Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2014

Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΦΡΟΝΟΣ ΠΛΟΥΣΙΟΥ-2 «Ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου: Δὲν μπορεῖ νὰ βρεθεῖ καλλίτερη ἔκφραση γιὰ τὸν καταστροφικὸ θρίαμβο τοῦ σώματος κατὰ τῆς ψυχῆς». (Ἅγ. Νικ. Βελιμίροβιτς)

ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ

 ΚΥΡΙΑΚΗ Θ´ Λουκᾶ Ἡ παραβολὴ τοῦ ἄφρονoς πλουσίου
 
(Λουκ. ιβ´ 16-21)
[Β´] 

Ἀπὸ τὸ βιβλίο
«Ὁμιλίες Ϛ´» – Κυριακοδρόμιο Γ´,

Ἀθῆναι 2014, μετάφρ. Π. Μπότση, σελ. 71-75
ΠΗΓΗ ἠλ. κειμ. «Η ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ»

ἐπεξ.: «ΧΡ. ΒΙΒΛ.»

Α´ Μέρος: Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΦΡΟΝΟΣ ΠΛΟΥΣΙΟΥ-1 «Ὁ πλούσιος αὐτὸς στὴν πραγματικότητα εἶναι ἕνας κλέφτης». (Ἅγ. Νικ. Βελιμίροβιτς)

.             Ἡ ἀφθονία τῶν καρπῶν εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ. Στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων φαίνεται ἀγνώμων ἐκεῖνος ποὺ δέχεται δῶρο ἀπὸ ἕναν ἄλλο καὶ δὲν λέει «εὐχαριστῶ» οὔτε καὶ δίνει κάποια προσοχὴ στὸ δωρητή, ἀλλὰ βιάζεται νὰ κρύψει τὸ δῶρο σὲ ἀσφαλὲς μέρος. Ἕνας συμπαθὴς ζητιάνος, ὅταν τοῦ δίνουν ἕνα κομμάτι ξερὸ ψωμί, εὐχαριστεῖ ἐκεῖνον ποὺ τοῦ τὸ προσέφερε. Ὁ πλούσιος ὅμως δὲν ἔκανε οὔτε μία σκέψη, δὲν βρῆκε οὔτε ἕνα λόγο νὰ εὐχαριστήσει τὸν Θεὸ γιὰ τόσο πλούσια σοδειά. Οὔτε ἕνα μικρὸ χαμόγελο χαρᾶς δὲν ζωγραφίστηκε στὰ χείλη του γιὰ τὴν τόσο θαυμαστὴ καὶ μεγάλη χάρη ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεό. Ἀντὶ γιὰ προσευχὴ εὐχαριστίας καὶ δοξολογίας στὸν Θεὸ καὶ καρδιακὴ χαρά, ἄρχισε ἀμέσως ν’ ἀνησυχεῖ, νὰ σκέφτεται πῶς θὰ μαζέψει τόσα ἀγαθὰ καὶ νὰ τὰ διαχειριστεῖ μὲ τέτοιο τρόπο, ὥστε νὰ μὴ μείνει πίσω οὔτε ἕνα σπυρὶ γιὰ τὰ πουλιά, οὔτε ἕνα μοναδικὸ μῆλο νὰ πέσει στὰ χέρια τῶν φτωχῶν γειτόνων του.
.             «Καὶ εἶπε· τοῦτο ποιήσω· καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω, καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα τὰ γενχήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου» (Λούκ. Ιβ´ 18). Προσέξτε σὲ τί μεγάλους κόπους προβαίνει ἕνας ἀσυλλόγιστος ἄνθρωπος! ντ ν προσπαθήσει ν σκοτώσει τν παλαι νθρωπο μέσα του κα ν ναστήσει τὸν νέο, ξαντλε λες του τς προσπάθειες στ ν γκρεμίσει τς παλις ποθκες, τος στάβλους κα τ ποστατικά του, γι ν χτίσει καινούργια. Ἂν ἡ πλούσια συγκομιδή του συνεχιστεῖ καὶ τὰ ἑπόμενα χρόνια, θὰ πρέπει νὰ μεγαλώσει πάλι τὶς σιταποθῆκες του ἢ νὰ χτίσει καινούργιες. Ἔτσι οἱ σιταποθῆκες του ἀπὸ χρόνο σὲ χρόνο αὐξάνονται ἢ μεγεθύνονται, ἐνῶ ἡ ψυχή του ὁλοένα στενεύει καὶ παλιώνει κι οἱ παλιοὶ καρποί του σαπίζουν, ὅπως κι ἡ ψυχή του. Γύρω του σωρεύεται τὸ μίσος κι ἐναντίον του ἐκτοξεύονται κατάρες. Οἱ φτωχοὶ θὰ βλέπουν μὲ φθόνο τὰ πλούτη του κι οἱ πεινασμένοι θὰ καταριοῦνται τὴ σκληρότητα, τὴ φιλαυτία καὶ τὴν ἰδιοτέλειά του. Ἔτσι τὰ πλούτη του φέρνουν τὴν καταστροφὴ τόσο στὸν ἴδιο ὅσο καὶ στοὺς ἀνθρώπους ποὺ ζοῦν κοντά του. Ἡ ψυχή του θὰ χαθεῖ ἀπὸ τὴ σκληροκαρδία καὶ τὴ φιλαυτία του. Οἱ ψυχὲς τῶν ἄλλων θὰ βλαφτοῦν ἀπὸ τὸ φθόνο καὶ τὶς κατάρες. Βλέπετε πῶς χρησιμοποιεῖ τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ ἕνας ἄνθρωπος χωρὶς ἐπίγνωση, τόσο γιὰ τὴ δική του ὅσο καὶ γιὰ τῶν ἄλλων τὴν ἀπώλεια. Ὁ Θεὸς τοῦ ἔδωσε τὰ πλούτη γιὰ νὰ βοηθήσουν στὴ σωτηρία τόσο τὴ δική του ὅσο καὶ τῶν ἄλλων, ἐκεῖνος ὅμως τὰ χρησιμοποίησε γιὰ κατάρα, γιὰ τὸ κακὸ τὸ δικό του, μὰ καὶ τῶν ἄλλων. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος συμβουλεύει ὅλους ἐκείνους ποὺ εἶναι πρόθυμοι νὰ δεχτοῦν συμβουλή: «Ἔφαγες μέχρι κορεσμοῦ; Θυμήσου τοὺς πεινασμένους. Ἱκανοποίησες τὴ δίψα σου; Θυμήσου τοὺς διψασμένους. Ζεσταίνεσαι καλά; Θυμήσου αὐτοὺς ποὺ κρυώνουν. Ζεῖς σ’ ἕνα πλούσια ἐπιπλωμένο σπίτι; Βάλε μέσα καὶ τοὺς ἄστεγους. Ἔνιωσες εὐτυχισμένος σὲ μία γιορτή; Προσπάθησε νὰ χαροποιήσεις τοὺς λυπημένους καὶ τοὺς θλιμμένους. Σὲ τιμοῦν ὡς ἄνθρωπο πλούσιο; Προσπάθησε νὰ ἐπισκεφτεῖς καὶ ν’ ἀνακουφίσεις τοὺς ἐνδεεῖς. Εἶσαι εὐχαριστημένος ἀπὸ τὸν προϊστάμενό σου; Κάνε καὶ τοὺς ὑφισταμένους σου χαρούμενους. Ἂν εἶσαι σπλαγχνικὸς κι εὐγενικὸς μαζί τους, θὰ βρεῖς ἔλεος κι εὐσπλαγχνία, ὅταν ἡ ψυχή σου ἀναχωρήσει ἀπὸ τὸ σῶμα σου».
.               Δύο μεγάλοι ἀσκητὲς στὴν ἔρημο τῆς Αἰγύπτου προσευχήθηκαν στὸν Θεὸ νὰ τοὺς ἀποκαλύψει ἂν ὑπάρχει ἄνθρωπος στὸν κόσμο ποὺ νὰ ὑπηρετεῖ τὸν Θεὸ καλύτερα ἀπ’ αὐτούς. Καὶ τοὺς ἀποκαλύφτηκε τὸ ἑξῆς: Δέχτηκαν τὴν ἐντολὴ νὰ πᾶνε σ’ ἕνα συγκεκριμένο μέρος καὶ σ’ ἕνα συγκεκριμένο ἄνθρωπο, γιὰ νὰ βροῦν ἀπάντηση στὸ ἐρώτημά τους. Πῆγαν στὸν τόπο ποὺ τοὺς ἀποκαλύφτηκε καὶ βρῆκαν ἕναν ἁπλοϊκὸ ἄνθρωπο ποὺ τὸν ἔλεγαν Εὐχάριστο. Ἦταν κτηνοτρόφος. Οἱ ἀσκητὲς δὲν βρῆκαν τίποτα ἀξιόλογο στὸν ἄνθρωπο αὐτό, ἀλλὰ τὸν ρώτησαν πῶς προσπαθοῦσε νὰ τηρήσει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Εὐχάριστος δίστασε ἀρκετὰ κι ὕστερα τους εἶπε πὼς μοίραζε ὅσα κέρδιζε ἀπὸ τὰ ζωντανά του σὲ τρία μερίδια: Τὸ ἕνα μερίδιο τὸ ἔδινε στοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς ἄπορους, ἄλλο ἕνα γιὰ νὰ περιποιεῖται τοὺς ξένους καὶ τὸ τρίτο τὸ κρατοῦσε γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ τὴ σεμνὴ σύζυγό του. Οἱ ἀσκητὲς τ’ ἄκουσαν αὐτά, εὐχαρίστησαν τὸν εὐεργέτη τους καὶ γύρισαν στὰ κελλιά τους.
.               Βλέπουμε ἀπὸ τὸ παράδειγμα αὐτὸ πὼς ὁ Θεὸς λογαριάζει μεγαλύτερη ἀρετὴ τὴν ἐλεημοσύνη καὶ τὴ φιλανθρωπία ἀπὸ τὸν αὐστηρὸ ἀσκητισμό. Ὁ ἄπληστος πλούσιος τῆς παραβολῆς μας δὲν σκεφτόταν καθόλου τὸν Θεό, τὴν ψυχή του ἢ τὴ φιλανθρωπία. Μοναδική του σκέψη ἦταν νὰ ἐπεκτείνει τὶς σιταποθῆκες του, γιὰ νὰ στοιβάσει μέσα ὅλα τὰ γεννήματα ἀπὸ τοὺς ἀγρούς του. Καὶ τί θὰ γίνει ὅταν θά ᾽χει κάνει ὅλ’ αὐτά; Ἂς ἀκούσουμε τὸν ἴδιο:

.                    «Καὶ ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου· ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου» (Λουκ. ιβ´ 19). Μπορε ψυχ ν φάει ν πιε; Τ σμα καταναλώνει τ σοδειά του, χι ψυχή. πλούσιος νθρωπος, ταν μιλάει γι τν ψυχή του, ννοε τ σμα του. ψυχ ναπτύχθηκε μέσα στ σμα του, γινε να μαζί του, πλούσιος ξέχασε ς κα τ νομά της. Δν μπορε ν βρεθε καλλίτερη κφραση γι τν καταστροφικ θρίαμβο το σώματος κατ τς ψυχς. Φανταστεῖτε ἕνα ἀρνὶ παγιδευμένο στὴ φωλιὰ ἑνὸς σκύλου, ξεχασμένο μέσα ἐκεῖ. Ὁ σκύλος γυρίζει καὶ φέρνει στὴ φωλιὰ τροφὴ γιὰ τὸν ἴδιο. Ὅταν γεμίσει τὴ φωλιά του μὲ σάπια κρέατα καὶ κόκκαλα, φωνάζει τὸ πεινασμένο ἀρνί: «Τώρα, ἀγαπητό μου ἀρνί, φάγε, πίε, εὐφραίνου. Ἔχουμε φαγητὸ γιὰ πολλὲς μέρες». Κι ὕστερα πέφτει στὸ φαγητὸ καὶ τρώει, ἐνῶ τὸ ἀρνὶ θὰ μείνει νηστικὸ καὶ θὰ πεθάνει ἀπὸ τὴν πείνα. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο συμπεριφέρεται στὴν ψυχή του ὁ πλούσιος, ὅπως κι ὁ σκύλος στὸ πεινασμένο ἀρνί.
.               Ἡ ψυχὴ δὲν τρέφεται μὲ φθαρτὴ τροφή, αὐτὸς ὅμως τέτοια τροφὴ τῆς προσφέρει. Ἡ ψυχὴ νοσταλγεῖ τὴν οὐράνια πατρίδα της. Ἐκεῖ βρίσκονται οἱ σιταποθῆκες κι ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς της. Αὐτὸς ὅμως τὴν καρφώνει στὴ γῆ. Ὁρκίζεται πὼς θὰ τὴν κρατήσει ἔτσι καρφωμένη γιὰ πολλὰ χρόνια. Ἡ ψυχὴ εὐφραίνεται κοντὰ στὸν Θεό. Ἐκεῖνος ὅμως δὲν προφέρει ποτὲ τ’ ὄνομα τοῦ Θεοῦ μὲ τὰ χείλη του. Ἡ ψυχὴ τρέφεται μὲ ἀγάπη κι εὐσπλαγχνία. Σ’ αὐτὸν ὅμως δὲν ἔτυχε ποτὲ νὰ χρησιμοποιήσει τὰ πλούτη του, γιὰ νὰ δείξει ἀγάπη κι ἔλεος στοὺς φτωχούς, στοὺς ἀπόρους καὶ τοὺς ἀναπήρους ποὺ βρίσκονταν στὴ γειτονιά του. Ἡ ψυχὴ ἐπιθυμεῖ ἁγνὴ ἀγάπη, οὐράνια. Ἐκεῖνος ὅμως ρίχνει λάδι στὸ καμίνι τῶν παθῶν του, λιβανίζει τὴν ψυχή του μὲ τὸ δύσοσμο ἄρωμα ποὺ αὐτὰ παράγουν. Ἡ ψυχὴ ἀναζητᾶ τὸν στολισμό της, δηλαδὴ ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότητα, ἀγαθοσύνη, πίστη, πραότητα, ἐγκράτεια (πρβλ. Γαλ. ε´ 22, 23). Ἐκεῖνος ὅμως τὴ φορτώνει μὲ μέθη, λαιμαργία, μοιχεία καὶ ματαιότητα. Πῶς θὰ μποροῦσε νὰ μὴν πεθάνει ἕνα χορτοφάγο ἀρνί, ὅταν ἔχει γιὰ συντροφιὰ ἕνα σαρκοβόρο σκυλί; Πῶς μπορεῖ νὰ ζήσει ἡ ψυχὴ ὅταν καταπιέζεται ἀπὸ ἕνα βαρὺ πτῶμα;
.             Ὁλόκληρη ἡ ἀνοησία τοῦ πλουσίου βέβαια δὲν ἐξαντλεῖται στὸ γεγονὸς ὅτι προσφέρει κρέας στὸ ἀρνὶ ἢ μᾶλλον σαρκικὴ τροφὴ στὴν ψυχή. Εἶναι καὶ τὸ ὅτι μεταβάλλει τὸν ἑαυτό του σὲ κυρίαρχο τοῦ χρόνου καὶ τῆς ζωῆς. Βλέπουμε πὼς προετοιμάζει γιὰ τὸν ἑαυτό του τροφὲς καὶ ποτὰ γιὰ ἔτη πολλά. Ἂς ἀκούσουμε ἐδῶ ὅμως καὶ τὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ:

«Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Θεός· ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;» (Λουκ. ιβ´ 20). Ἔτσι μίλησε ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ κόσμου, ὁ δημιουργὸς τοῦ χρόνου καὶ τοῦ θανάτου, ποὺ «ἐν χειρὶ αὐτοῦ ψυχὴ πάντων ζώντων καὶ πνεῦμα παντὸς ἀνθρώπου» (Ἰώβ, ιβ´ 10).
.             Ἀνόητε ἄνθρωπε! Γιατί σκέφτεσαι μὲ τὴν κοιλιά σου κι ὄχι μὲ τὸ νοῦ σου; Ὅπως δὲν ἦταν στὴ δική σου δύναμη νὰ ὁρίσεις τὴν ἡμέρα ποὺ θὰ γεννηθεῖς, ἔτσι δὲν μπορεῖς νὰ ὁρίσεις καὶ τὴ μέρα ποὺ θὰ πεθάνεις. Ὁ Κύριος ἄναψε τὸ καντήλι τῆς ἐπίγειας ζωῆς σου, ὅταν Ἐκεῖνος ἔκρινε πὼς ἦταν ὁ κατάλληλος χρόνος. Ὁ ἴδιος θὰ τὸ σβήσει ὅταν τὸ ἀποφασίσει. πως τ πλούτη σου δν ρισαν τ χρόνο τς λευσής σου στν κόσμο, τσι δν μπορον ν καθυστερήσουν κα τὸν χρόνο τς ναχώρησής σου. Μήπως ἡ αὐγὴ ἢ τὸ σούρουπο ἐναπόκειται σὲ σένα; Ὄχι, βέβαια. Τὸ ἴδιο δὲν ἐναπόκειται σὲ σένα κι ὁ χρόνος ποὺ θὰ διανύσεις στὴ γῆ, οἱ σιταποθῆκες καὶ τὰ κελλάρια σου, τὰ πρόβατα κι οἱ στάνες σου. Ὅλ’ αὐτὰ ἀνήκουν στὸν Θεό, ὅπως κι ἡ ψυχή σου. Κάθε μέρα καὶ κάθε ὥρα ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ πάρει αὐτὰ ποὺ ἀνήκουν σὲ σένα καὶ νὰ τὰ δώσει σὲ κάποιον ἄλλο. Ὅσο ζεῖς ὅλα εἶναι δικά Του, ὅπως δικά Του θὰ εἶναι καὶ μετὰ τὸν θάνατό σου. ζω κι θάνατός σου βρίσκονται στ χέρια Του. Γιατί λοιπν προγραμματίζεις γι τη πολλά; Ἡ ζωή σου εἶναι μετρημένη ὣς τὸ τελευταῖο λεπτό. Ἡ τελευταία σου στιγμὴ θὰ τελειώσει τούτη τὴ νύχτα. Μὴ λοιπὸν σκέφτεσαι τὸ αὔριο, τί θὰ φᾶς ἢ τί θὰ πιεῖς ἢ τί θὰ φορέσεις. Σκέψου ὅμως καὶ ξανασκέψου τὴν ψυχή σου ποὺ θὰ παρουσιάσεις ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, τοῦ Δημιουργοῦ καὶ Κυρίου σου. Σκέψου περισσότερο τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, γιατί αὐτὴ ἀποτελεῖ τὴν τροφὴ τῆς ψυχῆς σου (βλ. Ματθ. ϛ´ 31-33).
.           Ὁ Κύριος τελείωσε τὴν παραβολὴ μὲ τὰ ἑξῆς λόγια: «Οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ, καὶ μὴ εἰς Θεὸν πλουτῶν» (Λουκ. ιβ´ 21). Τί θὰ πάθει ὁ πλούσιος; Θ’ ἀποχωριστεῖ ξαφνικὰ τὰ πλούτη του, ὅπως κι ἡ ψυχή του θὰ χωριστεῖ ἀπὸ τὸ σῶμα του. Τὰ πλούτη του θὰ δοθοῦν σὲ ἄλλους, τὸ σῶμα του θὰ παραδοθεῖ στὴ γῆ κι ἡ ψυχή του θὰ ὁδηγηθεῖ σὲ τόπο σκοτεινό, ὅπου «ὁ βρυγμὸς καὶ ὁ τρυγμὸς τῶν ὀδόντων». Οὔτε ἕνα καλὸ ἔργο δὲν θὰ βρεθεῖ γιὰ νὰ τὸν ὑποδεχτεῖ στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, νὰ βρεῖ ἡ ψυχή του κάποιον τόπο ἐκεῖ. Τὸ ὄνομά του δὲν θὰ βρεθεῖ γραμμένο στὸ Βιβλίο τῆς Ζωῆς. Δὲν θὰ τὸν γνωρίσουν καὶ δὲν θὰ βρεθεῖ ἀνάμεσα στοὺς εὐλογημένους τοῦ Πατρός. Τὴν ἀνταπόδοσή του τὴν ἔλαβε ὁλόκληρη στὴ γῆ, τ’ ἀρίφνητα οὐράνια πλούτη τοῦ Θεοῦ δὲν θ’ ἀποκαλυφτοῦν στὸ πνεῦμα του.
.             Πόσο φοβερὸς εἶναι ὁ ξαφνικὸς θάνατος! Ὅταν ὁ ἄνθρωπος νομίζει πὼς εἶναι σταθερὰ ἐγκατεστημένος, πὼς πατάει γερὰ στὴ γῆ, ἡ ἴδια γῆ ἀνοίγει ξαφνικὰ καὶ τὸν καταπίνει, ὅπως κατάπιε τὸν Δαθὰν καὶ τὸν Ἀβειρών (βλ. Ἀριθ. ιϛ´ 32). Ὅταν κάποιος ἀγνοεῖ τὸν Θεὸ κι ἐπιδιώκει γιὰ πολλὰ χρόνια ἀποκλειστικὰ τὴν εὐωχία, πέφτει φωτιὰ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ τὸν κατακαίει, ὅπως τὰ Σόδομα καὶ τὰ Γόμορα (βλ. Γεν. ιθ´ 24). Ὅταν ὁ ἄνθρωπος πιστεύει πὼς ἔχει ἐξασφαλίσει τὴ θέση του καὶ τά ᾽χει καλὰ τόσο μὲ τὸν Θεὸ ὅσο καὶ μὲ τὸν συνάνθρωπό του, θὰ πεθάνει ξαφνικά, ὅπως ὁ Ἀνανίας καὶ ἡ Σαπφείρα (βλ. Πράξ. ε´ 5, 10).

ΠΗΓΗ:    ΚΛΙΚ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου