ἔγινε μὲ
πολὺν κόσμο. Ἐκάναμε τὴν κηδεία, τὰ 40, τὸ χρονικόν.
. Μετὰ 8 χρόνια τὴν ξεθάψαμε. Παραβρέθηκαν οἱ
κάτοικοι τῆς Κλεισούρας. Στὸν τάφο ἐπάνω εἶχαν ρίξει 25 πόντους τσιμέντο
μὲ πέλματα. Ὅταν ἔσπασε τὸ τσιμέντο, βγῆκε ἕνα ἄρωμα, μᾶς εἶπαν οἱ
γυναῖκες ἀπὸ τὴν Κλεισούρα. Ἔγινε ὁλονυκτία μὲ ἀρκετὸν κόσμο, ἦταν καὶ
ἀπὸ τὴν Ἀναρράχη μερικοί.
. Τὰ ὀστᾶ της εἶναι σὲ ἀσφαλὲς μέρος. Στὰ τελευταῖα
της ἡ Σοφία παρέδωσε τὸ ἕνα κλειδί, ποὺ εἶχε, τὸ ἄλλο τὸ εἶχε ὁ Σύλλογος
Κλεισουριέων.
Ὅσα θυμήθηκα ἐγὼ ὁ ἀνεψιός της Ἰσαὰκ Κων/νου Σαουλίδης Ἀναρράχη Πτολεμαῖδος»
*Τὸ σημείωμα τοῦ Ἰσαάκ, σὲ τέσσερεις δίστηλες σελίδες, κλείνει ὡς ἑξῆς: “5/Μαΐου 1994 – Ὅσα Θυμήθηκα ἐγὼ ὁ ἀνηψιός της Ἰσαὰκ Κων/νου Σαουλίδης. Ἀναρράχη Πτολεμαΐδος. “
* * *
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου