Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2014

ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΒΟΥΛΕΥΤΗ ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΑΡΕΛΑΣΕΙΣ (Δ. Νατσιός) «Τέτοιες ξινές, ἀνιστόρητες μηλιές, τύπου Ρεπούση, μὲ τὴν ὁποία ἔχετε ταύτιση ἀπόψεων σ’ αὐτὰ τὰ θέματα, “σαπίζουν” τὰ μῆλα.»

Μία ἀπάντηση στὴν βουλευτὴ τοῦ ΣΥΡΙΖΑ γιὰ τὶς παρελάσεις

Γράφει ὁ Δημ. Νατσιός Δάσκαλος-Κιλκίς

«Οἱ παρελάσεις, κάθε Ὀκτώβρη καὶ Μάρτη, σχηματίζουν τὸ ποτάμι τῆς ζωῆς γιὰ νὰ τὸ βλέπουμε» Γ. Ἰωάννου, «Κοιτάσματα»

.             Διάβασα μὲ προσοχὴ τὰ δύο κείμενα τῆς κ. Εἰρήνης Ἀγαθοπούλου, βουλευτῆ τοῦ ΣΥΡΙΖΑ, στὸν νομὸ Κιλκίς, σχετικὰ μὲ τὴν ἀναγκαιότητα τῶν παρελάσεων, τὸ πρῶτο, καὶ τὸ ἀπαντητικὸ δεύτερο, κατόπιν ἐρωτήματος ἀναγνώστη τοῦ «ΜΑΧΗΤΗ», γιὰ τὶς λεγόμενες «παρελάσεις ὑπερηφανείας» τῶν ὁμοφυλοφίλων
.             Κατ’ ἀρχάς, ἂν καὶ νέα, ἀναμασᾶ παλιὰ καὶ μουχλιασμένα ἐπιχειρήματα, ποὺ ἐπιπολάζουν, ἐδῶ καὶ δεκαετίες, στὰ τρικυμιῶδες πέλαγος τῶν συνασπισμένων συνιστωσῶν τῆς ἀριστερᾶς ἢ ἀριστερόεσσας.
.             Λείψανο τοῦ παρελθόντος καὶ ἡ γλώσσα της, τὸ γνωστὸ ἀριστεροκομματικὸ ἰδίωμα -ἡ ξύλινη γλώσσα- ποὺ ἀφοῦ ἐπὶ μισὸ αἰώνα ἐπιχωρίασε ἀποκλειστικὰ στὸ σύμπαν τοῦ ΚΚΕ, ὡς σύμπτωμα ἰδιοπαθές, τὶς τελευταῖες δεκαετίες ὑπερέβη τὸ γκέτο τοῦ γενεθλίου χώρου του, μὲ βραδὺ βηματισμὸ ἀρχικά, γιὰ νὰ ἁπλωθεῖ ἐπὶ πτερύγων ἀνέμων ἐν συνεχείᾳ καὶ νὰ γνωρίσει ἡμέρες δόξας λαμπρῆς μὲ τὴν ἄνοδο τοῦ ΠΑΣΟΚ στὴν ἐξουσία τὸ 1981. (Προφανῶς οἱ «ὀρδὲς» τῶν ὀπαδῶν τοῦ Κινήματος, ποὺ μετακινήθηκαν στὸν ΣΥΡΙΖΑ, διαβρώνουν καὶ τὴν γλωσσική του φυσιογνωμία).
.             Στὸ κείμενό της «τί ἐξυπηρετοῦν οἱ παρελάσεις;», ἡ κ. Ἀγαθοπούλου, θέτει κάποια, «φιλολογικὰ» ἐρωτήματα καὶ ἀπαντᾶ ἡ ἴδια. Μέμφεται τὰ παιδιά, τοὺς μαθητές, διότι: «δὲν γνωρίζουν κἂν τί γιορτάζουμε ἐκείνη τὴν ἡμέρα». Εἶναι ἀπειθάρχητα. Παρελαύνουν ἀσύντακτα, «τὸ ἀρνεῖται ὑποσυνείδητα ὁ ὀργανισμὸς τους» αἰσθάνονται, δηλαδή, πνευματικὴ ἀδιαθεσία τὴν ἡμέρα τῆς παρέλασης. Τὰ χρησιμοποιεῖ ἡ Κυβέρνηση γιὰ «νὰ δείξει τὴν ἰσχύ της». Ἐλέγχει καὶ τοὺς γονεῖς τους, γιατί τὰ καμαρώνουν, ἐνῶ θὰ ἔπρεπε «νὰ τὰ καμαρώσουν ὅταν λένε: Μαμὰ σήμερα μοιράστηκα τὸ κολατσιό μου μὲ τὸν φίλο μου, γιατί αὐτὸς δὲν εἶχε». (Πράγμα ποὺ συμβαίνει ἐδῶ καὶ 25 αἰῶνες στὰ σχολεῖα, τὰ παιδιὰ πάντα μοιράζονται καὶ προσφέρουν). Καὶ κλείνει μὲ τὰ γνωστά, χιλιοειπωμένα περὶ μιλιταριστικῶν, μεταξικῶν καταλοίπων καὶ λοιπὰ ἠχηρὰ παρόμοια.
.             Μιᾶς καὶ εἶμαι δάσκαλος, μάχιμος, ἐδῶ καὶ 25 περίπου χρόνια, καὶ κάποιες ἀπὸ τὶς αἰτιάσεις της μὲ θίγουν προσωπικά, ἀπαντῶ τὰ ἑξῆς:
.             Ἡ πλειοψηφία τῶν παιδιῶν ξέρει τί γιορτάζουμε καὶ τί τιμοῦμε «ἐκείνη τὴν ἡμέρα». Τὸ «ἡ πλειοψηφία δὲν γνωρίζει» εἶναι αὐθαίρετη γενίκευση. Καὶ «ὅπου γενικότης ἐκεῖ καὶ ἐπιπολαιότης» κατὰ τὸν ἀείχλωρο λόγο τοῦ Παπαδιαμάντη. Τὸ ὅτι ρώτησε παιδιὰ γνωστῶν καὶ φίλων της, δὲν εἶναι ἐπιχείρημα. Ἂς ἔρθει νὰ ρωτήσει τοὺς μαθητὲς τῆς τάξης μου. Γνωρίζει ὅμως τί διδάσκεται στὸ σχολεῖο γιὰ τὴν ἐπέτειο; Ὅτι στὴν Ε´ Δημοτικοῦ περιέχεται κείμενο στὸ βιβλίο Γλώσσας (α´τεῦχος, σελ. 44) ὅπου μία οἰκογένεια, ὅταν κηρύχτηκε ὁ πόλεμος πῆγε καὶ κρύφτηκε στὸ ὑπόγειο; Ὅταν τὰ μῆλα εἶναι ξινά, κ. Ἀγαθοπούλου, δὲν φταῖνε τὰ μῆλα, φταῖνε οἱ μηλιές. Καὶ τέτοιες ξινές, νιστόρητες μηλιές, τύπου Ρεπούση, μ τν ποία χετε ταύτιση πόψεων σατ τ θέματα, «σαπίζουν» τ μλα.
.             Καὶ ὅταν δὲν διδάσκεις ἡρωισμό, φιλότιμο, αὐτοθυσία, φιλοπατρία ἄδολη καὶ ἁγνή, ἀλλὰ πράγματα κακορίζικα, στενά, ξέψυχα καὶ ἀνούσια, τότε τ παιδιά, «ποσυνείδητα», νιώθουν ναυτία κα δν πειθαρχον, γιατί ατν τν Παιδεία, τν νεοταξική, τν ποστρέφονται. Αὐτὰ ποὺ ὀνομάζετε «καλούπια», εἶναι τὸ στέρεο καὶ εὔφορο ἔδαφος τῆς ἐξαίσιας Παράδοσής μας, ἡ ὁποία «ἀποπνέει μιὰν ἀρχοντιὰ κατά τι ἀνώτερη τῶν Λουδοβίκων» (Ἐλύτης).
.             Τὸ σχολεῖο πρέπει νὰ ἀρδεύεται ἀπὸ τὸν πολιτισμὸ ποὺ τὸ γέννησε. «Τὸ σχολεῖο διδάσκοντας συστηματικὰ στὸ παιδὶ τ’ ἀγαθὰ τοῦ πολιτισμοῦ του καὶ γνωρίζοντάς του τὸν τόπο του, κάνει συνειδητή, συστηματοποεῖ καὶ ἁπλώνει τὴν ἐθνικὴ μόρφωση ποὺ παίρνει κάθε παιδὶ ἀπὸ τὴν ἐξωσχολική του ζωή… δὲν μπορεῖ ἡ παιδεία μας ν’ ἀρνηθεῖ κάθε ἐθνικὴ μόρφωση καὶ νὰ γίνει ἀχρωμάτιστη πανανθρώπινη παιδεία ἐκτὸς τόπου καὶ χρόνου». (Ἀλ . Δελμοῦζος, «Μελέτες καὶ πάρεργα», σελ. 42, Ἀθήνα 1958). Ἡ «ἐθνικὴ μόρφωση» ἐμπνέει σεβασμὸ στοὺς μαθητές, ὅπως τὴν ὀραματιζόταν καὶ ὁ Ἀλ. Δελμοῦζος, καὶ ἡ μόρφωση αὐτὴ στοὺς μικροὺς μαθητὲς ἐπιτυγχάνεται μέσῳ τῆς προβολῆς τῶν μεγάλων, ἡρωικῶν στιγμῶν τοῦ λαοῦ μας.
.             Ἂν μιλήσεις στὰ παιδιὰ γιὰ τοὺς «πατρικοὺς» ἀγῶνες καὶ τὶς θυσίες, γιὰ τὰ κόκκαλα τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά, μετέχουν στὴν παρέλαση μὲ καμάρι. Ἐξ ἄλλου οἱ παρελάσεις εἶναι φανέρωση τοῦ «ἐμεῖς», τῆς αἴσθησης τοῦ «συνανήκειν», εἶναι τὸ ὡραιότερο μάθημα φιλοπατρίας-καὶ τὰ ἔθνη λέγονται ἔθνη «ὅταν εἶναι στολισμένα μὲ πατριωτικὰ αἰστήματα». (Μακρυγιάννης)
.             Οἱ παρελάσεις εἶναι προσανάμματα μνήμης τῶν ἀγώνων γιὰ πατρίδα ἑλληνικὴ καὶ ὄχι πολυπολιτισμικό… παστίτσιο. Ἀκόμη καὶ ἡ ἐνδυματολογικὴ ὁμοιομορφία ὑποδηλώνει τὴν ἐν Ἐπιδαύρῳ διακήρυξη τῶν προγόνων μας ὅτι «ὅλοι οἱ Ἕλληνες εἰσὶν ἴσοι ἐνώπιον τῶν νόμων, ἄνευ τινὸς ἐξαιρέσεως».
.             Ξεχνοῦν οἱ πολιτικοὶ τὰ ἐπιγραμματικὰ λόγια τοῦ Πολυβίου «…ἀληθινωτάτην… εἶναι παιδείαν καὶ γυμνασίαν πρὸς τὰς πολιτικὰς πράξεις τὴν ἐκ τῆς ἱστορίας μάθησιν…». (Α,Ι,2).
.             Συμφωνῶ μὲ τοὺς χαρακτηρισμοὺς τῆς κ. Ἀγαθοπούλου, γιὰ τὴν νῦν μνημονιακὴ Κυβέρνηση, ποὺ ὑπογράφει μὲ χέρια καὶ ποδάρια ὅ,τι τῆς σερβίρουν οἱ τροϊκανὲς συμμορίες. Οἱ παρελάσεις, ὅπως γίνονται τὰ τελευταῖα χρόνια, δὲν δείχνουν ἰσχύ, ἀλλὰ πανικὸ καὶ ἀδυναμία τῆς Κυβέρνησης. Μ τ προστατευτικ κιγκλιδώματα κα τος χιλιάδες στυνομικούς, δείχνει τν πομόνωσή της π τν λαό, πο τν θεωρε ατ πο εναι: πειθήνιο νεργούμενο στ κελεύσματα τν ξένων.
.             Οἱ γονεῖς καμαρώνουν τὰ παιδιά τους στὶς παρελάσεις καὶ ἔχω δεῖ πολλοὺς νὰ δακρύζουν ἀπὸ συγκίνηση. Ἐξ ἄλλου στὶς 27.10.2009, σὲ ἔρευνα τῆς Public Issue, τὸ 78% τῶν ἐρωτηθέντων δήλωσαν ὅτι συμφωνοῦν μὲ τὸν θεσμὸ τῶν μαθητικῶν παρελάσεων.
.             Οἱ παρελάσεις δὲν εἶναι μεταξικὸ κατάλοιπο, ἀλλὰ γίνονταν καὶ παλαιότερα. Παραπέμπω στὸ ἐξαιρετικό, δίτομο ἔργο τοῦ συμπολίτη μας Θ. Βαφειάδη, «Χρονικό τοῦ Κιλκὶς 1913-1940», ὁ ὁποῖος κυριολεκτικὰ «χτένισε τὶς πηγές», ποὺ γράφει στὸν α´ τόμο, σελ. 232-233: «Ἀθήνα 21 Ἰουνίου 1914. Μετὰ τὸ πέρας τῆς δοξολογίας ἄρχισε ἡ παρέλαση τῶν διαφόρων σωμάτων τοῦ στρατοῦ πρὸ τοῦ βασιλέως: “Μελαμψοί, δυνατοί, νευρώδεις περνοῦν οἱ στρατιῶται ἐνῶ ἡ μουσικὴ τῆς φρουρᾶς παίζει διάφορα ἐμβατήρια καὶ τὸν βασιλικὸν ὕμνον. Ἐμπρὸς ἀπὸ ἕνα τῶν προχωρούντων λόχων ὁ πρίγκηψ Ἀλέξανδρος βαδίζει ὑπερήφανα μὲ τὸ κεφάλι ψηλά, σκονισμένος, κοκκινισμένος, ἱδρωμένος, χαλκόχρους”. Μετὰ τὴν παρέλασι ὁ βασιλιάς, ἀφοῦ συνεχάρη ἐκ νέου τὸν ἐπικεφαλῆς τῆς Γαλλικῆς ἀποστολῆς Στέφανο Βιλλαρὲ καὶ χαιρέτισε τὸν Μητροπολίτη καὶ τὸ ὑπουργικὸ συμβούλιο, ἀναχώρησε κάτω ἀπὸ τὶς ζωηρὲς ἐπευφημίες τοῦ συγκεντρωμένου πλήθους».
.             Παρελάσεις γίνονταν καὶ κατὰ τὴν περίοδο τῆς Ἐθνεγερσίας τοῦ ’21. Στὸ βιβλίο τοῦ καθ. Ἠλ. Οἰκονόμου -(σελ. 206)- «Κείμενα Πίστεως καὶ Ἐλευθερίας», περιγράφεται ἕνα περιστατικὸ ποὺ διασώζει ὁ Φωτάκος στὰ «ἀπομνημονεύματά» του. Ὁ Παπαφλέσσας μὲ τοὺς ἀντρειωμένους του σπεύδει πρὸς ἀπελευθέρωση τῆς Τριπολιτσᾶς. Καθ’ ὁδὸν περνᾶ μέσα ἀπὸ χωριά, γιὰ νὰ δώσει θάρρος στὸ αἱματοβαμμένο Γένος. «…Καθὼς ἔβλεπαν οἱ Ἕλληνες τὰς σημαίας καὶ τοὺς στρατιώτας, ἐσήμαινον τῶν ἐκκλησιῶν τὰ σήμαντρα καὶ οἱ μὲν ἱερεῖς ἔβγαινον ἐνδεδυμένοι τὰ ἱερὰ ἄμφια καὶ μὲ τὸ Εὐαγγέλιον ἀνὰ χείρας, οἱ δὲ Χριστιανοὶ ἄνδρες, γυναῖκες καὶ παιδία ἐπαρακαλοῦσαν τὸν Θεὸν νὰ τοὺς ἐνδυναμώνει. Ὁ Ἀρχιμανδρίτης (σ.σ. ὁ Παπαφλέσσας) μάλιστα ἐφοροῦσε μίαν περικεφαλαίαν καὶ διὰ τοῦτο τὸν ἐκύτταζαν μὲ πολλὴν περιέργειαν οἱ ἄνθρωποι καὶ τὸν ἐδέχοντο μὲ μεγάλην ὑποδοχήν. Εἶχε δὲ σημαιοφόρον ἕνα καλόγηρο θεόρατο, πάπα-Τούρταν ὀνομαζόμενον, ὁ ὁποῖος ἐκράτει ἕνα μεγάλο σταυρὸν ὑψηλὰ εἰς τὰ χέρια καὶ ἐπήγαινε μπροστὰ εἰς τὸ στράτευμα. Ὁ κόσμος ἐγένετο τοῖχος καὶ ἔκαμαν τὸν σταυρό τους, καθὼς ἐπέρνα ὁ καλόγηρος μὲ τὸ σταυρό».
.             Ἐδῶ ἔχουμε μία κανονικὴ περιγραφὴ παρέλασης, μὲ σημαιοφόρο καὶ τὸν λαὸ «νὰ κάμει τοῖχος», ὅπως ἀκριβῶς γίνεται καὶ σήμερα στὶς παρελάσεις.
.             Καλὸ εἶναι ἡ κ. Ἀγαθοπούλου νὰ μὴν υἱοθετεῖ ἀβασάνιστα τὶς ἀνακρίβειες τῶν ἐθνομηδενιστῶν. Ἡ ἱστορία εἶναι εὐόλισθον ἔδαφος καὶ πολλοὶ ἀδαεῖς γλίστρησαν «κερδίζοντας» ἀνεπούλωτα τραύματα καὶ στίγματα ἀνεξίτηλα.
.             Ὅσον ἀφορᾶ τώρα στὸ δεύτερο κείμενο τῆς βουλευτοῦ, γιὰ τὶς παρελάσεις τῶν ὁμοφυλοφίλων, θὰ ἤθελα νὰ ρωτήσω τὸ ἑξῆς: Μπορεῖ νὰ ἐπιδείξει τὴν ἴδια ζέση καὶ τὸ ἴδιο σθεναρὸ πνεῦμα ὑπεράσπισης τῶν παιδιῶν τοῦ λαοῦ ποὺ τὴν ψηφίζει αὐτὴ τὴν φορά, καὶ ὄχι τῶν λεσβιῶν, καταγγέλοντας τὸ νῦν σχολικὸ βιβλίο Νεοελληνικῆς Γλώσσας,  Α´ Γυμνασίου (Τετράδιο Ἐργασιῶν, σελ. 16) τὸ ὁποῖο «διαφημίζει» καὶ προβάλλει, σὲ 12χρονα παιδιά, μὲ ἐντελῶς ἀθῶο καὶ ἀκίνδυνο τρόπο, τὸ βδελυκτὸν ἔγκλημα τῆς παιδεραστίας ἢ παιδοβιασμοῦ καλύτερα; Παραθέτω τὸ κείμενο: «Ὁ καθηγητὴς τῆς φιλολογίας ἔριχνε κάθε μέρα τὸ μπαλάκι. Ὅλη ἡ τάξη τὸ ἔπιανε σὰν ἕνα γαργαλιστικὸ μήνυμα. Τὸ πετοῦσε ὁ ἕνας στὸν ἄλλον. Χαρᾶς εὐαγγέλια. “Ὁσάκις…” ἄρχισε τὴ φράση του ὁ φιλόλογος. “Ναί. Ναί. Ὁ Σάκης! Ὁ Σάκης!” φώναζαν ὅλες μαζὶ οἱ μαθήτριες γελώντας. Κι ὁ καθηγητὴς τρελαινόταν. “Ὁσάκις…” ἐπαναλάμβανε τονίζοντας τὴ λέξη σὰν νὰ ἔλεγε «σκάστε». “Ὁ Σάκης! Ὁ Σάκης!” ἀκουγόταν πάλι ἀπὸ κάτω καὶ τὸ γέλιο ἔδινε κι ἔπαιρνε. Ὁ καθηγητὴς δὲν μποροῦσε νὰ ξεχωρίσει ποιὲς ἀπὸ τὶς μαθήτριες ἦταν οἱ δράστες. Ἡ λέξη – μπαλάκι κυλοῦσε ἀκαριαία σὲ κλάσμα δευτερολέπτου μέσα ἀπὸ τὰ χείλια τους, ποὺ ἦταν κρυμμένα στὸ κάτω μέρος τοῦ σκυμμένου τους κεφαλιοῦ. Νόμιζε πὼς ἁπλῶς ἐπαναλάμβαναν τὴ λέξη. Πῶς τὶς ἐρέθιζε αὐτὴ ἡ λέξη. Δὲν ἦταν ὅμως ἔτσι. Ἄλλο πράγμα τὸ «Ὁσάκις» κι ἄλλος ἄνθρωπος «Ὁ Σάκης». Ὁ Σάκης ἦταν ἠλεκτρολόγος μὲ μαγαζί. Μεγαλύτερός τους, 20 μὲ 25 ἐτῶν. Τὰ εἶχε φτιάξει μὲ τὴν Ἀλέκα. Μία ἀπὸ τὶς μαθήτριες τῆς τάξης. Ψηλὴ κι ἀδύνατη, μὲ κοντὰ ξανθὰ μαλλιὰ καὶ μεγάλα καστανὰ μάτια, μακρὺ λαιμὸ καὶ μακριὰ χέρια καὶ πόδια, κάπως ξερακιανή, ἀλλὰ ζόρικη. Στὰ 15-16, ὅπως ὅλες τους. Ἡ πρώτη ποὺ ἔβγαινε ραντεβοὺ μῆνες τώρα. Ὁ Σάκης τὴν περίμενε τὸ μεσημέρι στὴν ἄλλη γωνία κι οἱ ἄλλες μαθήτριες ἔτρεχαν ἀπὸ πίσω της νὰ τὸν δοῦνε. Τὰ σχόλια ἔδιναν κι ἔπαιρναν. Ἦταν ὁ πρῶτος ἔρωτας τῆς τάξης. Ὁ καθηγητὴς φώναξε τὴν πρώτη μαθήτρια, τὴ Μαρία, στὸ γραφεῖο του καὶ τὴ ρώτησε. “Τί συμβαίνει μὲ τὸ ‘Ὁσάκις’; Γιατί αὐτὴ ἡ ἀντίδραση;” “Δὲν ξέρω, κύριε. Στὸ δικό μου θρανίο δὲν ξέρουμε τίποτα. Τὸ πῆραν ἔτσι φαίνεται καὶ τὸ διασκεδάζουν”, τοῦ ἀπάντησε. Ρώτησε κι ἄλλες μαθήτριες. Μερικὲς δὲν κρατήθηκαν καὶ γελοῦσαν. Ὁ καθηγητὴς προσπάθησε νὰ βγάλει ἀπὸ τὸ λεξιλόγιό του τὴ λέξη “Ὁσάκις”. Αὐτὴ ὅμως ἀντιστεκόταν. Τοῦ ἔβγαινε αὐθόρμητα, ἔστω καὶ μὲ κάποια καθυστέρηση. Τότε, ὅμως, γινόταν πανζουρλισμός. Σὰν νὰ τὴν εἶχε στερηθεῖ ἡ τάξη καὶ ξεσποῦσε “Ὁ Σάκης! Ὁ Σάκης!”, φώναζαν ἀκόμα πιὸ δυνατὰ καὶ γελοῦσαν μὲ τὴν καρδιά τους. Γιατί ἦταν ὑπόθεση καρδιᾶς καὶ ὄχι γραμματικῆς».

ΠΗΓΗ:    ΚΛΙΚ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου