Η ΔΑΙΜΟΝΟΠΛΗΞΙΑ ΤΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ
Η ΔΑΙΜΟΝΟΠΛΗΞΙΑ
ΤΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ
Ιωάννου Δ. Κορδορούμπα
Και τώρα έρχομαι σ’ ένα κεφάλαιο που σίγουρα θα δώση αρκετή τροφή στα ειρωνικά σχόλια των ορθολογιστών.
Τι το παράξενο όμως να μην πιστεύουν στην ύπαρξη πνευματικών οντοτήτων, αφού αμφισβητούν τον ίδιο τους τον Δημιουργό;
Ο ίδιος ο Καζαντζάκης εκστασιάζεται με τα πνευματιστικά φαινόμενα, που τα: «βεβαιώνουν σοβαροί επιστήμονες», και διερωτάται: «Πως
συμβαίνει το Μέντιουμ που δε γνωρίζει αρχαία Ελληνικά και Λατινικά ούτε
καμμιά ξένη γλώσσα να συντάσσει επιστημονικές πραγματείες;» (Γράμμα προς Στεφανίδη — «Αμάλθεια» 1906).
Αλλά
και σε διάφορα άλλα γραψίματά του κάνει τόσο σαφείς νύξεις που, σε
συνδυασμό με το όλο αντιχριστιανικό του έργο, σχηματίζεται μπροστά στα
έκπληκτα μάτια του αναγνώστη η σιλουέττα του πονηρού πνεύματος. Γράφει
στη γυναίκα του:
«Προς τι όλη ετούτη η αγωνία, η αγέλαστη ζωή, η ασκητική της ψυχής μου; Σα να’ μαι
όργανο ενός ανώτερού μου κάνω πράγματα που δε θέλω, ακολουθώ εντολές
που είναι ανώτερες από μένα. Είμαι ένα παιχνίδι στα χέρια ενός Άγνωστου που είναι μέσα μου και που είμαι εγώ ο ίδιος, η ουσία μου, η πέρα απ’ την εφήμερη ύπαρξή μου ουσία του κόσμου» (Βρετ. 74).
Σε γράμμα του στον Πρεβελλάκη:
«Κάθε μέρα διαπιστώνω βαθύτερα πως μέσα μου υπάρχει κάποιος που
μετατρέπει τις ανθρώπινες επιθυμίες σε κάτι σκοτεινό, σκληρό,
απελπισμένο... μια άγρια χαρά νιώθω όταν αντικρύζω την ιδέα του θανάτου» (Γράμμα 54).
Αλλά
δεν είναι τα μοναδικά αυτά γράμματα που αναφέρονται στον επισκέπτη που
νιώθει μέσα του, και δε σκοπεύω να τα παραθέσω όλα, αλλά τα πλέον
χαρακτηριστικά και εν πολλοίς ακατανόητα για έναν άπιστο:
«...Καταλαβαίνω
πως μέσα μου είναι κάποιος άλλος που σφυρίζει σαν το χάρο με στραβά το
φέσι του. Θα ’ναι κανένας πρόγονος ή απόγονος, σίγουρα όχι εγώ...» (Ποιητ. 258).
Ήδη
στο κεφάλαιο της ελευθερίας καταχωρήθηκε και το γράμμα του στο
Φανουράκη, για τον Αφέντη του· σε άλλο πάλι γράμμα του (το 93) γράφει
πως: «δεν είναι άνθρωπος, μα τέρας, κάτι μεταξύ δαιμόνου και
θεριού ζώντας τις πιο μεγάλες χαρές, πίκρες, ιδέες με τέσσαρες
διαστάσεις».
Ομολογεί
λοιπόν και το βροντοφωνάζει ότι δεν είναι ο ίδιος αλλά εκείνος ο
Κάποιος, ο Αφέντης, ο Άγνωστος (τα κεφαλαία δικά του) που είναι μέσα
του, ο ανώτερός του που αυτός είναι απλώς το όργανό του.
Αλλά
όλα τα παραπάνω θα μπορούσαν να θεωρηθούν σαν ιδιόρρυθμες ψυχικές
καταστάσεις της στιγμής, σαν απλή φιλολογία για τον εντυπωσιασμό των
θαυμαστών του, αν έλειπε το συγκλονιστικό εκείνο περιστατικό που ο
ίδιος αφηγείται στην «Αναφορά» του (σελ. 28,29) όταν περπατώντας μ’ ένα
φίλο του σ’ ένα χιονισμένο βουνό νυχτωθήκανε και χάσανε το δρόμο:
«Αμίλητο από πάνω μας το φεγγάρι, ασυννέφιαστος ο ουρανός. Πηχτή, ανησυχαστική ησυχία, αβάσταχτη· τέτοιες
θα ’ταν οι φεγγαρόλουστες νύχτες, χιλιάδες αιώνες, προτού ο Θεός... να
πιάσει λάσπη και να πλάση τους ανθρώπους. Αλόκοτη ζάλη τύλιγε το μυαλό
μου, προχωρούσα λίγα βήματα πιο μπροστά, παραπατούσα σα μεθυσμένος· μου φαίνουνταν σα να περπατούσα στο φεγγάρι ή σε μια χώρα παμπάλαιη, ακατοίκητη, πριν από τον άνθρωπο μα γνώριμη πολύ· άξαφνα
σ’ ένα γύρισμα του βουνού διέκρινα μακρυά πολύ, βαθιά στη λαγκαδιά
μερικά χλωμά φωσάκια· θα ’ταν κανένα χωριουδάκι κι’ αγρυπνούσε ακόμα.
Και τότε μου συνέβη ένα πράγμα καταπληκτικό· το Θυμούμαι κι’ ανατριχιάζω ακόμα· στάθηκα έσφιξα τη γροθιά μου και φώναξα αγριεμένος, δείχνοντας με τη γροθιά μου το χωριό:
“Θα σάς σφάξω όλους”. Μια φωνή βραχνή που δεν ήταν δική μου. Κι’ ως να την ακούσω τη φωνή αυτή τρόμαξα. όλο μου το κορμί άρχισε να τρέμει.
Έτρεξε ο φίλος μου ανήσυχος, μ’ έπιασε απ’ το μπράτσο: — Τι έπαθες;
ποιους θα σφάξεις; Τα γόνατά μου είχαν κοπεί... Δεν ήμουν εγώ
μουρμούρισα… δεν ήμουν εγώ· ήταν ένας άλλος...».
Και είναι μια απ’ τις ελάχιστες φορές που λέει την αλήθεια. ασφαλώς δεν ήταν ο ίδιος, αλλά Εκείνος στην υπηρεσία του οποίου εθήτευσε σε όλη του τη ζωή.
Ο Πρεβελλάκης, που μας αποκαλύπτει και το όνομα του φίλου του — Γιάννη Σταυριδάκη —, γράφει γι’ αυτό το περιστατικό: «...Παράδοξο βίωμα θρησκευτικής προέλευσης κατά τη γνώμη μου...» (Γράμ. σελ. μ').
Ασφαλώς
στην περίπτωση αυτή μια καθαρή και τίμια ομολογία απ’ τους
«σιδερένιους» ορθολογιστές θα εστοίχιζε την ταπείνωση του υπερήφανου
μυαλού τους, γι’ αυτό και προσπαθούν μ’ άλλα λόγια να ερμηνεύσουν το
φαινόμενο.
Ο ίδιος ο Καζαντζάκης, αφού μονολογώντας επαναλάβη το «Ήταν ένας άλλος». Ποιος; Θα το αποδώση στις «πολλές πατωσιές σκοτάδια, στις βραχνές φωνές και στα μαλιαρά πεινασμένα θεριά που είναι μέσα μας».
κι’ όταν λέει σκοτάδια και τέρατα, εννοεί τη ματωμένη πορεία της
ζωτικής ορμής που αγκομαχώντας και πολεμώντας ανέβηκε σιγά - σιγά απ’ το
φυτό στο σκουλήκι, στον πίθηκο, στον άνθρωπο.
Και
βέβαια, αν και αισθανόντανε ολοφάνερη μέσα του την παρουσία Του, δεν θα
καταδεχτή να αναφέρη το όνομά του, γιατί, όπως θα πη στον Ιβάν κι’ ο
τζέντλεμαν τού γίγαντα εκείνου της πίστης και της σκέψης Ντοστογιέφσκυ
στους Αδελφούς Καραμαζώφ, «η λογική — η πιο άτυχη ικανότητά τους — τους συγκρατεί στα όρια της αξιοπρεπείας».
Για
φανταστήτε αλήθεια ένα Καζαντζάκη να παραδέχεται την ύπαρξη του
Διαβόλου και να έχη το θάρρος να το ομολογή, πηγαίνοντας έτσι κόντρα σε
όλους τους πραγματιστές!...
Αλλά
τότε, δε θα ήταν ο Καζαντζάκης που γνωρίσαμε, ίσως μάλιστα να μη
μαθαίναμε ποτέ ούτε το όνομά του, που τώρα με τα γραψίματά του τον ξέρει
όλη η γη κι’ ο ουρανός ακόμα.
Ανεξάρτητα
πάντως απ’ τη γνώμη των άπιστων, στην παραπάνω περίπτωση, η εξήγηση του
περιστατικού αυτού για ένα πιστό είναι απλή, αν μάλιστα συνδυαστή με
τα «Κάποιος», «Αφέντης, Άγνωστος» καθώς και με τα διάφορα όνειρα του
Καζαντζάκη που έχουν σαν αντικείμενο πτώματα, κρανία, σκουλήκια και
γενικά θεάματα μακάβρια.
Και διερωτάται ευλόγως ο απλώς σκεπτόμενος άνθρωπος:
Ο
ξαφνικός αυτός παροξυσμός της ψυχής του, αφού δεν είχε προηγηθή κανένα
σχετικό ερέθισμα που να τον ωθήση σε μια τέτοια έκρηξη πάθους, πως
μπορεί να ερμηνευτή αλλιώς, παρά μόνο με απόχρωση μεταφυσική; ο τρόμος, η βραχνή φωνή, η ανείπωτη κούραση που ένιωσε, είναι γνώριμες καταστάσεις δαιμονοπληξίας.
(Για
όσους αμφιβάλλουν, ας παρακολουθήσουν εξορκισμούς σε γυναίκες, για να
ανατριχιάσουν όταν ακούσουν τα βραχνά αντρικά ουρλιαχτά που βγαίνουν
απ’ τα στήθη των).
Ας
βρουν λοιπόν οι ορθολογισταί και άπιστοι και ας μας δώσουν τη δική τους
εξήγηση, αφού λάβουν προηγουμένως υπ’ όψιν τους και την εκτεθείσα πιο
πάνω γνώμη του Πρεβελλάκη.
Εκείνος
βέβαια, εξιδανικεύοντας τον Καζαντζάκη, προσπαθεί να τον παρομοιάση και
τον συνταυτίση με τους Εβραίους προφήτες, ακόμα και με τον ίδιο το
Χριστό, παραλληλίζοντας το εντελώς ξεκάρφωτο και αλλόκοτο αυτό
περιστατικό με τις εκρήξεις των προφητών για την επικρατούσα στην εποχή
τους αδικία και του ίδιου του Κυρίου όταν με το μαστίγιο εξέβαλεν εκ του
Ναού τους πωλούντας και αγοράζοντας κ.λπ. Αλλά μια τέτοια εξήγηση για
τον οξυνούστατο Πρεβελλάκη και ατυχής είναι και εντελώς άστοχη, αφού
εγνώριζε πολύ καλύτερα από κάθε άλλον — και το γράφει άλλωστε κι’ ο
ίδιος — ότι «είχε μάτια στεγνά για τη μοίρα των θνητών».
Πως
λοιπόν θα εξανίστατο η συνείδησή του; Αλλά και αν έτσι έχη το πράγμα,
δεν αντίκρυσε καμμιά μεγάλη πολιτεία όπου πιθανώτατα θα κατοικούσαν οι
μεγαλοκαρχαρίες που ρουφούν το αίμα του λαού για να τους... σφάξη!
Φωσάκια είδε, χωριουδάκι είδε, που το κατοικούσαν φτωχοί μεροκαματιάρηδες αγρότες..
Ας αφήσουν λοιπόν τους βέβηλους αυτούς παραλληλισμούς κι’ ας βρουν με τη σοφία τους τίποτε άλλες εξηγήσεις αληθοφανέστερες.
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΝ ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΤΟ «ΠΙΣΤΕΥΩ» ΤΟΥ Ν. ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ (σελ. 273-279)
Copyright Αδελφότης «Ο Σταυρός», Ζωοδ. Πηγής 44, 10681 Αθήνα»
Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον www.egolpion.com
2 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου