Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2014



1) Ο μπάρμπα Ηλίας ο Δάντης, ο διά Χριστόν σαλός πού βάδιζε πρός τα πίσω !

Τα τελευταία έτη έζει στην περιοχή Φλωρίνης, χρηματίσας και γραμματεύς στην Κοινότητα Κλαδορράχης, ο μπάρμπα-Ηλίας ο Δάντης. Ήταν πραγματικός φιλόσοφος. 
Ομοίαζε με τον Διογένη τον φιλόσοφο. Είχε μελετήσει πολλούς Έλληνες και Λατίνους φιλοσόφους. Μέσα σ’ ένα κονσερβοκούτι έβαζε το από ελεημοσύνη φαγητό του.
Έκανε τον σαλό, αλλά δεν ήταν τρελός. Με ένα ραβδί καμπουριαστός, συγκύπτων προς την γη, βάδιζε ανάποδα, προς τα οπίσω!!
Δύο βήματα οπίσω, ένα βήμα εμπρός!
- Γιατί το κάνεις αυτό μπάρμπα-Ηλία, τον ερώτησε κάποτε, ό Σεβασμιότατος Φλωρίνης, Αυγουστίνος
-Διότι θέλω να σβήσω και τα βήματά μου από τον κόσμο αυτόν απήντησε.
Φορούσε μία παλαιά χλαίνη, κοιμόταν σ’ ένα καλυβάκι, έξω από το οποίο είχε γράψει:Οχυρόν αγωνίας.
Φαίνεται ότι είχε ασχοληθεί στο παρελθόν με την Σολομωνική, αλλά την πέταξε, όταν κάποτε, βαδίζοντας σ’ ένα δάσος, του επετέθη μία αρκούδα και σκαρφάλωσε σ’ ένα δένδρο για να σωθεί. Εκεί άρχισε να ψάλλει ένα ύμνο στην Παναγία μας:
-Παναγία μου, μία ακτίνα από την Ήλιο σου στείλε μου και φώτισε με.
-Μονολογούν και με οικτίρουν οι άνθρωποι και λένε: «Βρέ τον Δάντη τον τρελό».
Κι εγώ λέγω.
-Θεέ μου, τί θα γίνουν τόσοι τρελοί στον κόσμο.
Βλέποντας την μανία του ποδοσφαίρου, των φίλαθλων και των γηπέδων έλεγε:
-Ο Διάβολος μπήκε σ’ ένα μπαλόνι (μία μπάλα) και τρέλανε τον κόσμο.
Είχε ένα μαγκάλι μικρό πού το κουβαλούσε το χειμώνα μαζί του. Ήταν ειρηνικός, προσιτός, πρόσχαρος. Δεν είπε ποτέ κακό λόγο για κανένα.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΑΠΛΟΙ ΚΑΙ ΑΠΛΑΣΤΟΙ ΚΑΙ ΑΛΗΘΙΝΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ. ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ ΙΩΑΝΝΙΚΙΟΣ ΚΟΤΣΩΝΗΣ. 2000
 
 2 ) Ερικαίτη, η διά Χριστόν σαλή !
   
Στα Γιάννενα ζει ακόμη μία αγωνίστρια της πνευματικής ζωής: η Ερικαίτη.
Δεν αφήνει ακολουθία, μνήμη αγίου, αγρυπνία. Με ένα ταγάρι στον ώμο, με αγιασμό και βιβλία η διά Χριστόν σαλή των Ιωαννίνων καθημερινώς θα παρακολούθηση τον όρθρο και τον εσπερινό. Έχασε τον όρθρο και τον εσπερινό; Έχασε την ημέρα. Και μάλιστα ζητάει μετ’ επιμονής την ακολουθία του όρθρου ή του εσπερινού να την τελεί ο ιερεύς.
Όταν γίνεται αγρυπνία παρούσα και η Έρικαίτη. Τελειώνει η αγρυπνία, αλλά η φιλακόλουθη ψυχή της δεν αναπαύεται. Μετά την ολονυκτία θα πάει το πρωί σ’ ένα άλλον ιερό Ναό. Θα καθίσει στα προπύλαια, κάτω στα σκαλοπάτια και θα περιμένει να άνοιξη ο Ιερός Ναός για να παρακολούθηση και εκεί τον Όρθρο και την Θεία Λειτουργία.
Όταν ζούσε ο αείμνηστος πατήρ Παΐσιος και ασκήτευε στην Ιερά Μονή Στομίου Κονίτσης πήγαινε και εκείνη να λειτουργηθεί. 
Κάποτε την ακολούθησε μία αρκούδα έως την Πύλη της Μονής.Το ανέφερε στον π. Παΐσιο νομίζοντας ότι επρόκειτο για σκύλον. Εκείνος όμως κατάλαβε ότι δεν ήταν σκύλος, αλλά αρκούδα. Τόση αρετή έχει η ψυχή ώστε και τα άγρια ζώα την πλησιάζουν.
Τον π. Παΐσιο τον φιλοξένησε στην οικία της επί τρεις μήνες, όταν έκανε εγχείρηση στον πνεύμονα και τον περιποιήθηκε ιδιαιτέρως. Ο π. Παΐσιος εσέβετο πολύ την μητέρα της Ερικαίτης.
Ήταν ελεήμων. Οι δικοί της δεν της επέτρεπαν να δίνει ελεημοσύνη, αλεύρι κ.λπ. 
Ο π. Παΐσιος —κατόπιν συνεννοήσεως— απασχολούσε την μητέρα της Ερικαίτης και η Ερικαίτη έδινε το αλεύρι στους πτωχούς, οι οποίοι ήρχοντο με τα ζώα τους.
Είχαν οι δικοί της ένα βαρέλι με κρασί. Περνούσε ένας πτωχός και η Ερικαίτη έτρεξε να πάρει με ένα δοχείον και για να τον προλάβει να μη αναχώρηση ο πτωχός, από την βιασύνη της, άφησε ανοικτή την κάνουλα του βαρελιού. Το κρασί χύθηκε. Τότε οι δικοί της, της κήρυξαν τον πόλεμο.
Από την αγανάκτηση των δικών της αναγκάσθηκε να φύγει. Ηργάσθη εθελοντικά στην παιδόπολη της Κονίτσης, αν και κατήγετο από αρχοντική οικογένεια. Είχε μία «κάπα» μακριά και έβαζε κάτω από την κάπα φαγητά και τρόφιμα και τα έδιδε ελεημοσύνη.
Τα λεωφορεία της γραμμής την γνώριζαν και την έπαιρναν. Ποτέ δεν χρησιμοποιεί μέσον συγκοινωνίας. Κινείται με «Οτοστόπ». Ποτέ δεν φοράει κάλτσες. Θα την δεις να κινείται με ένα ζευγάρι μπότες. Φοράει τα ίδια ρούχα. Ακόμα δεν παίρνει και την συγκοινωνία. «Γιατί να το δώσω το εισιτήριο; Κάποιο παιδάκι θα πεινά», λέει.
Στην Θεία Λειτουργία τον περισσότερο χρόνο είναι γονατιστή.
Αγαπάει ιδιαιτέρως τον άγιο Σεραφείμ του Σάρωφ. Είναι κι αυτός σαν κι έμενα: καμπούρης, λέει. Πράγματι, έχει τόσο πολύ καμπουριάσει, πού μετά πολλής βίας ανασηκώνει το κεφάλι της να πάρει τη Θεία Μετάληψη.
Συχνά προφέρει αυτή την φράση για τον π. Παΐσιο: «Αυτός μας βλέπει, αλλά εμείς δεν μπορούμε να τον ιδούμε. Διότι είμεθα τυλιγμένοι μέσα στην ομίχλη των παθών μας».
Στον πόλεμο τους πήραν όμηρους. Την πήραν κι’ εκείνη όμηρο. Μαζί της έφερνε αγιασμό, αντίδωρο κ.λπ.
Οι κάτοικοι της Κονίτσης έλεγαν. Έχομεν τρεις τρελούς: 
Τον Παΐσιο, την Ερικαίτη και ένα Τούρκο τρελό». Αλλά οι δύο πρώτοι ήσαν σαλοί = τρελοί διά Χριστόν.
Η Ερικαίτη είναι ο άνθρωπος της παρηγοριάς και της προσευχής. Ό άνθρωπος ο ταπεινός, ο οποίος προσεύχεται για όλον τον κόσμο. Άνθρωπος από εκείνους τούς ανθρώπους, «ων ουκ εστίν άξιος ο κόσμος». Από εκείνους τούς ανθρώπους, οι οποίοι είναι το «άλας της γης», το αλάτι της κοινωνίας.
Είχε πει ότι κατά την εποχή του Αντίχριστου οι άνθρωποι του Θεού θα ζουν σαν «πεταλουδίτσες».
Όταν δούλευε στην παιδούπολη του Ζηρού την ρώτησαν πώς ξυπνούσε το πρωί για να πάει στα παιδιά χωρίς ξυπνητήρι και απαντούσε:
«Άφηνα το παράθυρο ανοικτό και κρύωνα για να ξυπνήσω και να πάω στα παιδάκια».
Σέ όλα τα προσκυνητάρια ανάβει τα καντηλάκια. Όταν έβλεπε ότι τα σπίρτα δεν άναβαν, σταματούσε τα αυτοκίνητα να ζητήσει σπίρτα.
Ταύτα πάντα μου ανέφεραν με σεβασμό πολύ για το ταπεινό πρόσωπον της, το ζεύγος Λαγού Γεώργιος και Αλεξάνδρα, καθηγητής και καθηγήτρια του Πανεπιστημίου των Ιωαννίνων.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΑΠΛΟΙ ΚΑΙ ΑΠΛΑΣΤΟΙ ΚΑΙ ΑΛΗΘΙΝΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ. ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ ΙΩΑΝΝΙΚΙΟΣ ΚΟΤΣΩΝΗΣ. 2000
 
3) Η κυρά Βασιλικούλα, η Στερεοελλαδίτισσα !

Ένα άλλο θαυμαστό πρότυπο υπομονής είναι η κυρά- Βασιλικούλα, που ήρθε στο Μοναστήρι, προσκυνήτρια της Παναγιάς.
Μικροσκοπική, αποστεωμένη, σκεβρωμένη, θαρρείς σαν τα παλιά σκαριά τα θαλασσοδαρμένα αλλά ανίκητα απ’ τον χρόνο και την ταλαιπωρία, έμοιαζε η γριούλα που ήρθε να λειτουργηθεί την Κυριακή των Μυροφόρων στο μοναστήρι.
Τα μάτια της μισοσβησμένα από τον “καταρράκτη” , φαίνονταν να διαθέτουν μία άλλη όραση, πιο οξεία και μακρινή.
Μετά την θεία Λειτουργία άνοιξε την ψυχή της και βγήκαν οι θησαυροί της καρδιάς της.
“Έζησα, είπε, ένα μαρτύριο στη ζωή μου, αλλά ευχαριστώ τον Κύριο!
Ήμουν ορφανή και με πάντρεψε ένας θείος μου και μου ‘δωσε έναν Γολγοθά! Μια ζωή ξύλο και καταφρόνια. Έκανα αυτό το παιδί, ανάπηρο στο μυαλό (είπε κι έδειξε καθισμένον σε μια καρέκλα πιο πέρα έναν ανάπηρο πνευματικά με άσπρα μαλλιά ) . Αυτός είναι ο γιος μου. Προσευχηθείτε γι’ αυτόν. Αυτός θα με τραβήξει πάνω, στην Βασιλεία του Θεού” !
Κάποια μοναχή την ρώτησε:
-    -- Τί να κάνουμε για να σωθούμε, να κερδίσουμε την Βασιλεία του Θεού, γιαγιά;
-     -- Στην έρημο, παιδί μου!
-     -- Ποια είναι η έρημος, γιαγιά;
-    -- Να βλέπεις και να μη βλέπεις, να ακούς και να μην ακούς, και να σιωπάς!
Όσοι την άκουγαν , θαύμασαν. Μόνον φιλοκαλικός Πατέρας της Εκκλησίας θα μπορούσε να πει αυτά τα λόγια. ( Μακάριος ο Αιγύπτιος) .
Και τελείωσε επαναλαμβάνοντας:
-     Την Βασιλεία του Χριστού μην χάσουμε, την Βασιλεία Του. Να μας τραβήξει επάνω να σωθούμε!…
Από το βιβλίο: «ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ » ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΒΑΡΝΑΚΟΒΑΣ


4) Μιχαλάκης ο έρημος...

Ἀπό πολύ νωρίς ἄρχισε ὁ σταυρός του. Ὁ πατέρας του, πού ἦταν ἀρκετά μεγάλος, πέθανε γρήγορα. Τή μητέρα του, πού ἦταν μιά πολύ ἁπλοϊκή χωρική, τήν ξαναπάντρεψαν οἱ δικοί της μέ τό ζόρι σέ ἄλλο τόπο! 
Τόν Μιχαλάκη καί τήν ἀδελφή του τούς ἔκλεισαν σ᾿ ἕνα ἵδρυμα. Ὅταν μεγάλωσαν τά δύο παιδιά, τό μέν κορίτσι τό πῆρε ὑπό τήν προστασία της κάποια πονόψυχη συγγενής, τόν δέ Μιχαλάκη τόν ἔδιωξε τό ἵδρυμα, γιατί, λέει, μεγάλωσε!
Ὁ Μιχαλάκης ὅμως δέν εἶχε μεγαλώσει καί οὔτε μποροῦσε ποτέ νά μεγαλώσει. Κι αὐτό, γιατί εἶχε παιδική καρδιά καί ἁπλό μυαλό. Ἦταν λογικός, ἀλλά ἀπονήρευτος καί εὐκολόπιστος. Ὅλους τούς θεωροῦσε καλούς! Αὐτή ἦταν ἡ «καθυστέρησή» του.
Τόν βοήθησε τό ὅτι ἦταν ἐργατικός. Τά ἀφεντικά ὅμως στά ὁποῖα πήγαινε γιά νά βγάλει ἕνα κομμάτι ψωμί, οἱ περισσότεροι δέν ἄφηναν τήν εὐκαιρία νά πάει … χαμένη. Τόν ἐκμεταλλεύονταν ἀσυνείδητα. Καί αὐτός ὁ φτωχός, μόλις τό καταλάβαινε, προσπαθοῦσε νά βρεῖ ἄλλη δουλειά, ἀλλά καί πάλι ἔπεφτε στά ἴδια.
Ἔν τῷ μεταξύ ἡ ἀδελφή του μορφώθηκε λιγάκι, βρῆκε καί μιά δουλίτσα καί ὕστερα ἕναν σύζυγο. Ποτέ ὅμως δέν εἶπε σέ κανέναν εἴτε συγγενή εἴτε ξένο πώς εἶχε ἕναν λίγο «καθυστερημένο» ἀδελφό. Φοβόταν μή χαλάσει ὁ γάμος της καί οἱ κοινωνικές σχέσεις της. Καμία ἐπαφή, κανένα ἐνδιαφέρον. 
Τρόμος τήν ἔπιανε, μήπως καί μαθευτεῖ τό … τρομερό, κατά τή γνώμη της, μυστικό…
 Ὁ καημένος ὁ Μιχαλάκης πληγωμένος, ὥριμος νέος πλέον κατά τήν ἡλικία, δέν ἔπαυε νά τήν ἀγαπάει. Νά τήν πλησιάσει ὅμως δέν τολμοῦσε. Ἤξερε ὅτι δέν τόν ἤθελε. Τοῦ τό εἶχαν πεῖ κάποιοι συγγενεῖς ἀπό τήν πλευρά τῆς μητέρας τους. 
Πήγαινε ὅμως στό ἀπέναντι πεζοδρόμιο ἀπ᾿ ἐκεῖ πού δούλευε ἡ ἀδελφή του, γιά νά τή δεῖ ἔστω καί ἀπό μακρυά! Καί στόν γάμο της, ὅταν ἔμαθε ὅτι ἐπ᾿ οὐδενί ἤθελε νά παρουσιαστεῖ ὁ ἀδελφός της, μαζί μέ μιά συγγενῆ πού τόν λυπόταν, ἀνέβηκε κρυφά στόν γυναικωνίτη τῆς Ἐκκλησίας πού θά γινόταν ὁ γάμος, γιά νά κρυφοκαμαρώσει τήν ἀδελφούλα του νύφη!
Ὦ, πόσες πληγές εἶχε ἡ ψυχή του πάνω της! Κι ὅμως, εἶχε μιά παιδικότητα, μιά καλωσύνη ἀγγελική. Δέν παραπονιόταν, δέν θύμωνε, ρωτοῦσε γιά ὅλους τούς συγγενεἶς ἄν ἦταν καλά μέ μιά ἤρεμη ἀνεξίκακη ἀγάπη. Χαρακτηριστική ἦταν ἡ ἀπάντησή του ὅταν τοῦ εἶπαν πώς δέν ἔπρεπε νά πάει στόν γάμο τῆς ἀδελφῆς του. Εἶπε σοβαρά καί νηφάλια: 
» Ὄχι, δέν θά παρουσιαστῶ. Δέν θέλω νά κάνω κακό στήν ἀδελφή μου!».
Κι ἔτσι, μέ ταπεινώσεις, ταλαιπωρίες καί στερήσεις κύλησε ἡ ζωή του κι ἔφθασε στή μέση ἡλικία. Εἶχε μαζέψει λίγα χρήματα ἀπό τίς δουλειές πού ἔκανε, ἀλλά ἕνας ἐπιτήδειος τοῦ εἶπε ὅτι δῆθεν θά συνεταιρισθοῦν κάνοντας μαζί κάποια δουλειά καί τελικά τοῦ τά » ἔφαγε «. 
Κι ἔμεινε ὁ φτωχός Μιχάλης πάλι χωρίς δουλειά, χωρίς ἕνα κομμάτι ψωμί. Τότε ἀναγκάστηκε νά πάει νά φυλάει τά ζῶα κάποιου πού εἶχε κτῆμα, φάρμα, ἔξω ἀπό τήν πόλη. Τό πῶς ζοῦσε ἐκεῖ, ποῦ κοιμόταν, τί ἔτρωγε, ὁ Θεός τό ξέρει.
Αὐτό πού τελικά μαθεύτηκε εἶναι τό ὅτι σέ μιά ἀπό τίς δυνατές παγωνιές τοῦ χειμῶνα πρίν λίγα χρόνια τόν βρῆκαν παγωμένο, νεκρό μέσα στήν καλύβα τῶν ζώων!
Ἔτσι ἔπαψαν ὅλοι νά ντρέπονται γιά τόν φτωχό Μιχαλάκη. 
Ὅταν ὅμως τόν δοῦνε μεθαύριο στόν οὐρανο νά λάμπει σάν μικρός ἥλιος, νά δοῦμε ἄν θά ντρέπονται γιά τή συμπεριφορά τους ὅσοι τόν ἐκμεταλλεύτηκαν, ὅσοι τόν πλήγωσαν, ὅσοι τόν ἀγνόησαν. Ὅποιος ὑπομένει γιά τόν Χριστό τίς θλίψεις καί τίς ταλαιπωρίες αὐτῆς τῆς ζωῆς χωρίς νά ἀγανακτήσει, χωρίς νά μνησικακήσει, τόν ἀναμένει ἡ αἰώνια μακαριότητα κοντά στόν Θεό.
Τό μεγάλο ὅμως αὐτό κατόρθωμα, δέν πραγματοποιεῖται καί δέν ἐπιτυγχάνεται ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει μυστηριακή ζωή, μέσα στήν ὁποία νά ἑνώνεται μέ τόν Χριστό. Ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν ἐξομολογεῖται, δέν κοινωνάει, δέν προσεύχεται, δέν ἀγαπᾶ τόν Θεό, δέν τηρεῖ τίς ἐντολες τοῦ Θεοῦ στή ζωή του, δέν εἶναι δυνατόν νά ἐπιτύχει τόν ἐξαγιασμό καί τήν σωτηρία του.
Μερικοί διατυπώνουν τήν ἀπορία τί θά ἀπογίνουν τόσοι ἄνθρωποι πού δέν γνώρισαν Χριστό. Αὐτό, βέβαια, εἶναι θέμα τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά, ὅπως γράφει καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος, αὐτοί θά κριθοῦν σύμφωνα μέ τόν ἔμφυτο ἠθικό νόμο, τή συνείδηση δηλαδή πού ἔχει φυτέψει ὁ Θεός μέσα σέ κάθε ἀνθρώπινη ψυχή (Ρωμ. β΄: 14).
Αὐτοί ὅμως πού γνώρισαν τήν ἀλήθεια καί τόν θεῖο νόμο, ἄς προβληματιστοῦν ἄν δέν τόν σέβονται καί δέν τόν τηροῦν. Σ᾿ ἐκεῖνον πού ἐδόθη πολύ, θά ζητηθεῖ καί πολύ. Ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι Ἕλληνες εἰδικά, ἄς ἀναλογιστοῦμε τίς εὐθύνες πού ἔχουμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἐνώπιον τῆς ἀνθρωπότητας, ἐνώπιον τῆς ἀθάνατης ψυχῆς μας.
Ἀπό τό βιβλίο: «Νεώτερα Θαύματα τῆς Παναγίας στή Βαρνάκοβα
& Ἱστορίες γιά τήν Αἰωνιότητα»
 
 
  5 ) Σταύρος, ο "ειρήνη υμίν παιδιά μου"

 
Τύπος και υπογραμμός αρετής ανεδείχθη ο εξ Επανομής Θεσσαλονίκης καταγόμενος, τροχιοδρομικός Σταύρος Κεχαγιάς. Εγγενήθη το έτος 1910 και εκοιμήθη σε ηλικία 82 ετών.
Υπήρξε άνθρωπος μεγίστης πίστεως και πολλής αγάπης. Προ πάντων ήταν ο ειρηνοποιός. Όταν ευρίσκετο εμπρός σέ διαφωνούντες είχε πάντοτε στη γλώσσα του την προσφιλέστατη προτροπή: «ΕΙΡΗΝΗ ΥΜΙΝ παιδιά μου, ΕΙΡΗΝΗ ΥΜΙΝ»
Είχε στο τσεπάκι του γιλέκου του μέντες και καραμέλες και κερνούσε τούς διαπληκτιζομένους. Όταν κάποιος τον κακολογούσε, τον άφηνε να ξεθυμάνει και στο τέλος τον κερνούσε μία καραμέλα λέγων: «Μπράβο παιδί μου. Πάρε τώρα μία καραμέλα».
Ποτέ δεν θύμωνε.
Επί κατοχής, όταν η πείνα θέριζε τούς ανθρώπους, είχε περιθάλψει πολλές οικογένειες. Η γιαγιά Μαρούδα (η γυναίκα του) έπλενε τα ρούχα και τα καθάριζε από τις ψείρες. Το σπίτι του παππού Σταύρου ήταν πάντοτε ανοικτό και πάντοτε γεμάτο από φιλοξενουμένους. «Που θα μείνουμε απόψε; Στον Σταύρο και στην Μαρούδα», έλεγαν οι παρεπιδημούνται ξένοι στήν Θεσσαλονίκη.
Η μάνα του είχε πολλά παιδιά. Όλα τα παιδιά τα είχε μάθει να κάνουν διάφορες εργασίες και εργόχειρα. Ούτως πως ό παππούς γνώριζε να μαγειρεύει,  να καθαρίζει το σπίτι, ακόμη καί να κεντάει...
Ήταν στο έπακρον ταπεινός. Ύποκλινόταν καί στον πλέον μικρότερό του. Έβγαζε το καπέλο του στους πάντες, με το δεξί του χέρι και με το αριστερό έκανε σχήμα τιμής και σεβασμού. 
Ευγενέστατος, με μία ανυπόκριτη, αυθόρμητη αγάπη.
Είχε γίνει εγγυητής προκειμένου να σωθεί από την πορνεία μία κοινή γυναίκα. Για να επιβεβαιώνεται η ηθική της αποκατάσταση πήγαιναν μαζί κατά διαστήματα στο αστυνομικό τμήμα ηθών. Τελικώς αργότερα την πάντρεψε και αυτή και το παιδί της.
Επισκεπτότανε πολλά ιδρύματα, ορφανά, φυλακές και ασθενείς. Στην πνευματική του ζωή ήταν επιμελέστατος. Άνθρωπος των Αγίων Μυστηρίων.
Ανελάμβανε να προστατεύσει και να σπουδάσει πτωχά, εγκαταλελειμμένα και ορφανά παιδιά. Συχνά πήγαινε στο αρτοποιείο και παντοπωλείο και πλήρωνε το χρέος των πτωχών, χωρίς κανείς να το γνωρίζει, παρά μόνον ο πατήρ ημών ο  Ουράνιος «ο βλέπων εν τω κρύπτω και αποδίδων εν τω φανερώ».
Προησθάνθη τον θάνατόν του και παρήγγειλε να μη σπαταληθούν χρήματα για στεφάνια κ.λπ. Ξεψύχησε με το «ειρήνη υμίν» και με το «αγαπάτε αλλήλους». Αυτός ήταν ο πάππους ο Σταύρος, ο άνθρωπος της ειρήνης και της αγάπης ο άξιος εργάτης.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΑΠΛΟΙ ΚΑΙ ΑΠΛΑΣΤΟΙ ΚΑΙ ΑΛΗΘΙΝΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ. ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ ΙΩΑΝΝΙΚΙΟΣ ΚΟΤΣΩΝΗΣ. 2000


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου