Κυριακή 18 Μαΐου 2014

ΒΟΗΘΑ ΓΕΡΟ

Ἀλέκος Ε. Φλωράκης «Βόηθα, Γέρο…» Περιοδ. «Νέα Εὐθύνη» τ. 22,

Μάρτ.- Ἀπρ. 2014

. Δέν ξέρω ἄν ἀγάλλονται οἱ ἥρωες, οἱ εὐεργέτες καί οἱ ποιητές μέ τά ἀγάλματά τους (ἀφοῦ ἄγαλμα σημαίνει ἐκεῖνο πού προκαλεῖ ἀγαλλίαση), ἔτσι οἰκτρά μουτζουρωμένοι μέ μαῦρες καί κόκκινες μπογιές καί λογῆς συνθήματα. Δείχνει κι αὐτό –ὅπως καί τόσα ἄλλα–τήν παρακμή ἤθους καί αἰσθητικῆς τοῦ πάλαι ποτέ σεβαστικοῦ λαοῦ μας. Μορφές πού ἔδωσαν στή μικρή αὐτή «φλούδα γῆς» διαστάσεις οἰκουμενικές, μέ τό αἷμα, τήν καρδιά καί τήν τέχνη τους, παραδίδονται στή χλεύη καί τήν κακογουστιά τῶν ἀνοήτων. Αὐτή ἡ «ἄγρια ἐλευθερία», ὅπως τήν περιγράφει ὁ Κάντ, οἰστρηλατεῖ τήν ἄλογη ἐπανάσταση ἐνάντια σέ κάθε καλό καί ἀγαθό. Ὁδηγεῖ, ἀντί στήν ἀπελευθέρωση ἀπό τά ἔσω δεσμά, «ᾗ Χριστός ἡμᾶς ἠλευθέρωσε», στό μηδενισμό καί στήν ὑποτέλεια, εἰς «ζυγόν δουλείας» (Γαλ., ε΄ 1).
. Καθώς διαβαίνουμε τίς μέρες τοῦ ἐθνικοῦ ξεσηκωμοῦ τοῦ 1821, θά χρειαστεῖ ἀκόμη μιά φορά (πόσες φορές ἀλήθεια!) νά μᾶς εὐλογήσει –κατά τόν Νίκο Γκάτσο– ὁ Χριστός, «γιά νά γλυτώσουμε αὐτή τή φλούδα ἀπ’ τό τσακάλι καί τήν ἀρκούδα». Τώρα ὁ ἐχθρός δέν ἔρχεται «ἐν ἅρμασι καί ἐν ἵπποις», τουλάχιστον πρός τό παρόν. Ἔρχεται μέ ἀργυρές λόγχες, μέ τόν ὁδοστρωτήρα τῆς παγκοσμιοποίησης καί τή φενάκη τοῦ ἐκσυγχρονισμοῦ. Ἔχουμε ἄραγε οἱ σημερινοί Ἕλληνες τόν πνευματικό ἑρματισμό νά ἀντισταθοῦμε; Διατηροῦμε σπίθες, ἔστω, ἀπό τή φλόγα πού θέρμαινε τήν καρδιά τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ ’21;
. Ἡ ἔννοια τῆς πατρίδας γιά τό Χριστιανισμό εἶναι διττή: ἐπίγεια καί οὐράνια, δίχως ἡ μία νά ἀντιστρατεύεται τήν ἄλλη. Ὡστόσο, στή μετεπαναστατική Ἑλλάδα, ἡ ἐπικράτηση τοῦ ἐθνοφυλετισμοῦ, ὡς κυρίαρχης νοοτροπίας, παραμόρφωσε τήν οἰκουμενική διάσταση τοῦ Εὐαγγελίου. Καθιέρωσε (μέ τήν κυριολεκτική σημασία τοῦ ἱεροῦ) ἕναν μονομερῆ «ἑλληνορθόδοξο» Θεό, προστάτη τοῦ ἔθνους καί τιμωρό τῶν ἀλλοφύλων. Ἀνάλογα ἔπραξε καί ὁ ἐθνοφυλετισμός ἄλλων λαῶν, βαλκανικῶν καί εὐρωπαϊκῶν. Ὑπάρχει ὅμως «θεός τῆς Ἑλλάδος», «θεός τῆς Βουλγαρίας», «θεός τῆς Ἰταλίας» κ.ο.κ., θεοί δηλαδή πού συμπλέκονται σέ ἀντιπαλότητα ἐπιδιώξεων; Ὄχι βέβαια. Ὁ Θεός εἶναι ἕνας, «ὅστις θέλει πάντας σωθῆναι». Συχνά, ἐντούτοις, ἀκόμη καί ἀπό ἄμβωνος, ὅπως καί ὁ π. Γεώργιος Μεταλληνός ἐπισημαίνει, «ὁ ὑπερτονισμός τῆς ἱστορικῆς διαστάσεως τοῦ Ἔθνους συνιστᾶ κίνδυνο μεταβολῆς τῆς Ὀρθοδοξίας σέ ἁπλό διάκονό του».
. Στήν ἀνάπτυξη τοῦ ἑλληνορθόδοξου ἐθνοφυλετισμοῦ συνετέλεσαν ἱστορικά γεγονότα παλαιότερων αἰώνων: ἡ Παναγία τῶν Βλαχερνῶν πού ἔσωσε τήν Κωνσταντινούπολη ἀπό τούς Ἀβάρους, ἡ θεία προστασία στό ὑπόδουλο ἀπό τούς ἀλλόθρησκους Ὀθωμανούς Γένος καί ὁ ἐθναρχικός ρόλος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὁ ἐθνοθρησκευτικός χαρακτήρας τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821, ἡ Παναγία Ὑπέρμαχος Στρατηγός στόν πόλεμο τοῦ ’40. Ὑπάρχει ὅμως μιά καίρια διαφορά. Ὅλες αὐτές –καί πολλές ἀκόμη– περιπτώσεις προστασίας θείων προσώπων πρός τό ἔθνος δέν ἦταν καί δέν ἐκλαμβάνονταν ἀπό τό λαό ὡς κατίσχυση ἑνός ἰσχυρότερου ἤ μεροληπτοῦντος Ἕλληνα-θεοῦ, ἀλλά ὡς ἀπόδοση τοῦ δικαίου σέ ἀγῶνες ἀμυντικούς καί ἀπελευθερωτικούς, ἐνάντια σέ δυνάστες ἤ ἐπίβουλους.
. Ὁ ἐθνικισμός, μέ τήν ἔννοια πού ἔχει σήμερα, εἶναι δημιούργημα τῶν μετεπεναστατικῶν χρόνων. Ἀποτελεῖ ἄρνηση τοῦ ρωμαίικου ἰδεώδους, τοῦ διαφυλετικοῦ ὀρθόδοξου πληρώματος πού ἐξέφρασε ὁ Ρήγας Φεραῖος, ἐκτροπή ἀπό τήν ἑλληνική παράδοση. Αὐτήν τήν παράδοση –ἐκκλησιαστική καί λαϊκή– ὑπερασπίζεται ὁ Μακρυγιάννης ἀπέναντι στό Γάλλο περιηγητή Μαλέρμπ, λέγοντας: «Χωρίς θρησκεία δέν σχηματίζεται κοινωνία, οὔτε βασίλειον. Καί πράμα τζιβαϊρικόν πολυτίμητο, ὁποῦ τό βαστήξαμεν εἰς τήν τυραγνία τοῦ Τούρκου δέν τό δίνομεν τώρα οὔτε τό καταφρονοῦμεν οἱ Ἕλληνες».
. Ὁ ξεσηκωμός τοῦ ὑπόδουλου Γένους ἔγινε «γιά τοῦ Χριστοῦ τήν πίστη τήν ἁγία καί τῆς πατρίδος τήν ἐλευθερία». Σήμερα, οἱ δῆθεν προοδευτικοί (γιατί πρόοδος δέν εἶναι ὁ ἀλόγιστος καλπασμός ἀλλά ἡ πορεία πρός τά ἄνω) ἀρνοῦνται τήν πρώτη καί διαστρεβλώνουν τή δεύτερη. Ἐντούτοις, τά δύο αὐτά ἦταν ἀλληλένδετα στή σκέψη τῶν ἀγωνιστῶν. Ὅταν ὁ Κολοκοτρώνης εἶχε τήν πεποίθηση ὅτι «ὁ Θεός ἔβαλε τήν ὑπογραφή του γιά τήν ἐλευθερία τῆς Ἑλλάδος καί δέν τήν παίρνει πίσω», δέν ἐταύτιζε τήν πανανθρώπινη νεφέλη τῆς σωτηρίας μέ ἕναν περιούσιο λαό. Γιά τό Γέρο τοῦ Μοριᾶ καί γιά ὅλους τούς Ἕλληνες, ἡ θεία ἀπόφαση δέν στηριζόταν σέ ἐθνικιστική ὑπεροχή ἀλλά στήν ἐπιταγή τῆς δικαιοσύνης.
. Ἔχει γίνει τώρα τοῦ συρμοῦ, στήν ἰδεολογικά κλυδωνιζόμενη πατρίδα μας, ὁ ἐξοβελισμός τῶν ἐθνικῶν ἰδεωδῶν. Ὅποιος μιλᾶ γι’ αὐτά στιγματίζεται ὡς συντηρητικός, ἀντιδραστικός, ἀκόμη καί ἀκροδεξιός. Ἡ κατά τό δοκοῦν ἑκάστου πίστη στή δημοκρατία προβάλλεται ὡς ἡ πρώτη ἀρετή, συνοδευόμενη ἀπό ἕναν καταναλωτικό κοσμοπολιτισμό ἤ ἀπό ἕναν ταξικό διεθνισμό. Ἀλλά ἡ δημοκρατία λειτουργεῖ πρός ὄφελος καί ὡς στήριγμα τῆς πατρίδας, θέση ὅπου τήν ἔταξε ἤδη ἡ ἀρχαιοελληνική πολιτεία, καί ἡ οἰκουμενικότητα ὅλων τῶν ἀνθρώπων (καί ὄχι τῶν τάξεων) εἶναι ὅραμα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Αὐτή ἡ οἰκουμενικότητα προκύπτει ὡς ὑπέρβαση τῶν πατρίδων, ἀφοῦ «οὐκ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν ἀλλά τήν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν» (Ἑβρ., ιγ΄ 14). Στήν πορεία τοῦ ἀνθρώπινου γένους πρός τήν αἰώνια μέλλουσα πόλη, στή μία ποίμνη καί τόν ἕναν ποιμένα, ἡ ἑνότητα τοῦ σώματος βιώνεται ἤδη ἀπό τόν ἐπίγειο κόσμο, μέ τήν ἀγάπη καί τή συναλληλία, ὅπου «οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδέ Ἕλλην» (Γαλ., γ΄ 28). Ἀλλά στήν πορεία αὐτή, ἡ πατρίδα συνιστᾶ στοιχεῖο ἐγγενές. Ὁ χριστιανός εἶναι οἰκουμενικός ἐπειδή εἶναι πατριώτης· πατριώτης ἀγάπης καί ὄχι μίσους.
. Δέν πρέπει λοιπόν νά συγχέεται ὁ πατριωτισμός μέ τόν ἐθνικισμό. Ὁ παραδοσιακός Ἕλληνας, ὁ Ρωμιός, τιμᾶ πάντα τά ἔθνη, ἔχοντας παράλληλα συνείδηση τῆς δικῆς του ἰδιοσυστασίας. Σεμνύνεται γιά τήν πατρίδα του καί τόν πολιτισμό της, χωρίς νά ἀπαξιώνει τίς ἄλλες πατρίδες. Τό «über alles» δέν λειτουργεῖ ἐδῶ ὁριζόντια ἀλλά κατακόρυφα· δέν ἐφαρμόζεται ἔναντι τρίτων ἀλλά ἔναντι τῶν ἰδίων ἀξιῶν, σέ μιά ἀδιάκοπη πορεία αὐτοτελείωσης: «ἁπάντων τιμιώτερον καί σεπτότερόν ἐστιν ἡ πατρίς».
. Ἄν ὁ ἐθνικισμός συνιστᾶ ἐκτροπή τῆς ἔννοιας τοῦ ἔθνους ἀπό τά δεξιά, ὁ διεθνισμός συνιστᾶ ἀκύρωσή της ἀπό τά ἀριστερά. Ὑποκαθιστᾶ τούς δεσμούς τοῦ γένους, τήν ἑνότητα τοῦ κοινοῦ ποτηρίου, μέ τήν οἰκονομική πάλη· τήν ἐθνική συνείδηση μέ τήν ταξική. Ἐξομοιώνει ἔτσι καί τόν Ἀγώνα τοῦ ’21 πρός τίς διάφορες κοινωνικές ἐξεγέρσεις, συμφωνώντας, ἄν καί ἀπό ἄλλη ὁδό, μέ τίς τότε αἰτιάσεις τοῦ Μέττερνιχ. Ὡστόσο, κατά τήν προεπαναστατική περίοδο, παρά τίς διαφοροποιήσεις μεταξύ κατεχόντων καί μή, πεπαιδευμένων καί ἀγραμμάτων, προεστῶν καί λαοῦ, ἡ παραδοσιακή ἀντίληψη ἦταν ἑνιαία καί καθολική. Ὅλοι συναποτελοῦσαν τό Γένος τῶν Ρωμιῶν, ἀνεμπόδιστο ἀπό σύνορα, μέ κοινή ὀρθόδοξη πίστη καί ἔθιμα, μέ τήν πίκρα τῆς δουλείας καί τό ὅραμα τῆς λευτεριᾶς. Ἀσφαλῶς καί ὑπῆρξαν ἀποστάτες τοῦ χρέους, ἀλλά αὐτό δέν ἀναιρεῖ τό ὁμοειδές καί τό ὁμόψυχον, τό ἤδη –κατά τόν Πλάτωνα– «ἑλληνικόν γένος, αὐτό αὐτῷ οἰκεῖον καί συγγενές» (Πολιτεία Ε΄).
. Στήν οὐσία, ὁ προλεταριακός διεθνισμός δέν διαφέρει ἀπό τήν καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση. Καί στίς δύο περιπτώσεις οἱ ἐθνικοί δεσμοί διαλύονται, καθώς γιά τόν ἕναν «τῶν πατρίδων τά θεμέλια ἡ Νιά Ζωή τ’ ἀφάνισε» (Κώστας Βάρναλης, «Τραγούδι τοῦ Λαοῦ») καί γιά τόν ἄλλον «ἡ λύσσα τῆς φιλαργυρίας» ἰσοπεδώνει κάθε γηγενές πολιτισμικό ἔρεισμα. Σ’ αὐτά ὁ Χριστιανισμός ἀντιπαραθέτει τήν προτροπή τοῦ Μεγάλου Βασιλείου: «Τήν ἐνεγκοῦσαν καί θρέψασαν πατρίδα ἴσα γονεῦσι τιμᾶν».
. Γι’ αὐτήν τήν πατρίδα λοιπόν ἄς ἀγάλλονται καί τά ἀγάλματα τῶν ἡρώων τοῦ ’21· γι’ αὐτήν ἀγωνίστηκαν. Κι ὅσο κι ἄν διαπιστώνουμε σήμερα μεθοδευμένη προσπάθεια ὑποβάθμισής της, ἐκ δεξιῶν καί ἀριστερῶν, ὁ ἑλληνικός λαός διατηρεῖ στό κύτταρό του τόσο τήν πίστη ὅσο καί τή φιλοπατρία. Εἶναι κληρονομιά πολλῶν γενεῶν, πού δέν μπορεῖ νά λησμονηθεῖ ἀκόμη καί ἀπ’ αὐτούς πού θά ἤθελαν νά τή λησμονήσουν. Τό βεβαιώνουν τά ἐκκλησιαστικά βιώματα στό ἔργο πολλῶν ἐκ τῶν δηλούντων «ἄθεων» Ἑλλήνων συγγραφέων. Τό βεβαιώνουν, στή δεκαετία τοῦ 1950, οἱ γυναῖκες τῶν ἐξόριστων κομμουνιστῶν, πού κάθε βράδυ ἄναβαν τό καντήλι μπροστά στό εἰκόνισμα, παρακαλώντας γιά τή νίκη τῆς ΕΔΑ. Τό βεβαιώνει καί σήμερα, σέ μιά προτομή τοῦ Κολοκοτρώνη στήν Πλατεία Δημαρχείου τοῦ Χολαργοῦ, μιά ἐντυπωσιακή ὄντως ἐπιγραφή. Στό βάθρο τοῦ ἀγάλματος, μέ μαύρη μπογιά καί μέ τό Α σέ κύκλο τῶν ἀντιεξουσιαστῶν, διαβάζουμε, σάν κραυγή καί σάν κάλεσμα, «Βόηθα Γέρο…»!
. Ναί. Στήν ὑποδούλωση καί τή φαυλότητα πού σήμερα μᾶς βαραίνουν, βόηθα Γέρο νά «μεθύσουμε μέ τό ἀθάνατο κρασί τοῦ εἰκοσιένα», ὅπως σάλπισε τό 1940 ὁ Κωστής Παλαμάς. Ὁ ἐχθρός εἶναι ἐντός τῶν πυλῶν, ἐντός μας.

ΠΗΓΗ:  ΚΛΙΚ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου