Πέμπτη 13 Μαρτίου 2014

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ  ΤΡΙΘΕΚΤΗΣ  
ΕΚ  ΤΟΥ  ΠΡΟΦΗΤΟΥ  ΗΣΑΪΟΥ


Καὶ ἐγένετο τοῦ ἐνιαυτοῦ, οὗ ἀπέθανεν Ὀζίας ὁ βασιλεύς, εἶδον τὸν Κύριον καθήμενον ἐπὶ θρόνου ὑψηλοῦ καὶ ἐπῃρμένου, καὶ πλήρης ὁ οἶκος τῆς δόξης αὐτοῦ.
Κατά το έτος εκείνο, κατά το οποίον απέθανεν ο βασιλεύς Οζίας, είδον εν οράματι τον Κυριον να κάθεται επάνω εις ένα θρόνον υψηλόν και μετέωρον· και είδα ακόμη να είναι γεμάτος από απερίγραπτον δόξαν ο ναός αυτός.
καὶ Σεραφὶμ εἱστήκεισαν κύκλῳ αὐτοῦ, ἓξ πτέρυγες τῷ ἑνὶ καὶ ἓξ πτέρυγες τῷ ἑνί, καὶ ταῖς μὲν δυσὶ κατεκάλυπτον τὸ πρόσωπον, ταῖς δὲ δυσὶ κατεκάλυπτον τοὺς πόδας καὶ ταῖς δυσὶν ἐπέταντο.
Γυρω από τον ένδοξον αυτόν θρόνον ίσταντο τα Σεραφίμ εξ πτέρυγες είχε το καθένα από αυτά· με τας δύο πτέρυγας εσκέπαζαν τελείως το πρόσωπον των, με τας δύο άλλας εσκέπαζον τους πόδας των και με τας δύο άλλας επετούσαν.
καὶ ἐκέκραγεν ἕτερος πρὸς τὸν ἕτερον καὶ ἔλεγον· ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος σαβαώθ, πλήρης πᾶσα ἡ γῆ τῆς δόξης αὐτοῦ.
Και εφωναζε δυνατά ο ένας άγγελος προς τον άλλον και έλεγαν· “άγιος, άγιος, άγιος είναι ο Κυριος ο παντοκράτωρ, γεμάτη είναι όλη η γη από την υπερλαμπρον δόξαν του”!
καὶ ἐπήρθη τὸ ὑπέρθυρον ἀπὸ τῆς φωνῆς, ἧς ἐκέκραγον, καὶ ὁ οἶκος ἐπλήσθη καπνοῦ.
Από δε την δύναμιν και την βοήν των φωνών, με τας οποίας εκραύγαζαν, εσηκώθη υψηλότερα ο γείσος του ναού και όλος ο ναός εγέμισεν από καπνόν του θυσιαστηρίου του θυμιάματος.
καὶ εἶπον· ὦ τάλας ἐγώ, ὅτι κατανένυγμαι, ὅτι ἄνθρωπος ὢν καὶ ἀκάθαρτα χείλη ἔχων, ἐν μέσῳ λαοῦ ἀκάθαρτα χείλη ἔχοντος ἐγὼ οἰκῶ καὶ τὸν βασιλέα Κύριον σαβαὼθ εἶδον τοῖς ὀφθαλμοῖς μου.
Και είπα εγώ τότε· “ω ταλαίπωρος εγώ! Εχω συγκλονισθή ολόκληρος, διότι, ενώ είμαι άνθρωπος αμαρτωλός και έχω ακάθαρτα χείλη και κατοικώ ανάμεσα εις λαόν, που έχει επίσης ακάθαρτα χείλη, ιδού ότι εγώ ο ανάξιος είδον με τα μάτια μου τον βασιλέα και Κυριον των δυνάμεων”!
καὶ ἀπεστάλη πρός με ἓν τῶν Σεραφίμ, καὶ ἐν τῇ χειρὶ εἶχεν ἄνθρακα, ὃν τῇ λαβίδι ἔλαβεν ἀπὸ τοῦ θυσιαστηρίου,
Τοτε εστάλη προς εμέ από τον Κυριον ένα από τα Σεραφίμ· και είχεν στο χέρι του αναμμένον άνθρακα, τον οποίον με την λαβίδα είχε λάβει από το θυσιαστήριον.
καὶ ἥψατο τοῦ στόματός μου καὶ εἶπεν· ἰδοὺ ἥψατο τοῦτο τῶν χειλέων σου καὶ ἀφελεῖ τὰς ἀνομίας σου καὶ τὰς ἁμαρτίας σου περικαθαριεῖ.
Ηγγισε το στόμα μου και είπεν· “ιδού, αυτό ήγγισε τα χείλη σου και θα αφαιρέση τας ανομίας σου και θα καθαρίση τελείως και θα απαλείψη από σε τας αμαρτίας σου”.
καὶ ἤκουσα τῆς φωνῆς Κυρίου λέγοντος· τίνα ἀποστείλω, καὶ τίς πορεύσεται πρὸς τὸν λαὸν τοῦτον; καὶ εἶπα· ἰδοὺ ἐγώ εἰμι· ἀπόστειλόν με.
Και τότε ήκουσα την φωνήν του Κυρίου, που έλεγε· “ποίον να αποστείλω; Ποιός θα πορευθή προς τον λαόν αυτόν;” Και εγώ είπα· “ιδού, εγώ είμαι πρόθυμος να πορευθώ· στείλε με, Κυριε”.
καὶ εἶπε· πορεύθητι καὶ εἰπὸν τῷ λαῷ τούτῳ· ἀκοῇ ἀκούσετε καὶ οὐ μὴ συνῆτε καὶ βλέποντες βλέψετε καὶ οὐ μὴ ἴδητε·
Η φωνή του Κυρίου μου είπε· “πήγαινε και είπε στον λαόν αυτόν· Συνεχώς και καθαρά θα ακούετε και δεν θα εννοήτε, θα βλέπετε με τα μάτια του σώματός σας θαυμαστά και καταπληκτικά γεγονότα, αλλά δεν θα τα προσέχετε.
ἐπαχύνθη γὰρ ἡ καρδία τοῦ λαοῦ τούτου, καὶ τοῖς ὠσὶν αὐτῶν βαρέως ἤκουσαν καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν ἐκάμμυσαν μήποτε ἴδωσι τοῖς ὀφθαλμοῖς καὶ τοῖς ὠσὶν ἀκούσωσι καὶ τῇ καρδίᾳ συνῶσι, καὶ ἐπιστρέψωσι, καὶ ἰάσομαι αὐτούς.
Και τούτο, διότι η καρδία του λαού αυτού έγινε χονδρή και σκληρά. Με τα αυτιά του σώματος και της ψυχής ήκουσαν βαρειά τα θεία λόγια· έκλεισαν τα μάτια της διανοίας των, δια να μη ιδούν με τα ματία των τα θαυμαστά πράγματα, να μη οικούσουν τα λόγια μου με τα αυτιά των, ώστε να τα εννοήσουν, να μετανοήσουν και να επιστρέψουν εις εμέ, εγώ δε να τους θεραπεύσω”.
καὶ εἶπα· ἕως πότε Κύριε; καὶ εἶπεν· ἕως ἂν ἐρημωθῶσι πόλεις παρὰ τὸ μὴ κατοικεῖσθαι καὶ οἶκοι παρὰ τὸ μὴ εἶναι ἀνθρώπους, καὶ ἡ γῆ καταλειφθήσεται ἔρημος.
Εγώ τότε ηρώτησαν· “έως πότε, Κυριε, θα παραταθή αυτή η κατάστασις και η δικαία οργή σου;” Και εκείνος μου είπε· “μέχρις ότου ερημωθούν αι πόλεις, διότι δεν θα υπάρχουν οι κατοικούντες εις αυτάς· ερημωθούν και οι οίκοι, διότι δεν θα υπάρχουν άνθρωποι· η δε γη θα εγκαταλειφθή έρημος και ακαλλιέργητος”.
καὶ μετὰ ταῦτα μακρυνεῖ ὁ Θεὸς τοὺς ἀνθρώπους, καὶ πληθυνθήσονται οἱ ἐγκαταλειφθέντες ἐπὶ τῆς γῆς·
Και μετά ταύτα θα απομακρύνη και θα στείλη εις εξοριαν ο Θεός τους αμετανοήτους ανθρώπους, θα πληθυνθούν δε εκείνοι, οι οποίοι θα μείνουν οπίσω εις την χώραν της Ιουδαίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου