«ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΟΥ, ΒΟΗΘΗΣΕ ΚΑΙ ΤΟΥΤΗΝ ΤΗΝ ΦΟΡΑ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΔΙΑ ΝΑ ΕΜΨΥΧΩΘΟΥΝ».
Κολοκοτρώνης: «Παναγία μου,
βοήθησε καὶ τούτην τὴν φορὰ τοὺς Ἕλληνες διὰ νὰ ἐμψυχωθοῦν»
Δημ. Νατσιός
Δάσκαλος-Κιλκίς
«Ἄκρα τοῦ τάφου σιωπὴ στὸν κάμπο βασιλεύει….».
. «Ὅπου καὶ νὰ σᾶς βρίσκει τὸ Κακό, ἀδελφοί, ὅπου καὶ νὰ θολώνει ὁ νοῦς σας, μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμὸ καὶ μνημονεύετε Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη!», γράφει ὁ Ἐλύτης. Μνημονεύω, τοῦτες τὶς δύσκολες ἡμέρες – κλεισμένοι στὰ ἀρχοντικά μας- τοὺς στίχους τοῦ Σολωμοῦ. Περίεργες στιγμὲς ζοῦμε. Ἡ ἄνοιξη, ἡ νιότη τοῦ χρόνου, πολιορκεῖ τὶς αἰσθήσεις μας . «Ἔστησ’ ὁ Ἔρωτας χορὸ μὲ τὸν ξανθὸ Ἀπρίλη/ κι ἡ φύσις ηὗρε τὴν καλὴ καὶ τὴ γλυκιά της ὥρα». Καὶ ἔξω τὸ ἀόρατο κακό. Πολιορκημένοι. Μὲ τὰ ντουλάπια νὰ βογκοῦν ἀπὸ ρύζια καὶ ζυμαρικά. Ἐκεῖνοι, οἱ «Ἐλεύθεροι Πολιορκημένο», ἔψαχναν ἐναγωνίως ἀκόμη καὶ ποντικοὺς καὶ «ἦτο εὐτυχὴς ὅστις ἐδύνατο νὰ πιάσει ἕναν. Βατράχους δὲν εἴχαμε, κατὰ δυστυχίαν», γράφει ὁ Κασομούλης στὰ «Στρατιωτικὰ Ἐνθυμήματά» του.
Μεσολόγγι: τὸ ἅγιο βῆμα τῆς ἱστορίας μας. Μοσχοβολᾶ σὰν τὸ Τίμιο Ξύλο. Λιμοκτονοῦσαν, ἀρρώσταιναν ἀπὸ ἐπιδημίες, κατασκοτώνονταν στὶς τάπιες τοῦ φράχτη, ὅπως τὸν ὀνόμαζε ὁ Μπραϊμης, ὅμως πολεμοῦσαν καὶ γονάτιζαν τὴν Τουρκιά, γιατί εἶχαν Ὑπέρμαχο Στρατηγὸ τὴν Θεοτόκο. Τὰ σήμαντρα καὶ οἱ καμπάνες χτυποῦσαν. Στὶς ἐκκλησιὲς ἔτρεχαν γιὰ ἱκεσία καὶ εὐχαριστία. (Εἴμαστε ὅλοι, ὅσοι πιστεύουμε στὸ Χριστὸ καὶ τὴν ἁγία Ἐκκλησία του, περίλυποι ἕως θανάτου γιὰ τὸ κλείσιμο τῶν ναῶν. Τώρα καταλάβαμε τί σημαίνει ἐκκλησιασμός. «Μνημονευτέον Θεοῦ μᾶλλον ἢ ἀναπνευστέον». Οἱ σπουδαῖοι αὐτοὶ λόγοι τοῦ, μεγίστου ἐν πατριάρχαις, ἁγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, γίνονται κατανοητοί. Χωρὶς τὴν ἐκκλησία, τί Εὐαγγελισμό, τί Κυριακή, τί Πάσχα, νὰ γιορτάσεις; Νιώθουμε σὰν νὰ ἔχουμε χάσει ὅ,τι πολυτιμότερο στὴν ζωή μας. Σὰν νὰ τουρκέψαμε…).
. Πίσω στὸ ἔνδοξο καλυβάκι τοῦ Γένους. 25 Μαρτίου 1826. Στὸ νησάκι τῆς λιμνοθάλασσας, τὴν Κλείσοβα. Ἐχθρικὸ βόλι σπάζει στὰ δύο τὸ σπαθὶ τοῦ Κίτσου Τζαβέλα, χωρὶς νὰ ἀγγίξει τὸν πολέμαρχο. Ὅλοι εἶπαν πὼς ἦταν θαῦμα τῆς Παναγίας. Καὶ ὁ Τζαβέλας ἀφήνοντας γιὰ μία στιγμὴ τὴν μάχη πηγαίνει στὴν ἐκκλησιὰ τῆς Ἁγίας Τριάδος. Προσκυνᾶ τὸ εἰκόνισμα τῆς Εὐαγγελίστριας καὶ τῆς ἀφιερώνει τὰ κομμάτια ἀπὸ τὸ γιαταγάνι του, λέγοντας:
-Παναγιά μου, σήμερα ὅπου σὲ γιορτάζουμε, σοῦ ἀφιερώνω τοῦτο καὶ βόηθα τὰ παλληκάρια νὰ νικήσουν τὸν ἐχθρό.
Καὶ ἡ Παναγία ἔστερξε στὴν παράκληση τοῦ καπετάνιου καὶ τοῦ χάρισε μία δοξασμένη νίκη. Δίπλα στὸ πεδίο τῆς μάχης ἡ ἐκκλησιὰ ἦταν ἀνοιχτή. Εὐλογοῦσε ἡ Θεομάνα μας τὰ ὅπλα τὰ ἱερά. Τὰ κλείσιμο τῶν ναῶν εἶναι τό ….τρόπαιο τῆς ἀπιστίας τοῦ πάλαι ποτὲ Γένους τῶν Ρωμιῶν. Καὶ ἀπορῶ; Καὶ μόνο ποὺ βλασφήμησαν κατὰ τοῦ ζωοποιοῦ καὶ σωστικοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Κοινωνίας, ἔπρεπε ἡ Ἱεραρχία νὰ ζητήσει, νὰ ἀπαιτήσει- τὸ ἐλάχιστο- νὰ ἰσχύσουν καὶ γιὰ τὴν ἐκκλησία οἱ διατάξεις τῶν σοῦπερ μάρκετ.
. Τώρα ποὺ μᾶς ἐκύκλωσαν αἱ ζάλαι τοῦ βίου, ὥσπερ μέλισσαι κηρίον, ἂς σηκώσουμε τὰ ἀγύριστα κεφάλια μας, τὸ βλέμμα μας στὸν οὐρανό. Ἐκεῖ θὰ βροῦμε σκέπη, προστασία καὶ γαλήνη. Ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι Ἕλληνες, οἱ Ρωμηοί, ὅταν κινδυνεύουμε δὲν παρακαλούσαμε τοὺς γιατροὺς τῆς Δύσης καὶ τῆς Ἀνατολῆς , ἀλλὰ ψάλλαμε παρακλητικοὺς κανόνες καὶ χαιρετισμούς, προσκαλοῦμε τὴν Παναγία μας, τὴν ἑλληνοσώτειρα, μὲ τὸν τρόπο τοῦ Κολοκοτρώνη. «Ὁ Ἀναγνωσταρᾶς, Μπεηζαντές, Μπούρας πᾶνε στὸ Λεοντάρι ἔμεινα μόνος μου μὲ τὸ ἄλογό μου εἰς τὸ Χρυσοβίτσι, γυρίζει ὁ Φλέσσας καὶ λέγει ἑνὸς παιδιοῦ: “Μεῖνε μαζί του μὴν τὸν φᾶνε τίποτες λύκοι”. Ἔκατσα ἕως ποὺ ἐσκαπέτισαν μὲ τὰ μπαϊράκια τους, ἀπὲ ἐκατέβηκα κάτου· ἦτον μία ἐκκλησία εἰς τὸν δρόμον (ἡ Παναγία στὸ Χρυσοβίτσι) καὶ τὸ καθισιό μου ἦτον ὅπου ἔκλαιγα τὴν Ἑλλάς: “Παναγία μου, βοήθησε καὶ τούτην τὴν φορὰ τοὺς Ἕλληνες διὰ νὰ ἐμψυχωθοῦν”. Καὶ ἐπῆρα ἕναν δρόμο κατὰ τὴν Πιάνα. Εἰς τὸν δρόμον ἀπάντησα τὸν ξαδελφόν μου Ἀντώνιον, τοῦ Ἀναστάση Κολοκοτρώνη, μὲ ἑφτὰ ἀνηψίδιά μου, ἐγινήκαμεν ἐννιά, καὶ τὸ ἄλογό μου δέκα. Ἐγὼ ἤμουν καὶ χωρὶς τουφέκι». Αὐτοὶ οἱ… δέκα ἔκαμαν τὴν Ἐπανάσταση. («Διήγησις συμβάντων τῆς ἑλληνικῆς φυλῆς»).
. Ξημερώνει ὁ Θεὸς τὴν μεγάλη ἡμέρα αὔριο. «Αὕτη ἡ ἡμέρα ἣν ἐποίησεν ὁ Κύριος ἀγαλλιασώμεθα καὶ εὐφρανθῶμεν ἐν αὐτῇ…». Γιορτάζουμε τὰ δύο «χαῖρε». Τὸ πρῶτο ἀκούγεται ἀπὸ τὰ χείλη τοῦ Ἀρχαγγέλου: «Χαῖρε, κεχαριτωμένη. Ὁ Κύριος μετά σοῦ· εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξί». Τὸ δεύτερο ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ ἐθνικοῦ μας ποιητῆ: «Χαῖρε, ὦ χαῖρε, λευτεριά». Τί νὰ πρωτογράψεις καὶ τί νὰ πεῖς; Ὁ Παλαμᾶς, ἄλλο ἐθνικὸ ἀνάστημα, νομίζω ἀπέδωσε ἀριστοτεχνικὰ τὴν λαμπρὴ ἡμέρα. Σ’ αὐτοὺς τοὺς τέσσερις στίχους ποὺ θὰ παραθέσω -νὰ τοὺς μάθουν ἀπ’ ἔξω ὅλοι οἱ Ἕλληνες- εἶναι κρυμμένη ὅλη ἡ ἱστορία μας ὡς Χριστιανοὶ Ὀρθόδοξοι καὶ ὡς Ἕλληνες:
«Σβήνουν δύο νύχτες, καὶ δύο αὐγὲς προβάλλουν στὸν ἀγέρα.
Δύο λευτεριὲς ποὺ σμίγουνε μέσα στὴν ἴδια μέρα.
Δύο λευτεριὲς ματόβρεχτες, παιδιὰ μεγάλου κόπου,
ἡ λευτεριὰ τοῦ Ἕλληνα κι ἡ λευτεριὰ τοῦ ἀνθρώπου».
Σπουδαῖα, πολὺ σπουδαῖα λόγια. Δόξα τῷ Θεῷ, ἔχουμε προίκα, τζιβαϊρικὸ κληροδότημα, ἀνεκτίμητο. Εἴμαστε ὁ μόνος λαὸς ποὺ ἀναπαυόμαστε σὲ χρυσάφι καὶ τρῶμε ξυλοκέρατα.
. (Καὶ οἱ γονεῖς, τώρα μὲ τὴν ἀπαγόρευση, εἶναι λαμπρὴ εὐκαιρία νὰ «γνωρίσουν» τὰ παιδιά τους. Σὲ πολλοὺς ὑπῆρχε ἡ δυνατότητα νὰ τὰ δοῦν μόνο τὸ πρωὶ καὶ νὰ τὰ ἀποχαιρετήσουν τὸ βράδυ μὲ ἕνα φιλὶ καὶ μία καληνύχτα. Θὰ πρότεινα –κυρίως γιὰ τὰ παιδιὰ τοῦ Δημοτικοῦ– νὰ ἀφήσουν τὶς ἐντολὲς τοῦ ὑπουργείου γιὰ ἀσκήσεις καὶ λοιπὲς βαρύγδουπες κενολογίες καὶ νὰ πράξουν αὐτὸ ποὺ λέει ἡ καρδιά τους. Παιχνίδι, ἀνάγνωση ὡραίων βιβλίων καὶ συζήτηση. Πολλὰ θὰ μάθουν …οἱ γονεῖς).
. Νὰ κλείσω μὲ τὸ Μεσολόγγι ἀδελφοί. Κι ἐμεῖς, δὲν ὑπάρχει καμμία σύγκριση, ἀλλὰ εἴμαστε Ἕλληνες, νιώθουμε πολιορκημένοι. Ἂς πάει ὁ νοῦς σὲ ἐκείνους τοὺς μεγαλομάρτυρες, ποὺ βαστοῦσαν τὴν ἀξιοπρέπειά τους , τὴν πίστη καὶ τὴν φιλοπατρία τους. Αὐτὰ μὴν τὰ χάσουμε….
(Τὸ κείμενο δημοσιεύτηκε πέρυσι στὸ θαυμάσιο περιοδικὸ «Χριστιανικὴ Βιβλιογραφία», τοῦ πολυσέβαστου Στυλιανοῦ Λαγουροῦ. Εἶναι ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ν. Βούλγαρη «Τὸ Μεσολόγγι τῶν Ἰδεῶν, ἑρμηνεία τῆς ἀπόφασης τῆς ἐξόδου»).
«Ἦταν πρωί, Σάββατο τοῦ Λαζάρου, 10 Ἀπριλίου τοῦ 1826, ὅταν συγκροτήθηκε τὸ νεκροδόξαστο ἐκεῖνο συμβούλιο ἀποφάσεως. Ἦταν ἕνα συμβούλιο θανάτου. Οἱ καπεταναῖοι εἶχαν ἀναλάβει νὰ διερευνήσουν, μὲ ἀνιχνευτὲς τὴν ὕπαρξη μυστικοῦ δρόμου-διόδων γιὰ ἀκίνδυνο πέρασμα τῶν Ἐλεύθερων Πολιορκημένων στὴν ἐλευθερία. Κανένας ὅμως δὲν ἔφερε ἐλπιδοφόρα πληροφορία. Οἱ λόγχες καὶ οἱ στενωποὶ φυλάγονταν ἄγρυπνα ἀπὸ τοὺς πολιορκητὲς σὲ βάθος χώρου καὶ τόπου. Γενικὴ ἦταν ἡ κατήφεια καὶ ἡ σιωπηλὴ θλίψη. Τὴν σιωπὴ τῆς στιγμῆς ἔσπασε ἡ βροντώδης καὶ σταθερὴ ἔκρηξη τοῦ τρανοδύναμου ἀρχηγοῦ τῆς Φρουρᾶς, τοῦ Θανάση Ραζη-Κότσικα.
– Ὑπάρχει δρόμος ὠρέ!
– Ποιός εἶναι, στρατηγέ, καὶ δὲν τὸν λὲς τόση ὥρα; Διαμαρτυρήθηκαν ὅλοι οἱ παριστάμενοι.
– Εἶναι ὁ δρόμος τοῦ Θεοῦ, φωνάζει».
Μόνο ἂν βαδίσουμε τὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ, θὰ ἀναστηθοῦμε ὡς λαός…
Δημήτρης Νατσιός
δάσκαλος-Κιλκὶς
δάσκαλος-Κιλκὶς
ΠΗΓΗ: ΚΛΙΚ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου