Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2014

«Ο ΚΑΙΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ»: ΘΕΜΕΛΙΟ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ-2

Ὁ ἄνθρωπος κατά τό λόγο τῆς θείας οἰκονομίας Κωνσταντίνου Β. Σκουτέρη, Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου

Μέρος Α´: «Ο ΚΑΙΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ»: ΘΕΜΕΛΙΟ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ-1

β) Ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου τῆς ἐλευθερίας 

.               Κατά τήν ἀποκατάσταση τῆς φύσεως πού συντελέσθηκε στό πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, ἡ ἀνθρώπινη φύση ἐπαναβρίσκει τήν ἀρχική λειτουργικότητα καί δυναμικότητά της. Ἡ σωτηρία στή χριστιανική ἀντίληψη ποτέ δέν κατανοήθηκε περιοριστικά, σάν κάτι στάσιμο καί ἀπολιθωμένο. Μέ τήν οἰκονομία τοῦ Θεοῦ ἡ φύση ἐπανατροχοδρομεῖται σέ μιά ἀδιάπαυστα δυναμική καί ἐξελικτική πορεία. Πρόκειται γιά τήν πορεία πρός τό ἀτελεύτητο τέλος τῆς τελειότητος. Ἡ οἰκονομία τοῦ Θεοῦ δέν θεραπεύει μόνο ἀπό τό κακό πού εἶχε περεισφρύσει παρασιτικά στήν ἀνθρώπινη οὐσία, παράλληλα προάγει τό κάθε ἀνθρώπινο πρόσωπο στήν τελείωσή του. Στό κάθε ἀνθρώπινο πρόσωπο παρέχονται ἄπειρες δυνατότητες δημιουργίας προσωπικῆς ἱστορίας. Αὐτό εἶναι ἕνα στοιχεῖο τῆς χριστιανικῆς ἀνθρωπολογίας πού δέν πρέπει σέ καμμιά περίπτωση νά παραθεωρήσουμε.
.              Ὅταν ὁ Παῦλος προέτρεπε τούς Κολασσαεῖς νά ἀπεκδυθοῦν τόν παλαιό ἄνθρωπο καί νά ἐνδυθοῦν “τόν νέον τόν ἀνακαινούμενον εἰς ἐπίγνωσιν κατ’ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος” (γ´ 9-10), ἐγκαταλείποντας κάθε “ἀκαθαρσίαν”, “πάθος” καί “ἐπιθυμίαν κακήν” (γ´ 5), ἤ ὅταν ζητοῦσε ἀπό τούς Ἐφεσίους “ἀνανεοῦσθαι τῷ πνεύματι τοῦ νοός ὑμῶν” (δ´ 23), δέν ἔδινε ὁδηγίες ἠθικῆς συμπεριφορᾶς. Κατέγραφε τό προνόμιο καί τήν εὐθύνη τοῦ ἀνθρώπου τῆς Καινῆς Διαθήκης νά προχωρῆ ἐλεύθερα σέ μιά ζωή θεανθρώπινης αἰσθήσεως καί ἐπιγνώσεως. Ὑπενθύμιζε στούς ἀνθρώπους τῆς ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί τῆς κάθε ἐποχῆς, ὑπερβαλλόντως δέ ὑπενθυμίζει στούς χριστιανούς τῆς σημερινῆς, ὅτι ἡ ἐν Χριστῷ οἰκονομία ἄνοιξε τό δρόμο στήν προσωπική δημιουργία. Ὁ ἄνθρωπος τῆς οἰκονομίας, μέσα ἀπό τήν ἄσκηση καί τήν ἐλευθερία του, ἀναγεννᾶται καί ἐπαναφέρει τόν ἑαυτό του στήν πρωταρχική ἑνότητά του. Ὡς κατά χάριν υἱός τοῦ Θεοῦ μπορεῖ κατευθύνοντας τό αὐτεξούσιό του, νά ἐπανασυγκροτήση τή διασπασμένη ἀπό τήν ἁμαρτία ὕπαρξή του.
.               Στήν πατερική παράδοση ἡ ἁμαρτία κατανοεῖται ὡς διάσπαση καί διαστροφή, ὡς τραγική ἀποδιοργάνωση καί ἀναστάτωση τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ὡς στέρηση τοῦ ἀγαθοῦ, τό κακό εἶναι μιά “παρά φύσιν” κατάσταση πού ὀφείλεται στήν ἀρρώστια τῆς βουλήσεως. Ὁ [Ψευδο-]Διονύσιος στήν προσπάθειά του νά περιγράψη τή διαλυτική φύση τοῦ κακοῦ χρησιμοποιεῖ μιά ὁλόκληρη σειρά ἀπό ἀρνητικούς ὅρους: τό κακό εἶναι “ἀσυμετρία”, “ἄσκοπον”, “ἀκαλλές”, “ἄζωον”, “ἄνουν”, “ἄλογον”, “ἀτελές”, “ἀνίδρυτον”, “ἀναίτιον”, “ἄγονον”, “ἀργόν”, “ἀδρανές”, “ἄτακτον”, “ἀνόμοιον”, “ἄπειρον”. Τό κακό, αὐτή ἡ ἀποσυνθετική καί ἀλλοτριωτική τῆς ἀληθινῆς ζωῆς δύναμη, θεραπεύεται μέ τήν οἰκονομία τοῦ Θεοῦ, ἐναπόκειται ὅμως στήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου νά ἐνεργήση δημιουργικά καί νά κάνη τή θεραπεία τοῦ κακοῦ προσωπική ἱστορία. Ὅταν λέμε ὅτι τό κακό θεραπεύεται μέ τήν οἰκονομία τοῦ Θεοῦ, ἐννοοῦμε ὅτι τό κακό θεραπεύεται μέ τήν ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία συναντᾶ ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτό σημαίνει ὅτι μέ τήν ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ δηλ. μέ τήν οἰκονομία Του, σώζεται ἡ χαμένη ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἐλευθερία ἐπιστρέφει στόν ἄνθρωπο, καί συνεπῶς μπορεῖ νά πορεύεται πνευματικά καί νά δημιουργῆ ἱστορία ἁγιότητος.

.               Ἡ ἐλευθερία εἶναι ἕνα τεράστιο κεφάλαιο τῆς χριστιανικῆς ἀνθρωπολογίας, γιατί ἁπλούστατα ἡ ἀνακαίνιση τῆς φύσεως γίνεται προσωπική μέ τήν ἐλευθερία. Ἡ ἐλευθερία καί τό πρόσωπο εἶναι ἔννοιες ἀλληλένδετες. Χωρίς ἐλευθερία χάνεται τό πρόσωπο καί ἀφανίζεται ἡ καινή ζωή. Χωρίς τήν ἐλευθερία δέν νοεῖται ἀνακαίνιση, δημιουργική πορεία καί θεία μέθεξη. Ἡ κοινωνία τοῦ Θεοῦ εἶναι προσωπική, ὑποθέτει δηλ. τό ἀνθρώπινο πρόσωπο, τό ὁποῖο ἐπικοινωνεῖ μέ τόν προσωπικό Θεό. Τό ἀνθρώπινο ὅμως πρόσωπο ὑπάρχει καί λειτουργεῖ στή βάση τῆς ἐλευθερίας. Χωρίς τήν ἐλευθερία δέν ὑπάρχει πρόσωπο. Χωρίς τό αὐτεξούσιο δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος κατ᾽ εἰκόνα Θεοῦ, μέ ψυχή λογική. “Ἄνελε ἡμῶν τό αὐτεξούσιον καί οὔτε εἰκών Θεοῦ ἐσόμεθα, οὔτε ψυχή λογική καί νοερά, καί τῷ ὄντι φθαρήσεται ἡ φύσις, οὐκ οὖσα ὅπερ ἔδει αὐτήν εἶναι”.
.              Μέ τήν οἰκονομία τοῦ Θεοῦ ἡ τρωθεῖσα ἀπό τήν ἁμαρτία ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου θεραπεύεται, καί γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο ὁ ἄνθρωπος ἔχει τίς δυνατότητες νά διορθώση τίς ψυχικές του λειτουργίες, ὥστε ἡ ψυχή νά ἐπανέλθη στήν ἀρχική κατάστασή της, ὅπως δηλ. εἶχε κτισθῆ ἀπό τό δημιουργό της. Ἡ θεραπευμένη ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι συνέπεια καί προέκταση τῆς ἐν Χριστῷ ἀνακαινίσεως. Μ᾽ αὐτή ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά ἀπαλείψη ἀπό τή συνείδησή του ὅλες τίς μνῆμες τοῦ κακοῦ, ὅλες τίς συνήθειες καί τάσεις πού καλλιέργησε καί συντήρησε στήν ὕπαρξή του ἡ ἁμαρτία. Ἔτσι, ἡ σωτηρία δέν ἐπιβάλλεται τυραννικά, ἀλλά διοχετεύεται στό κάθε ἀνθρώπινο πρόσωπο μέσω τῆς ἐλευθερίας. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής θά πῆ ὅτιβουλομένων, οὐ τυραννουμένων τό τῆς σωτηρίας μυστήριον.
.               Ὁ ἄνθρωπος τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐλεύθερος καί μέ τή βούλησή του ἀποδέχεται τήν ἐνέργεια τῆς χάριτος. Ἡ θεία χάρη κατά κάποιο τρόπο ἐνσαρκώνεται ὑπαρξιακά καί πραγματικά σ’ ἐκεῖνο τό ἀνθρώπινο πρόσωπο, πού ἡ βούλησή του τήν ἀναγνωρίζει καί τήν ἀποδέχεται. Ὅπως σημειώνει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, “ἡ τοῦ Πνεύματος ἐπιφοίτησις, μυστικῶς ἐρχομένη πρός τήν ἡμετέραν ἐλευθερίαν”, ἀναγεννᾶ καί κτίζει τό ἀνθρώπινο πρόσωπο. Ἡ ἀναγέννηση δέν προσφέρεται μαγικά, ἀλλά εἶναι καρπός τῆς ἀρρήτου σχέσεως χάριτος καί ἐλευθερίας. Παράλληλα μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ προαίρεση εἶναι προϋπόθεση τῆς ὅποιας δημιουργικῆς προόδου καί τῆς τελειώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Τό ἀγαθό δέν εἶναι ἀκούσιο καί “κατηναγκασμένον”, ἀλλά ἀκριβῶς “κατόρθωμα προαιρέσεως”, ἐλεύθερος δηλ. προσωπικῆς συγκαταθέσεως καί ἀσκήσεως.
.               Ἡ χριστιανική ἀνθρωπολογία, ὡς ἀνθρωπολογία ἐλευθερίας, καταγράφει τή δυνατότητα τοῦ ἀνθρώπου νά ἀναχθῆ στό ἐπίπεδο τῆς θείας ζωῆς. Ἡ μετοχή τοῦ Θεοῦ καί ἡ θέωση του ἀνθρώπου, αὐτό τό δῶρο τῆς χάριτος καί τῆς ἀνθρώπινης συνεργίας, νοηματοδοτοῦν καί ἀξιολογοῦν τό κάθε ἀνθρώπινο πρόσωπο. Ὁ ἄνθρωπος, πού ὑπαρξιακά καί φαινομενολογικά εἶχε χάσει τή λογικότητα καί τήν ἀγαθή αἴσθηση πού εἶχε σπείρει μέσα του ὁ Δημιουργός, μέ τήν οἰκονομία τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νά δώση καί πάλι νόημα καί περιεχόμενο στήν ὕπαρξή του. Μπορεῖ ἐλεύθερα νά ξαναγυρίση στήν ἀρχική του κλήση πού ἦταν ἡ κοινωνία τοῦ Θεοῦ, μιά κοινωνία ὄχι στατική, ἀλλά δημιουργική καί προαγωγική. Στή βιβλική θεολογία, στήν πατερική σκέψη καί στήν ἐν γένει ἐκκλησιαστική συνείδηση καί πρακτική αὐτός ὁ δρόμος περιγράφεται ὡς ἁγιότης. Ἡ κλήση αὐτή τοῦ ἀνθρώπου γιά ἁγιότητα εἶναι τό σπουδαιότερο καί κυριώτερο στή ζωή του.
.               Ὁ ἄνθρωπος συνεπῶς τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νά συνδεθῆ ὀργανικά μέ τό Θεό. Ὁ σύνδεσμος αὐτός εἶναι ἐκστατικός, εἶναι δηλ. προϊόν μιᾶς ἐξόδου καί μιᾶς πορείας πού καταξιώνει καί ὁλοκληρώνει τό ἀνθρώπινο πρόσωπο ὡς κοινωνική ὀντότητα. Πρόκειται γιά τό ἀντίθετο τῆς ἐγωκεντρικῆς συσπειρώσεως καί τῆς ἀπομονώσεως. Στή ζωή τῆς ἁγιότητος, πού προσφέρει ἡ θεία οἰκονομία στό κάθε ἀνθρώπινο πρόσωπο, ὑπάρχει ἕνας ἀκατάπαυστος δυναμισμός. Δέν ἔχει σχέση ἡ χριστιανική ἁγιότης μέ τήν αὐτάρκεια καί στασιμότητα μιᾶς ἀτομοκεντρικῆς θρησκευτικῆς συμπεριφορᾶς, πρόκειται μᾶλλον γιά μιά συνεχῆ ἐπέκταση, μιά ἀδιάπαυστη διεύρυνση τῶν ὁρίων, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νά κινῆται “κατά χάριν” συνεχῶς πρός τά ἀσύλληπτα βάθη τοῦ Θεοῦ.
.               Ὅταν οἱ Ἕλληνες Πατέρες ἀναφέρονται στή δυνατότητα τοῦ ἀνθρώπου τῆς οἰκονομίας γιά θέωση, ἐννοοῦν ἀκριβῶς ὅτι πρόκειται γιά ἕνα γίγνεσθαι πού προσφέρεται στόν ἄνθρωπο, γιά μιά κίνηση ἀπό τό “κατ’ εἰκόνα” στό “καθ᾽ ὁμοίωσιν, ἀπό τό κτιστό στό ἄκτιστο. Βέβαια τό ὀντολογικό χάσμα πού χωρίζει τό κτιστό ἀπό τό ἄκτιστο παραμένει, μέ τήν ἔννοια ὅτι ποτέ τό κτιστό δέν ταυτίζεται μέ τό ἄκτιστο. Ἐνῶ ὅμως δέν ἔχουμε στή θέωση ταύτιση κτιστοῦ καί ἀκτίστου ἤ μετάβαση τοῦ ἀνθρώπου σέ μιάν ἄλλη ὀντική σφαίρα, τό κτίσμα τοῦ Θεοῦ, ὁ ἄνθρωπος ἀφομοιώνεται στή θεία ζωή. Μέ τή θέωση, μέ τή διείσδυση δηλ. στή ζωή τοῦ Θεοῦ, τό ἀνθρώπινο πρόσωπο παραμένει μιά μοναδικά ἰδιαίτερη εἰκόνα, πού συνεχῶς ἐκλαμπρύνεται καί καταυγάζεται ἀπό τό φῶς τοῦ θείου κάλλους. Εἶναι αὐτονόητο ὅτι ἡ περί θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου πατερική διδασκαλία δέν ὑποθέτει σέ καμμιά περίπτωση ἀπόρριψη ἤ ὑποτίμηση τοῦ ὑλικοῦ κόσμου. Δέν ἔχουμε ἐδῶ ἀπορρόφηση καί ἐξαφάνιση τοῦ θεουμένου ἤ μετάβασή του σέ μιάν ἀφηρημένη θεία σφαίρα, ἀλλά ἀκριβῶς μεταμόρφωσή του. Ὁ ἄνθρωπος ἁγιάζεται καί ὁλοκληρώνεται ὡς ψυχοσωματική ὀντότης. Ὑψώνεται δηλ. στό ἐπίπεδο τῆς θείας ζωῆς, χωρίς ὅμως νά χάνη τήν ταυτότητά του. Ὁ ἄνθρωπος στήν κατάσταση τῆς θεώσεως παραμένει πραγματικά ἕνα ἰδιαίτερο καί μοναδικό κόσμημα πού φωτίζεται ἀπό τή θεία ὡραιότητα. 

γ) Ὁ ἄνθρωπος τῆς Ἐκκλησίας 

.               Ἡ ἁγιότης καί ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου πραγματώνεται μέσα στήν Ἐκκλησία καί διά τῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν ὁ Παῦλος συνέδεε τό μυστήριο τοῦ καινοῦ ἀνθρώπου μέ τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας δέν τόνιζε μόνο ὅτι σ’ αὐτήν “οὐκ ἔνι Ἕλλην καί Ἰουδαῖος…, βάρβαρος, Σκύθης, δοῦλος, ἐλεύθερος”, συγχρόνως ὑπεγράμμιζε ὅτι στήν Ἐκκλησία ὁ Χριστός εἶναι “τά πάντα καί ἐν πᾶσι” (Κολ. γ´11). Κατ᾽ ἀκρίβειαν, Αὐτός εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἡ ἀπ᾽ ἀρχῆς, ἡ ἀπό τῆς κτίσεως τοῦ κόσμου. “Τά πάντα δι᾽ Αὐτοῦ καί εἰς Αὐτόν ἔκτισται, καί Αὐτός ἐστι πρό πάντων καί τά πάντα ἐν Αὐτῷ συνέστηκε. Καί Αὐτός ἐστιν ἡ κεφαλή τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας” (Κολ. α´ 16-18).
.              Θά μπορούσαμε νά ποῦμε, μέ ἁπλοποιημένο ἴσως τρόπο, ὅτι ἡ θεανθρώπινη οἰκονομία τῆς σωτηρίας ἀποβλεπει στήν ἐκκλησιαστικοποίηση τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτή εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ ἐντελέχεια, ἡ ἐκκλησιαστική τελολογία τῆς κτίσεως. Μέ τήν οἰκονομία Του ὁ Θεάνθρωπος ἀπεργάζεται τήν ἐπανασυγκρότηση καί ἐπανενότητα τῆς κτίσεως. Ἄν ἡ ἁμαρτία εἶναι διάσπαση καί διάλυση, παράλογη ἀποσύνθεση καί θάνατος, ἡ σωτηρία κατανοεῖται ὡς παλινδρόμηση στήν ἀρχική ἑνότητα, ὡς ἐπιστροφή στήν ἔνθεο πανενότητα τῆς κτίσεως. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ βάση πάνω στήν ὁποία θεμελιώνεται ἡ ἑνότητα τῆς κτίσεως. Εἶναι ἡ συνεκτική δύναμη τοῦ κόσμου. Οἱ ζωτικοί ἱστοί πού συνέχουν τήν κτίση βρίσκονται στήν πραγματικότητα καί στήν ἑνοποιό ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Χωρίς τήν Ἐκκλησία ὁ ἄνθρωπος δέν θά μποροῦσε νά ὑπάρχη καί νά λειτουργῇ ὡς κοινωνικό ὄν καί ὁ κόσμος ὁλόκληρος δέν θά μποροῦσε νά ἔχη πρόσβαση καί συνειδητή ἐπικοινωνία μέ τό Θεό.
.               Ὁ ἄνθρωπος τῆς Ἐκκλησίας βιώνει τήν ἑνότητα σέ τρία ἐπίπεδα. Πρῶτα ἔχει τήν αἴσθηση καί συνείδηση τῆς κοινωνίας του μέ τό Θεό. Μέ τήν πίστη του ἀναφέρεται στό Θεό καί ἔχει τή δυνατότητα νά μετέχη συνειδητά στίς ἐνέργειές Του. Μέσα στήν Ἐκκλησία δηλ., διά τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, γεφυρώνεται τό χάσμα, πού εἶχε προξενήσει ἡ ἁμαρτία μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπου, χρόνου καί αἰωνιότητος. Ἄν ἡ ἁμαρτία λειτουργοῦσε ὡς “μεσότοιχον” πού δέν ἐπέτρεπε “τήν προσαγωγήν… ἐν ἑνί Πνεύματι πρός τόν Πατέρα” (Ἐφ. β´ 14-18), ἡ Ἐκκλησία, ὡς σῶμα Χριστοῦ καί εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, καταργεῖ τό ρῆγμα πού εἶχε δημιουργηθεῖ στή σχέση Θεοῦ καί ἀνθρώπου καί λειτουργεῖ ὡς συνεκτικός παράγων, ὡς ἑνοποιητική δύναμη πού προάγει διά τῆς πίστεως τά ἀνθρώπινα πρόσωπα στή θεία κοινωνία. Ὁ ἅγιος Μάξιμος θά σημειώση ὅτι, “σχέση ἐστίν ὑπέρ φύσιν ἡ πίστις, δι᾽ ἧς ἀγνώστως, ἀλλ’ οὐκ ἀποδεικτικῶς ἑνούμεθα τῷ Θεῷ κατά τήν ὑπέρ νόησιν ἕνωσιν”.
.               Στή συνέχεια, ὁ ἄνθρωπος τῆς Ἐκκλησίας δέν νοεῖται ὡς ἀπομονωμένη καί αὐτονομημένη ὀντότης, ἀλλά στή σχέση του μέ τά ἄλλα ἀνθρώπινα πρόσωπα. Ἡ ἁμαρτία δέν διέρρηξε μόνο τή σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τό Θεό, ἐξ ἴσου καί κατά συνέπεια διαστρεύλωσε τή σχέση ἀνθρώπου καί ἀνθρώπου. Καί ἡ οἰκονομία τοῦ Θεοῦ πάλι δέν ἀποκαθιστᾶ μόνο τή σχέση τοῦ ἀτόμου μέ τό Θεό, ἐξ ἴσου ἐπαναφέρει τή σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τό συνάνθρωπό του στήν ἀρχική της καθαρότητα. Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος τῆς οἰκονομίας ἔχει μιάν ἄλλη κοινωνική ὑποδομή πού προσδιορίζεται ἀπό τήν ἀγαπητική ἰδιότητα. Θά πρέπει ἐδῶ νά τονίσουμε ὅτι ἡ ἀγάπη δέν κατανοεῖται ἁπλῶς σάν μιά ἀρετή ἤ σάν κοινωνική μόνο συμπεριφορά, ἀλλά σάν συστατικό τοῦ ἴδιου τοῦ ἀνθρωπίνου εἶναι. Μέ τήν ἀγάπη ὁ ἄνθρωπος ὑπάρχει καί διαπορεύεται ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ὅπως στό Θεό ὁ τρόπος τῆς ὑπάρξεως και τῆς ἐνεργείας Του εἶναι ἡ ἀγάπη, κατά εἰκονικό καί ἀναλογικό τρόπο στόν ἄνθρωπο τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ ἡ ἀγάπη ὑποτίθεται ὡς δομικό στοιχεῖο τῆς ὑπάρξεώς του. Διαποτίζει καί χαρακτηρίζει τό ὅλο εἶναι του. Εἶναι “ἐξ ὅλης τῆς καρδίας καί ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας καί ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος” (Μάρκ. ιβ´ 30).
.               Τέλος, μέ τήν οἰκονομία τοῦ Θεανθρώπου ἐπανακτίζεται ἡ ἑνότητα τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου. Ὁ διχασμένος καί διαταραγμένος ἄνθρωπος τῆς ἁμαρτίας ξαναβρίσκει τήν ἑνότητα τῆς αἰσθήσεως καί τῆς αὐτοσυνειδησίας του. Ἡ σκέψη του, ἡ ζωή καί τό εἶναι του ἐπανέρχονται στήν πληρότητα τῆς θεοειδοῦς ὑπάρξεως. Μέ τήν οἰκονομία, τό κακό πού ἀποσυνθέτει καί διχάζει τό ἀνθρώπινο πρόσωπο ἔχει χάσει τήν ἰσχύ του καί ἔτσι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά ὑψωθῆ σέ μιάν ἄλλη αἴσθηση τῆς ὑπάρξεώς του καί τοῦ κόσμου. Μπορεῖ νά βιώνη τήν ἀκεραιότητα τοῦ προσώπου του καί νά ἔχη μιά ὁλοκληρωμένη ἀντίληψη του κόσμου. Ὅπως στό ἕνα πρόσωπο τοῦ σαρκωμένου Λόγου ὑπάρχουν ἑνωμένες οἱ δύο φύσεις “ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως καί ἀχωρίστως” καί ἐκδηλώνονται στόν ἕνα φορέα πού εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Λόγος, κατά ἀνάλογο τρόπο στό ἀνθρώπινο πρόσωπο τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ ἔχει ἀποκατασταθῆ ἡ συνείδηση τῆς ἑνότητος μεταξύ ἀνθρώπου καί Θεοῦ, μεταξύ τοῦ ἐνθάδε καί τοῦ ἐπέκεινα, μεταξύ τοῦ “ἐγώ” καί τοῦ “σύ”. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος τῆς Ἐκκλησίας δέν συνθλίβεται ἀπό τήν καταστροφική καί διασπαστική δύναμη τοῦ ἐγωκεντρισμοῦ, ἀλλά ἔχει συνείδηση πρῶτα τῆς δικῆς του ὑπαρξιακῆς συνοχῆς καί ἑνότητος καί συγχρόνως ὁλοκληρωμένη εἰκόνα τῆς κοινωνίας καί τοῦ κόσμου. Ὁ ἄνθρωπος τῆς οἰκονομίας ὑπερβαίνει τούς διχασμούς καί τήν ἐγωκεντρική ἀπομόνωση πού τοῦ ἐπέβαλε ἡ ἁμαρτία καί ἀναγνωρίζει τήν ὀργανική καί Θεανθρώπινη ἑνότητα τοῦ ἑαυτοῦ του καί τοῦ κόσμου.
.               Ἡ ὀργανική ἑνότητα τοῦ ἀνθρώπου παρεμβαίνει εὐεργετικά καί στήν ὅλη κτίση. Ἔτσι, ἡ ἐσχατολογική μεταμόρφωση τοῦ κόσμου δέν πραγματώνεται μηχανικά ἤ μαγικά, ἀπό μιά δύναμη πού ἔρχεται ἀπ’ ἔξω, ἀλλά περνάει μέσα ἀπό τήν ἀνθρώπινη ἀποκατάσταση. Ἄν ἡ φύση “συστενάζει καί συνωδίνει” (Ρωμ. η´22), καί ἡ αἰτία αὐτῆς τῆς ἀνωμαλίας εἶναι ἡ διάσπαση τῆς ἀνθρώπινης ἀκεραιότητας, μέ τήν ἐπανασυγκρότηση τοῦ ἀνθρώπου ἡ κτίση ὀργανικά καί φυσικά ἐπανέρχεται στήν ἀρχική της ὁλοκληρία.
.               Ἡ αἴσθηση καί ἡ συνείδηση τῆς ἐν Χριστῷ ἑνότητος τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου ἔχει τεραστία σημασία γιά τήν καταγραφή μιᾶς ὀρθόδοξης ἀνθρωπολογίας καί κοσμολογίας. Παράλληλα ἔχει τήν ἰδιαίτερη σημασία της γιά τή συνειδητοποίηση, ὅτι ἡ ποιμαντική καί ἡ ἐν γένει διακονία τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι ἀποκλειστικά μιά στρατηγική ἐργασίας, οὔτε μπορεῖ νά ἐξαντλεῖται στήν ἐξωτερική δραστηριότητα ἤ σέ προγραμματισμούς καί ἐφαρμογές γιά τή φροντίδα τῆς ἐπικαιρότητας. Ἡ ποιμαντική μέριμνα τῆς Ἐκκλησίας, χωρίς νά παραγνωρίζη τίς πραγματικές ἀνάγκες τοῦ ἀνθρώπου στό χρόνο καί στό περιβάλλον πού αὐτός ζῆ, δέν μπορεῖ νά εἶναι, σέ καμμιά περίπτωση, ἄνευ ὅρων ὑποταγή στά κοινωνικά δεδομένα καί στούς κοινωνικούς ἐξαναγκασμούς.

[…]
ΠΗΓΗ: apostoliki-diakonia.gr
ΠΗΓΗ:   ΚΛΙΚ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου