ΤΟ ΔΑΙΜΟΝΙΟ ΤΟΥ ΠΥΘΩΝΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΔΑΙΜΟΝΙΑ ΤΗΣ ΑΙΣΧΡΗΣ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ
Ολόκληρο
το θεόπνευστο βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων είναι, εκτός των άλλων
και συναρπαστικό. Αλλά το σημερινό Αποστολικό ανάγνωσμα το
παρακολουθούμε με κομμένη την ανάσα, ώστε να δούμε την έκβαση των
γεγονότων.
Ο Απόστολος Παύλος με τους συνεργάτες του Σίλα, Τιμόθεο και Λουκά, βρίσκονται στους Φιλίππους. Ήδη οι πιστοί, με πρώτους απ’ όλους τη Λυδία, αποτελούν τα πιστά μέλητης πρώτης Εκκλησίας στην Ευρώπη.
Αλλά ενώ φαινόταν πως όλα βάδιζαν τη σωστή τους πορεία, ένα γεγονός που άλλοι θα το θεωρούσαν θετικό για το έργο τους, ήλθε να ταράξει τα ύδατα και ν’ αποδείξει ότι στα θέματα της πίστεως, δεν πρέπει να υπάρχει εφησυχασμός. Χρειάζεται πολλή προσοχή και χάρισμα διακρίσεως, διότι ο εχθρός διάβολος μπορεί να μετασχηματισθεί ακόμα και σε «άγγελο φωτός» (Β’ Κορινθ. ΙΑ’ 14). Αυτό ακριβώς συνέβη τώρα και στους Φιλίππους.
Μια δαιμονισμένη δούλη, με «πνεύμα πύθωνος», με μαντικό δηλαδή πνεύμα, από τις μαντείες της οποίας οι κύριοί της κέρδιζαν χρήματα πολλά, όταν είδε τους Αποστόλους, άρχισε να φωνάζει και να λέει : «αυτοί οι άνθρωποι είναι δούλοι του Θεού του υψίστου και μας δείχνουν τον δρόμο της σωτηρίας». Αυτό βεβαίως δεν έγινε μία μόνο φορά. Συνεχίστηκε και τις επόμενες ημέρες, πράγμα που προκάλεσε την αντίδραση του Αποστόλου των εθνών. Το αποτέλεσμα ήταν, ο Απ. Παύλος να διατάξει το πονηρό πνεύμα να φύγει από την ύπαρξη της δούλης και έτσι να ελευθερωθεί το ταλαίπωρο εκείνο πλάσμα.
Από του σημείου αυτού και κάτω αρχίζει η περιπέτεια του Παύλου και του Σίλα.
Τι συνέβη; Οι κύριοι της δούλης αυτής, βλέποντας τώρα ότι με την εκδίωξη του φοβερού εκείνου δαιμονίου, δεν θα μπορούσαν να έχουν τα κέρδη τους από τις μαντείες, κατηγόρησαν στις αρχές της πόλεως τους Αποστόλους, ότι δήθεν αναστατώνουν την κοινωνία με τις εβραϊκές συνήθειες που θέλουν να εισάγουν στην περιοχή.
Αποτέλεσμα ήταν να ξεσηκωθεί ο όχλος και οι στρατηγοί, δίχως να εξετάσουν ακριβώς την υπόθεση, όπως όφειλαν να κάνουν, ούτε καν τους πέρασε από το νου ότι ίσως οι κατηγορούμενοι να ήταν και Ρωμαίοι πολίτες, τους έσχισαν τα ενδύματα, τους μαστίγωσαν (τους Αποστόλους) και κατόπιν διέταξαν τη φυλάκισή τους.
Εδώ όμως, αδελφοί μου, είναι που μιλά ο ουρανός και με σημείο αποδεικνύεται το δίκαιο των Αποστόλων.
Τα μεσάνυχτα, οι δύο Απόστολοι, παρά την φρικτή τους ταλαιπωρία, όχι μόνο δεν ησύχασαν, αλλά ξέσπασαν σε καρδιακούς ύμνους και σε ενθουσιώδεις δοξολογίες προς τον Θεό.
Ξαφνικά, η φυλακή συνταράσσεται από μεγάλο σεισμό, οι πόρτες ανοίγουν και οι βαριές αλυσίδες πέφτουν. Μπροστά στο γεγονός αυτό ο δεσμοφύλακας τρομοκρατημένος ετοιμάζεαι ν’ αυτοκτονήσει, στη σκέψη ότι οι φυλακισμένοι δραπέτευσαν. Και τούτο διότι γνώριζε τις συνέπειες τέτοιου στρατιωτικού ατοπήματος. Όμως, η φωνή του Παύλου τον συγκρατεί: «Είμαστε όλοι εδώ. Μην κάνεις κανένα κακό στον εαυτόν σου», του φωνάζει από τα βάθη των φυλακών.
Ο δεσμοφύλακας συγκλονίζεται. Κατανοεί πλέον ότι δεν έχει να κάνει με απλοϊκούς και κοινούς ανθρώπους και αφού τους ρωτά τι πρέπει να κάνει για να σωθεί, τελικώς δέχεται την πίστη του Χριστού και βαπτίζεται και ο ίδιος αλλά και ολόκληρη η οικογένειά του.
Πράγματι, στο σημερινό ανάγνωσμα, βλέπει κανείς σε κάθε φράση και το συμπέρασμα και σε κάθε πρόταση τα δυναμικά μηνύματα που δονούν την Εκκλησιαστική σύναξη.
Εμείς δεν θα σταθούμε σήμερα στο θέμα της δαιμονικής μαντείας, δια της οποίας ο δολομώτης εχθρός εξευτελίζει, εξουσιάζει και τελικώς κολάζει τον άνθρωπο που μπλέκει στα δίχτυα του. Άλλωστε αποτελεί θέμα που όλοι οι πιστοί το έχουν, οφείλουν να το έχουν υπ’ όψιν τους και η επισήμανσή του είναι εκ των ουκ άνευ για την πνευματική μας οικοδομή. Το ξεκαθάρισμα δηλαδή της όλης καταστάσεως, ότι ο πιστός χριστιανός ουδεμία σχέση μπορεί να έχει με όλα αυτά τα συστήματα που δήθεν προβλέπουν και γνωρίζουν το μέλλον.
Εάν δε παρ’ ελπίδα κάποιος ισχυρίζεται ότι διαθέτει και πίστη στον Θεό, αλλά ταυτοχρόνως διατηρεί και την επικοινωνία με τέτοιου είδους πρόσωπα, που κατά το πλείστον είναι αγύρτες και απατεώνες, τότε αυτός φρεναπατά τον εαυτό του, και απλά, δεν είναι Χριστιανός.
Επιβάλλεται όμως, φίλοι μου, λαμβάνοντας αφορμή από την ταλαίπωρη εκείνη ύπαρξη της δούλης «ήτις εργασίαν πολλήν παρείχε τοις κυρίοις αυτής μαντευομένη» (Πράξ Απ. ΙΣΤ΄16), να επικεντρώσουμε για λίγο την προσοχή μας στο θέμα της εργασίας από χριστιανικής απόψεως.
Φυσικά δεν είναι δυνατόν στην ολίγη έκταση του γραπτού και πτωχού μας λόγου, να αναπτύξουμε το τεράστιο αυτό θέμα με τις όλες παραμέτρους τις οποίες διαθέτει. Θα χρειαζόταν για τον σκοπό αυτό να αφιερώσουμε τόμους ολόκληρους.
Θα αγγίξουμε όμως μια πυορροούσα πληγή που έχει να κάνει με το πώς έχει επιδράσει ο Χριστιανισμός στο κοινωνικό και πονεμένο αυτό κεφάλαιο.
Δυστυχώς, θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι στο σημείο τούτο υπάρχει παθητικό. Εννοούμε δηλ. την επίδραση στην εργασία και συγκεκριμένα στην παράγραφο της εργοδοσίας και των παροχών των εργαζομένων.
Πριν προχωρήσουμε και για να προλάβουμε τους μύδρους και τους αναθεματισμούς, να τονίσουμε ότι με τον όρο «Χριστιανισμό», δεν εννοούμε την αποκαλυπτική Ευαγγελική διδασκαλία και όπως αυτή ορθώς ερμηνεύεται και βιώνεται από τους Πατέρες της Εκκλησίας μας, αλλά την εφαρμογή αυτής της διδασκαλίας, που εξαρτάται καθαρά από την θέληση του ανθρώπου.
Η αντικειμενική λοιπόν θεώρηση της παραγράφου αυτής μέσα στην ιστορική πορεία, παρουσιάζει, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων που επιβεβαιώνουν τον κανόνα, σειρά από ουσιώδη μειονεκτήματα.
Και πρώτ’ απ’ όλα, οι Χριστιανοί (αυτοί δηλαδή που ισχυρίζονται ότι είναι Χριστιανοί εργοδότες), ανέκαθεν εγκλωβισμένοι μέσα στην παραζάλη του χρηματοοικονομικού συστήματος-ανεξαρτήτως «πολιτικών» τοποθετήσεων (το χρήμα βλέπετε, όλα τα ενώνει και τα ισοπεδώνει και αποδεικνύεται υπεράνω κομμάτων και ιδεολογιών) – αδυνατούν να απεγκλωβιστούν από τα «νόμιμα» όρια της μισθοδοσίας και των παροχών και εμποδίζονται από το να δουν τους εργαζομένους στις επιχειρήσεις τους, όχι απλώς ως εργάτες και υφισταμένους, αλλ’ ως αδελφούς. Ως εν Χριστώ αδελφούς, με ό,τι αυτό συνεπάγεται στις αποδοχές των ταλαίπωρων εργαζομένων, στους χώρους υγιεινής εργασίας και στις συνθήκες ασφαλείας. Επίσης στα θέματα αναψυχής και κοινωνικής προσφοράς και γενικώς σε ό,τι κάνει τους πιστούς να φαίνονται μα κυρίως να είναι αδελφοί.
Βεβαίως, θα ισχυριστεί τώρα κάποιος ότι δεν μπορεί, παρά να δίνει κανείς τις «νόμιμες αποδοχές», και όχι παρακάτω ή παραπάνω απ’ όσα προβλέπει ο νόμος.
Ναι, «ευτυχώς που υφίσταται και ο νόμος και προβλέπει και διασφαλίζει και έτσι δεν μπορεί κανείς να προσφέρει αγάπη»… Ευτυχώς… Και φυσικά ένας εργοδότης δεν μπορεί παρά να είναι απολύτως νόμιμος.
Το θέμα όμως είναι εάν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι δεν αγωνίζονταν ποικιλοτρόπως, θα ελάμβαναν και αυτά που «ορίζει ο νόμος» ή τα μεγάλα αφεντικά θα ήταν ικανοποιημένα στην παροχή ενός «πινακίου φακής»;
Ένα άλλο αρνητικό σημείο στην πρακτική λεγομένη χριστιανική εφαρμογή εργασίας, εργοδοσίας, παροχών κ.λ.π. είναι ότι δυστυχώς οι «Χριστιανικές κοινωνίες» (εάν ποτέ βεβαίως υπήρξαν), στα θέματα των λεγομένων κοινωνικών αναγκών, όχι μόνο δεν φαίνεται να διαθέτουν λόγο δυναμικό και να τέμνουν οδούς (πολλά ζητάμε;), αλλά αναγκάζονται τελικώς να συρθούν ως ουραγοί πίσω από τις δραματικώς κοινωνικές εξελίξεις.
Δεν χρειάζεται να επεκταθούμε σε παραδείγματα. Η Ιστορία δυστυχώς είναι μεστή περιπτώσεων τέτοιων όπου «το τραίνο έχει ήδη ξεκινήσει» και οι πιστοί τρέχουν ασθμαίνοντας να το προλάβουν. Αποτελεί δε ντροπή για τον Χριστιανικό κόσμο ότι προς τα έξω φαίνεται πως τα αθεϊστικά καθεστώτα εφαρμόζουν κάποια αναγκαία πράγματα, στα θέματα εργασίας, τα οποία είναι θεμελιώδη για την Χριστιανική ζωή και που αποτελούν βασικούς λόγους της διδασκαλίας του Κυρίου Ιησού.
Τονίζουμε, έτι άπαξ ότι δεν κάνουμε λόγο για μεμονωμένες περιπτώσεις Χριστιανών που έχουν το θάρρος να παρουσιάσουν σωστά και στην πράξη τις πεποιθήσεις τους, επάνω στο θέμα που με την άκρη του δακτύλου αγγίζουμε, αλλά μιλούμε για τους Χριστιανούς και ειδικώς την Εκκλησιαστική λεγομένη εξουσία, που παρά τα ιδρύματα αγάπης και τα όντως αξιόλογα έργα ευποιΐας, φαίνεται, θεωρητικώς τουλάχιστον να συμπορεύεται και ίσως-ίσως κάποιες φορές να επευλογεί τα κακώς κείμενα επί των θεμάτων εργασίας και εργοδοσίας. Γενικώς δε παρουσιάζει την εικόνα του φοβισμένου και του αποσυρμένου από τα κοινωνικά δρώμενα και φαντάζει ως εξωπραγματικό η άρθρωση του Προφητικού λόγου και η όρθωση του ηγετικού αναστήματος, που επιβάλλεται εκ των πραγμάτων και λόγω θέσεως να υπάρχει.
Από την άλλη δε, κάποιοι πέφτουν από τα σύννεφα (για ν’ αποδείξουν ότι όντως ζουν μέσα σε μια γυάλα και βρίσκονται εκτός πραγματικότητας), όταν ακούγονται τα δίκαια παράπονα και δέχονται το «κατηγορώ» από τον εργατικό κόσμο, ότι δηλ. η Εκκλησία απουσιάζει από τους κοινωνικούς αγώνες και εν πολλοίς ταυτίζεται ή ταυτιζόταν με το κεφάλαιο.
Έτσι λοιπόν, το αποτέλεσμα είναι οι «έχοντες και κατέχοντες» να εφησυχάζουν, ρίχνοντας και κάποιες φορές «ένα κόκκαλο» στα έργα αγάπης (ουσιαστικά για να εξευτελίζουν το φιλανθρωπικό έργο), από την άλλη δε οι «μη έχοντες», εγκλωβισμένοι σε ποικίλες καταστάσεις για τον «άρτον τον επιούσιον», και λόγω της ανακολουθίας των ποιμένων, να δυσκολεύονται ν’ ακολουθήσουν τον Πτωχό Ιησού και να ενταχθούν οργανικά στο Σώμα Του.
Λησμονούμε, φίλοι μου, ότι είναι τόσο προκλητική και αδίστακτη η μανία του χρήματος, ώστε όσοι έχουν βάλει σκοπό να πλουτίσουν και μόνο να πλουτίσουν, δεν διστάζουν να πάνε ακόμα και με τον ίδιο τον διάβολο.
Υπερβολικός ο λόγος μας; Καθόλου, εάν όντως μελετούμε την Γραφή. Αυτό ακριβώς δεν βλέπουμε στο σημερινό μας ανάγνωσμα; Οι κύριοι της δούλης, είχαν συνάψει αγαστή συνεργασία με το δαιμόνιο του πύθωνος, ακριβώς για να γεμίζουν τον κορβανά τους, δίχως το παράπαν να ενδιαφέρονται για την ταλαίπωρη δαιμονισμένη ύπαρξη που είχαν δήθεν υπό την προστασία τους.
Τώρα αν θέσετε το ερώτημα. Ποιος κυριευόταν από μεγαλύτερο δαιμόνιο, η δούλη ή οι κύριοί της; Αναμφιβόλως η απάντηση είναι ότι ισχυρότερο δαιμόνιο φιλοξενούσαν μέσα στην ύπαρξή τους οι κύριοί της, αφού όπως βλέπουμε, το μεν ταλαίπωρο πλάσμα τελικώς ελευθερώθηκε, οι δε κύριοί της ακόμα περισσότερο δαιμονίστηκαν, με αποτέλεσμα να υποστούν οι άγιοι Απόστολοι την όλη ταλαιπωρία που υπέστησαν.
Να ισχυριστούμε τώρα ότι τέτοιοι τύποι σαν τους κυρίους της περικοπής υπάρχουν σε κάθε εποχή άρα και στην δική μας; Όχι μόνο αυτό, αλλά όπως βλέπουμε, έχουν αυξηθεί σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που φαίνεται ότι το ρόλο των κυρίων της δούλης τον παίζουν τώρα και όσοι κερδίζουν χρήματα από τα έργα της ανομίας και της αμαρτίας, εκμεταλλευόμενοι άθλιες υπάρξεις τόσο του εσωτερικού της χώρας, όσο και αυτούς τους ταλαίπωρους αλλοδαπούς. Εν πολλοίς όμως, τον άθλιο τούτο ρόλο παίζει η ίδια η εξουσία, ροφώντας τον ιδρώτα αλλά και το αίμα των πολιτών, ως δηλητηριώδης βδέλλα της κοινωνίας.
Και ναι μεν σήμερα μπορεί να μην υποφέρουν οι ταλαίπωροι εργαζόμενοι από το πνεύμα του πύθωνος. Είναι όμως γεμάτοι από τα «δαιμόνια» της ανασφάλειας, του άγχους, του φόβου της ανεργίας (αυτό κι αν είναι), και από τόσες άλλες ασθένειες, ψυχικές και σωματικές που καταλήγουν να κάνουν τον βίο του πτωχού ανθρώπου, στην κυριολεξία αβίωτο. Κυρίως δε οι νέοι άνθρωποι συνθλίβονται από τον βόα του αισχρού κέρδους που διπλώνεται στην όλη ύπαρξή τους και που «προσωποποιεί» το αναίσθητο κεφάλαιο.
Βεβαίως, όπως μελετούμε, η παιδίσκη των Φιλίππων είχε την ευλογία να βρεθεί μπροστά στον Απόστολο των εθνών και ν’ απελευθερωθεί. Ο δε Απόστολος απέδειξε στο πλήρωμα των πιστών ανά τους αιώνας, ότι ο αυθεντικός ποιμένας δεν είναι δυνατόν να φοβάται ποτέ τον διάβολο, ούτε τα απαίσια όργανά του. Τόσο τα δύστυχα και φανερά, όσο κυρίως αυτά τα ύπουλα και υπεράνω υποψίας, τα οποία αρκετές φορές, όχι κατευθύνονται, αλλά κατευθύνουν τον ίδιο τον διάβολο προς ίδιον όφελος και δη χρηματιστηριακό.
Το ζήτημα όμως είναι το εξής. Σήμερα, οι διάδοχοι των Αγίων Αποστόλων, έχουν την δύναμη (με ό,τι αυτό συνεπάγεται) να τα βάλουν με τους «κυρίους»;
Η ποιμαίνουσα Εκκλησία, διαθέτει την ικανότητα να υψώσει στεντορεία τη φωνή και να κηρύξει στο κεφάλαιο «ουκ έξεστί σοι»; Ή φοβουμένη και αυτή (πλην ενίων), ζητιανεύει ψιχία από τα «μανδρόσκυλα του κεφαλαίου»;
Σε καμμία των περιπτώσεων δεν κηρύσσουμε την Λατινοαμερικανική «θεολογία της απελευθερώσεως» η οποία ουσιαστικά εγκλωβίζει περισσότερο τους εξαθλιωμένους λαούς, αφού απουσιάζει η ουσία της ορθής βάσεως, της αυθεντικής δηλ. πίστεως και είναι άγνωστη η εμπειρική-πατερική ερμηνεία του λόγου του Θεού.
Απλώς, μελετούμε τα βιβλικά κείμενα στις αντικειμενικές και σύγχρονες διαστάσεις, βάσει της ατρόμητης Προφητικής και δυναμικής Πατερικής θεολογίας.
Σίγουρα, αυτό κάποιους τους ενοχλεί. Τι να κάνουμε όμως φίλοι μου; «έχει τι πικρόν ο της αληθείας λόγος», όπως πολύ σοφά κήρυσσαν οι αρχαίοι μας πρόγονοι, που λαχταρούσαν ουσιαστικά την κάθαρση και τη θέωση δια Ιησού Χριστού.
Είθε κάποτε ν’ αφυπνιστούμε και να δούμε ότι «ου γαρ έδωκεν ημίν ο Θεός πνεύμα δειλίας, αλλά δυνάμεως και αγάπης και σωφρονισμού» (Β’ Τιμ. Α΄7).
Αν γίνει αυτό, τότε υπάρχει βεβαία ελπίδα ότι θα τακτοποιηθούν και τα εργασιακά με όλες τους τις παραμέτρους.
Κι ας μη λησμονούν ποτέ, τόσο οι έχοντες και κατέχοντες, όσο και οι μη έχοντες που δυστυχώς, χωρίς να γνωρίζουν την πραγματικότητα «μακαρίζουν» όσους διαθέτουν πλουτισμό, τον σοφό λόγο του «αγίου των Ελληνικών γραμμάτων», του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη:
«Η πλουτοκρατία ήτο, είναι και θα είναι ο μόνιμος άρχων του κόσμου και ο διαρκής Αντίχριστος. Αύτη γεννά την αδικίαν, αύτη τρέφει την κακουργίαν, αύτη φθείρει σώματα και ψυχάς».
Αμήν.
Ο Απόστολος Παύλος με τους συνεργάτες του Σίλα, Τιμόθεο και Λουκά, βρίσκονται στους Φιλίππους. Ήδη οι πιστοί, με πρώτους απ’ όλους τη Λυδία, αποτελούν τα πιστά μέλητης πρώτης Εκκλησίας στην Ευρώπη.
Αλλά ενώ φαινόταν πως όλα βάδιζαν τη σωστή τους πορεία, ένα γεγονός που άλλοι θα το θεωρούσαν θετικό για το έργο τους, ήλθε να ταράξει τα ύδατα και ν’ αποδείξει ότι στα θέματα της πίστεως, δεν πρέπει να υπάρχει εφησυχασμός. Χρειάζεται πολλή προσοχή και χάρισμα διακρίσεως, διότι ο εχθρός διάβολος μπορεί να μετασχηματισθεί ακόμα και σε «άγγελο φωτός» (Β’ Κορινθ. ΙΑ’ 14). Αυτό ακριβώς συνέβη τώρα και στους Φιλίππους.
Μια δαιμονισμένη δούλη, με «πνεύμα πύθωνος», με μαντικό δηλαδή πνεύμα, από τις μαντείες της οποίας οι κύριοί της κέρδιζαν χρήματα πολλά, όταν είδε τους Αποστόλους, άρχισε να φωνάζει και να λέει : «αυτοί οι άνθρωποι είναι δούλοι του Θεού του υψίστου και μας δείχνουν τον δρόμο της σωτηρίας». Αυτό βεβαίως δεν έγινε μία μόνο φορά. Συνεχίστηκε και τις επόμενες ημέρες, πράγμα που προκάλεσε την αντίδραση του Αποστόλου των εθνών. Το αποτέλεσμα ήταν, ο Απ. Παύλος να διατάξει το πονηρό πνεύμα να φύγει από την ύπαρξη της δούλης και έτσι να ελευθερωθεί το ταλαίπωρο εκείνο πλάσμα.
Από του σημείου αυτού και κάτω αρχίζει η περιπέτεια του Παύλου και του Σίλα.
Τι συνέβη; Οι κύριοι της δούλης αυτής, βλέποντας τώρα ότι με την εκδίωξη του φοβερού εκείνου δαιμονίου, δεν θα μπορούσαν να έχουν τα κέρδη τους από τις μαντείες, κατηγόρησαν στις αρχές της πόλεως τους Αποστόλους, ότι δήθεν αναστατώνουν την κοινωνία με τις εβραϊκές συνήθειες που θέλουν να εισάγουν στην περιοχή.
Αποτέλεσμα ήταν να ξεσηκωθεί ο όχλος και οι στρατηγοί, δίχως να εξετάσουν ακριβώς την υπόθεση, όπως όφειλαν να κάνουν, ούτε καν τους πέρασε από το νου ότι ίσως οι κατηγορούμενοι να ήταν και Ρωμαίοι πολίτες, τους έσχισαν τα ενδύματα, τους μαστίγωσαν (τους Αποστόλους) και κατόπιν διέταξαν τη φυλάκισή τους.
Εδώ όμως, αδελφοί μου, είναι που μιλά ο ουρανός και με σημείο αποδεικνύεται το δίκαιο των Αποστόλων.
Τα μεσάνυχτα, οι δύο Απόστολοι, παρά την φρικτή τους ταλαιπωρία, όχι μόνο δεν ησύχασαν, αλλά ξέσπασαν σε καρδιακούς ύμνους και σε ενθουσιώδεις δοξολογίες προς τον Θεό.
Ξαφνικά, η φυλακή συνταράσσεται από μεγάλο σεισμό, οι πόρτες ανοίγουν και οι βαριές αλυσίδες πέφτουν. Μπροστά στο γεγονός αυτό ο δεσμοφύλακας τρομοκρατημένος ετοιμάζεαι ν’ αυτοκτονήσει, στη σκέψη ότι οι φυλακισμένοι δραπέτευσαν. Και τούτο διότι γνώριζε τις συνέπειες τέτοιου στρατιωτικού ατοπήματος. Όμως, η φωνή του Παύλου τον συγκρατεί: «Είμαστε όλοι εδώ. Μην κάνεις κανένα κακό στον εαυτόν σου», του φωνάζει από τα βάθη των φυλακών.
Ο δεσμοφύλακας συγκλονίζεται. Κατανοεί πλέον ότι δεν έχει να κάνει με απλοϊκούς και κοινούς ανθρώπους και αφού τους ρωτά τι πρέπει να κάνει για να σωθεί, τελικώς δέχεται την πίστη του Χριστού και βαπτίζεται και ο ίδιος αλλά και ολόκληρη η οικογένειά του.
Πράγματι, στο σημερινό ανάγνωσμα, βλέπει κανείς σε κάθε φράση και το συμπέρασμα και σε κάθε πρόταση τα δυναμικά μηνύματα που δονούν την Εκκλησιαστική σύναξη.
Εμείς δεν θα σταθούμε σήμερα στο θέμα της δαιμονικής μαντείας, δια της οποίας ο δολομώτης εχθρός εξευτελίζει, εξουσιάζει και τελικώς κολάζει τον άνθρωπο που μπλέκει στα δίχτυα του. Άλλωστε αποτελεί θέμα που όλοι οι πιστοί το έχουν, οφείλουν να το έχουν υπ’ όψιν τους και η επισήμανσή του είναι εκ των ουκ άνευ για την πνευματική μας οικοδομή. Το ξεκαθάρισμα δηλαδή της όλης καταστάσεως, ότι ο πιστός χριστιανός ουδεμία σχέση μπορεί να έχει με όλα αυτά τα συστήματα που δήθεν προβλέπουν και γνωρίζουν το μέλλον.
Εάν δε παρ’ ελπίδα κάποιος ισχυρίζεται ότι διαθέτει και πίστη στον Θεό, αλλά ταυτοχρόνως διατηρεί και την επικοινωνία με τέτοιου είδους πρόσωπα, που κατά το πλείστον είναι αγύρτες και απατεώνες, τότε αυτός φρεναπατά τον εαυτό του, και απλά, δεν είναι Χριστιανός.
Επιβάλλεται όμως, φίλοι μου, λαμβάνοντας αφορμή από την ταλαίπωρη εκείνη ύπαρξη της δούλης «ήτις εργασίαν πολλήν παρείχε τοις κυρίοις αυτής μαντευομένη» (Πράξ Απ. ΙΣΤ΄16), να επικεντρώσουμε για λίγο την προσοχή μας στο θέμα της εργασίας από χριστιανικής απόψεως.
Φυσικά δεν είναι δυνατόν στην ολίγη έκταση του γραπτού και πτωχού μας λόγου, να αναπτύξουμε το τεράστιο αυτό θέμα με τις όλες παραμέτρους τις οποίες διαθέτει. Θα χρειαζόταν για τον σκοπό αυτό να αφιερώσουμε τόμους ολόκληρους.
Θα αγγίξουμε όμως μια πυορροούσα πληγή που έχει να κάνει με το πώς έχει επιδράσει ο Χριστιανισμός στο κοινωνικό και πονεμένο αυτό κεφάλαιο.
Δυστυχώς, θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι στο σημείο τούτο υπάρχει παθητικό. Εννοούμε δηλ. την επίδραση στην εργασία και συγκεκριμένα στην παράγραφο της εργοδοσίας και των παροχών των εργαζομένων.
Πριν προχωρήσουμε και για να προλάβουμε τους μύδρους και τους αναθεματισμούς, να τονίσουμε ότι με τον όρο «Χριστιανισμό», δεν εννοούμε την αποκαλυπτική Ευαγγελική διδασκαλία και όπως αυτή ορθώς ερμηνεύεται και βιώνεται από τους Πατέρες της Εκκλησίας μας, αλλά την εφαρμογή αυτής της διδασκαλίας, που εξαρτάται καθαρά από την θέληση του ανθρώπου.
Η αντικειμενική λοιπόν θεώρηση της παραγράφου αυτής μέσα στην ιστορική πορεία, παρουσιάζει, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων που επιβεβαιώνουν τον κανόνα, σειρά από ουσιώδη μειονεκτήματα.
Και πρώτ’ απ’ όλα, οι Χριστιανοί (αυτοί δηλαδή που ισχυρίζονται ότι είναι Χριστιανοί εργοδότες), ανέκαθεν εγκλωβισμένοι μέσα στην παραζάλη του χρηματοοικονομικού συστήματος-ανεξαρτήτως «πολιτικών» τοποθετήσεων (το χρήμα βλέπετε, όλα τα ενώνει και τα ισοπεδώνει και αποδεικνύεται υπεράνω κομμάτων και ιδεολογιών) – αδυνατούν να απεγκλωβιστούν από τα «νόμιμα» όρια της μισθοδοσίας και των παροχών και εμποδίζονται από το να δουν τους εργαζομένους στις επιχειρήσεις τους, όχι απλώς ως εργάτες και υφισταμένους, αλλ’ ως αδελφούς. Ως εν Χριστώ αδελφούς, με ό,τι αυτό συνεπάγεται στις αποδοχές των ταλαίπωρων εργαζομένων, στους χώρους υγιεινής εργασίας και στις συνθήκες ασφαλείας. Επίσης στα θέματα αναψυχής και κοινωνικής προσφοράς και γενικώς σε ό,τι κάνει τους πιστούς να φαίνονται μα κυρίως να είναι αδελφοί.
Βεβαίως, θα ισχυριστεί τώρα κάποιος ότι δεν μπορεί, παρά να δίνει κανείς τις «νόμιμες αποδοχές», και όχι παρακάτω ή παραπάνω απ’ όσα προβλέπει ο νόμος.
Ναι, «ευτυχώς που υφίσταται και ο νόμος και προβλέπει και διασφαλίζει και έτσι δεν μπορεί κανείς να προσφέρει αγάπη»… Ευτυχώς… Και φυσικά ένας εργοδότης δεν μπορεί παρά να είναι απολύτως νόμιμος.
Το θέμα όμως είναι εάν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι δεν αγωνίζονταν ποικιλοτρόπως, θα ελάμβαναν και αυτά που «ορίζει ο νόμος» ή τα μεγάλα αφεντικά θα ήταν ικανοποιημένα στην παροχή ενός «πινακίου φακής»;
Ένα άλλο αρνητικό σημείο στην πρακτική λεγομένη χριστιανική εφαρμογή εργασίας, εργοδοσίας, παροχών κ.λ.π. είναι ότι δυστυχώς οι «Χριστιανικές κοινωνίες» (εάν ποτέ βεβαίως υπήρξαν), στα θέματα των λεγομένων κοινωνικών αναγκών, όχι μόνο δεν φαίνεται να διαθέτουν λόγο δυναμικό και να τέμνουν οδούς (πολλά ζητάμε;), αλλά αναγκάζονται τελικώς να συρθούν ως ουραγοί πίσω από τις δραματικώς κοινωνικές εξελίξεις.
Δεν χρειάζεται να επεκταθούμε σε παραδείγματα. Η Ιστορία δυστυχώς είναι μεστή περιπτώσεων τέτοιων όπου «το τραίνο έχει ήδη ξεκινήσει» και οι πιστοί τρέχουν ασθμαίνοντας να το προλάβουν. Αποτελεί δε ντροπή για τον Χριστιανικό κόσμο ότι προς τα έξω φαίνεται πως τα αθεϊστικά καθεστώτα εφαρμόζουν κάποια αναγκαία πράγματα, στα θέματα εργασίας, τα οποία είναι θεμελιώδη για την Χριστιανική ζωή και που αποτελούν βασικούς λόγους της διδασκαλίας του Κυρίου Ιησού.
Τονίζουμε, έτι άπαξ ότι δεν κάνουμε λόγο για μεμονωμένες περιπτώσεις Χριστιανών που έχουν το θάρρος να παρουσιάσουν σωστά και στην πράξη τις πεποιθήσεις τους, επάνω στο θέμα που με την άκρη του δακτύλου αγγίζουμε, αλλά μιλούμε για τους Χριστιανούς και ειδικώς την Εκκλησιαστική λεγομένη εξουσία, που παρά τα ιδρύματα αγάπης και τα όντως αξιόλογα έργα ευποιΐας, φαίνεται, θεωρητικώς τουλάχιστον να συμπορεύεται και ίσως-ίσως κάποιες φορές να επευλογεί τα κακώς κείμενα επί των θεμάτων εργασίας και εργοδοσίας. Γενικώς δε παρουσιάζει την εικόνα του φοβισμένου και του αποσυρμένου από τα κοινωνικά δρώμενα και φαντάζει ως εξωπραγματικό η άρθρωση του Προφητικού λόγου και η όρθωση του ηγετικού αναστήματος, που επιβάλλεται εκ των πραγμάτων και λόγω θέσεως να υπάρχει.
Από την άλλη δε, κάποιοι πέφτουν από τα σύννεφα (για ν’ αποδείξουν ότι όντως ζουν μέσα σε μια γυάλα και βρίσκονται εκτός πραγματικότητας), όταν ακούγονται τα δίκαια παράπονα και δέχονται το «κατηγορώ» από τον εργατικό κόσμο, ότι δηλ. η Εκκλησία απουσιάζει από τους κοινωνικούς αγώνες και εν πολλοίς ταυτίζεται ή ταυτιζόταν με το κεφάλαιο.
Έτσι λοιπόν, το αποτέλεσμα είναι οι «έχοντες και κατέχοντες» να εφησυχάζουν, ρίχνοντας και κάποιες φορές «ένα κόκκαλο» στα έργα αγάπης (ουσιαστικά για να εξευτελίζουν το φιλανθρωπικό έργο), από την άλλη δε οι «μη έχοντες», εγκλωβισμένοι σε ποικίλες καταστάσεις για τον «άρτον τον επιούσιον», και λόγω της ανακολουθίας των ποιμένων, να δυσκολεύονται ν’ ακολουθήσουν τον Πτωχό Ιησού και να ενταχθούν οργανικά στο Σώμα Του.
Λησμονούμε, φίλοι μου, ότι είναι τόσο προκλητική και αδίστακτη η μανία του χρήματος, ώστε όσοι έχουν βάλει σκοπό να πλουτίσουν και μόνο να πλουτίσουν, δεν διστάζουν να πάνε ακόμα και με τον ίδιο τον διάβολο.
Υπερβολικός ο λόγος μας; Καθόλου, εάν όντως μελετούμε την Γραφή. Αυτό ακριβώς δεν βλέπουμε στο σημερινό μας ανάγνωσμα; Οι κύριοι της δούλης, είχαν συνάψει αγαστή συνεργασία με το δαιμόνιο του πύθωνος, ακριβώς για να γεμίζουν τον κορβανά τους, δίχως το παράπαν να ενδιαφέρονται για την ταλαίπωρη δαιμονισμένη ύπαρξη που είχαν δήθεν υπό την προστασία τους.
Τώρα αν θέσετε το ερώτημα. Ποιος κυριευόταν από μεγαλύτερο δαιμόνιο, η δούλη ή οι κύριοί της; Αναμφιβόλως η απάντηση είναι ότι ισχυρότερο δαιμόνιο φιλοξενούσαν μέσα στην ύπαρξή τους οι κύριοί της, αφού όπως βλέπουμε, το μεν ταλαίπωρο πλάσμα τελικώς ελευθερώθηκε, οι δε κύριοί της ακόμα περισσότερο δαιμονίστηκαν, με αποτέλεσμα να υποστούν οι άγιοι Απόστολοι την όλη ταλαιπωρία που υπέστησαν.
Να ισχυριστούμε τώρα ότι τέτοιοι τύποι σαν τους κυρίους της περικοπής υπάρχουν σε κάθε εποχή άρα και στην δική μας; Όχι μόνο αυτό, αλλά όπως βλέπουμε, έχουν αυξηθεί σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που φαίνεται ότι το ρόλο των κυρίων της δούλης τον παίζουν τώρα και όσοι κερδίζουν χρήματα από τα έργα της ανομίας και της αμαρτίας, εκμεταλλευόμενοι άθλιες υπάρξεις τόσο του εσωτερικού της χώρας, όσο και αυτούς τους ταλαίπωρους αλλοδαπούς. Εν πολλοίς όμως, τον άθλιο τούτο ρόλο παίζει η ίδια η εξουσία, ροφώντας τον ιδρώτα αλλά και το αίμα των πολιτών, ως δηλητηριώδης βδέλλα της κοινωνίας.
Και ναι μεν σήμερα μπορεί να μην υποφέρουν οι ταλαίπωροι εργαζόμενοι από το πνεύμα του πύθωνος. Είναι όμως γεμάτοι από τα «δαιμόνια» της ανασφάλειας, του άγχους, του φόβου της ανεργίας (αυτό κι αν είναι), και από τόσες άλλες ασθένειες, ψυχικές και σωματικές που καταλήγουν να κάνουν τον βίο του πτωχού ανθρώπου, στην κυριολεξία αβίωτο. Κυρίως δε οι νέοι άνθρωποι συνθλίβονται από τον βόα του αισχρού κέρδους που διπλώνεται στην όλη ύπαρξή τους και που «προσωποποιεί» το αναίσθητο κεφάλαιο.
Βεβαίως, όπως μελετούμε, η παιδίσκη των Φιλίππων είχε την ευλογία να βρεθεί μπροστά στον Απόστολο των εθνών και ν’ απελευθερωθεί. Ο δε Απόστολος απέδειξε στο πλήρωμα των πιστών ανά τους αιώνας, ότι ο αυθεντικός ποιμένας δεν είναι δυνατόν να φοβάται ποτέ τον διάβολο, ούτε τα απαίσια όργανά του. Τόσο τα δύστυχα και φανερά, όσο κυρίως αυτά τα ύπουλα και υπεράνω υποψίας, τα οποία αρκετές φορές, όχι κατευθύνονται, αλλά κατευθύνουν τον ίδιο τον διάβολο προς ίδιον όφελος και δη χρηματιστηριακό.
Το ζήτημα όμως είναι το εξής. Σήμερα, οι διάδοχοι των Αγίων Αποστόλων, έχουν την δύναμη (με ό,τι αυτό συνεπάγεται) να τα βάλουν με τους «κυρίους»;
Η ποιμαίνουσα Εκκλησία, διαθέτει την ικανότητα να υψώσει στεντορεία τη φωνή και να κηρύξει στο κεφάλαιο «ουκ έξεστί σοι»; Ή φοβουμένη και αυτή (πλην ενίων), ζητιανεύει ψιχία από τα «μανδρόσκυλα του κεφαλαίου»;
Σε καμμία των περιπτώσεων δεν κηρύσσουμε την Λατινοαμερικανική «θεολογία της απελευθερώσεως» η οποία ουσιαστικά εγκλωβίζει περισσότερο τους εξαθλιωμένους λαούς, αφού απουσιάζει η ουσία της ορθής βάσεως, της αυθεντικής δηλ. πίστεως και είναι άγνωστη η εμπειρική-πατερική ερμηνεία του λόγου του Θεού.
Απλώς, μελετούμε τα βιβλικά κείμενα στις αντικειμενικές και σύγχρονες διαστάσεις, βάσει της ατρόμητης Προφητικής και δυναμικής Πατερικής θεολογίας.
Σίγουρα, αυτό κάποιους τους ενοχλεί. Τι να κάνουμε όμως φίλοι μου; «έχει τι πικρόν ο της αληθείας λόγος», όπως πολύ σοφά κήρυσσαν οι αρχαίοι μας πρόγονοι, που λαχταρούσαν ουσιαστικά την κάθαρση και τη θέωση δια Ιησού Χριστού.
Είθε κάποτε ν’ αφυπνιστούμε και να δούμε ότι «ου γαρ έδωκεν ημίν ο Θεός πνεύμα δειλίας, αλλά δυνάμεως και αγάπης και σωφρονισμού» (Β’ Τιμ. Α΄7).
Αν γίνει αυτό, τότε υπάρχει βεβαία ελπίδα ότι θα τακτοποιηθούν και τα εργασιακά με όλες τους τις παραμέτρους.
Κι ας μη λησμονούν ποτέ, τόσο οι έχοντες και κατέχοντες, όσο και οι μη έχοντες που δυστυχώς, χωρίς να γνωρίζουν την πραγματικότητα «μακαρίζουν» όσους διαθέτουν πλουτισμό, τον σοφό λόγο του «αγίου των Ελληνικών γραμμάτων», του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη:
«Η πλουτοκρατία ήτο, είναι και θα είναι ο μόνιμος άρχων του κόσμου και ο διαρκής Αντίχριστος. Αύτη γεννά την αδικίαν, αύτη τρέφει την κακουργίαν, αύτη φθείρει σώματα και ψυχάς».
Αμήν.
Αρχ. Ιωήλ Κωνστάνταρος
Email: ioil.konitsa@gmail.com
Κόνιτσα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου