Κυριακή 3 Αυγούστου 2014

ΔΙΑ ΠΥΡΟΣ καὶ ΥΔΑΤΟΣ–2 «Ἡ Παναγία, πίσω ἀπ’ τήν τρέμια φλογίτσα τοῦ καντηλιοῦ, μέ κοιτᾶ μέ βλέμμα παραμυθίας».


Ἀλέκος Ε. Φλωράκης



«Διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος» [Β´]
Περιοδ. «Νέα Εὐθύνη»
τ. 21, 
Ἰαν. -Μάρτ. 2014


Μέρος Α´: ΔΙΑ ΠΥΡΟΣ καὶ ΥΔΑΤΟΣ «Ξαναγυρίζω στόν Ἄθω· νύχτα καί ἄπνοια. Ἔξω, ὁἔναστρος οὐρανός, λαμπρός χωρίς τά αὐθάδη φῶτα τῆς πόλης, αἰνεῖ καί δοξάζει. Μέσα, ἡ φλόγα τοῦ καντηλιοῦ, ἄν καί μικρή, ἀνάβει μέσα μου τό μέγα πῦρ».

.              Σήκωσα τά μάτια καί κοίταξα ἔξω ἀπό τό παράθυρο. Κάτω ἀπ’ τήν ἀστροφεγγιά ἀκινητεῖ ἡ ἀνοιχτή θάλασσα, ὁ μέγας Πόντος. «Γαῖα δέ καί ἀτρύγετον πέλαγος τέκεν, οἴδματι θυῖον, Πόντον» (Ἡ Γῆ, καί τό πέλαγος ἐγέννησε πού δέν κενώνεται ποτέ καί μέ τά κύματα λυσσομανάει, τόν Πόντο), γράφει ὁ Ἡσίοδος (Θεογονία, 131-132, μτφρ. Παναγῆ Λεκατσᾶ). Στήν ἡσιόδεια κοσμογονία, μέσα στό ἀρχέγονο σκοτάδι, ἀπό τό Χάος γεννήθηκε τό Ἔρεβος καί ἡ μέλαινα Νύχτα. Συγκριτικά ἀνατρέχω καί πάλι στό βιβλίο τῆς Γενέσεως: «Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεός τόν οὐρανόν καί τήν γῆν. Ἡ δέ γῆ ἦν ἀόρατος καί ἀκατασκεύαστος καί σκότος ἐπάνω τῆς ἀβύσσου, καί πνεῦμα Θεοῦ ἐπεφέρετο ἐπάνω τοῦ ὕδατος…».
.                Σκέφτομαι πόσες φορές οἱ ἄνθρωποι κλυδωνιζόμαστε «ἐν τῷ πελάγει τῶν θλίψεων», πόσες φορές πελαγοδρομοῦμε στό ἔρεβος καί στό σκότος, ἕως ὅτου τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἔρχεται ἐπάνω τῆς ἀβύσσου καί μᾶς καλύπτει. Θυμᾶμαι μιάν ἄλλη νύχτα, σέ μιά καφετέρια, μόνος καί τότε. Ἡ μουσική διακριτική, ὅμως «πολλές συνάξεις κι ὁμιλίες». Μιλᾶτε –εἶπα– καί δέ μ’ ἀφήνετε ν’ ἀκούσω τή σιωπή. Μέ κοίταξαν ἀπορημένοι. Ἐδῶ ὅμως τή σιωπή τήν ἀκοῦς. Εἶναι τόσο βαθιά, τόσο καταλυτική, πού ἀφήνει ν’ ἀναδύονται οἱ ἔσω φωνές. Φωνές ἐπώδυνες, πού ὡστόσο σέ κρατοῦν σέ ἐγρήγορση.
.                Ἔξω ἡ νύχτα παραμένει γαλήνια. Πόσο εὔκολα παρεισφρέει στή γαλήνη ὁ ἐφησυχασμός! Καραδοκεῖ ἡ ραθυμία, ἡ ψευδαίσθηση τῆς αὐτάρκειας. Αὐτάρκεια ὄχι ἔνθεη –αὐτή εἶναι ἀρετή– ἀλλά ἐγωιστική, ἑωσφορική. «Ψυχή, ἔχεις πολλά ἀγαθά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου». Καί αἴφνης, ἐντελῶς ἀπρόσμενα, ἡ καταιγίδα ξεσπᾶ. Τή βλέπω μακριά, πέρα ἀπό τή θάλασσα, νά μαίνεται. Τά βουνά τῆς Ἴμβρου καί τῆς Σαμοθράκης διαγράφονται μέσα στίς ἀστραπές. Ὑπόκωφες βροντές ἀκολουθοῦν. Ἡ καταιγίδα ὅλο καί πλησιάζει· ἀργά ἀλλά ἀναπότρεπτα. Στή λάμψη τῶν κεραυνῶν, πού χτυποῦν τεθλασμένα τή θάλασσα, βλέπω τά κύματα νά ἐφορμοῦν μέ ἄγριους συριγμούς πρός τά ἐδῶ.
.                Ἄραγε ἀπό ποῦ ὁρμᾶται αὐτός ὁ κλύδωνας; Ἔρχεται ἔξωθεν ἤ μήπως συμβαίνει ἐντός μας καί ἡ μανία τῶν φυσικῶν στοιχείων δέν εἶναι παρά ἡ ἀντανάκλαση τῆς ἔσω ταραχῆς; Στόν ἐφησυχασμό τῆς ἐγωιστικῆς αὐτάρκειας ἡ ἀνθρωπότητα ἔγινε εὐάλωτη. Λησμόνησε τόν Θεό, ὑψώνοντας ἀνόητα τό ἀνάστημά της, ἀποδείχτηκε ἄφρων. Ἀφροσύνη πού τήν ὁδηγεῖ σέ ἀπανθρωπισμό· στή διάψευση καί στήν πτώση. Ἴσως λοιπόν χρειάζεται μιά νέα κοσμογονία, τόσο συλλογική ὅσο καί προσωπική. Καθώς ἡ καταιγίδα ζυγώνει στή Μονή, θαρρῶ πώς ἡ κοσμογονία ἤδη συντελεῖται. Τά δύο στοιχεῖα, ὕδωρ καί πῦρ, κύμα καί κεραυνός, μάχονται ἀνελέητα· βρυχῶνται καί ἀστράφτουν. Λές καί ὁ ἀρχέγονος Οὐρανός χωρίζεται καί πάλι ἀπό τή Γαῖα καί τόν Πόντο. Τώρα τό κύμα ὁρμᾶ ἔξω καί μέσα. Ἀπό τό πτῶμα τοῦ κεραυνοβολημένου ἀπό τόν Δία Τυφώνα ἐλευθερώνονται οἱ θυελλώδεις ἄνεμοι, ὁ σείστης Ποσειδώνας «συνάγει νεφέλας, ταράττει δέ τόν πόντον χερσί τρίαιναν ἑλών» (Ὀδύσ., ε´ 291-292), ὁ δράκων Λεβιάθαν ἐμπαίζει τή θάλασσα (Ψαλ., ργ´ 26) καί ἡ Γοργόνα, ἡ ἀδελφή τοῦ Μεγαλέξανδρου, μᾶς στροβιλίζει στό βυθό καί στόν ὄλεθρο.
.                   Εἶναι οἱ κάθε λογῆς θλίψεις καί δοκιμασίες, οἱ ἀστοχίες καί οἱ πειρασμοί πού μᾶς ταλανίζουν. Χτυποῦν μέ δύναμη, ὅπως ἡ μπόρα πού πέφτει τώρα ὁρμητικά στό τζάμι τοῦ μικροῦ παραθύρου. Ἡ καταιγίδα ἔφτασε· ἤ μήπως ἦταν πάντα ἐδῶ; «Καταιγίς μέ χειμάζει τῶν συμφορῶν, Δέσποινα, καί τῶν λυπηρῶν τρικυμίαι καταποντίζουσιν· ἀλλά προφθάσασα, χεῖρά μοι δός βοηθείας…».
.                 Ἡ Παναγία, πίσω ἀπ’ τήν τρέμια φλογίτσα τοῦ καντηλιοῦ, μέ κοιτᾶ μέ βλέμμα παραμυθίας. Κοντεύουν χαράματα καί δέν ἔκλεισα μάτι. Καθώς στό καθολικό σημαίνει ὁ Ὄρθρος, ἡ μπόρα ἀρχίζει νά κοπάζει. Σφίγγω στό χέρι τό κομποσκοίνι καί ὑποψάλλω, σ’ ἕνα στασίδι, στή λιτή τοῦ ναοῦ. Κύριε, «διήλθομεν διά πυρός καί ὕδατος καί ἐξήγαγες ἡμᾶς εἰς ἀναψυχήν» (Ψαλ., ξε´ 12). Τά σύννεφα τώρα φεύγουν γοργά, ἡ αὐγή ὑποφώσκει.

ΠΗΓΗ:   ΚΛΙΚ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου