Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2014

ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ (Γ. Ν. Παπαθανασόπουλος) «Ἡ Πατριαρχικὴ Ἐγκύκλιος τοῦ Πατριάρχου Ἀνθίμου καὶ τῆς περὶ Αὐτὸν Συνόδου ἐξαπολύθηκε τὸν Αὔγουστο τοῦ 1895 καὶ ἀποτελεῖ ἀπάντηση στὶς περὶ πρωτείου ἐπιδιώξεις τοῦ Πάπα».

Πατριαρχικὸς ἔλεγχος

Τοῦ Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου

.            Ὁ μακαριστὸς Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ἄνθιμος καὶ τὰ περὶ Αὐτὸν μέλη τῆς Συνόδου(1), ποὺ ἀγωνίσθηκαν κατὰ τοῦ παπικοῦ πρωτείου, ἀπὸ τὴν θριαμβεύουσα Ἐκκλησία ἐλέγχουν αὐστηρὰ τὰ ὅσα διαπράττονται αὐτὲς τὶς ἡμέρες στὸ Φανάρι, ἀλλὰ καὶ τὶς ἀπόψεις περὶ τοῦ πρωτείου τοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου καὶ τοῦ Μητροπολίτου Περγάμου κ. Ἰωάννου.
.             Ἡ Πατριαρχικὴ Ἐγκύκλιος τοῦ Πατριάρχου Ἀνθίμου καὶ τῆς περὶ Αὐτὸν Συνόδου ἐξαπολύθηκε τὸν Αὔγουστο τοῦ 1895 καὶ ἀποτελεῖ ἀπάντηση στὶς περὶ πρωτείου ἐπιδιώξεις τοῦ Πάπα. Πρόκειται γιὰ «Πατριαρχικὴ καὶ Συνοδικὴ ἐπιστολή», ποὺ ἀπευθύνεται «Πρὸς τοὺς Ἱερωτάτους καὶ Θεοφιλεστάτους ἐν Χριστῷ ἀδελφοὺς Μητροπολίτας καὶ ἐπισκόπους καὶ τὸν περὶ αὐτοὺς ἱερὸν καὶ εὐαγῆ κλῆρον καὶ ἅπαν τὸ εὐσεβὲς καὶ ὀρθόδοξον πλήρωμα τοῦ Ἁγιωτάτου Ἀποστολικοῦ καὶ Πατριαρχικοῦ Θρόνου Κωνσταντινουπόλεως». Περιέχεται στὸν 19ο Τόμο τῆς «Ἐκκλησιαστικῆς Ἀλήθειας», ἐπισήμου ὀργάνου τοῦ Πατριαρχείου, ποὺ τυπωνόταν στὸ Πατριαρχικὸ Τυπογραφεῖο (Ἔτος ΙΕ΄, ἀρ. τεύχους 31, Ἐν Κων/λει, 29 Σεπτεμβρίου 1895, σελ. 241-249).

Στὴν ἀρχὴ τῆς Ἐγκυκλίου ἀναφέρεται:

.           «Ἐν ἐσχάτοις δὲ χρόνοις ὁ πονηρὸς διέσπασεν ἀπὸ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔθνη ὁλόκληρα τῆς Δύσεως, ἐμφυσήσας τοῖς ἐπισκόποις τῆς Ρώμης φρονήματα ὑπερφιάλου ἀλαζονείας, ποικίλας γεννησάσης καινοτομίας ἀθέσμους καὶ ἀντιευαγγελικάς. Καὶ οὐ μόνον τοῦτο, ἀλλὰ δὴ καὶ παντὶ τρόπῳ ἀγωνίζονται οἱ κατὰ καιρὸν πάπαι τῆς Ρώμης, ἵνα ὑποτάξωσιν εἰς τὰς ἑαυτῶν πλάνας τὴν ἀκραδάντως ἀνὰ τὴν Ἀνατολὴν τῇ πατροπαραδότῳ τῆς πίστεως ὀρθοδοξίᾳ στοιχοῦσαν καθολικὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, ἑνώσεις κατὰ τὴν ἰδίαν φαντασίαν ἐπιδιώκοντες ἁπλῶς καὶ ἀβασανίστως».
.           Στὴ συνέχεια στὴν ἐγκύκλιο ἐξηγεῖται ὅτι αὐτὴ ἐξαπολύθηκε λόγῳ τοῦ ὅτι ὁ πάπας Λέων ΙΓ΄, ἐξ ἀφορμῆς τοῦ ἐπισκοπικοῦ του Ἰωβηλαίου, δημοσίευσε ἐγκύκλια ἐπιστολὴ «πρὸς τοὺς ἡγεμόνας καὶ τοὺς λαοὺς τῆς οἰκουμένης», μὲ τὴν ὁποία τοὺς προσκάλεσε νὰ ἑνωθοῦν μὲ τὸν παπικὸ θρόνο, διὰ τῆς ἀναγνωρίσεως αὐτοῦ ὡς «ἄκρου ἀρχιερέως καὶ ὑπερτάτου πνευματικοῦ τε καὶ κοσμικοῦ ἄρχοντος τῆς καθόλου Ἐκκλησίας καὶ μόνου ἀντιπροσώπου τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πάσης χάριτος διανομέως».
.         Ὡς πρὸς τὶς περὶ πρωτείου ἐπιδιώξεις τοῦ Πάπα – καὶ ἐσχάτως τοῦ Φαναρίου – στὴν Πατριαρχικὴ Ἐγκύκλιο ἀναφέρεται, μεταξὺ τῶν ἄλλων:

.       «Ο θεοι Πατέρες τιμντες τν πίσκοπον Ρώμης μόνον ς πίσκοπον τῆς πρωτευούσης πόλεως το κράτους, πέδωκαν ατ προεδρείας πρεσβεῖα τιμητικά, θεωρήσαντες ατν πλς ς πρτον τ τάξει πίσκοπον, τοτ᾽ στι πρτον ν σοις, περ πρεσβεῖα κα τ Κωνσταντινουπόλεως πένειμαν κατόπιν, τε πόλις ατη γένετο πρωτεύουσα το ρωμαϊκο κράτους…».

Ἡ Πατριαρχικὴ Ἐγκύκλιος στὸν ἐπίλογό της τονίζει:

.           «Ἡμεῖς δέ, οἱ χάριτι καὶ εὐδοκίᾳ τοῦ παναγάθου Θεοῦ μέλη τίμια τυγχάνοντες τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἤτοι τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς αὐτοῦ Ἐκκλησίας, ἀντεχώμεθα τῆς πατρώας καὶ ἀποστολοπαραδότου εὐσεβείας. Προσέχωμεν πάντες ἀπὸ τῶν ψευδαποστόλων, οἵτινες ἐρχόμενοι ν σχήματι προβάτων πειρνται δελεάζειν τος πλοϊκωτέρους ἐν ἡμῖν διὰ ποικίλων καὶ ὑπούλων ὑποσχέσεων, τὰ πάντα θεμιτὰ ἡγούμενοι καὶ ἐπιτρέποντες πρὸς ἕνωσιν ἐὰν μόνον ἀναγνωρισθῇ ὁ τῆς Ρώμης πάπας ὡς ὑπέρτατος καὶ ἀλάθητος ἄρχων καὶ ἀπόλυτος κυριάρχης τῆς καθόλου Ἐκκλησίας καὶ μόνος ἐπὶ τῆς γῆς ἀντιπρόσωπος τοῦ Χριστοῦ καὶ πηγὴ πάσης χάριτος!».

Καὶ ἀποτεινόμενος ὁ Πατριάρχης Ἄνθιμος εἰδικότερα στοὺς Ἐπισκόπους τους ἐπισημαίνει:

.           «Ἰδίᾳ δὲ οἱ χάριτι καὶ ἐλέῳ Θεοῦ τεταγμένοι ἐπίσκοποι καὶ ποιμένες καὶ διδάσκαλοι τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησιῶν “προσέχομεν ἐαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ ποιμνίῳ, ἐν ᾧ ἡμᾶς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἔθετο ἐπισκόπους ποιμαίνειν τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ ἣν περιποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος”(2) ὡς λόγον ἀποδώσοντες».
.         Στὴν «Ἐκκλησιαστικὴ Ἀλήθεια», τῆς Πατριαρχικῆς Ἐγκυκλίου ἀκολούθησε μία σωρεία ἄρθρων κατὰ τοῦ παπικοῦ πρωτείου. Μεταξὺ αὐτῶν, στὸν ἴδιο, 19ο Τόμο καὶ στὸ τεῦχος ἀριθμ. 50 (σελ. 394) ἀρχίζει νὰ δημοσιεύεται σὲ συνέχειες «ἱστορικὴ ἀπολογητικὴ μελέτη» στὰ ἀπὸ τοὺς «παπιστὲς» γραφέντα κατὰ τῆς Πατριαρχικῆς Ἐγκυκλίου. Σ’ αὐτὴν ἐπισημαίνονται, μεταξὺ τῶν ἄλλων, οἱ λόγοι τοῦ ἱεροῦ Κυπριανοῦ, ὅτι «Ἕκαστος Ἐπίσκοπος εἶναι ἀνεξάρτητος τῇ Ἐκκλησίᾳ του καὶ ὑπόλογος μόνον τῷ Θεῷ». Στὸν 20ό Τόμο, τοῦ ἔτους 1900, τῆς «Ἐκκλησιαστικῆς Ἀληθείας» ὑπάρχει σειρὰ ἄρθρων, σὲ συνέχειες, μὲ τίτλο «Σύντομος ἀπαρίθμησις καὶ ἀνατροπὴ τῶν καινοτομιῶν τῆς παπικῆς Ἐκκλησίας καὶ ἴδια τοῦ πρωτείου τοῦ Ρώμης». Σ’ αὐτά, μεταξὺ ἄλλων, τονίζεται:

.         «Τῷ ἐπισκόπῳ τῆς παλαιᾶς Ρώμης ἐδόθη τὸ πρωτεῖον τῆς τιμῆς, οὐχὶ διότι ἐν τῇ Ρώμῃ ἐπεσκόπευσε καὶ ἀπέθανεν ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, οὔτε διότι ὁ Ἀπόστολος οὗτος εἶχε τὴν κυριαρχία ἐπὶ τῶν λοιπῶν Ἀποστόλων, ἀλλ’ ἁπλῶς διότι ἡ Ρώμη ἦτο ἡ παλαιὰ πρωτεύουσα τοῦ κράτους…. Δυστυχῶς οἱ ἐπίσκοποι τῆς Ρώμης, τυφλούμενοι ὑπὸ τῆς ἑωσφορικῆς ὑπερηφανείας καὶ ἐθνικῆς αὐτῶν φιλοδοξίας δὲν ἠρκέσθησαν εἰς μόνα τὰ ὑπὸ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων παρασχεθέντα αὐτοῖς πρεσβεῖα τῆς τιμῆς χάριν τῆς πολιτικῆς σημασίας τῆς ἐν ᾗ ἥδρευον πόλεως…».
.       Τὸ παπικὸ πρωτεῖο ἔχουν ἀπορρίψει, μεταξὺ τῶν ἄλλων, ὁ Συμεὼν Θεσσαλονίκης, ὁ Μελέτιος Πηγᾶς, ὁ Ἰωσὴφ Βρυένιος, ὁ Πατριάρχης Ἀντιοχείας Πέτρος, ἀλλὰ καὶ ὁ Σεβ. Ἰωάννης Ζηζιούλας, στὴ διδακτορική του διατριβή, ποὺ ἔχει κυκλοφορηθεῖ ὡς μελέτη μὲ τὸν τίτλο «Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῇ Θείᾳ Εὐχαριστίᾳ καὶ τῷ Ἐπισκόπῳ κατὰ τοὺς τρεῖς πρώτους αἰῶνας» (Ἐκδόσεις Γρηγόρη, Β´ Ἔκδοσις, Ἐν Ἀθήναις, 1990).
.          Ἀναφέρει στὴν κατακλείδα τῆς μελέτης του (σελ. 202): «Τὸ κολλέγιον τῶν Δώδεκα καὶ ἡ ἐν αὐτῷ προέχουσα “καθέδρα τοῦ Πέτρου” ἀπετέλουν τὸ θεμέλιον οὐχὶ μιᾶς, ἀλλ᾽ ἑκάστης ἐπισκοπικῆς Ἐκκλησίας, διότι ἕκαστος Ἐπίσκοπος ἐννοεῖτο ὡς διάδοχος πάντων τῶν Ἀποστόλων –καὶ τοῦ Πέτρου… Ἕκαστος τῶν Ἐπισκόπων ἐκάθητο ἐπὶ τῆς καθέδρας τοῦ Πέτρου, τῆς Ἐκκλησίας του θεωρουμένης πλήρως ἀποστολικῆς καὶ στηριζομένης ἐπὶ τοῦ θεμελίου πάντων τῶν Ἀποστόλων.… Ἀπὸ τὸ καίριον τοῦτο σημεῖον, τὸ ὁποῖον ἐκφράζει τὴν πληρότητα τοῦ ἐπισκοπικοῦ βαθμοῦ, ἐξακολουθεῖ καὶ παρὰ τὴν ἐμφάνισιν τῆς περὶ συλλογικότητος τῶν Ἐπισκόπων θεωρίας, νὰ ἐκπηγάζη πᾶσα οὐσιαστικὴ διαφωνία πρὸς τὴν οὐσίαν τῆς ὅλης Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησιολογίας ὑπὸ τὸ φῶς τῆς συνειδήσεως τῶν τριῶν πρώτων αἰώνων»(3).-

  1. Κυζίκου Νικόδημος, Νικομηδείας Φιλόθεος, Νικαίας Ἱερώνυμος, Προύσης Ναθαναήλ, Σμύρνης Βασίλειος, Φιλαδελφείας Στέφανος, Λήμνου Ἀθανάσιος, Δυρραχίου Βησσαρίων, Βελεγράδων Δωρόθεος, Ἐλασσῶνος Νικόδημος καὶ Ἐλευθερουπόλεως Διονύσιος.
  2. Πράξ. κ´ 28
  3. Ὁ τονισμὸς στὸ πρωτότυπο. Ἡ ὑπογράμμιση τοῦ ὑπογράφοντος.
ΠΗΓΗ:   ΚΛΙΚ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου