Η ΕΚΤΡΩΣΗ ΕΙΝΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΑΜΑΡΤΙΑ ΚΑΙ ΕΧΕΙ ΦΟΒΕΡΕΣ
ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ
ΤΟΥ ΝΙΚΟΛ. ΒΟΪΝΕΣΚΟΥ
Όσοι
αμφιβάλλουν για αυτή την αλήθεια, ας διαβάσουν με προσοχή την παρακάτω αληθινή
ιστορία.
Η Άννα
ήταν μια εργατική δασκάλα, καλή σύζυγος και στοργική μητέρα. Είχε δύο
κοριτσάκια, την Σοφούλα και την Ελενίτσα. Φαίνεται είχαν ταιριάσει τα «χνώτα»
μας, όπως λένε, και ανοίγαμε η μία στην άλλη όλη μας την ψυχή.
Μία μέρα
μου λέει:
-Ξέρεις, τελευταία δεν αισθάνομαι καλά. Κουράζομαι πολύ εύκολα, δεν έχω όρεξη καθόλου. Κάτι μου συμβαίνει.
-Ίσως
καμία υπερκόπωση; Κανένα κρύωμα;
-Μακάρι.
Μα υποψιάζομαι κάτι πολύ ανεπιθύμητο, κάτι κακό. Να σου το πώ. Φοβάμαι πως είμαι έγκυος.
-Αυτό ήταν
καημένη! Κι ο νους μου πήγε σε καρκίνο και λευχαιμία, έτσι όπως μου το είπες.
Μακάρι να είναι αυτό. Να δοξάσεις το Θεό!
-Όχι, όχι,
δεν θέλω άλλο παιδί. Τα δύο που έχω φτάνουν. Έχω τόσα όνειρα γι’ αυτά. Τώρα
παραγγείλαμε πιάνο. Αργότερα θ’ αρχίσουν την πρώτη ξένη γλώσσα. Η ζωή σήμερα
θέλει εφόδια. Τα οικονομικά μας δεν φθάνουν για τρίτο παιδί. Πρέπει να πάω στο
γιατρό, πριν το πάρει είδηση ο άνδρας μου και η πεθερά μου. Αγαπούν τόσο τα
παιδιά, που και τέταρτο και πέμπτο θα το δέχονταν με πολλή χαρά.
-Είσαι στα
καλά σου; Είναι δυνατόν να μη θέλεις ένα τρίτο παιδί; Εσύ μια νέα, μια γερή
γυναίκα, μ’ έναν σύντροφο τόσο ταιριαστό και με μια πεθερά που τελειώνει τα
πάντα στο σπίτι όσο εσύ εργάζεσαι;
-Μα δεν
καταλαβαίνεις; Δεν μπορώ να κλειστώ άλλο μέσα. Κουράστηκα τόσα χρόνια.
Η Άννα δεν
άκουσε κανέναν. Ούτε τον γιατρό που της είπε ξεκάθαρα ότι υπάρχει ένα μεγάλο
πρόβλημα για κείνην. Αν προχωρήσει στην έκτρωση δεν πρόκειται να κάνει άλλο
παιδί. Αντίθετα, αν φέρει στον κόσμο αυτό το παιδί, ίσως αποκατασταθεί το
πρόβλημα.
-Έχω δυό
παιδιά, γιατρέ, μου φτάνουν. Δεν θέλω άλλα.
Και έμεινε
η Άννα με τα δύο παιδιά. Πήρε το πιάνο, πήρε δασκάλα για ξένη γλώσσα, και εκεί
που όλα πήγαιναν καλά, ξαφνικά πέφτει η επιδημία της πολυομυελίτιδος. Φτωχά τα
μέσα τότε να την αντιμετωπίσουν οι γιατροί, κι ένα σωρό παιδάκια έμειναν
παράλυτα κι άλλα πέθαναν. Το πρώτο παιδάκι που πέθανε στην μικρή μας πόλη, ήταν
το μεγάλο κοριτσάκι της Άννας, η Σοφούλα. Δεν ξέραμε πώς να την παρηγορήσουμε.
Αβάσταχτος ο πόνος της. Βουβή ερχόταν, βουβή έφευγε. Δεν γέλασε ποτέ το πρόσωπό
της. Έπεσε με τα μούτρα στην Ελενίτσα.
Στον χρόνο
επάνω συγκλονιστήκαμε όλοι από το δεύτερο τραγικό γεγονός, που βρήκε την Άννα
και την οικογένειά της. Η μικρή Ελενίτσα έτρωγε ένα μήλο. Μια δαγκωνιά πήγε
στραβά, γούρλωσαν τα ματάκια της μικρής, κι ώσπου να τρέξουν οι δικοί του, το
παιδάκι έπαθε ασφυξία και πέθανε εκεί μπροστά τους.
Τι λόγια
να βρείς για να παρηγορήσεις αυτή τη συνάδελφο, αυτή τη μάνα. Δεν μ’ άφηνε να
προχωρήσω σε καμιά λέξη παρηγοριάς.
-Μόνη μου,
έλεγε, έδιωξα την χαρά των παιδιών από το σπίτι μου. Μόνη μου κατάστρεψα το
μεγαλύτερο αγαθό για μια γυναίκα, να φέρνει στον κόσμο τη ζωή. Ούτε στην θέση
της Σοφούλας, ούτε στη θέση της Ελενίτσας μπορώ πια να βάλω άλλο παιδί. Αυτόν
τον κλήρο διάλεξα για τον εαυτό μου και για την οικογένειά μου. Κλάμα παιδιού δεν
θ’ ακουστεί ξανά στο σπίτι μου. Γέλια, τραγούδια, παιχνίδια δεν θ’ ακουστούν
ξανά. Εγώ έδιωξα την χαρά, εγώ νέκρωσα το σπιτικό μου. Και καλά εγώ έφταιξα. Μα
εκείνος ο δόλιος ο άνδρας μου, εκείνη η δόλια η πεθερά μου, τι χρωστούσανε να
περάσουν αυτήν την δοκιμασία;
Σκέφτομαι,
μάλιστα να ζητήσω μετάθεση, να ζητήσω διαζύγιο, για να δώσω στον άνδρα μου την
δυνατότητα και την ευκαιρία να φτιάξει οικογένεια με πολλά παιδιά, όπως
ονειρευόταν πάντα. Δεν έχω δικαίωμα να του στερήσω αυτή την χαρά.
Ο άνδρας
της, μα και η πεθερά της, ήταν ανένδοτοι. Μαζί περάσαμε τις χαρές, μαζί θα
περάσουμε και τις θλίψεις. Δεν ενδιαφέρει ποιος
φταίει.
Κάποτε με
πολλή δυσκολία, την έπεισα να πάει σε πνευματικό και να ξελαφρώσει.
-Τι να πω
στον πνευματικό; Μόνη μου έβγαλα τα μάτια μου. Να ζητήσω τα ρέστα από τον Θεό;
-Αυτά
ακριβώς που νιώθεις να πεις. Πήγαινε! Δεν ξέρεις τι γίνεται! Μαζί θα πάμε! Έλα,
σε παρακαλώ. Δεν μπορώ να σε βλέπω σε τόση απόγνωση. Θα τα πεις όλα, άλλη μια
φορά. Πάμε καλή μου Άννα, πάμε!
Και
πήγαμε, Περίμενα απ’ έξω δύο ώρες. Τάχα πώς θα βγει; Κάνε, Θεέ μου, το θαύμα
σου…! Όταν βγήκε, ήταν άλλος άνθρωπος!
-Πω! πω!
Πόσο δίκιο είχες. Τέτοιο ξαλάφρωμα!!Και ξέρεις το σπουδαιότερο; Μου έβαλε την
ιδέα της υιοθεσίας. Ένα από τα παιδιά μου τουλάχιστο, μπορώ να το βάλω στην
θέση του.
Πετούσε
από την χαρά της. Οι δικοί της δέχτηκαν την υπόδειξη του πνευματικού με
ενθουσιασμό. Άρχισαν τις ενέργειες. Η Άννα όμως έβαλε τους όρους της. Θα
υιοθετούσε παιδί με ειδικές ανάγκες, παιδί προβληματικό.
-Να ιδρώσω
για να το μεγαλώσω, έλεγε. Να νιώσω το μεγάλωμά του σε κάθε μου κύτταρο, μέσα
βαθειά στο μεδούλι μου.
Κάποτε
τους ειδοποίησαν για ένα κωφάλαλο κοριτσάκι ενός έτους. Έτρεξαν με χαρά. Έγιναν
νόμιμα όλες οι ενέργειες και η Άννα γύρισε φέρνοντας στην αγκαλιά της το όμορφο
κοριτσάκι.
-Εγώ θα
είμαι τα αυτιά του και η γλώσσα του. Ούτε πιάνα θέλω, ούτε ξένες γλώσσες. Το
παιδί να είναι καλά. Αυτό θέλω.
Ήρθε η
χαρά στο σπίτι. Το βάφτισαν και το έβαλαν Σοφούλα.
-Μακάρι να
επέτρεπε ο νόμος να υιοθετήσουμε μερικά ακόμη.
Μια μέρα
πήγαν την Σοφούλα στην παιδίατρο για ένα εμβόλιο. Η παιδίατρος που ήξερε την
περίπτωση, το κοίταξε το παιδί καλά-καλά, και τους ρώτησε αν το πήγανε σε
ωτορινολαρυγγολόγο. Τους συνέστησε έναν πολύ καλό για την περίπτωσή τους.
Όταν ο
γιατρός είδε το παιδί, γέλασε.
- Το παιδί σας δεν είναι κωφάλαλο. Μια εγχείρηση
είκοσι λεπτών θα ξαναδώσει την ακοή του και όλα θα πάνε μέλι-γάλα.
Ο γιατρός
είχε δίκιο. Η Σοφούλα βρήκε την ακοή της, την μιλιά της κι έτσι αποζημίωσε τους
κόπους, την αγάπη και την στοργή των δικών της.
Ολόκληρη η
μικρή μας πόλη γιόρτασε το γεγονός. Η Άννα πήγε στον πνευματικό και του φίλησε
τα χέρια και τα πόδια.
Γράψ’ τα,
μου είπε. Πες στις γυναίκες ότι πάνω από κάθε καριέρα, από κάθε δουλειά, από
κάθε ψυχαγωγία είναι η μητρότητα. Τίποτε, μα τίποτε δεν ανταλλάσσεται με την
παρουσία των παιδιών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου