ΠΕΡΙ ΚΑΤΑΝΥΞΕΩΣ (ΕΚ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΥ)
ΠΕΡΙ ΚΑΤΑΝΥΞΕΩΣ
(ΕΚ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΥ)
«Ἡ
μετάνοια θύρα ἐστὶν ἐξάγουσα ἀπὸ τοῦ σκότους καὶ εἰσάγουσα εἰς τὸ φῶς.
Ὁ οὒν πρὸς τὸ φῶς μὴ εἰσελθῶν, οὐ διῆλθε τὴν θύραν τῆς μετανοίας
καλῶς· εἰ γὰρ διῆλθεν, ἐγένετο ἂν ἐν τῷ φωτὶ».
(Ἅγ. Συμεών ὁ Ν. Θεολόγος)
1. Εἶπε ὁ ἀββὰς Ἀντώνιος: «Ἔχοντας τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ ζωντανὸ στὴ σκέψη μας, νὰ θυμόμαστε πάντοτε τὸν θάνατο. Να μισήσουμε τὸν κόσμο καὶ ὅλα τὰ τοῦ κόσμου· νὰ μισήσουμε κάθε σαρκικὴ ἀνάπαυση, νὰ ἀπαρνηθοῦμε τὴ ζωὴ αὐτή, γιὰ νὰ ζήσουμε μὲ τὸν Θεό. Να θυμάστε τί ὑποσχεθήκατε στὸν Θεό. Γιατί αὐτὸ θὰ μᾶς τὸ ζητήσει τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως.
Ἂς δοκιμασθοῦμε λοιπὸν μὲ τὴν πείνα, τὴ δίψα καὶ τὴ γύμνια. Ας ἀγρυπνήσουμε, ἂς πενθήσουμε, ἂς στενάξουμε μὲ τὴν καρδιά μας. Ας ἐρευνήσουμε ἂν γίναμε ἄξιοί του Θεοῦ.
Νὰ ἀγαπήσουμε τὴ θλίψη, γιὰ νὰ βροῦμε τὸν Θεό. Να καταφρονήσουμε τὴ σάρκα, γιὰ νὰ σωθεῖ ἡ ψυχή μας».
2. Έλεγαν γιὰ τὸν ἀββᾶ Ἀρσένιο ὅτι ὅλο τὸ χρόνο τῆς ζωῆς του καθισμένος στὸ ἐργόχειρό του εἶχε στὸν κόρφο του ἕνα μαντήλι γιὰ τὰ δάκρυα ποὺ ἔπεφταν ἀπὸ τὰ μάτια του.
3. Ένας ἀδελφὸς παρακάλεσε τὸν ἀββᾶ Ἀμμωνά: «Πές μου ἕνα λόγο». Και ὁ Γέροντας τοῦ λέει: «Πήγαινε καὶ νὰ σκέφτεσαι, ὅπως σκέφτονται οἱ κακοῦργοι ποὺ εἶναι στὴ φυλακή· ἐκεῖνοι πάντα ρωτοῦν τοὺς ἀνθρώπους ποῦ εἶναι ὁ ἄρχοντας καὶ πότε ἔρχεται, καὶ κλαῖνε ἀπὸ τὴν ἀγωνία. Έτσι καὶ ὁ μοναχὸς ὀφείλει πάντα νὰ προσέχει τὴν ψυχή του καὶ νὰ λέει: «Ἀλίμονό μου· πῶς θὰ μπορέσω νὰ παρουσιασθῶ στὸ βῆμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τί θὰ τοῦ ἀπολογηθῶ;» Αν σ’ αὐτὸ ἔχεις διαρκῶς στραμμένη τὴν προσοχή σου, μπορεῖς νὰ σωθεῖς».
4. Είπε πάλι: «Ὅταν κάθεσαι στὸ κελί σου συμμάζευε τὸν νοῦ σου· φέρνε στὴ σκέψη σου τὴν ἡμέρα τοῦ θανάτου, δὲς τότε τὸ σῶμα σου νεκρό, νιῶσε τὴ συμφορά, πόνεσε καὶ καταδίκασε τὴ ματαιότητα τοῦ κόσμου αὐτοῦ· φρόντιζε νὰ ἐναρμονίζεις τὴν ἐπιείκεια μὲ τὸν ζῆλο, γιὰ νὰ μπορέσεις νὰ παραμείνεις γιὰ πάντα στὴν ἴδια πρόθεση τῆς ἡσυχίας καὶ νὰ μὴν ἀτονήσεις.
Νὰ φέρνεις ἀκόμη στὴ θύμησή σου καὶ τὴν κατάσταση ποὺ ὑπάρχει στὸν Ἅδη· νὰ ἀναλογίζεσαι πως εἶναι ἄραγε ἐκεῖ οἱ ψυχές· σὲ τί λογὴς πικρότατη σιωπὴ καὶ φοβεροὺς ἀναστεναγμούς, σὲ πόσο μεγάλο φόβο καὶ ἀγωνία καὶ σὲ τί ἀναμονή, περιμένοντας νὰ πάρουν γιὰ ποινὴ τους τὴν ἀκατάπαυστη ὀδύνη καὶ τὰ ἀτελείωτα δάκρυα. Όμως νὰ ἔχεις στὴ μνήμη σου καὶ τὴν ἡμέρα τῆς ἀναστάσεως καὶ τῆς παραστάσεώς μας μπροστὰ στὸν Θεό.
Φαντάσου τὴ φρικτὴ ἐκείνη κρίση· φέρε στὸν νοῦ σου τὴ μεγάλη ντροπὴ ποὺ περιμένει τοὺς ἁμαρτωλοὺς μπροστὰ στὸ Θεὸ καὶ στὸν Χριστό του, μπροστὰ στοὺς ἀγγέλους, στοὺς ἀρχαγγέλους, στὶς ἐξουσίες καὶ σ’ ὅλους τους ἀνθρώπους. Φαντάσου ἀκόμη ὅλες τὶς τιμωρίες, τὴ φωτιὰ τὴν αἰώνια, τὸ σκουλήκι τὸ ἀκοίμητο, τὰ Τάρταρα, τὸ σκοτάδι· καὶ αὐτὸ ποὺ εἶναι πάνω ἀπ’ ὅλα αὐτά, τὸ τρίξιμο τῶν δοντιῶν, τοὺς φόβους καὶ τὰ βασανιστήρια.
Ὅμως φέρε στὸν νοῦ σου καὶ τὰ ἀγαθὰ ποὺ περιμένουν τοὺς δικαίους· τὴν οἰκειότητα μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα καὶ τὸν Χριστό του, μὲ τοὺς ἀγγέλους, τοὺς ἀρχαγγέλους, τὶς ἐξουσίες καὶ ὅλο τὸ πλήρωμα τοῦ Οὐρανοῦ, τὴ Βασιλεία καὶ τὰ δωρήματά της, τὴ χαρὰ καὶ τὴν ἀπόλαυση.
Τὸ καθένα ἀπὸ τὰ δυὸ αὐτὰ φέρε τὰ στὴ μνήμη σου· καὶ γιὰ τὴν καταδίκη τῶν ἁμαρτωλῶν στέναξε, δάκρυσε, ντύσου τὴν πένθιμη ὄψη, φοβούμενος μὴ βρεθεῖς καὶ σὺ ἀνάμεσα σ’ αὐτούς.
Καὶ γιὰ τὰ ἀγαθὰ ποὺ προορίζονται γιὰ τοὺς δικαίους νὰ χαίρεσαι, νὰ ἀγάλλεσαι καὶ νὰ εὐφραίνεσαι. Και φροντίδα σου νὰ’ ναι αὐτὰ νὰ ἀπολαύσεις καὶ ἀπὸ τὰ ἄλλα νὰ ἀποξενωθεῖς.
Πρόσεχε λοιπὸν εἴτε μέσα στὸ κελί σου βρίσκεσαι εἴτε κάπου ἔξω, μὴν ἀφήσεις ποτὲ νὰ σοὺ φύγουν αὐτὰ ἀπὸ τὸν νοῦ· νὰ μείνεις σταθερὸς στὸ φρόνημα γιὰ νὰ μπορέσεις καὶ μὲ τὴ θύμηση αὐτῶν νὰ διαφύγεις τοὺς βλαβεροὺς λογισμούς».
5. Ο Ἀββὰς Ἀϊῶ εἶπε ὅτι στὴ Σκήτη ἦταν κάποιος ποὺ ὀνομαζόταν Ἀπολλώ, βοσκὸς ἄξεστος, ὁ ὁποῖος εἶδε στὸ χωράφι μία γυναίκα σὲ κατάσταση ἐγκυμοσύνης καὶ ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὸν διάβολο εἶπε: «Θέλω νὰ δῶ πῶς εἶναι τὸ βρέφος μέσα στὰ σπλάχνα της», καὶ ἀφοῦ τὴν ἔσχισε, εἶδε τὸ βρέφος. Αλλά ἀμέσως «κτύπησε» ἡ καρδιά του καὶ γεμάτος συντριβὴ ἦρθε στὴ Σκήτη καὶ φανέρωσε στοὺς πατέρες αὐτὸ ποὺ ἔκανε. Άκουσε τοὺς πατέρες συμπτωματικὰ νὰ ψάλλουν: «Ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μᾶς εἶναι ἑβδομήντα χρόνια, καὶ ἂν κάποιοι ἔχουν δυνατὴ κράση, φθάνουν τὰ ὀγδόντα χρόνια καὶ τὸ περισσότερο ἀπ’ αὐτὰ εἶναι κόπος καὶ πόνος», καὶ εἶπε σ’ αὐτούς: «Εἶμαι σαράντα χρονῶν, χωρὶς νὰ ἔχω κάνει οὔτε μία προσευχή. Τώρα, ἂν ζήσω ἄλλα σαράντα χρόνια, δὲν θὰ σταματήσω νὰ προσεύχομαι στὸν Θεὸ νὰ μοῦ συγχωρήσει τὶς ἁμαρτίες μου». Πραγματικά, οὔτε ἐργόχειρο δὲν ἔκαμνε, ἀλλὰ πάντοτε προσευχόταν λέγοντας: «Ἁμάρτησα ἐγὼ ὡς ἄνθρωπος, ἐσὺ ὡς Θεὸς συγχώρεσε μέ». Και αὐτὴ ἡ προσευχὴ ἔγινε φροντίδα του νύχτα καὶ μέρα.
Ἦταν καὶ ἕνα ἀδελφὸς ποὺ ἔμενε μαζί του καὶ τὸν ἄκουγε νὰ λέει: «Σὲ ἐξόργισα, Κύριε, συγχώρα με, γιὰ νὰ αἰσθανθῶ λίγη ἀνάπαυση». Και τοῦ ἦρθε ἡ πληροφορία ὅτι ὁ Θεὸς τοῦ συγχώρεσε ὅλες του τὶς ἁμαρτίες καὶ ἐκείνη μὲ τὴν γυναίκα· ὅμως σχετικὰ μὲ τὸ βρέφος δὲν ἔλαβε πληροφορία. Και ἕνας ἀπὸ τοὺς Γέροντες τοῦ εἶπε: «Ὁ Θεός σου συγχώρεσε καὶ τὴν ἁμαρτία γιὰ τὸ παιδί, ἀλλὰ σ’ ἀφήνει νὰ πονᾶς γι’ αὐτό, ἐπειδὴ αὐτὸ συμφέρει στὴν ψυχή σου».
6. Ένας ἀδελφὸς εἶπε στὸν ἀββᾶ Ποιμένα: «Μὲ ταράζουν οἱ λογισμοί μου καὶ δὲν μ’ ἀφήνουν νὰ φροντίσω γιὰ τὶς ἁμαρτίες μου ἀλλὰ μὲ κάνουν νὰ προσέχω τὶς ἐλλείψεις τοῦ ἀδελφοῦ μου». Ο Γέροντας τοῦ μίλησε τότε γιὰ τὸν ἀββᾶ Διόσκορο, ὅτι στὸ κελὶ του ἔκλαιγε πάντοτε γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἐνῶ ὁ μαθητὴς του καθόταν σὲ ἄλλο κελί. Πήγε λοιπὸν κάποια φορᾶ ὁ μαθητὴς στὸ κελὶ τοῦ Γέροντα καὶ τὸν βρῆκε νὰ κλαίει· ὅποτε τοῦ λέει: «Πάτερ, γιατί κλαῖς;» Κι ὁ Γέροντας τοῦ ἁπαντά: «Τὶς ἁμαρτίες μου, παιδί μου, κλαίω». Του λέει ὁ ἀδελφός: «Δὲν ἔχεις ἁμαρτίες, πάτερ» καὶ ὁ Γέροντας τοῦ ἀποκρίνεται: «Ἀλήθεια, ἂν ἀφεθῶ νὰ δῶ τὶς ἁμαρτίες μου, δὲν μοῦ φθάνουν ἄλλοι τρεῖς ἢ τέσσερις νὰ κλαῖνε μαζί μου γι’ αὐτές». Είπε λοιπὸν ὁ ἀββὰς Ποιμήν: «Ἔτσι εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ γνώρισε τὸν ἑαυτό του».
7. Είπε ὁ ἀββὰς Εὐάγριος: «Νὰ θυμᾶσαι πάντοτε τὴν αἰώνια κρίση, νὰ μὴν ξεχνᾶς τὴν ἔξοδό σου ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸ καὶ τότε δὲν θὰ ὑπάρχει ἁμαρτία στὴν ψυχή σου».
8. Ο ἀββὰς Ἠλίας εἶπε: «Ἐγὼ τρία πράγματα φοβοῦμαι· τὴν ἔξοδο τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα, τὴ συνάντησή μου μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὴν ἔκδοση τῆς καταδικαστικῆς ἀπόφασης γιὰ μένα».
9. Ο ἀββὰς Ἠσαΐας εἶπε: «Εἶναι ἀπαραίτητο αὐτὸς ποὺ ζεῖ τὴ ζωὴ τῆς ἡσυχίας νὰ βάζει τὸν φόβο τῆς συνάντησης μὲ τὸν Θεὸ μπροστὰ ἀπὸ τὴν ἀνάσα του· γιατί ἐνόσω ἡ ἁμαρτία πείθει τὴν καρδιά του νὰ τὴν ἀκολουθεῖ, δὲν ἦρθε ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ μέσα του ἀκόμα καὶ βρίσκεται μακριὰ ἀπὸ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ».
10. Ο ἀββὰς Πέτρος, ὁ μαθητὴς τοῦ ἀββᾶ Ἠσαΐα, ἔλεγε: «Ἐπισκέφθηκα τὸν ἀββᾶ, ὅταν ἦταν ἄρρωστος, καὶ τὸν βρῆκα νὰ ὑποφέρει πολύ. Σαν μὲ εἶδε ἐκεῖνος νὰ λυπᾶμαι, μοῦ εἶπε: «Ποιὰ ἡ ταλαιπωρία, ὅταν συνοδεύεται αὐτὴ ἀπὸ τὴν προσδοκία τῆς ἀναπαύσεως; Αλλά ἐμένα μὲ συνέχει ὁ φόβος τῆς ὁλοσκότεινης ἐκείνης ὥρας, ὅταν θὰ ἀπορριφθῶ ἀπὸ προσώπου τοῦ Θεοῦ καὶ κανεὶς δὲν θὰ βρεθεῖ νὰ μοῦ ἀποκριθεῖ οὔτ ε θὰ ὑπάρχει ἡ παρήγορη προσμονὴ τῆς ἀναπαύσεως».
ΤΟ ΜΕΓΑ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ Α΄. ΚΕΦ. Γ΄ 1-10
Ι. ΗΣΥΧ. ΓΕΝΕΣΙΟΝ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ, ΠΑΝΟΡΑΜΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΠΗΓΗ: ΚΛΙΚ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου