Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2013

«Η ΜΕΓΑΛΗ ΨΑΡΙΑ» Ἁγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς

Η ΜΕΓΑΛΗ ΨΑΡΙΑ Ἁγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς

ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ 

«Η ΜΕΓΑΛΗ ΨΑΡΙΑ» (Λουκ. ε´ 1-11)
ΙΗ´ Κυρ. Μετὰ τὴν Πεντηκοστή

ἀπὸ τὸ βιβλίο
 «Ὁμιλίες Ε´-
Κυριακοδρόμιο Β´»
Ἀθῆναι 2013, μετάφρ. Π. Μπότση,σελ. 159 ἑπ.

 Δοτήρας κάθε ἀγαθοῦ εἶναι ὁ Κύριος. Κι ὅλα τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ εἶναι τέλεια. Ἔχουν τέτοια τελειότητα, ποὺ κάνουν τοὺς ἀνθρώπους νὰ θαυμάζουν. Τὸ θαῦμα δὲν εἶναι τίποτ’ ἄλλο, παρὰ ἕνα δῶρο τοῦ Θεοῦ, ἀξιοθαύμαστο. Οἱ ἄνθρωποι θαυμάζουν τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ, λόγῳ τῆς τελειότητάς τους.

Ἂν οἱ ἄνθρωποι ζοῦσαν μὲ τὴν ἁγνότητα καὶ τὴν ἀναμαρτησία τοῦ παραδείσου, δὲν θὰ περίμεναν ἀπὸ τὸν Θεὸ ν’ ἀναστήσει νεκρούς, νὰ πολλαπλασιάσει τοὺς ἄρτους ἢ νὰ γεμίσει τὰ δίχτυα μὲ ψάρια, γιὰ νὰ ποῦν ὕστερα: «Κοιτάξτε τὸ θαῦμα!» Θὰ τὸ ἔλεγαν αὐτὸ γιὰ κάθε πλάσμα τοῦ Θεοῦ, κάθε στιγμὴ καὶ μὲ κάθε ἀνάσα τῆς ζωῆς τους. Καθς μως ο νθρωποι συνήθισαν στνμαρτία, κάθε θαμα π τ’ ναρίθμητα πο κάνει  Θες στν κόσμο, χει γίνει γι τος νθρώπους συνηθισμένο θέμα. Γιὰ νὰ μὴ μείνουν τὰ θέματα αὐτὰ ὅμως τελείως ἀπαρατήρητα, γιὰ νὰ μὴν ὑποβιβαστοῦν ἐντελῶς, ὁ Θεὸς μὲ τὴν εὐσπλαχνία Του πρὸς τὸν ἄρρωστο ἄνθρωπο τοῦ δίνει ἕνα ἀκόμα θαῦμα ἀπὸ τ’ ἀμέτρητα ποὺ τοῦ ἔχει δωρίσει, γιὰ νὰ τὸν ξυπνήσει ἀπὸ τὴ σκοτεινὴ καὶ ψυχοφθόρα συνήθεια νὰ μὴ βλέπει κάτι ὑπερφυσικὸ στὰ θαύματα.

Μὲ κάθε θαῦμα Του ὁ Θεὸς θέλει νὰ θυμίσει στοὺς ἀνθρώπους πρῶτον, πὼς παρακολουθεῖ τὸν κόσμο, τὸν κυβερνᾶ μὲ τὴν παντοδύναμη θέλησή Του καὶ τὴ σοφία Του· δεύτερον, πὼς οἱ ἄνθρωποι δὲν μποροῦν χωρὶς Ἐκεῖνον νὰ κάνουν τίποτα. Καμιὰ προσπάθεια δὲν μπορεῖ νὰ εὐοδοθεῖ χωρὶς τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Καμιὰ συγκομιδὴ ποὺ ἔγινε χωρὶς τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ δὲν φέρνει ἀποτέλεσμα. Κάθε ἀνθρώπινη σοφία ποὺ στρέφεται ἐνάντια στὸ Νόμο τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἀδύνατη νὰ κάνει καλὸ ἀπὸ μόνη της ἢ νὰ προσφέρει ἔστω κι ἕνα κόκκο σινάπεως. κόμα κι ν φαίνεται πς κάνει καλ γι κάποιο διάστημα, δν εναι νθρώπινη σοφία πο τ πραγματοποιελλ τ λεος το Θεο πού, ἔστω γιὰ μία φορά, δὲν ἐγκαταλείπει ἀκόμα καὶ τὸν σκληρότερο ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς Του. Ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ τοὺς ἀνθρώπους, δὲν ἐκδικεῖται. Ὑπομένει τοὺς ἀνθρώπους, περιμένει τὴ μετάνοιά τους. Θέλει «πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α´ Τιμ. β´ 4).

 Ὑποταγμένος ἀπὸ συνήθεια σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, ὁ ἄνθρωπος πιστεύει μερικὲς φορὲς πὼς μπορεῖ νὰ κάνει σπουδαῖα πράγματα χωρὶς τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἀκόμα κι ἀντίθετα στὸν ἴδιο καὶ στὸ Νόμο Του. Νομίζει ὁ ὑποταγμένος ἄνθρωπος πὼς μπορεῖ νὰ γίνει καλὸς ἢ πλούσιος ἢ σοφὸς ἢ διάσημος μόνο μὲ τὶς δικές του προσπάθειες. Αὐτὴ ἡ ὑποταγή του ὅμως πολὺ σύντομα εἴτε τὸν ὁδηγεῖ στὴν ἀπόγνωση, δίνοντάς του ἔτσι τὴ σοφία γιὰ νὰ ἐπιστρέψει μὲ ἐπίγνωση στὸν Θεό, εἴτε τὸν ἀπομακρύνει, κυριευμένο ἀπὸ τὴν ἀφόρητη ἀγωνία τοῦ κόσμου, ὡσότου χάσει ἐντελῶς τὴν ἀνθρώπινη ἀξία του ἢ παραδοθεῖ κυριολεκτικὰ σὰ σκιὰ στὰ χέρια τῶν ἀόρατων πονηρῶν δυνάμεων.

 Ἐκεῖνος, ἀντίθετα, ποὺ πιστεύει πὼς ὁ κόσμος αὐτὸς εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ θαύματα τοῦ Θεοῦ, ὅπως κι ὁ ἴδιος, ἐρευνᾶ πάντα τοὺς τρόπους τῆς θείας πρόνοιας, παρατηρώντας μὲ δέος τὴν ἄπειρη σειρὰ τῶν θαυμάτων. Τέτοιος ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ μιλήσει ὅπως ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Ἐγὼ ἐφύτευσα, Ἀπολλὼ ἐπότισεν, ἀλλ’ ὁ Θεὸς ηὔξανεν· ὥστε οὔτε ὁ φυτεύων ἐστί τι οὔτε ὁ ποτίζων, ἀλλ’ ὁ αὐξάνων Θεὸς» (Α´ Κορ. γ´ 6-7). Κάποια ἀνάλογη σκέψη ἐκφράζεται μὲ μία παροιμία ποὺ ὑπάρχει σὲ πολλοὺς λαούς: «Ὁ ἄνθρωπος προτείνει, μὰ ὁ Θεὸς ρυθμίζει».

 Ὁ ἄνθρωπος προτείνει σχέδια, ὁ Θεὸς τ’ ἀποδέχεται ἢ τ’ ἀπορρίπτει. Ὁ ἄνθρωπος κάνει σκέψεις, λέει λόγια καὶ πράττει ἔργα· ὁ Θεὸς εἴτε τὰ υἱοθετεῖ εἴτε ὄχι. Τί υἱοθετεῖ ὁ Θεός; Αὐτὰ ποὺ εἶναι δικά Του, ποὺ προέρχονται ἀπὸ Ἐκεῖνον. Ὅ,τι δὲν εἶναι δικό Του, δὲν προέρχεται ἀπὸ Ἐκεῖνον, τὸ ἀπορρίπτει. «Ἐὰν μὴ Κύριος οἰκοδομήσῃ οἶκον, εἰς μάτην ἐκοπίασαν οἱ οἰκοδομοῦντες» (Ψάλμ. ρκϛ´ 1). Ὅταν οἱ «οἰκοδομοῦντες» οἰκοδομοῦν στὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, θὰ φτιάξουν παλάτι, ἀκόμα κι ἂν τὰ χέρια τους εἶναι ἀδύνατα καὶ τὰ ὑλικά τους φτωχά. Ἂν ὅμως οἱ οἰκοδομοῦντες χτίζουν στὸ δικό τους ὄνομα, ἀδιαφορώντας γιὰ τὸν Θεό, τὸ ἔργο τῶν χεριῶν τους θὰ πέσει, ὅπως ἔγινε μὲ τὸν πύργο τῆς Βαβέλ.

.            Ὁ Πύργος τῆς Βαβὲλ δὲν εἶναι τὸ μοναδικὸ κτίσμα στὴν ἱστορία ποὺ κατέπεσε. Ὑπῆρχαν καὶ πάρα πολλοὶ ἄλλοι πύργοι, ποὺ οἰκοδομήθηκαν ἀπὸ ἐγκόσμιους κυβερνῆτες, στὴν ἐπιθυμία τους νὰ μαζέψουν ὅλα τὰ ἔθνη κάτω ἀπὸ μία ὀροφὴ – τὴ δική τους – καὶ κάτω ἀπὸ ἕνα χέρι – τὸ δικό τους. Πολλοὶ πύργοι πλούτου, δόξας καὶ μεγαλείου ποὺ οἰκοδόμησαν ἰδιῶτες, μὲ τὴν ἐπιθυμία νὰ κυβερνήσουν τὰ πλάσματα τοῦ Θεοῦ, τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ, νὰ γίνουν δηλαδὴ μικροὶ θεοί, σκορπίστηκαν κι ἔγιναν καπνός. Οἱ πύργοι ποὺ ἔχτισαν ὅμως οἱ ἀπόστολοι κι οἱ ἅγιοι, καθὼς κι ἄλλοι θεάρεστοι ἄνθρωποι, δὲν σκορπίστηκαν. Πολλὲς βασιλεῖες, ποὺ δημιούργησε ἡ ματαιότητα τῶν ἀνθρώπων, ἔπεσαν καὶ διαλύθηκαν σὰν σκιά. Ἡ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία ὅμως ζεῖ ὣς σήμερα καὶ θὰ στέκεται ὄρθια πάνω στοὺς τάφους πολλῶν ἀπὸ τὶς σημερινὲς βασιλεῖες. Τπαλάτια το Ρωμαίου Καίσαρα, πο πολέμησε τν κκλησία, γιναν στάχτη. Τχριστιανικ σπήλαια κι ο κατακόμβες μως παραμένουν μέχρι σήμερα.Ἑκατοντάδες βασιλιάδες κι αὐτοκράτορες κυριάρχησαν στὴ Συρία, στὴν Παλαιστίνη καὶ τὴν Αἴγυπτο. Τὰ μόνα ποὺ ἔχουν ἀπομείνει ἀπὸ τὰ μαρμάρινα παλάτια τους εἶναι μερικὲς μαρμαρένιες πλάκες σὲ μουσεῖα. Τὰ μοναστήρια καὶ τὰ ἡσυχαστήρια ὅμως ποὺ ἔχτισαν τὴν ἴδια ἐποχὴ ἄνθρωποι τῆς προσευχῆς καὶ ἐρημίτες μέσα σὲ χαράδρες καὶ σὲ ἀμμουδερὲς ἐρήμους, στέκονται ὄρθια μέχρι σήμερα κι ἀναδίδουν τὴν εὐωδία τῶν προσευχῶν καὶ τοῦ θυμιάματος ποὺ ἀνεβαίνει στὸν Θεὸ ἐδῶ καὶ δεκαέξι ἢ δεκαεπτὰ αἰῶνες. Δὲν ὑπάρχει δύναμη ἱκανὴ νὰ κατεδαφίσει τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ. Τὰ εἰδωλολατρικὰ παλάτια κι οἱ πόλεις καταστρέφονται, τὰ παραπήγματα τοῦ Θεοῦ ὅμως παραμένουν ὄρθια. Αὐτὸ ποὺ κρατᾶ τὸ δάχτυλο τοῦ Θεοῦ στέκεται πιὸ σταθερὰ ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ κρατᾶ ὁ Ἄτλας στοὺς ὤμους του.

 «Ὅπως μὴ καυχήσηται πᾶσα σὰρξ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ» (Α´ Κορ. α´ 29). Ἡ σάρκα εἶναι ὅπως τὸ χορτάρι, ποὺ περιμένει νὰ ὁλοκληρωθοῦν οἱ μέρες του κι ἔπειτα νὰ ξεραθεῖ, νὰ γίνει στάχτη. Εθε  παντοδύναμος Κύριος ν μς φυλάξει λους π τ σκέψη πς εναι δυνατ ν κάνουμε κάτι καλ χωρς τβοήθεια κα τν ελογία Του. Εθε  σημεριν περικοπ το εαγγελίου νλειτουργήσει σν μία προειδοποίηση πὼς τέτοιες μάταιες σκέψεις δὲν πρέπει ποτὲ νὰ γεννηθοῦν μέσα μας. Τ σημεριν εαγγέλιο μς διδάσκει πς οπροσπάθειες τν νθρώπων εναι μάταιες, ν  Θες δν βοηθήσει. Οἱ ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ ψάρευαν, μὰ δὲν ἔπιαναν τίποτα. Ὅταν ὁ Χριστὸς ὅμως τοὺς εἶπε νὰ ξαναρίξουν τὰ δίχτυα στὴ θάλασσα, ἔπιαναν τόσα ψάρια, ὥστε τὰ δίχτυα δὲν ἄντεχαν τὸ βάρος τους καὶ σκίζονταν.


Ἂς παρακολουθήσουμε τὴ διήγηση: «Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ τὸν ὄχλον ἐπικεῖσθαι αὐτῷ τοῦ ἀκούειν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ αὐτὸς ἦν ἑστὼς παρὰ τὴν λίμνην Γεννησαρέτ. καὶ εἶδε δύο πλοῖα ἐστῶτα παρὰ τὴν λίμνην· οἱ δὲ ἁλιεῖς ἀποβάντες ἀπ’ αὐτῶν ἀπέπλυναν τὰ δίκτυα, ἐμβες δὲ εἰς ἓν τῶν πλοίων, ὃ ἦν τοῦ Σίμωνος, ἠρώτησεν αὐτὸν ἀπὸ τῆς γῆς ἐπαναγαγεῖν ὀλίγον· καὶ καθίσας ἐδίδασκεν ἐκ τοῦ πλοίου τοὺς ὄχλους» (Λουκ. ε´ 1-3). Αὐτὸ ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ περιστατικὰ ποὺ γίνονταν, ὅταν συνάζονταν μεγάλα πλήθη γιὰ ν’ ἀκούσουν τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὰ χείλη τοῦ Χριστοῦ. Γιὰ νὰ τὸν βλέπουν καὶ νὰ τὸν ἀκοῦν ὅλοι, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ διαλέξει καλλίτερο τόπο ἀπὸ μία βάρκα. Στὴν παραλία ὑπῆρχαν δύο πλοιάρια κι οἱ ψαράδες ἀσχολοῦνταν μὲ τὸ πλύσιμο τῶν διχτυῶν. Τὰ πλοιάρια αὐτὰ ἦταν κλασσικὰ μικρὰ ψαροκάικα, σὰν κι αὐτὰ ποὺ χρησιμοποιοῦνται καὶ σήμερα στὴ λίμνη Γεννησαρέτ. Τὸ πλοιάριο, ὅπου μπῆκε ὁ Κύριος, ἀνῆκε στὸ Σίμωνα, τὸν μετέπειτα ἀπόστολο Πέτρο. Ὁ Κύριος ζήτησε ἀπὸ τὸν Σίμωνα ν’ ἀπομακρύνει λίγο τὸ πλοιάριο ἀπὸ τὴν ἀμμουδιὰ κι ἔπειτα κάθισε ἐκεῖ κι ἄρχισε νὰ διδάσκει τὰ πλήθη.

«Ὡς δὲ ἐπαύσατο λαλῶν, εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα· ἐπανάγαγε εἰς τὸ βάθος καὶ χαλάσατε τὰ δίκτυα ὑμῶν εἰς ἄγραν» (Λουκ. ε´ 4). Τὴν ὥρα ποὺ ἔμπαινε στὸ πλοιάριο ὁ Κύριος, στόχευε σὲ πολλοὺς στόχους. Πρῶτον, τοῦ ἦταν πιὸ εὔκολο νὰ διδάσκει τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὸ πλοιάριο, νὰ τοὺς βοηθήσει καὶ νὰ θρέψει τὶς ψυχές τους μὲ τὴ γλυκιὰ διδαχή Του. Δεύτερον, ἤξερε πὼς οἱ ψαράδες ἦταν στενοχωρημένοι κι ἀπογοητευμένοι, ἐπειδὴ ὅλη τὴ νύχτα εἶχαν κοπιάσει καὶ δὲν ἔπιασαν οὔτε ἕνα ψάρι. Ἔτσι ἤθελε νὰ τοὺς παρηγορήσει μὲ μιὰ καλὴ ψαριά, νὰ ἱκανοποιήσει τὶς σωματικὲς κι ἄλλες ἀνάγκες τους, γιατί ὁ Θεὸς φροντίζει καὶ γιὰ τὸ σῶμα μας, ὅπως καὶ γιὰ τὴν ψυχή μας, εἶναι «ὁ διδοὺς τροφὴν πάσῃ σαρκὶ» (Ψαλμ. ρλε´ 25). Τρίτον, ὁ Κύριος ἤθελε νὰ ἱκανοποιήσει τὶς ψυχὲς τῶν ἐκλεκτῶν Του, ἐνισχύοντας τὴν πίστη τους σ’ Ἐκεῖνον, στὴν παντοδυναμία Του καὶ στὴν ἀπεριόριστη εὐσπλαγχνία Του. Τελευταῖο, μὰ σπουδαιότερο, ὁ Κύριος ἤθελε νὰ κάνει ξεκάθαρο στοὺς μαθητές Του, καὶ μέσῳ αὐτῶν σ’ ὅλους ἐμᾶς, πὼς μαζὶ μ’ Ἐκεῖνον καὶ μέσῳ Ἐκείνου, ὅλα εἶναι δυνατά· πὼς ὅλοι οἱ κόποι τῶν ἀνθρώπων χωρὶς τὴ βοήθειά Του εἶναι τόσο μάταιοι, ὅσο ἄδεια ἦταν καὶ τὰ δίχτυα τῶν ψαράδων ποὺ κοπίασαν ὅλη νύχτα καὶ δὲν ἔπιασαν οὔτε ἕνα ψάρι. Ὁ Κύριος πέτυχε τὸν πρῶτο στόχο Του καὶ τώρα προχωροῦσε στὸν δεύτερο. Εἶπε λοιπὸν στὸ Σίμωνα νὰ πάει στὰ βαθιὰ καὶ νὰ ξαναρίξει τὰ δίχτυα.


«Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Σίμων εἶπεν αὐτῷ· ἐπιστάτα, δι’ ὅλης τῆς νυκτὸς κοπιάσαντες οὐδὲν ἐλάβομεν· ἐπὶ δὲ τῷ ρήματί σου χαλάσω τὸ δίκτυον. καὶ τοῦτο ποιήσαντες συνέκλεισαν πλῆθος ἰχθύων πολύ· διερρήγνυτο δὲ τὸ δίκτυον αὐτῶν. καὶ κατένευσαν τοῖς μετόχοις τοῖς ἐν τῷ ἑτέρῳ πλοίῳ τοῦ ἐλθόντας συλλαβέσθαι αὐτοῖς· καὶ ἦλθον καὶ ἔπλησαν ἀμφότερα τὰ πλοῖα, ὥστε βυθίζεσθαι αὐτὰ» (Λουκ. ε´ 5-7). Ὁ Σίμων δὲν ἤξερε ἀκόμα ποιός ἦταν ὁ Χριστός. Τὸν ὀνόμασε «ἐπιστάτη», δηλαδὴ «κύριο», τοῦ ἔδειξε σεβασμὸ δηλαδή, ὅπως ἔκαναν καὶ πολλοὶ ἄλλοι. Βρισκόταν μακριὰ ὅμως ἀπὸ τοῦ νὰ πιστέψει τὸν Χριστὸ ὡς Υἱὸ τοῦ Θεοῦ καὶ Κύριο. Στὴν ἀρχὴ παραπονέθηκε πὼς εἶχαν κοπιάσει ὅλη νύχτα καὶ δὲν ἔπιασαν οὔτε ἕνα ψάρι, ἐπειδὴ σεβόταν τὸν Χριστὸ ὅμως ὡς καλὸ καὶ σοφὸ δάσκαλο, ἤθελε νὰ τὸν ὑπακούσει καὶ νὰ ξαναρίξει τὰ δίχτυα.

Ὁ Θεὸς δὲν ἀνταμείβει ποτὲ τοὺς κόπους τῶν ἀνθρώπων τόσο πολύ, ὅσο ἀνταμείβει μία ὑπάκουη καρδιά. Ἡ ὁλοπρόθυμη ὑπακοὴ τοῦ Πέτρου ἀποδείχτηκε πολὺ μεγάλη, ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἔθεσε ἀμέσως σὲ ἐφαρμογὴ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, μ’ ὅλο ποὺ πρέπει νὰ ἦταν κατάκοπος καὶ ἄυπνος, μούσκεμα καὶ ἀπογοητευμένος, μετὰ ἀπὸ μία νύχτα ἄκαρπης προσπάθειας. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ὑπακοή του ἀνταμείφθηκε ἀμέσως ἀπὸ τὸ ἔλεος τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ὑπακοὴ τῶν ψαριῶν, ἀφοῦ Ἐκεῖνος ποὺ δημιούργησε τὰ ψάρια, τοὺς ἔδωσε ἐντολὴ μὲ τὸ πνεῦμα Του νὰ συγκεντρωθοῦν καὶ νὰ γεμίσουν τὰ δίχτυα. Τὰ ψάρια δὲν ἔχουν φωνή. Ὁ Κύριος ὅμως τοὺς ἔδωσε ἐντολὴ μὲ τὴ δική Του φωνὴ νὰ πᾶνε στὰ δίχτυα, ὅπως μὲ τὴ φωνή Του ἔδωσε ἐντολὴ στοὺς ἀνέμους νὰ σταματήσουν καὶ στὴν ταραγμένη θάλασσα νὰ γαληνέψει. Τὰ ψάρια δὲν ἄκουσαν τὴ φωνὴ τοῦ Κυρίου γιὰ νὰ συναχτοῦν μέσα στὰ δίχτυα. Τά ᾽φερε ἐκεῖ ἡ δύναμή Του. Μὲ τὸ νὰ μαζευτοῦν στὰ δίχτυα τόσο πολλὰ ψάρια, ὁ Κύριος ἀντάμειψε πλούσια τὴν ὁλονύκτια προσπάθεια τῶν ψαράδων, ἐξανέμισε τὶς ἀνησυχίες τους καὶ κάλυψε τὶς σωματικὲς ἀνάγκες τους. Ἔτσι τὴν ἴδια μέρα πέτυχε καὶ τὸν δεύτερο στόχο Του.

 Σὰν εἶδε τόσο μεγάλο πλῆθος ἀπὸ ψάρια, ποὺ δὲν εἶχε δεῖ ποτὲ ὣς τότε στὴ ζωή του ὁ Σίμων κι ἕνας ἄλλος ποὺ ἦταν μαζί του στὴ βάρκα, ἔκανε σινιάλο στοὺς συναδέλφους του νὰ πλησιάσουν μὲ τὴ δική τους βάρκα. Καὶ δὲν γέμισε μόνο ἡ βάρκα τοῦ Σίμωνα μὲ ψάρια, μὰ κι ἡ βάρκα τοῦ Ἰακώβου καὶ τοῦ Ἰωάννη. Καὶ γέμισαν τόσο πολύ, ὥστε ἀπὸ τὸ βάρος τῶν ψαριῶν κινδύνευαν νὰ βουλιάξουν. Κι ἴσως νὰ εἶχαν βουλιάξει, ἂν δὲν ἦταν κοντά τους ὁ Κύριος.

«Ἰδὼν δὲ Σίμων Πέτρος προσέπεσε τοῖς γόνασιν τοῦ Ἰησοῦ λέγων· ἔξελθε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι ἀνὴρ ἁμαρτωλός εἰμι, Κύριε. θάμβος γὰρ περιέσχεν αὐτὸν καὶ πάντας τοὺς σὺν αὐτῷ ἐπὶ τῇ ἄγρᾳ τῶν ἰχθύων ᾖ συνέλαβον. ὁμοίως δὲ καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην, υἱοὺς Ζεβεδαίου, οἳ ἦσαν κοινωνοὶ τῷ Σίμωνι» (Λουκ. ε´ 8-10). Γεμάτος δέος ἀπὸ τὸ ἀναπάντεχο θέαμα, ὁ Πέτρος ἔπεσε γονατιστὸς στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ. Οὔτε γιὰ μιὰ στιγμὴ δὲν ἀμφέβαλε πὼς τέτοια καλὴ ψαριὰ ὀφειλόταν στὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ στὸ πλοιάριο κι ὄχι στὶς δικές του προσπάθειες. Τὸ περιστατικὸ αὐτὸ συγκλόνισε τὸν Σίμωνα ὣς τὰ τρίσβαθα τῆς ψυχῆς του, γι’ αὐτὸ καὶ στὴ συνέχεια δὲν ὀνόμασε πιὰ τὸν Ἰησοῦ «ἐπιστάτη», ἀλλὰ «Κύριο». Κάθε ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ γίνει «ἐπιστάτης», «ἀφεντικό», μὰ μόνο ἕνας Κύριος ὑπάρχει. Ὅταν ἄκουγε τὸν σοφὸ δάσκαλο νὰ διδάσκει τὰ πλήθη ἀπὸ τὸ πλοῖο, ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὴν ἀκτή, ὁ Σίμων τὸν ὀνόμασε «Ἐπιστάτη» ἢ «Διδάσκαλο». Τώρα ὅμως ποὺ εἶδε τὸ θαυμαστὸ αὐτὸ ἔργο Του, τὸν ὁμολόγησε «Κύριο».

Προσέξτε πόσο πιὸ δυνατὰ μιλᾶνε τὰ ἔργα ἀπὸ τὰ λόγια! Ἂν ποῦμε ἀκόμα καὶ τὰ γλυκύτερα λόγια, οἱ ἄνθρωποι θὰ μᾶς ἀποκαλέσουν διδάσκαλους τῶν ἀνθρώπων. Ἂν ὅμως τὰ λόγια μας τὰ ὑποστηρίζουμε μὲ τὰ ἔργα μας, τότε θὰ μᾶς ὀνομάσουν ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ. Ἴσως τὴν ὥρα ποὺ ἄκουγε ὁ Σίμων τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, νὰ σκεφτόταν μέσα του πόσο ὄμορφα καὶ σοφὰ διδάσκει. Ὁ καρδιογνώστης ποὺ τὰ ἔβλεπε ὅλ’ αὐτά, κάλεσε μετὰ τὸ Σίμωνα στὰ βάθη, γιὰ νὰ τοῦ ἀποδείξει πὼς πραγματοποιεῖ ὅσα λέει.

Ἂς δώσουμε προσοχὴ στὸν τρόπο ποὺ μίλησε ὁ Σίμων στὸν Κύριο. Ἀντὶ νὰ ἐκφράσει τὴν εὐγνωμοσύνη του καὶ τὸ θαυμασμό του γιὰ ἕνα τόσο μεγάλο θαῦμα, ἐκεῖνος εἶπε: Ἔξελθε ἀπ’ ἐμοῦ. Τὸ ἴδιο δὲ ζήτησαν οἱ κάτοικοι τῶν Γαδάρων ἀπὸ τὸ Χριστό, ὅταν θεράπευσε τὸ δαιμονισμένο; Τὸ ἴδιο ζήτησαν κι ἐκεῖνοι, μὰ δὲν εἶχαν τὸ ἴδιο κίνητρο μὲ τὸν Πέτρο. Οἱ Γαδαρηνοὶ ἀπομάκρυναν τὸν Χριστὸ ἀπὸ τὸν τόπο τους ἀπὸ πλεονεξία, ἐπειδὴ οἱ δαίμονες ποὺ ἔβγαλε ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὸ δαιμονισμένο ὁδήγησαν τοὺς χοίρους στὸν πνιγμό. Ὁ Πέτρος ὅμως συνέχισε: ὅτι ἀνὴρ ἁμαρτωλός εἰμι. Ὁ λόγος ποὺ ζήτησε ὁ Πέτρος ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ φύγει ἀπὸ κοντά του, ἦταν ἡ αἴσθηση τῆς ἁμαρτωλότητας καὶ τῆς ἀναξιότητάς του.

Ἡ αἴσθηση αὐτὴ τῆς ἁμαρτωλότητας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ εἶναι μία πολύτιμη πέτρα γιὰ τὴν ψυχή. Ὁ Κύριος τὴν ἐκτιμᾶ περισσότερο ἀπ’ ὅλους τοὺς τυπικοὺς ὕμνους δοξολογίας κι εὐχαριστίας. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ψάλλει πολλοὺς τέτοιους ὕμνους στὸν Θεὸ χωρὶς τὴν αἴσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς του, δὲν ὠφελεῖται καθόλου. Ἡ αἴσθηση τῆς ἁμαρτωλότητας ὁδηγεῖ στὴ μετάνοια, ἡ μετάνοια ὁδηγεῖ στὸν Χριστὸ κι ὁ Χριστὸς πραγματοποιεῖ τὴν ἀναγέννησηασθηση τς μαρτωλότητας εναι τ ξεκίνημα στ δρόμο τς σωτηρίας τονθρώπουὉ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει περιπλανηθεῖ πολὺ σὲ παραπλανητικοὺς δρόμους, δὲν ἔχει τίποτα καλλίτερο νὰ κάνει ἀπὸ τὸ νὰ βρεῖ τὸν σωστὸ δρόμο. Κι ὅταν τὸν βρεῖ, τὸ μόνο ποὺ τοῦ ἀπομένει εἶναι νὰ τὸν ἀκολουθήσει, χωρὶς νὰ κοιτάξει πρὸς τὰ δεξιὰ ἢ τ’ ἀριστερά του. Τί ὠφέλησε τὸν Φαρισαῖο ἡ προσευχὴ ποὺ ἔκανε στὴν ἐκκλησία, ὅταν προσπαθώντας νὰ ἐγκωμιάσει τὸν Θεό, ἐγκωμίαζε τὸν ἑαυτό του; Δὲν δικαιώθηκε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἔκανε ὁ τελώνης ποὺ χτυποῦσε τὸ στῆθος του κι ἔκραζε: «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ!» (Λουκ. ιη´ 13).

Αὐτὸ ἦταν τὸ ξεκίνημα τῆς μύησης τοῦ Πέτρου στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ὁλοκλήρωση ἔγινε ἀργότερα, ὅταν πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἀκολούθους τοῦ Χριστοῦ ἄρχισαν ν’ ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὸν Χριστό, ἐνῶ ὁ Πέτρος τοῦ εἶπε: «Κύριε, πρὸς τίνα ἀπελευσόμεθα; ρήματα ζωῆς αἰωνίου ἔχεις» (Ἰωάν. ϛ´ 68). Τώρα ὅμως, στὸ ξεκίνημα, κατάπληκτος ἀπὸ τὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ, τοῦ λέει: Ἄπελθε ἀπ’ ἐμοῦ.

Ὁ Πέτρος δὲν ἦταν ὁ μοναδικὸς ποὺ καταλήφθηκε ἀπὸ δέος. Ὁ Ἰάκωβος κι ὁ Ἰωάννης, οἱ γιοὶ τοῦ Ζεβεδαίου, καθὼς κι ὅλοι οἱ ἄλλοι ποὺ ἦταν μαζί τους, βρίσκονταν στὴν ἴδια κατάστασηλοι τους ξεκίνησαν μ φόβο γι τν Κύριο, κα τελείωσαν μ γάπη γι κενον. Ὅπως διαβάζουμε στὶς Παροιμίες, «ἀρχὴ σοφίας, φόβος Κυρίου» (Παρ. α´ 7).

Στὸν φόβο ποὺ ἔνιωθε ὁ Πέτρος, καθὼς γονάτιζε μπροστά Του, ὁ εὔσπλαγχνος καὶ πάνσοφος Κύριος ἀπάντησε: «μὴ φοβοῦ· ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔση ζωγρῶν» (Λουκ. ε´ 10). Ὁ κόσμος αὐτὸς εἶναι μία θάλασσα γεμάτη πάθη, ἡ Ἐκκλησία Μου εἶναι πλοῖο καὶ τὸ Εὐαγγέλιό μου δίχτυ, ὅπου θ’ ἁλιεύσεις ἀνθρώπους. Χωρὶς ἐμένα δὲν μπορεῖτε νὰ κάνετε τίποτα. Μαζί μου ὅμως θὰ ἔχετε τόσο καλὲς ψαριές, ποὺ θὰ γεμίσουν τὰ δίχτυά σας. Φτάνει νὰ εἶστε ὑπάκουοι σὲ Μένα, ὅπως κάνατε καὶ σήμερα. Καὶ τότε δὲν θὰ σᾶς φοβίζει κανένα βάθος καὶ ποτὲ δὲν θὰ γυρίσετε μὲ ἄδεια χέρια ἀπὸ τὸ ψάρεμα.


«Η ΜΕΓΑΛΗ ΨΑΡΙΑ» – 2 (Ἁγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς) | Χριστιανικὴ Βιβλιογραφία
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου