π. Γερβάσιος Παρασκευόπουλος: Η επικαιρότητα της ζωής και του έργου του «Αρχιμ. Αμβρόσιος Γκουρβέλος»
ΟΛΟΚΛΗΡΗ Η ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ π. ΑΜΒΡΟΣΙΟΥ ΓΚΟΥΡΒΕΛΟΥ
Αποτελεί μεγάλη τιμή καί ευλογία η κατόπιν συγκαταθέσεως τής υμετέρας Σεβασμιότητος, πρόσκληση τής Αναπλαστικής Σχολής Πατρών νά είμαι ο ομιλητής τής σημερινής βραδυάς. Σάν σήμερα, πρίν 47 χρόνια ανήμερα-όχι τυχαίως-τής εορτής τών Αγίων Θεοκηρύκων Αποστόλων, ένας άξιος διάδοχός τους έφυγε γιά τόν Ουρανό. Η ημέρα τής εξόδου μας από τή γή αυτή ή καί οι συνθήκες αυτής συχνά συνδέονται μέ τόν τρόπο κατά τόν οποίο ζήσαμε. Παρέδωσε λοιπόν στόν Αρχιποίμενα Κύριο ο Παπούλης τής Πάτρας τήν Παρακαταθήκη, πού τού είχε παραδώσει η Εκκλησία. Τελειώθηκε εν ειρήνη. Ο παιδικός πόθος του πού μετατράπηκε σέ προσευχή καί πού γεννήθηκε μέσα στό Καθολικό τής Παναγίας τής Κερνίτσας, νά μοιάσει στούς Άγιους έγινε πραγματικότητα. «Θέλω νά γίνω Άγιος, όπως τόσοι άλλοι, τούς οποίους τιμά η Εκκλησία μας. Θέλω νά κολλήσω στόν τοίχο τής Εκκλησίας, όπως οι Άγιοι τής Μονής Κερνίτσης», έλεγε ο μικρός Γεώργιος προφητεύοντας τό μέλλον του.
Αλλά καί γιά τό επαγελματικό καί μορφωτικό μέλλον τών παιδιών του εφρόντιζε. Ως αληθής ποιμένας γνώριζε, ότι δέν μπορεί νά σταθεί απαθής στό πρόβλημα τής έκπαιδεύσεως καί επαγγγελματικής αποκαταστάσεως τών παιδιών του, γι’ αυτό καί ίδρυσε σχολές βιοτεχνιας καί χειροτεχνίας, καθώς επίσης καί Νυκτερινή Σχολή αναλφαβήτων μέ μεγάλη επιτυχία. Παράλληλα δέν πρέπει νά λησμονείται η μεγάλη φιλανθρωπική προσπάθεια τού Γέροντα μέ εράνους πρός ενίσχυση τών φτωχών Πατρινών καί ιδίως τήν οργάνωση τών συσσιτίων κατά τήν περίοδο τής κατοχής.
Σεβασμιώτατε, πατέρες καί αδελφοί μου,
«...
Ήταν λίγο πρίν τίς δύο η ώρα τό πρωί τής 30ης Ιουνίου 1964, όταν ο
μακάριος Γέροντας Γερβάσιος ζήτησε επίμονα τήν εικόνα τής Παναγίας.
Παίρνοντάς την στά χέρια του άρχισε νά τήν καταφιλεί λέγοντας:
«Μανούλα μου, Μανούλα μου, μή μέ εγκαταλείπεις».
Αυτά
τά λόγια τά είχε επαναλάβει καί άλλοτε πολλές φορές, επειδή είχε
ιδιαίτερη αγάπη πρός Παρθένο Μαρία. Μέ αυτά τά λόγια παρέδωσε τήν αγία
ψυχή του στά χέρια τού Θεού. Ήταν δύο η ώρα τό πρωί, ώρα τήν οποία είχε
προβλέψει ο Γέροντας. Έφυγε από αυτό τόν κόσμο γιά νά εισέλθει στήν
αιωνιότητα, όπου συνεχίζει νά πρεσβεύει γιά τά αγαπημένα του παιδιά.
Βαρύ
πένθος απλώθηκε σ’ όλη τήν πόλη τών Πατρών, αλλά καί στήν γύρω περιοχή,
μέ τήν αναγγελία τής πρός Κύριον εκδημίας του. Οι καμπάνες τών
Εκκλησιών ηχούσαν πένθιμα. Κλήρος καί λαός εγκατέλιπαν τίς εργασίες τους
καί έσπευδαν νά αποχαιρετήσουν τόν πατέρα τους. Όλοι θρηνούσαν τήν
απώλεια. Οι χήρες τόν προστάτη, τά ορφανά τόν πατέρα, οι πτωχοί τόν
τροφοδότη, οι άρρωστοι τόν ιατρό, οι δυστυχισμένοι τόν ευεργέτη...»
«...
Όλοι όσοι τόν γνώρισαν, τόν έκλαψαν σάν πατέρα, τόν έθαψαν σάν
πατριάρχη καί τόν τίμησαν σάν Άγιο. Τό σκήνωμά του εύκαμπτο καί ζεστό!
Μέσα στόν χείμαρρο τών δακρύων, πού πλημμύρισε τόν Ναό, όλος ο λαός
ανεφώνησε μέ μία φωνή Άγιος, Άγιος... Ήταν ο αντίλαλος τού μεγάλου
εκείνου πόθου, πού είχε διά πρώτη φορά ανάψει στήν καρδιά τού μικρού
Γεωργίου, όταν εισήλθε στήν Εκκλησία τής Παναγίας στό Μοναστήρι τής
Κερνίτσης..».
Σεβασμιώτατε, σεβαστοί πατέρες καί αδελφοί,
Αποτελεί μεγάλη τιμή καί ευλογία η κατόπιν συγκαταθέσεως τής υμετέρας Σεβασμιότητος, πρόσκληση τής Αναπλαστικής Σχολής Πατρών νά είμαι ο ομιλητής τής σημερινής βραδυάς. Σάν σήμερα, πρίν 47 χρόνια ανήμερα-όχι τυχαίως-τής εορτής τών Αγίων Θεοκηρύκων Αποστόλων, ένας άξιος διάδοχός τους έφυγε γιά τόν Ουρανό. Η ημέρα τής εξόδου μας από τή γή αυτή ή καί οι συνθήκες αυτής συχνά συνδέονται μέ τόν τρόπο κατά τόν οποίο ζήσαμε. Παρέδωσε λοιπόν στόν Αρχιποίμενα Κύριο ο Παπούλης τής Πάτρας τήν Παρακαταθήκη, πού τού είχε παραδώσει η Εκκλησία. Τελειώθηκε εν ειρήνη. Ο παιδικός πόθος του πού μετατράπηκε σέ προσευχή καί πού γεννήθηκε μέσα στό Καθολικό τής Παναγίας τής Κερνίτσας, νά μοιάσει στούς Άγιους έγινε πραγματικότητα. «Θέλω νά γίνω Άγιος, όπως τόσοι άλλοι, τούς οποίους τιμά η Εκκλησία μας. Θέλω νά κολλήσω στόν τοίχο τής Εκκλησίας, όπως οι Άγιοι τής Μονής Κερνίτσης», έλεγε ο μικρός Γεώργιος προφητεύοντας τό μέλλον του.
Τό
πρόσωπο καί τό έργο τού αειμνήστου Αρχιμανδρίτου π. Γερβασίου
Παρασκευοπούλου αποτέλεσε καί αποτελεί σημείο αναφοράς γιά τήν Εκκλησία
τών Πατρών καί τήν Ελλαδική Εκκλησία ευρύτερα. Δέν μπορεί κανείς νά
μιλήσει γιά τήν εκκλησιαστική ζωή τών Πατρών χωρίς νά αναφερθεί στόν
Γέροντα τών Πατρών. Σχεδόν όλοι μας αποτελούμε άμεσα ή έμμεσα πνευματικά
παιδιά ή επιγόνους τού π. Γερβασίου. Προσωπικά είμαι πνευματικός του
απόγονος μέσω τού Πνευματικού μου πατέρα π. Γεωργίου Παπασταύρου.
Αισθάνομαι δυσκολία νά περιγράψω ένα πνευματικό γίγαντα. Καί η δυσκολία
αυξάνεται, διότι απέναντί μου έχω ακροατήριο πεπεδευμένο καί
καλλιεργημένο πνευματικά. Αρκετοί από εσάς ευτύχησαν νά έχουν πνευματικό
πατέρα καί διδάσκαλο τόν μακαριστό Γέροντα. Κάνοντας όμως υπακοή καί μέ
τήν ευχή τού Σεβασμιωτάτου, καθώς καί τού π. Γερβασίου αλλά καί όλων
σας προχωρώ στή διαπραγμάτευση τού θέματός μου, τό οποίο τιτλοφορείται
«Αρχιμ. Γερβάσιος Παρασκευόπουλος. Η επικαιρότητα τής ζωής καί τού έργου
του».
Όπως
καί στίς Μοναστηριακές Πανηγύρεις συνηθίζεται θά ξεκινήσω μέ τό
Συναξάρι τού Γέροντα, αφού η επανάληψη τού βίου τών Αγίων είναι αφορμή
μαθήσεως, ενθυμήσεως αλλά καί εμβανθύσεως καί μιμήσεως τών
εγκωμιαζομένων.
Ο
κατά κόσμον Γεώργιος Παρασκευόπουλος γεννήθηκε τήν 1 Ιανουαρίου τού
έτους 1877 από φτωχούς γεωργοκτηνοτρόφους γονείς στήν Γρανίτσα τής
ηρωοοτόκου Γορτυνίας. Μικρός γεύθηκε τό πικρό ποτήρι τής στερήσεως τής
μητρικής στοργής, λόγω θανάτου τής μητέρας του, αλλά καί τό πικρότερο
ποτήρι τής βάναυσης συμπεριφοράς τής μητρυιάς του. Μέ τή βοήθεια τής
καλής του γιαγιάς Σοφίας τελείωσε τό Δημοτικό Σχολείο στή γενέτειρά του.
Σέ ηλικία 13 ετών καταφεύγει στό Μοναστήρι τής Κερνίτσας ελπίζοντας
εκεί νά μάθει περισσότερα γράμματα. Όμως ο Ηγούμενος μή κατανοώντας τό
θησαυρό πού έκλεινε μέσα του ο μικρός Γεώργιος, τού απαγόρευσε τήν
μελέτη κατά τίς βραδυνές ώρες, τίς μόνες ελεύθερες από διακονήματα, μέ
τήν δικαιολογία τής οικονομίας χρημάτων. Όμως η μεγάλη του αγάπη γιά τήν
παιδεία τόν οδήγησε διαδοχικά στίς μεγάλες Μονές τού Μ. Σπηλαίου καί
τών Παμμεγίστων Ταξιαρχών, αλλά χωρίς δυστυχώς αποτέλεσμα. Ο Θεός μέσα
από τήν ακτινοβολούσα προσωπικότητα τού Μητροπολίτου Πατρών Ιεροθέου,
τόν οδήγησε στήν πόλη τού Πρωτοκλήτου, μέ τήν οποία συνεδέθηκε αρρήκτως
μέχρι τέλους τής ζωής του. Η κηδεία στήν Ευαγγελίστρια τού μακαριστού
Ιεροθέου, έγινε αφορμή νά γνωρίσει τόν Άγιο Νεκτάριο, Μητροπολίτη
Πενταπόλεως καί Σχολάρχη τής Ριζαρείου Σχολής καί έτσι ανέβηκε στήν
Αθήνα, όπου ολοκλήρωσε τίς εγκύκλιες σπουδές του καί τή Θεολογική Σχολή
τού Πανεπιστημίου Αθηνών. Μέ μικρές χρονικές εξαιρέσεις, έζησε στήν
Πάτρα όπου μέ κέντρο αρχικά τόν Ναό τού Αγίου Δημητρίου καί τήν
Αναπλαστική Σχολή, δημιούργησε τό τεράστιο καί πρωτοποριακό έργο του.
Από
τή μακρά καί πολύκαρπη ζωή του ήθελα νά ξεχωρίσω καί νά προβάλλω
κάποιες σημαντικές αποφάσεις, οι οποίες εφ’ ενός δείχνουν τήν πρωτοπορία
τού έργου του καί αφ ετέρου δείχνουν τήν επικαιρότητα τού έργου του
αυτού.
Πρώτο
του μέλημα ήταν η πνευματική οικοδομή αλλά καί η απαραίτητη θύραθεν
παιδεία τού ιδίου. Ήταν πολύ αυστηρός στόν εαυτό του. Φρόντιζε νά
διατηρεί τήν ψυχή καί τό σώμα του καθαρό από παντός μολυσμού σαρκός καί
πνεύματος καί νά επιτελεί αγιωσύνην εν φόβω Θεού. Η προσευχή του θερμή, η
λειτουργική καί κηρυκτική του ζωή συνεχής καί έντονη, ο ύπνος του
ελάχιστος, τό φαγητό του επίσης. Ήταν ακτήμων καί παρέμεινε πτωχός έως
τέλους. Ούτε σύνταξη δέν έβγαλε! Κάθε πνευματικό έργο κάθε εκκλησιαστική
διακονία γιά νά σταθεί καί νά καρποφορήσει πρέπει νά στηριχθεί στό
πρόσωπο τού ποιμένος. Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι προσωποκεντρική μέ τήν
έννοια ότι Εκκλησία δέν είναι ένας οργανισμός διεκπεραιώσεως
θρησκευτικών υποθέσεων, αλλά ένας χώρος συνάντησης μέ τόν Τριαδικό τόν
Αληθινό Θεό καί τούς συναθρώπους μέ στόχο τήν επίτευξη τής σωτηρίας μας.
Η αλήθεια καί η πείρα μάς διδάσκει ότι γιά όλους μας η είσοδος καί
παραμονή μας στήν Εκκλησία συνδέεται άρρηκτα μέ κάποιο πρόσωπο, μέ
κάποιον ενάρετο άνθρωπο, συνήθως Κληρικό, πού ο Θεός έστειλε στό δρόμο
τής ζωής μας. Καί αυτό διότι ως άνθρωποι θέλουμε νά δούμε στήν Εκκλησία,
νά επαληθεύεται στό κάθε ιστορικό παρόν η εντολή τού Κυρίου «Άγιοι
γίνεσθε, ότι εγώ Άγιος ειμί».
Καί
αυτό είναι ένα αίτημα επιτακτικό καί στή δική μας εποχή. Έχουμε ανάγκη
Αγίων Ποιμένων αλλά καί Αγίων πιστών. Δέν είναι λύση η κατάργηση ή η
αλλαγή κάποιων πραγμάτων ή δομών. Κυρίως χρειαζόμαστε ποιμένες πού μέ
καθαρή καρδιά καί μέ τό φωτισμό τού Αγίου Πνεύματος, μέ προφητικό ζήλο
καί χάρισμα θά μεταφέρουν τό θέλημα τού Θεού στό παρόν, ανοίγοντας
δρόμους. Η ποιμαντική είναι τέχνη τεχνών καί επιστήμη επιστημών, λένε οι
Πατέρες. Προϋπόθεση τής ποιμαντικής είναι η ορθή πίστη καί η οσιότητα
τού βίου τού ποιμένος. Ο π. Γερβάσιος υπήρξε ένας τέτοιος ποιμένας. Καί
αυτό είναι κάτι τό οποίο προφητεύθηκε από τόν μεγάλο σημειοφόρο Άγιο
Νεκτάριο τής Αιγίνης. Υπενθυμίζω τό γεγονός. «Ένα ανοιξιάτικο πρωινό, σέ
μιά αίθουσα τής Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής, διδάσκει ο διευθυντής
της Μητροπολίτης Πενταπόλεως Άγιος Νεκτάριος. Οι μαθητές συνεπαρμένοι
από τίς γύρω ομορφιές τής άνοιξης, προσπαθούν νά παρακολουθήσουν τό
μάθημα, όταν ακούν τόν διευθυντή τους νά απευθύνει τό εξής ερώτημα:
Ποιός ο ρόλος τού γνησίου Ποιμένος εν τή Ορθοδόξω Εκκλησία; Αυθόρμητα
σηκώθηκε όρθιος καί έσπευσε νά απαντήσει, ο νεαρός κληρικός Γερβάσιος,
πού ήταν μαθητής τής Σχολής: «Νομίζω Άγιε Σχολάρχα, τό νά θυσιάζει τήν
ώρα τού κινδύνου τή ζωή του αγογύστως υπέρ τών προβάτων...».
Η
απάντηση συγκίνησε τήν ψυχή τού Αγίου Νεκταρίου καί πλήρης Πνεύματος
Αγίου προσκάλεσε κοντά του τόν νεαρό κληρικό καί επιδεικνύοντάς τον
στούς άλλους είπε: Εις τό πρόσωπον τού Ιεροδιακόνου Γερβασίου βλέπω τόν
αυριανόν ταγόν τής Εκκλησίας, έναν γνήσιον ποιμένα τού χριστεπωνύμου
πληρώματος».
Ο
π. Γερβάσιος έζησε σέ εποχές πολέμων, φτώχειας, οικονομικών κρίσεων,
κατοχής, πείνας, προσφυγιάς δηλαδή σέ εποχές χειρότερες τών δικών μας.
Καί επέτυχε. Οι ευεργετημένοι πρόσφυγες, ανάμεσα στούς οποίους ζούσε,
έλεγαν χαρακτηριστικά: «Παπούλη καί ψωμάκι θέλουμε, τίποτε άλλο δέν μάς
χρειάζεται». Ο π. Γερβάσιος ήταν ποιμένας μέ συνείδηση καί
θυσιαστικότητα. Μόνο τότε τό εκκλησιαστικό έργο θά αυξάνεται καί θά
απλώνει ρίζες στίς καρδιές τών ανθρώπων. Πάνω στούς κόπους καί στίς
θυσίες στήθηκε καί τό έργο τού π. Γερβασίου.
Άς δούμε μερικά χαρακτηριστικά τής ιερατικής προσωπικότητός του ωφέλιμα γιά όλους μας.
Παρέμεινε
γιά πάντα ταπεινός εργάτης τής Ορθόδοξης Εκκλησίας, πιστός στίς αρχές
του, όπου κι άν υπηρέτησε. Στή ζωή του στάθηκε εφεκτικός καί
επιφυλακτικός έναντι τών εκκλησιαστικών αξιωμάτων καί τών επιτελικών
θέσεων. Ο ίδιος αποδέχτηκε καί τήν ηγουμενία τής Μονής Γηροκομείου
αφήνοντας τή θέση του ως καθηγητής Μέσης εκπαιδεύσεως καί τή θέση τού
Πρωτοσυγκέλλου Αθηνών καί Πατρών. Από όλες αυτές παραιτήθηκε, μή
θέλοντας νά συμβιβασθεί μέ φαύλα πρόσωπα καί τίς πρακτικές τους. Στό
θέμα τής επισκοποιήσεώς του ήταν ανοικτός αλλά χωρίς νά χρειασθεί νά
μεσιτεύσει αναξιοπρεπώς πρός τούτο. Η αλήθεια είναι, ότι ήταν απόλυτος
στίς γραμμές του. Αλλά ταυτόχρονα είχε πικρά πείρα από τήν κακή
συμπεριφορά κάποιων προσώπων, όπως τήν βίωσε στόν πόλεμο εναντίον τού
Αγίου Νεκταρίου καί τού Ιεροθέου Μητροπούλου, όσο καί στό δικό του
πρόσωπο. Αλλά καί ευρύτερα η διοικούσα τότε Εκκλησία, σιδηροδέσμια τής
κοσμικής εξουσίας καί τού δυτικόφερνου μοντερνισμού, φαινόταν–συχνά
άδικα-νά έχει απομακρυνθεί από τόν λαό καί τίς πνευματικές του ανάγκες,
έχοντας ταυτιστεί στά μάτια τού απλού λαού μέ ένα τμήμα τού κρατικού
μηχανισμού.
Σήμερα
τά πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Η Εκκλησία τής Ελλάδος είναι
αυτοδιοίκητη ρυθμίζοντας τά τού οίκου της ιεροκανονικώς, τό δέ
ποιμαντικό, ιεραποστολικό καί φιλανθρωπικό έργο της είναι ιδιαίτερα
ανεπτυγμένο αποτελώντας τήν πρώτη μέριμνα τών Αρχιερέων της. Εκείνο πού
οφείλουμε νά κρατήσουμε από τό πρόσωπο τού π. Γερβασίου είναι η διάθεσή
του νά υπηρετεί τήν Εκκλησία από κάθε θέση μέ ανιδιοτέλεια καί
αυταπάρνηση. Καί επίσης σέ καμία περίπτωση, νά μή χωριστούμε από τό σώμα
τής Εκκλησίας, σχίζοντας τόν χιτώνα τού Κυρίου Ιησού. Ιδιαίτερα γιά
εμάς τούς Κληρικούς έχει μεγάλη σημασία η θυσία όχι απλώς τού κακού
εαυτού μας αλλά καί τής φιλοδοξίας καί φιλαρχίας, καί τής κάθε τάσεως
αυτονομήσεως καί δημιουργίας προσωποκεντρικών ομάδων, γεγονότα πού
μολύνουν τή διακονία μας στήν Εκκλησία.
Η
φιλοπατρία του είναι επίσης ένα χαρακτηριστικό τής ζωής τού Παπούλη.
Ένα δείγμα της υπήρξε τό γεγονός, ότι όταν άρχισε η ιστορική εξόρμηση
τού 1912 γιά τήν απελευθέρωση τής Ηπείρου, τής Μακεδονίας καί τής
Θράκης, ο π. Γερβάσιος, διακόπτοντας τίς σπουδές του, έδωσε χωρίς
δισταγμό τό “παρών”, ως εθελοντής στρατιωτικός Ιερέας, παρασημοφορηθείς
στήν συνέχεια γιά τήν προσφορά του αυτή.
Μέ
απόφασή τού τότε υπουργού Στρατιωτικών Ελευθ. Βενιζέλου τοποθετήθηκε
άμισθος στρατιωτικός Ιερέας στό 2ο Ευζωνικό τάγμα, τό οποίο διακρίθηκε
γιά τήν ανδρεία του σέ πολλές νικηφόρες μάχες. Ο ρόλος τού π. Γερβασίου
ήταν νά εμψυχώνει καί νά στηρίζει τούς μαχητές, νά παρηγορεί τούς
τραυματίες, νά τελεί Θείες Λειτουργίες καί νά τούς κοινωνεί, νά ομιλεί
καί νά εξομολογεί, νά συμπάσχει στίς κακουχίες...”.
Ο μετέπειτα Μητροπολίτης Εδέσσης καί Πέλλης, Διονύσιος Παπανικολόπουλος, έγραψε σχετικά μέ τόν Γέροντα Γερβάσιο:
«...Τόν
ενθυμούμαι μέ φορτωμένον τόν σάκκον μέ τάς αποσκευάς του, διάβροχον καί
μέχρι λαιμού λασπωμένον νά βαδίζει δρόμον μέσα στίς λάσπες τού πεδίου
τής μάχης τών Γιαννιτσών δίπλα εις τούς αερόποδας ευζώνους μας. Καί εγώ
δέν ήμουν εις καλυτέραν κατάστασιν. Αντηλλάξαμεν θερμόν αδελφικόν
ασπασμόν καί έκαστος ακολουθήσαμεν τόν δρόμον του. Διά δευτέραν φοράν
πάλιν συναντήθημεν τήν 15η Ιουλίου 1913 στά υψώματα τού τζαμί Τεπέ,
εντός βουλγαρικού εδάφους. Ήτο τότε κατάκοπος καί νήστις. Ως μού είπε,
είχε τρείς ημέρες νά βάλει κάτι εις τό στόμα του. Είχα κάποιο
ξεροκόμματον εγώ εις τό σακκίδιόν μου. Τού τό προσέφερα. Τό εδέχθη. Μέ
ησπάσθη καί έφυγε ακολουθών τούς ευζώνους του πρός Μέτσοβον.».
Τό
1944 η φήμη του γιά τίς ικανότητές του, αλλά καί γιά τήν προσωπικότητά
του η οποία ξεπερνούσε τά αυστηρά θρησκευτικά καί πολιτικά σύνορα, τόν
φέρνουν επικεφαλής επιτροπής, η οποία προσπάθησε νά συμφιλιώσει τούς
ηγέτες τών αντιστασιακών οργανώσεων. Επιτυχία τού Γέροντα θεωρήθηκε η
αποτροπή σφαγών καί διωγμών στήν ευρύτερη περιοχή τών Πατρών.
Σήμερα
η πατρίδα μας διέρχεται μεγάλους κινδύνους. Καί αυτοί οι κίνδυνοι είναι
εν πολλοίς ύπουλοι, αφανείς, γι’ αυτό καί περισσότερο επικίνδυνοι. Ένας
από αυτούς είναι η υποτίμηση καί ο χλευασμός τής φιλοπατρίας, τής
αγάπης, γιά τήν Ελλάδα μας. Καί αυτό έχει επηρεάσει καί τό σώμα τής
Εκκλησίας, Κληρικών καί λαϊκών. Η συμπεριφορά μας αυτή ερχόμενη σέ
ευθεία αντίθεση μέ τή ζωή, τή δράση καί τή θυσία Αγίων καί ηρώων, άν
συνεχιστεί, θά έχει ολέθριες συνέπειες γιά τήν πατρίδα μας. Έφθασαν
κάποιοι νά πούν-καί δυστυχώς δέν αντιδράσαμε όσο τους αξίζει,-ότι
είμασταν καλύτερα κάτω από τήν σκλαβιά τών αλλοθρήσκων Τούρκων. Άλλοι
πάλι λένε, ότι ως Εκκλησία πρέπει νά ασχολούμαστε μόνο μέ τήν σωτηρία
τών ανθρώπων καί δέν μάς αφορά τό μέλλον τής Ελλάδος μας. Αλλά η ιστορία
εκδικείται, όσους τήν ξεχνούν. Ως συνειδητά μέλη τής Εκκλησίας καί
Έλληνες τιμώντας τόν π. Γερβάσιο σήμερα, οφείλουμε καί σέ αυτό νά τόν
μιμηθούμε. Είμαστε Ορθόδοξοι αλλά είμαστε καί Έλληνες καί καυχόμαστε καί
γιά τά δύο καί είμαστε έτοιμοι νά αγωνιστούμε καί γιά τά δύο, εάν
χρειασθεί.
Ένα
τρίτο σημείο τής φυσιογνωμίας τού π. Γερβασίου είναι η θέση του έναντι
τού αιτήματος γιά εκκλησιαστική μεταρρύθμιση. Γράφει ο Γέροντας σχετικά:
Η «Εκκλησιαστική μεταρρύθμισις, (αφορά) τό ορατόν καί διοικητικόν μέρος
τής Εκκλησίας ημών. Πιστεύομεν ότι τό ιερώτατον τούτο έργον είναι
επείγον αφορών αυτήν τήν ύπαρξιν τής Ορθοδοξίας...». Καί συνεχίζει: αυτή
η μεταρρύθμιση δέν αφορά «τά αιώνια όρια ά έθεντο οι Πατέρες ημών καί
νόμους υπάρχοντες εις τόν αιώνα καί υπέρ πάντας τούς βασιλικούς καί
εξωτερικούς νόμους (Επίκαιρα προβλήματα, σ. 160). Καί καταλήγει:
«Οπίσω εις τούς Πατέρας καί εις τήν Ορθοδοξίαν εκείνων», είναι τό
σύνθημα τής σωζούσης επιστροφής, ήν λέγομεν μεταρρύθμισιν» (σ. 162). Ο
π. Γερβάσιος ως εκκλησιαστική μεταρύθμιση εννοούσε τήν επιστροφήν στό
πατερικό ήθος. Καί πράγματι έτσι είναι. Αναφέρθηκε καί νωρίτερα, ότι
χρειαζόμαστε ποιμένες μέ πνεύμα θυσίας καί αυταπάρνησης, μέ ήθος,
έμπνευση καί φωτισμό. Διότι μόνο θυσιαζόμενος κανείς πρωτοπορεί. Ένας
τέτοιος ποιμένας προσλαμβάνει κάθε εποχή καί τήν εγκεντρίζει στό σώμα
τού Χριστού, τήν εκκλησιαστικοποιεί, τήν μεταμορφώνει. Όλα τά καλά τού
κόσμου είναι δικά μας, δηλαδή τού Θεού δώρα είναι. Άρα όλα μπορούμε νά
τά χρησιμοποιήσουμε εν Χριστώ.
Ο
π. Γερβάσιος στηριζόμενος στό παράδειγμα καί τήν Ορθοδοξία τών Αγίων
Πατέρων έδωσε έμφαση στό πνευματικό του έργο σέ δύο κυρίως τομείς, οι
οποίοι είναι εξόχως επίκαιροι. Ο πρώτος είναι η Θ. Λατρεία καί ο
δεύτερος η Κατήχηση καί Αγωγή. Καί στά δύο κατέστη πρωτοπόρος αλλά
πάντοτε συνδεδεμένος μέ τίς πατερικές πηγές.
1.
Κατήχηση καί αγωγή. Χρησιμοποιούμε τούς δύο αυτούς όρους καθώς η
κατήχηση αφορά κυρίως τούς μεγάλους ενώ η αγωγή τά παιδιά καί τούς
νέους. Αρχικά ο π. Γερβάσιος εργάστηκε μέσα από τό Μυστήριο τής
Εξομολογήσεως, στό οποίο μεγίστη σημασία έδινε και δικαίως. Διότι ο
Πνευματικός καί η εμπιστοσύνη σ’ αυτόν, θά μάς κρατήσει στό Χριστό καί
στήν ελπίδα, όταν αρχίζουν οι μπόρες καί οι πειρασμοί τής ζωής. Μέσα στό
Εξομολογητήριο καλλιεργούσε θεόσδοτες κλήσεις είτε γιά τήν αφιέρωση καί
τόν μοναχισμό είτε γιά τήν οικογενειακή ζωή. Καί από τίς δυό τάξεις
πιστών ετοίμαζε καί κατήρτιζε τά στελέχη τού πνευματικού έργου του.
Στιχών στήν πατερική διδασκαλία, όπως τά γραφόμενα από τόν Μ. Βασίλειο,
συνιστούσε τήν συχνή καί καλώς προετοιμασμένη Θεία Κοινωνία. Ο ίδιος
λειτουργούσε τουλάχιστον τετράκις τής εβδομάδος, διότι γνώριζε
εμπειρικώς, ότι από τό Άγιο Θυσιαστήριο ξεκινούν καί καταλήγουν τά
πάντα. Γύρω από τή Θ. Κοινωνία περιστρέφεται όλη μας η ζωή καί τό αιώνιο
μέλλον μας. Όμως προχώρησε καί περαιτέρω. Ως θεοφώτιστος αλλά καί
ευφυής άνθρωπος έβλεπε, ότι γιά νά κρατηθούν οι άνθρωποι στό δρόμο τού
Ευαγγελίου καί ιδιαίτερα οι νέοι δέν αρκεί μόνο η συμμετοχή στά ιερά
Μυστήρια ή σέ ένα ωριαίο εβδομαδιαίο κήρυγμα, αλλά χρειάζεται η
αλληλοβοήθεια καί στήριξη μεταξύ τών μελών τής Εκκλησίας, η οποία
στηρίζεται στήν κοινωνία καί στόν σύνδεσμο τής εν Χριστώ αδελφότητος.
«Αδελφός υπ’ αδελφού βοηθούμενος ως πόλις οχυρά» σημειώνει ο αδιάψευστος
αγιογραφικός λόγος. Ο π. Γερβάσιος ίδρυσε τά πρώτα κατηχητικά σχολεία
στήν Ελλάδα τόν Απρίλιο τού 1923 ως ένα ολοκληρωμένο σύστημα ζωής καί
πνευματικής τροφής, πού αγκαλιάζει, ει δυνατόν, όλη τήν ζωή τού
ανθρώπου. Γιά τά νήπια δημιούργησε τά πρώτα εκκλησιαστικά νηπιαγωγεία.
Στήν συνέχεια οι κατηχητικές ομάδες είχαν χωριστεί σέ τρείς βαθμίδες
κατά φύλο καί ηλικία. Είχε συντάξει καί σχετικά βοηθήματα καί
προγράμματα διδασκαλίας, πού δείχνουν τήν σοβαρότητα καί συστηματικότητα
τής όλης προσπάθειας. Διοργάνωνε ακόμη εκδρομές μέ κέντρο τήν Θ.
Λειτουργία αλλά καί τήν ψυχαγωγία καί τήν εν Χριστώ αναστροφή. Καί
επειδή γνώριζε τήν σημασία τής κοινής ζωής ίδρυσε τίς παιδικές εξοχές
καί κατασκηνώσεις, ήδη πρίν τόν Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Επίσης
χρησιμοποίησε χριστιανικά άσματα κατάλληλα γιά τά παιδιά. Όσοι φοιτήσαμε
σέ Κατηχητικά, στά οποία υπεύθυνοι ήσαν στελέχη τής Αναπλαστικής
Σχολής, ηχεί στά αυτιά μας, ο ψαλμικός στίχος πού ψάλαμε σέ κάθε
συνάντηση: «άφετε τά παιδία, έρχεσθαι πρός με καί μή κωλύετε αυτά, τών
γάρ τοιούτων εστίν η βασιλεία τών ουρανών».
Αλλά καί γιά τό επαγελματικό καί μορφωτικό μέλλον τών παιδιών του εφρόντιζε. Ως αληθής ποιμένας γνώριζε, ότι δέν μπορεί νά σταθεί απαθής στό πρόβλημα τής έκπαιδεύσεως καί επαγγγελματικής αποκαταστάσεως τών παιδιών του, γι’ αυτό καί ίδρυσε σχολές βιοτεχνιας καί χειροτεχνίας, καθώς επίσης καί Νυκτερινή Σχολή αναλφαβήτων μέ μεγάλη επιτυχία. Παράλληλα δέν πρέπει νά λησμονείται η μεγάλη φιλανθρωπική προσπάθεια τού Γέροντα μέ εράνους πρός ενίσχυση τών φτωχών Πατρινών καί ιδίως τήν οργάνωση τών συσσιτίων κατά τήν περίοδο τής κατοχής.
Όμως,
η κατήχηση δέν σταματούσε ποτέ. Γι’ αυτό, γιά κάθε ηλικία καί τάξη
ανθρώπων γίνονταν πνευματικές συνάξεις, τέσσερις φορές τήν εβδομάδα. Οι
κατηχητικές συναντήσεις δέν σταματούσαν ούτε τό καλοκαίρι. Ο διάβολος,
έλεγε, δέν κάνει διακοπές τό καλοκαίρι, τουναντίον κάνει γενική
επιστράτευση καί ολομέτωπη επίθεση κατά τών χριστιανών.
Ένα
επίσης χαρακτηριστικό τού έργου τού π. Γερβασίου ήταν η συμμετοχή σ’
αυτό ανθρώπων κάθε κοινωνικής τάξεως καί οικονομικής δυνατότητος. Κέντρο
τής δράσης του ήταν τά Προσφυγικά, οι αποροιμένοι καί περιφρονημένοι
τής Πατραϊκής κοινωνίας τού μεσοπολέμου. Στήν Αναπλαστική μάλλον
πλεόναζαν καί πλεονάζουν οι απλοί άνθρωποι τού μόχθου, οι τεχνίτες, οι
εργάτες, οι μεροκαματιάρηδες. Συχνά στήν Εκκλησία, ή στίς χριστιανικές
προσπάθειες κοιτάμε τό έξω τού ανθρώπου καί όχι τόν έσω άνθρωπο. Αλλά μέ
τόν τρόπο μας αυτόν απομακρύνουμε τούς άσημους καί ανώνυμους, πού
αισθάνονται κοντά μας άβολα.
2.
Ο δεύτερος άξονας τού έργου του ήταν η Θ. Λατρεία. Βασικό στοιχείο τής
πνευματικής εργασίας ανάμεσα στούς νέους καί τούς μεγαλυτέρους ήταν η
λειτουργική ζωή. Αρχικά στόν Άγιο Δημήτριο καί τήν Αγία Αικατερίνη καί
στήν συνέχεια στήν Αγία Ταβιθά καθιέρωσε τίς όρθρου βαθέος Θ.
Λειτουργίες, προκειμένου νά ανεφοδιάζονται πνευματικά οι πιστοί καί
μάλιστα οι εργαζόμενοι, οι οποίοι εγκαίρως έπρεπε νά βρίσκονται στήν
καθημερινή εργασία τους. Σχεδόν καθημερινώς η ακολουθία ξεκινούσε στίς 3
τό πρωί καί τελείωνε κατά τίς 7 μαζί μέ τή Θ. Λειτουργία, όπου κατά
δεκάδες τά πνευματικά του παιδιά μεταλάμβαναν τού Σώματος καί τού
Αίματος τού Κυρίου μας. Όσοι έζησαν τίς Λειτουργίες αυτές μιλούν γιά
ουράνιες καταστάσεις. Ο π. Γερβάσιος στεκόταν πάντοτε όρθιος, σιωπηλός,
σκυμμένος ελαφρά πρός ανατολάς, προσευχόμενος, μέ δάκρυα στά μάτια. Η
συμψαλμωδία, μάλιστα κατά τίς μαθητικές Λειτουργίες, η σωστή εκφορά τών
εκφωνήσεων καί τών ευχών, η κατανυκτική ατμόσφαιρα, η λιτότητα καί η
σοβαρότητα, δημιουργούσαν μιά εικόνα τών πρωτοχριστιανικών λατρευτικών
συνάξεων. Μοναχός συνειδητός ο ίδιος καθιέρωσε μοναστηριακές πρακτικές
στό καθημερινό πρόγραμμα τών Κατασκηνώσεων καί τών Λειτουργιών. Στίς
Κατασκηνώσεις καθημερινά προβλέπεται μέχρι σήμερα σύντομος Όρθρος (τά
βασικά του στοιχεία), Αγιογραφική καί αγιολογική μελέτη, Εσπερινός καί
Απόδειπνο. Είναι διαπιστωμένο, ότι οι κατασκηνωτές τής Αναπλαστικής
γνωρίζουν νά διαβάζουν κείμενα, νά ψάλλουν, νά βρίσκουν χωρία τής Αγίας
Γραφής, νά γνωρίζουν βασικές αρχές τής Ορθοδόξου πίστης μας, νά έχουν
στοιχειώδη αντιαιρετική πανοπλία. Βέβαια είναι Κατασκήνωση «δύσκολη»,
αλλά, όπως στόν Στρατό υπάρχουν πολλά σώματα καί όπλα, έτσι καί στήν
Εκκλησία χρειαζόμαστε ειδικές δυνάμεις γιά όσους τό επιθυμούν. Δέν τίς
καταργούμε ή τίς υποτιμούμε, επειδή εμείς δέν τίς αντέχομε.
Ένα
επίσης ωραίο μοναστηριακό έθιμο μέ πολύ σημασία είναι η εμμελής
μνημόνευση τών κτιτόρων καί ευργετών τής Σχολής καί τής Κατασκηνώσεως σέ
κάθε Θ. Λειτουργία αλλά καί στήν κατασκηνωτική Τράπεζα. Τά παιδιά
μαθαίνουν νά ευχαριστούν, μαθαίνουν ότι έχουν πνευματικές ρίζες,
μυούνται στήν ευχαριστιακή προσευχή, εμπνέονται νά συναριθμηθούν καί
αυτοί στούς ευεργέτες τών έργων τού Θεού.
Επειδή
σκοπός τών συχνών Θ. Λειτουργιών ήταν η συμμετοχή καί η πνευματική
οικοδομή, κατήργησε τήν διατίμηση τών κεριών καί τίς δισκοφορίες, πού
έφερναν σέ δύσκολη θέση πολλούς πτωχούς ανθρώπους. Αυτό δέν σημαίνει,
ότι δέν συνιστούσε τήν προσφορά πρός τόν οίκο τού Θεού καί υλικών
αγαθών. Γι’ αυτό καί επαναλάμβανε τό χωρίο «ουκ οφθήσομαι ενώπιόν Σου
(Κύριε) κενός».
Θέλοντας
νά δείξει τήν ιδιαίτερη επιμέλεια πού απαιτείται γιά τήν Λατρεία τού
Θεού, έδιδε μεγάλη σημασία στήν Παρασκευή τού προσφόρου καί τού νάματος
γιά τή Θ. Λειτουργία. Μέ τήν σύστασή του γίνονταν ειδικά φροντιστήρια
πρός τόν σκοπό αυτό. Καί η προσπάθειά του αυτή μέχρι σήμερα αποδίδει
πλούσιους καρπούς. Κατά κοινή ομολογία η Πάτρα είναι από τίς λίγες
περιοχές πού οι πιστοί, καί μάλιστα οι γυναίκες, ζυμώνουν πολλά καί καλά
πρόσφορα, δίδοντας ξεχωριστή σημασία στό ιερό αυτό έργο.
Όμως
ο π. Γερβάσιος καλλιέργησε ιδιαιτέρως καί τό λειτουργικό κήρυγμα.
Θεωρούσε καί πολύ σωστά καί σύμφωνα μέ τούς Ιερούς Κανόνες, ότι δέν
νοείται Θ. Λειτουργία χωρίς κήρυγμα. Ο ίδιος μιλούσε προετοιμασμένος,
μετά τό Ευαγγέλιο καί περί τά 12 λεπτά. Όμως επειδή γνώριζε ότι αυτό δέν
επαρκεί, συμπλήρωνε καί ανέπτυσσε ευρύτερα τήν ερμηνεία στά θέματα
Θείας Λατρείας καί στά εσπερινά του κηρύγματα. Έχουμε σειρά κηρυγμάτων
γιά τά θέματα αυτά. Ουσιαστικά καί τά τρία βιβλία τά οποία συνέγραψε ο
Γέροντας, στό θέμα τής εν επιγνώσει Λατρείας τού Θεού αποβλέπουν. Ο
ίδιος γνώριζε άριστα τήν Παλαιά καί τήν Καινή Διαθήκη καθώς καί τούς
Πατέρες τής Εκκλησίας, τών οποίων χωρία χρησιμοποιεί αφθόνως στά βιβλία,
στίς ομιλίες του αλλά καί στίς κατ’ ιδίαν συζητήσεις καί νουθεσίες.
Θά
αναφέρω ένα θαυμαστό γεγονός, στό οποίο φαίνεται ο συνδυασμός αγιότητος
καί μορφώσεως. Ο αείμνηστος Μοναχός Βαρλαάμ, αδελφός τής Προηγουμένης
Μακρίνας τής Ιεράς Μονής Ελεούσης, εγκαταβιούσε τότε στήν Μονή
Χρυσοπηγής τής Δίβρης. Αντιμετώπιζε ένα σοβαρό πρόβλημα καί αποφάσισε νά
συμβουλευθεί τόν π. Γερβάσιο. έφθασε στήν Αναπλαστική Σχολή μεσημέρι. Ο
Γέροντας αναπαυόταν καί η αείμνηστη κ. Αθηνά Θεοδοσίου δέν τόν άφηνε νά
ενοχλήσει τόν Παπούλη. Τότε ο π. Γερβάσιος, χωρίς νά γνωρίζει ποιός τόν
ζητούσε είπε: «Πέστε στόν π. Βαρλαάμ νά έλθει». Ο π. Βαρλαάμ εισήλθε
στό κελί τού Γέροντα καί αυτός χωρίς χρονοτριβή τού λέει: «Πήγαινε στή
βιβλιοθήκη τού δωματίου καί από τό ράφι αυτό πάρε τό τάδε βιβλίο. Άνοιξε
στήν σελίδα αυτή, διάβασε καί αυτό νά πράξεις». Εκεί ήταν όντως η
απάντηση!
Καί
ένα ερώτημα γιά εμάς. Πόσοι έχουμε έστω μιά φορά διαβάσει ολόκληρη τήν
Αγία Γραφή, Παλαιά καί Καινή Διαθήκη; Οι Άγιοι Πατέρες καί ο π.
Γερβάσιος εν προκειμένω ουσιαστικά τή γνώριζαν εις βάθος, ανασύροντας
από τό θησαυρό αυτό, χωρία καί γεγονότα πρός οικοδομήν τών ιδίων καί τών
άλλων. Πόσο μελετούμε τίς πατερικές πηγές προκειμένου νά τίς
χρησιμοποιούμε στά κηρύγματα ή στά κατηχητικά μας; Τί διαβάζουν τά
παιδιά καί τά εγγόνια μας, άν διαβάζουν, καί τί τούς διηγούμαστε εμείς;
Ιδιαίτερη
σημασία έδωσε ο μακαριστός Γέροντας καί στό θέμα τών άλλων Μυστηρίων.
Γνώριζε πόσο σημαντικό είναι νά ξαναβρούμε τό σκοπό τών ιερών Μυστηρίων,
διότι αυτά είναι οι θύρες τής Χάριτος τού Θεού. Μιλήσαμε ήδη γιά τήν
Εξομολόγηση καί τή Θεία Λειτουργία. Ο π. Γερβάσιος επανατόνισε έργω καί
πράξει καί τά Μυστήρια τού Βαπτίσματος καί τού Χρίσματος. Καυτηρίαζε τήν
πλημελή τέλεσή τους αλλά καί τήν έλλειψη προσευχητικής συμμετοχής σ’
αυτά, πού τά μετατρέπουν σέ κοσμικά γεγονότα. Ένα θαυμαστό γεγονός
αναφέρεται σχετικά μέ τό θέμα τού Βαπτίσματος. Είχε διδάξει στά παιδιά
καί μάλιστα στά κορίτσια, πώς σέ περίπτωση κινδύνου νά αεροβαπτίζουν τά
παιδιά. Συνιστούσε σέ περίπτωση πού δέν μπορεί νά πραγματοποιηθεί ούτε
αεροβάπτισμα, διότι δέν μπορεί τό νεογνό νά μετακινηθεί, ο ποιών τό
Βάπτισμα ανάγκης νά βουτά τά τρία δάκτυλά του στό έλαιο καί τό νερό τού
καντηλιού καί μέ αυτά νά σταυρώνει τό σώμα τού παιδιού, λέγοντας «Εις τό
όνομα τού Πατρός καί τού Υιού καί τού Αγίου Πνεύματος». Μιά πνευματική
κόρη τού Παπούλη, βρίσκεται μάλλον ανάμεσά μας, βρέθηκε σέ μιά τέτοια
περίπτωση, δίνοντας στό βαπτιζόμενο τό όνομα Παρασκευή. Τήν ώρα πού
σταύρωνε τό παιδί, ένιωσε κάτι σάν ηλεκτρικό ρεύμα νά τή διαπερνά καί
ταυτοχρόνως δάκρυα νά εξέρχονται άφθονα καί αβίαστα από τά μάτια της.
Συγκλονισμένη, τό απόγευμα τής ιδίας ημέρας επισκέπτεται τόν π.
Γερβάσιο. Αυτός μόλις τήν είδε καί πρίν αυτή πεί τό ότι δήποτε,
σηκώθηκε, τήν υποδέχθηκε μέ ενθουσιασμό λέγοντάς της «Κόρη μου, σέ
ζηλεύω. Ένιωσες σήμερα τό Άγιο Πνεύμα».
Επίσης
μεγάλη σημασία έδινε ο Γέροντας στό Χρίσμα. Γι’ αυτό μόλις τό
νεοφώτιστο έβγαινε από τήν Κολυμβήθρα, ζητούσε όλο τό Εκκλησίασμα νά
γονατίσει καί νά ψάλλει τό ύμνο τής Πεντηκοστής «πάντα χορηγεί τό Πνεύμα
τό Άγιον». Στήν συνέχεια προχωρούσε μέ μεγαλοπρέπεια καί ιεροπρέπεια
στήν σφράγιση τού νεοφωτίστου μέ τό Άγιο Μύρο. Επίσης συνιστούσε τό
εφορκιστόν καθαγιασμένο έλαιον, πού απέμενε μετά τήν άλειψη τού σώματος
τού βαπτιζομένου, νά τό κρατούν οι γονείς του στό εικονοστάσι καί νά τό
χρησιμοποιούν ως φυλακτήριο καί φάρμακο κατά τών δαιμονικών επηρειών καί
τών ποικίλων ασθενειών.
Αλλά
καί γιά τόν Γάμο καί τήν σωστή προετοιμασία γιά αυτόν, είπε καί έγραψε
πολλά. Ο ίδιος ως εφημέριος επανέφερε τήν τέλεση τού Γάμου μέσα στή Θεία
Λειτουργία, φυσικά γιά πρόσωπα καταλλήλως προετοιμασμένα. Ήταν
προσγειωμένος στήν πραγματικότητα καί αυτό φαίνεται καί γραπτώς από τά
άρθρα καί τά βιβλία του, αλλά δέν ήθελε νά στερήσει τούς ανθρώπους από
τά υψηλά καί μεγαλειώδη, πού θέτει ως στόχους η εν Χριστώ ζωή.
Καί
στό θέμα τού Μοναχισμού η θέση του ήταν η παραδοσιακή. Ενίσχυε καί
αύξανε τίς μοναχικές κλήσεις. Πλήθος είναι τά πνευματικά του παιδιά πού
έγιναν μοναχοί καί μοναχές καί εκόσμησαν καί κοσμούν μέ τίς αρετές τους
καί τή θεοφιλή εγκαταβίωσή τους, τά Μοναστήρια μας.
Είναι
σημαντικό γιά τήν εποχή τότε καί τώρα η προσαρμογή τού ωραρίου τών
Ακολουθιών καί τών κατηχητικών κηρυγμάτων στίς ανάγκες τού ποιμνίου.
Συχνά εμείς οι Κληρικοί φαινόμαστε νά κινούμαστε σέ άλλους κόσμους
παρωχημένους εδώ καί δεκαετίες. Οι πολύ πρωϊνές Λειτουργίες καί μετά τή
Δύση τού ηλίου συνάξεις καθιερώθηκαν από τόν Παπούλη μέ βάση τόν τρόπο
ζωής τής πλειοψηφίας τών πιστών.
Ο
π. Γερβάσιος ακολουθώντας τό παράδειγμα άλλων πατέρων, προχώρησε στήν
σύνταξη νέων ευχών-ήταν άριστος χειριστής τής ελληνικής
γλώσσας-προκειμένου μέ τόν τρόπο αυτό νά εκκλησιαστικοποιήσει
καινούργιες ανάγκες τής κοινωνίας. Έτσι συνέταξε τήν πρώτη γνωστή ευχή
γιά τήν ευλόγηση τής Βασιλόπιττας, δίδοντας άλλη διάσταση σ’ ένα ηθικώς
αδιάφορο έθιμο. Επίσης συνέταξε ευχή γιά τή φύτευση δένδρου. Μάλιστα η
ευχή αυτή διαβάστηκε στόν αγιασμό πού τελέστηκε μετά τήν νεανική Θ.
Λειτουργία τόν Φεβρουάριο τού 1929 καί πρίν τήν έναρξη τής
δενδροφυτεύσεως στόν Προφήτη Ηλία. Ένα από τά πεύκα αυτά, αυτό πού
φύτευσε ο π. Γερβάσιος κατά τήν κοπή του τό 1960 βρέθηκε νά έχει
θαυμαστώς αποτυπωμένο εντός του τόν Τίμιο Σταυρό. Μάλιστα στήν
συγκεκριμένη περίπτωση αναφέρουν αυτόπτες κατά τήν δενδροφύτευση, ότι
μετά τόν Αγιασμό ο π. Γερβάσιος μίλησε στά παιδιά γιά τήν αξία τού έργου
αυτού. Βλέπουμε, αγαπητοί μου, πώς οι Γέροντες καί οι Άγιοι είχαν
αληθινή καί υγιή οικολογική συνείδηση.
Οι δύο αυτοί άξονες Κατήχησης καί Λατρείας αλληλοσυμπληρώνονται καί βοηθούνται δημιουργώντας αληθινούς χριστιανούς.
Η
μέριμνα τού π. Γερβασίου γιά τήν Κατήχηση καί τήν Λατρεία –-ήταν τό
κύριο μέλημά του καί εν ζωή καί μετά θάνατον. Θά αναφέρω αναλυτικώς δύο
θαυμαστά γεγονότα, τά οποία επαληθεύουν αυτή τήν αλήθεια, αλλά
αποδεικνύουν καί τήν παρρησία τού π. Γερβασίου ενώπιον τού Θρόνου Κυρίου
Παντοκράτορος.
Ήταν
παραμονή τής Μεταμορφώσεως τού Σωτήρος, αρχές τής δεκαετίας τού ’70.
Στήν κατασκήνωση τών κοριτσιών στά Συχαινά αρχηγός ήταν η αείμνηστη
Αικατερίνη Ανδρικοπούλου. Παρά τίς προσπάθειες τών υπευθύνων δέν
βρισκόταν Ιερέας νά λειτουργήσει τήν επόμενη μεγάλη εορτή γιά τά παιδιά.
Ούτε γιά πρόσφορο εφρόντισαν. Εξάλλου, τί νά τό έκαναν; Στενοχωρημένες
έπεσαν γιά ύπνο, αφού προσκύνησαν γεμάτες παράπονο τόν τάφο τού Γέροντα.
Τό πρωί τούς ξύπνησε ο κτύπος τής καμπάνας τού Ναού τής Αγίας
Παρασκευής. Πετάχτηκαν ξαφνιασμένες. Ποιός χτυπά τήν καμπάνα; Έσπευσαν
στήν Εκκλησία, όπου έκπληκτες βλέπουν τόν ενάρετο αείμνηστο Ιερέα π.
Νικόλαο Κογιώνη νά στέκεται εκεί καί νά περιμένει. «Πάτερ ποιός σάς είπε
νά έλθετε σήμερα νά λειτουργήσετε, αλλά καί ποιός σάς άνοιξε τήν
κλειδωμένη πόρτα τής Κατασκήνωσης;» «Ο Παπούλης, ο π. Γερβάσιος
εμφανίστηκε σέ μένα καί μέ κάλεσε νά λειτουργήσω γιά τά παιδιά του. Ο
ίδιος μού άνοιξε τήν πόρτα» αποκρίθηκε ο π. Νικόλαος. «Πάτερ, δέν έχουμε
πρόσφορο» ξαναρώτησαν τό ίδιο απορημένες. «Θά φροντίσει καί γι’ αυτό ο
Παπούλης» είπε καί πάλι ο ευλαβέστατος Ιερεύς. Καί πράγματι. Μιά γυναίκα
κατηφορίζει από τήν πύλη πρός τήν Εκκλησιά, κρατώντας σέ καθαρή πετσέτα
τό πρόσφορό της. «Κυρία μου, πού έμαθες ότι έχουμε Εκκλησιασμό καί πώς
ήρθες τόσο πρωί;» «Ξεκίνησα νά πάω τό πρόσφορό μου, πρωί-πρωί στόν Άγιο
Νικόλαο τών Συχαινών γιά νά προλάβω τήν Προσκομιδή. Αλλά στό δρόμο ένας
γέροντας παπάς μέ σταμάτησε καί μού είπε: Κόρη μου, πού πάς; Στόν Άγιο
Νικόλαο έχει ο παπάς πρόσφορα. Νά τό πάς στήν Κατασκήνωση, γιά νά
λειτουργήσουν, μού είπε καί εξαφανίστηκε. Έτσι ήλθα». «Ποιός ήταν ο
παπάς;» Η απάντηση είναι φανερή.
Ήταν
βράδυ στήν Κατασκήνωση τών κοριτσιών. Στό μεγάλο θάλαμο τά παιδιά
κοιμούνται. Μιά ομαδάρχισσα πού είναι παρούσα ανάμεσά μας, παρέμενε
ξύπνια, προσέχωντας τίς κατασκηνώτριες. Έκανε ζέστη καί η ομαδάρχισσα
βγήκε στήν πόρτα νά πάρει αέρα. Ξαφνικά ακούει σουρτά βήματα καί κτύπους
από μπαστούνι νά πλησιάζουν από τήν Εκκλησία. Δέν φαινόταν κάποιος,
μόνο ήχος. Φοβισμένη η κοπέλα μπήκε μέσα καί στάθηκε όρθια καί
προσευχόμενη δίπλα στό κρεβάτι της. Ο ήχος πλησίασε. Ο αόρατος άνθρωπος
έκανε ένα γύρο εξωτερικά τού θαλάμου καί στήν συνέχεια μπήκε στό
εσωτερικό του. Όταν πλησίασε στήν ομαδάρχισσα αυτή έκανε τό Σταυρό της.
Καί τότε ο αόρατος επισκέπτης άρχισε νά απομακρύνεται καί συνάμα μιά
άρρητη ευωδία απλώθηκε.
Ποιός
ήταν αυτός, πού περπάταγε στήν Κατασκήνωση, ανάμεσα στά παιδιά; Είναι
αυτός πού τό πανωφόρι του, δηλαδή τό αγιασμένο σώμα του είναι
θησαυρισμένο πίσω από τόν Ναό τής Αγίας Παρασκευής. Είναι αυτός πού
περιπολεύει τήν κατασκήνωση, τήν πόλη, τήν Οικουμένη, διότι έχει
πρεσβεία. Τά μικρά παιδιά ακούνε στόν τάφο του κτύπους από τό
μπαστουνάκι του. Είναι μιά διαρκής υπόμνηση. Δέν κτυπά μόνο για τά
παιδιά αλλά καί γιά μάς. «Ξυπνήστε» ώρα εξ ύπνου ημάς εγερθήναι. Τά
παιδία μου! Στά “παιδία του” αυτά αφιέρωσε τίς ύστατες σκέψεις του καί
τούς παλμούς τών τελευταίων του ημερών. Έλεγε λίγο πρίν τήν αποστολική
ημέρα τής 30ης Ιουνίου 1964, κατά τήν οποία εξεδήμησε πρός Κύριον: “Σάς
εμπιστεύομαι τά παιδία μου, τά νήπιά μου, τό αύριον τού Έθνους, τάς
χρυσάς ελπίδας τού αιωνίου μέλλοντός μου...”.
Τά
θαύματα τά οποία διηγηθήκαμε έρχονται νά συνδέσουν καί νά επισφραγίσουν
αυτές τίς δύο αγάπες, τούς δύο άξονες τού έργου τού ποιμαντικού έργου
τού π. Γερβασίου. Τήν Κατήχηση καί τήν Λατρεία. Δέν είναι τυχαίο καί τό
γεγονός, ότι τό πιό γνωστό θαύμα εν ζωή τού Παπούλη έγινε σέ
Κατασκηνωτικό τότε χώρο, ανάμεσα στά παιδιά καί κατόπιν Λατρείας καί
προσευχής. Πρόκειται γιά τό θαύμα τού αποτυπωμένου στό πεύκο,
αχειροποιήτου Σταυρού στόν Προφήτη Ηλία. Πόσα παιδιά, ακόμη, δέν ήταν
αυτόπτες μάρτυρες στό επαναλαμβανόμενο θαύμα, όταν ο Παπούλης στήν
κουζίνα τής Κατασκήνωσης σταύρωνε τά καζάνια καί στήν υγρή μάζα
σχηματιζόταν καί παρέμενε τό σχήμα τού Σταυρού. Κι αυτός έλεγε «σκεπάστε
τα»! Τίποτε άλλο. Αλλά καί σέ άλλη περίπτωση μετά τήν κοίμησή του, όταν
μαινόμενη πυρκαγιά κατευθυνόταν στήν Κατασκήνωση, ο αείμνηστος Γεώργιος
Οικονόμου δακρύων επικαλέστηκε τήν πρεσβεία τού π. Γερβασίου, μέ
αποτέλεσμα τήν άμεση απομάκρυνση τού κινδύνου.
Σεβασμιώτατε, πατέρες καί αδελφοί μου,
Ζούμε
σέ περίεργες ημέρες. Μοιάζουν παράλληλες οι εποχές η σημερινή καί αυτή
τού π. Γερβασίου. Τά αιτήματα γιά μεταρρυθμίσεις σέ κάθε τομέα καί στήν
Εκκλησία πληθαίνουν. Ταυτοχρόνως η αποστασία από τήν Ορθόδοξη πίστη τού
λαού μας αυξάνει καί ιδιαίτερα τής νέας γενιάς. Παραμένουμε ακατήχητοι
ακόμη δυστυχώς καί οι ποιμένες τής Εκκλησίας. Έχουμε γεμίσει πτυχιούχους
θεολόγους καί κληρικούς αλλά τά αποτελέσματα τής εργασίας μας, όσων
εργάζονται παραμένουν φτωχά. Προβλήματα επίσης παράλληλα μάς πιέζουν,
όπως είναι τό μεταναστευτικό, η οικονομική κρίση καί ανεργία, εθνικοί
κίνδυνοι κ.ά.
Τί θά πράξουμε; Άς μεταφέρει καθένας, όσα είπαμε στόν εαυτό του, στό σήμερα καί άς πράξει άμεσα. Ο
π. Γερβάσιος, όπως όλοι οι Άγιοι τού Θεού παραμένουν επίκαιροι καί
διαχρονικοί. Καί μάς διακηρύτουν μιά μεγάλη αλήθεια, δείχνοντας
ταυτόχρονα καί τό δρόμο πρός αυτήν, «τούς πόνους γάρ εκείνων καί τόν
θάνατον», τούς οποίους ο Κύριος «εδέχθη υπέρ πάσαν ολοκάρπωσιν». Έχουμε
ανάγκη από Αγίους Ποιμένες. Έχουμε ανάγκη από Αγίους χριστιανούς. Η
Εκκλησία καί η κοινωνία έχει απόλυτη ανάγκη από τήν δική μας, όλων ημών
καί τού καθενός προσωπικά τήν αγιότητα. Γι’ αυτό η ευθύνη μας είναι
μεγάλη. Η αγιότητα θά σώσει τόν κόσμο. Άς προσευχηθούμε στό Θεό νά μάς
δώσει Αγίους, νά μάς δώσει Γερβασίους, ως άλλους νέους Μωϋσείς γιά νά
μάς οδηγήσουν μέ τήν ράβδο τού Πνεύματος στή γή τής επαγγελίας. Άς έχωμε
τήν ευχή τού Γέροντα! Σάς ευχαριστώ.
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου