Ἡ ἐπαναφορά, ὡς δῆθεν θέματος μεταρρυθμιστικῆς ἀξίας, τοῦ λελυμένου Συνταγματικῶς ζητήματος χωρισμοῦ Ἐκκλησίας - Πολιτείας στήν Ἑλλάδα, ἀπό τόν Ἀρχηγό τῆς Ἀξιωματικῆς Ἀντιπολιτεύσεως καί Πρόεδρο τοῦ Κόμματος ΣΥ.ΡΙΖ.Α – Π.Σ., κ. Στέφανο Κασσελάκη, μᾶς
ὑποχρεώνει νά ἀναφέρουμε καί πάλι κάποιες σκέψεις.Τό πρόταγμα τοῦ λεγομένου χωρισμοῦ ἐπαναλαμβάνεται ἀπό προφανῶς ἀμοίρους νομικῆς παιδείας, ὅπως ὁ κ. Κασσελάκης, οἱ ὁποῖοι μέ ἐφαλτήριο τό λεγόμενο θράσος τῆς ἀγνοίας τους, θέτουν πρός κατεδάφισι ὅ,τι συνιστᾶ τό κράτος δικαίου πού ἐπί 200 σχεδόν χρόνια πύργωσε ὁ λαός μας μέ αἷμα καί ἱδρώτα.
Τά κόμματα τῆς Ἀριστερᾶς μέ τήν γνωστή φιλοσοφικοκοινωνική βιοκοσμοθεωρία τοῦ κομμουνιστικοῦ κοσμοειδώλου, ὅπως γνώρισε τόν χωρισμό αὐτό ὁ καταρρεύσας ὑπαρκτός σοσιαλισμός στό ἀνατολικό μπλόκ πού στήν οὐσία ἦταν διωγμός τῆς θρησκευτικῆς πίστεως ἐλαύνονται ἀπό ἀποτυχημένα ἀθεϊστικά ἰδεολογήματα καί συναντῶνται μέ τά ὑπόλοιπα κόμματα τοῦ νεοφιλελευθέρου χώρου κάτω ἀπό τίς ντιρεκτίβες τῆς νέας ἐποχῆς καί τῆς νέας τάξεως. Ποιός δέν θυμᾶται τήν δυναμική παράστασι τοῦ ἐν Ἀμερικῇ Ἑβραϊκοῦ λόμπυ στόν τότε Πρωθυπουργό Κ. Σημίτη γιά τήν διαγραφή τοῦ θρησκεύματος ἀπό τίς ταυτότητες τῶν Ἑλλήνων, ὅπως ἀνέφερε τό ἀνακοινωθέν τοῦ Μεγάρου Μαξίμου;
Μιλοῦν γιά χωρισμό Ἐκκλησίας καί Κράτους, διάβαζε Ἔθνους, ἐπικαλούμενοι δῆθεν προοδευτικά συνθήματα. Οἱ ἀντιλήψεις, ὤστόσο, περί χωρισμοῦ εἶναι τοῦ περασμένου αἰώνα πού γεννήθηκαν κάτω ἀπό μισαλόδοξο ἀντιθρησκευτικό πνεῦμα πού δέν συμβιβάζεται μέ τίς σημερινές κοινωνικές, πολιτειακές καί θρησκευτικές ἀντιλήψεις καί πού ἀναπτύχθηκε σέ προτεσταντικές καί παπικές χῶρες πού δέν ἔχουν καμμία σχέσι μέ τόν πολιτισμό καί τήν Ὀρθόδοξη χριστιανική πίστη τοῦ Ἑλληνικοῦ ἔθνους.
Τό πρότυπο τῶν δυτικῶν κοινωνιῶν ἀλλά καί τοῦ ἀθεϊστικοῦ ἀνατολικοῦ μπλόκ πού κατέρρευσε παταγωδῶς, μέ τό θρησκευτικό συγκρητισμό καί μέ τόν χωρισμό, παράγει μόνο διαλυτικά κοινωνικά φαινόμενα καί ἐπιτρέπει τήν ἅλωσι τῶν κοινωνιῶν ἀπό τήν παραθρησκεία, τήν εἰδωλολατρεία, τόν σατανισμό καί τά ἐγκληματικά φαινόμενα.
Οἱ ἀντιλήψεις περί χωρισμοῦ δέν συμβιβάζονται μέ τά ἑλληνικά ἰδεώδη καί τήν Ὀρθόδοξη χριστιανική πίστη πού πότισε τίς ρίζες τοῦ Ἔθνους μας.
Οἱ ἀντίθετοι, οἱ ἔξω τοῦ χριστιανισμοῦ, οἱ ἀντί-χριστοι, ἡ ἀπιστία γενικῶς, ἀντιπαρέρχονται μία παγκόσμια πραγματικότητα, τήν πραγματικότητα τῆς ἀλλαγῆς τοῦ κόσμου ἀπό τόν Χριστιανισμό. Δέν μιλᾶμε γιά τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ, μιλᾶμε γιά τήν κοινωνική πραγματικότητα, γιά τήν κοινωνική διάστασι τοῦ Χριστιανισμοῦ πού ἐκπολίτισε τόν κόσμο καί ἰδιαίτερα στήν χώρα μας μᾶς διαφύλαξε διά νά μήν εἴμαστε τό ὑπόλοιπο τῆς Εὐρωπαϊκῆς Τουρκίας σήμερα ἐξισλαμισμένοι καί Τουρκοποιημένοι.
Ὁ Χριστιανισμός συνεπῶς κρινόμενος μόνο μέ κοσμικά κριτήρια εἶναι μιά παγκόσμια θρησκεία πού δέν μπορεῖ νά τεθεῖ στό κοινωνικό περιθώριο οὔτε νά ἀγνοηθεῖ καί ἀσφαλῶς δέν εἶναι δυνατό νά καταπολεμηθεῖ γιατί εἶναι θεοσύστατος ὀργανισμός, ὅπως ἀπέδειξαν τά δύο χιλιάδες χρόνια τῆς ἐπί γῆς παρουσίας Του καί τά πολυεκατομμύρια τῶν μαρτύρων Του.
Ἡ πρότασις τοῦ χωρισμοῦ, περνᾶ καί ἀπό τήν θύρα τῆς εἰδικῆς ἐπιστήμης τῆς Κοινωνιολογίας. Ἡ ἐφαρμογή τῆς ἀρχῆς «ἡ θρησκεία εἶναι μία ἰδιωτική ὑπόθεση» κατέληξε πάντοτε στήν καταδίωξι καί καταπίεσι τῆς θρησκευτικῆς πίστεως. Ἄμεσες συνέπειες τῆς τακτικῆς αὐτῆς εἶναι ὁ προοδευτικός ἐκφυλισμός τῆς προσωπικῆς καί κοινωνικῆς ἠθικῆς, ἡ σχετικοποίησις τῆς ἐθνικῆς παραδόσεως καί ἡ εἰσβολή ξένων ἰδεολογιῶν μέ ἐπικίνδυνο γιά τήν ἐθνική ἐπιβίωσι περιεχόμενο.
Ἡ συλλειτουργία τῶν θεσμῶν τοῦ ἔθνους καί τῆς Ἐκκλησίας στήν ἱστορική πορεία μας, ἔχει ὡς συνέπεια νά εἶναι ἀδύνατον νά αὐτονομηθοῦν οἱ θεσμοί αὐτοί καί νά παύσουν νά συλλειτουργοῦν χωρίς τό ἄμεσο ἐνδεχόμενο ἀρνητικῶν συνεπειῶν στήν ἐθνική πορεία καί ἐπιβίωσι.
Ὁ ὁμ. Καθηγητής τοῦ Α.Π.Θ. κ. Β. Γιούλτσης παρουσίασε ἐναργέστατα τήν θεωρία τοῦ φονξιοναλισμοῦ δηλ. τῆς συλλειτουργίας τῶν κοινωνικῶν θεσμῶν.
Ὅταν στήν ἀθεϊστική Γαλλία συνομολογήθηκαν «κονκορδάτα» ἀμοιβαιοτήτων πού ὁδήγησαν προοδευτικά στά διατάγματα 91/1955, 654/1968 καί 1024/1983 μέ τά ὁποῖα οὐσιαστικά ἡ ἐθνική Ρωμαιοκαθολική «Ἐκκλησία» τῆς Γαλλίας ἐπέστρεψε στά ἐπίπεδα συλλειτουργίας μέ τούς πολιτικούς θεσμούς καί ἐπίσης στήν ἄλλοτε κραταιά Σοβιετική Ἕνωσι τό διάταγμα τῆς 5/2/1918 μέ τό ὁποῖο ἐπεβλήθη ὁ χωρισμός Ἐκκλησίας καί Κράτους ἀντικατεστάθη μέ μιά σειρά διαταγμάτων ὅπως 1102/1972, 69/1973, 85/1973 καί μέ τήν γνωστή ἡμισυνταγματική ἀναθεώρησι τοῦ 1972 μέ τά ὁποῖα ἀναγνωρίστηκε ὡς ἀνεπίσημη θρησκευτική ἐπισημότητα ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἀποτελεῖ ἤ ὄχι ἀνεπίτρεπτο κρετινισμό ἡ συνθηματολογία γιά τόν χωρισμό στήν Ἑλλάδα, ὅπου ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀποτελεῖ τήν ψυχή τοῦ Ἔθνους;
Ὅσοι μιλᾶνε γιά χωρισμό, στήν οὐσία στοχεύουν στόν θρησκευτικό ἀποχρωματισμό τῶν Ἑλλήνων, θέλουν νά πάψουν οἱ πολίτες νά εἶναι θρησκεύοντα μέλη τοῦ σώματος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, διότι εἶναι ἀντίθετοι πρός τήν χριστιανική πίστη.
Τήν ἀπουσία, ὅμως, τοῦ θρησκευτικοῦ στοιχείου ἀπό τόν πολίτη θά τήν ὑποκαταστήσει ἕνα ἄλλο στοιχεῖο τό ὁποῖο ἔχει καί αὐτό θρησκευτικό χαρακτῆρα γιατί δέν μπορεῖ νά γίνει ἀλλιῶς ἀφοῦ ἀπό τόν ἄνθρωπο κατά τόν θεωρητικό τῶν Σοβιέτ Λουνατσάρσκι «τρία πράγματα δέν μπορεῖς νά ἀφαιρέσης τήν ἐλευθερία, τήν ἰδιοκτησία καί τήν μεταφυσική ἀγωνία» καί αὐτό τό στοιχεῖο ὀνομάζεται ἀντιχριστιανός ἤ ἀντιθρησκευτικός πολίτης ἤ ἄθεος πού στρατεύτεται στήν «θρησκεία» τῆς ἀθεΐας.
Αὐτό εἶναι τό πρότυπο τοῦ πολίτου αὐτῶν πού θέλουν τόν λεγόμενο χωρισμό. Τόν ἀποκαλοῦν μέ πολλά ὀνόματα, φιλικό ἤ ἔντιμο χωρισμό δέν ἔχει σημασία.
Μέ αὐτόν τόν τρόπο λένε ὅτι τό κράτος θά εἶναι ἀνεξίθρησκο ἤ οὐδέτερο πρός τήν θρησκεία καί αὐτό θά εἶναι δῆθεν καλύτερο γιά τήν κοινωνία. Τεχνητός, ὅμως, χωρισμός τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας στήν κοινωνική της διάστασι καί λειτουργία μπορεῖ νά εἶναι ἀπό νομοθετικῆς πλευρᾶς δυνατός, θά ἀποτελεῖ, ἐντούτοις, κατ’ οὐσίαν κατασκευή ἑνός «ἀνθρωπίνου τέρατος», ἑνός «κοινωνικοῦ θηρίου».
Οἱ κοινωνίες δέν ὀργανώνονται μόνο μέ νόμους ἤ συντάγματα, ὀργανώνονται καί μέ ἐξωνομικούς κανόνες πού ἀπό πλευρᾶς ἀξίας καί πρακτικοῦ κοινωνικοῦ ἀποτελέσματος εἶναι οἱ σημαντικότεροι.
Ἡ Ἑλληνική κοινωνία εἶναι ὀργανωμένη μέ τέτοιους νομικούς κανόνες, πού εἶναι οἱ χριστιανικοί κανόνες καί ἑπομένως εἶναι ἔγκλημα ἡ πολιτική βούληση πού θέλει νά ὁδηγήσει σέ θρησκευτικό ἀποχρωματισμό τήν ἑλληνική κοινωνία στό ὄνομα τῆς δῆθεν προόδου, γιατί στήν ἑλληνική κοινωνία οἱ θεσμοί συλλειτουργοῦν, ἐπειδή συλλειτουργοῦν οἱ ἀνθρώπινες προσωπικότητες.
Βέβαια, στίς κοινωνίες ὑπάρχουν πολίτες μέ θρησκευτική συνείδηση καί πολίτες χωρίς αὐτήν ἀλλά αὐτό ἀποτελεῖ ἐπιλογή καί ἀνάγεται σέ ἀτομικό δικαίωμα προστατευόμενο συνταγματικά. Ἡ καθιέρωσις ὅμως πολιτειακά τοῦ χωρισμοῦ τῶν κοινωνικῶν θεσμῶν εἶναι τραγικά ἀγεφύρωτη ἔκπτωσις.
Ὁ χωρισμός χωρίς νά ληφθοῦν ὑπ’ ὄψιν ἡ συλλειτουργία τῶν κοινωνικῶν θεσμῶν, ἡ ἰδιομορφία τοῦ πολιτιστικοῦ καί ἐθνικοῦ παρελθόντος, οἱ ἀντιλήψεις καί ἡ ἰδιοσυγκρασία τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ εἶναι μία ἀφελής συνθηματολογία πού περιέχει μόνο ἄγνοια καί προκατάληψη.
Τό σύστημα τῆς συναλληλίας πού ἰσχύει σήμερα μέ τό Σύνταγμα τοῦ 1975 καί τόν Καταστατικό Χάρτη εἶναι καθεστώς χωρισμοῦ ἀφοῦ Ἐκκλησία καί Πολιτεία εἶναι κοινωνίες διάφορες, συναφεῖς ὅμως καί συνεχόμενες μέ συνεργασία κοινωνικά ἀναγκαία καί ἀναπόφευκτη.
Ἡ ἱστορική ἐμπειρία ἐφαρμογῆς τοῦ συστήματος τόσο στήν χιλιόχρονη βυζαντική περίοδο καί τήν ὀθωμανική κατοχή, ὅσον καί στήν περίοδο τοῦ νεωτέρου Ἑλληνικοῦ κράτους, ἀποδεικνύει ὅτι ἡ νομική αὐτή κατάστασις δέν ἔβλαψε οὔτε τήν ἑλληνική κοινωνία, οὔτε τά δικαιώματα τῶν ἄλλων θρησκευτικῶν κοινοτήτων καί ἐπί τέλους θέτει τό ἐρώτημα, ἡ μετατροπή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στήν ὁποία πολυειδῶς ὀφείλει τό Ἔθνος ἀπό ΝΠΔΔ σέ ἁπλό Σωματεῖο ἤ Ἕνωση προσώπων θά συμπαρασύρει καί τό ὑφιστάμενο νομικό καθεστώς τῶν Μουφτειῶν τῆς Μουσουλμανικῆς θρησκευτικῆς παραδοχῆς πού προβλέπεται ἀπό τήν Συνθήκη τῆς Λωζάνης καί τοῦ Κεντρικοῦ Ἰσραηλιτικοῦ Συμβουλίου καί τῶν Ἰσραηλιτικῶν Κοινοτήτων, γιατί κάτι τέτοιο δέν προαναγγέλεται ἀπό τόν κ. Κασσελάκη; Συνεπῶς, ἀντιλαμβάνεται κανείς εὐχερῶς ὅτι ἐφαλτήριο τῆς προτάσεως τοῦ κ. Κασσελάκη εἶναι ὁ διωγμός κατά τῆς μάννας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί μόνον. Τίθεται, λοιπόν, ἀναποδράστως σέ κάθε ἄνθρωπο καλῆς θελήσεως τό ἐρώτημα: ἐνεργεῖ μόνος του ὁ κ. Κασσελάκης;
Ἡ Ἀρχή τῆς ἐλευθερίας τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως, ὑπερτέρα τῆς Ἀρχῆς τῆς ἀνεξιθρησκείας πού διέπει τόν θεμελιώδη Νόμο τοῦ Κράτους, τό Σύνταγμά μας (ἀρ. 13) πηγάζει ὄχι μόνο ἀπό τήν ἰδιοπροσωπία μας ἀλλά κυρίως ἀπό τήν θρησκευτική μας πίστη καί τίς Εὐαγγελικές Ἀρχές τῆς θεοσδότου ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου καί ἀσφαλῶς ἀπό τήν αἰώνια διακήρυξι τοῦ Δομήτορος τῆς Ἐκκλησίας «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν» (Μαρκ. 8, 34).
Ἡ εὐλογημένη χώρα μας εἶναι μία χώρα στήν ὁποία οἱ πάντες ἀπολαμβάνουν τῆς ἐλευθερίας τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως καί ἡ Ἁγιωτάτη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος οὐδέν πλεονέκτημα ἔχει πέραν τῆς διά τούς γνωστούς ἱστορικούς λόγους ἀναγνωρίσεως ὅτι τά Νομικά Αὐτῆς Πρόσωπα κατά τάς νομικάς των σχέσεις εἶναι ΝΠΔΔ (ἄρθρ. 1 Ν. 590/1977 ΦΕΚ τ. Α 146) πού συνεπιφέρει, ὡστόσο, καί τόν κατασταλτικό ἔλεγχο τῶν ἐλεγκτικῶν ὀργάνων τοῦ Κράτους!
Τήν αὐτή, ὅμως, νομική προσωπικότητα πάλι δι’ ἱστορικούς λόγους ἔχει, ὅπως προαναφέραμε, καί τό Κεντρικό Ἰσραηλιτικό Συμβούλιο τῆς Ἑλλάδος καί οἱ Ἑβραϊκές κοινότητες Ν. 2456/1920 (ΦΕΚ Α΄ 173) ΑΝ2544/1940 (ΦΕΚ Α΄287), ΑΝ 846/1946 (ΦΕΚ Α΄144), ΝΔ 301/1869 (ΦΕΚ 195), ΠΔ 182/1978 (ΦΕΚ Α΄40) ἐνῶ οἱ 3 Μουσουλμανικές Μουφτεῖες Ξάνθης, Κομοτηνῆς καί Διδυμοτείχου εἶναι «δημόσιες ὑπηρεσίες τοῦ Κράτους» μέ πλήρη δικαιοδοτική ἁρμοδιότητα ἀσκουμένη κατά τίς ἐπιταγές τοῦ Μουσουλμανικοῦ δικαίου (Σαρία).
Ὁ Μουφτῆς «ἀσκεῖ δικαιοδοσία μεταξύ Μουσουλμάνων Ἑλλήνων πολιτῶν τῆς περιφερείας του ἐπί γάμων, διαζυγίων, διατροφῶν, ἐπιτροπειῶν, κηδεμονιῶν, χειραφεσίας ἀνηλίκων, ἰσλαμικῶν διαθηκῶν καί τῆς ἐξ ἀδιαθέτου διαδοχῆς ἐφ’ὅσον οἱ σχέσεις ταῦται διέπονται ἀπό τόν Μουσουλμανικό Νόμο» (ἄρθρο 5 Νόμου 1920/1991 (ΦΕΚ 182 Α΄ 24.12.1990) ὅπως προβλέπει ἡ διεθνής Συνθήκη τῆς Λωζάνης τοῦ 1923 (ἄρθρα 14 καί 37-44). Κατά ταῦτα μέ ποῖο νόμιμο τρόπο θά ὑποβιβασθεῖ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος σέ Νομικό Πρόσωπο ἰδιωτικοῦ δικαίου ἤ ἰδίου δικαίου (Θρησκευτικό Πρόσωπο) τοῦ Ν. 4301/2014 (ΦΕΚ Α΄ 223/17.1.2014) τήν στιγμή πού θά παραμείνουν Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου τό Κεντρικό Ἰσραηλιτικό Συμβούλιο τῆς Ἑλλάδος καί οἱ Ἰσραηλιτικές Κοινότητες καί δημόσιες ὑπηρεσίες τοῦ Κράτους οἱ Μουσουλμανικές Μουφτεῖες; Καί μέ ποῖο νομικό τρόπο κατ’ ἐπιταγή τῆς ἀρχῆς τῆς ἰσότητος τοῦ Συντάγματος θά ὑποβιβασθοῦν οἱ Μουσουλμανικές Μουφτεῖες σέ ΝΠΙΔ γιά νά παρακολουθήσουν τήν ὑποβάθμιση τῆς νομικῆς προσωπικότητος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί τήν ἴδια στιγμή θά διατηρήσουν τή δικαιοδοσία ὡς ὑπηρεσίες τοῦ Κράτους ἀπονομῆς δικαίου σέ Ἕλληνες Μουσουλμάνους πολίτες;
Κι ἀκόμη ὑφίσταται σήμερα νομική δυνατότης ἀναθεωρήσεως τῆς Συνθήκης τῆς Λωζάνης καί ὑποβαθμίσεως τῆς νομικῆς προσωπικότητος τῆς μουσουλμανικῆς μειονότητος τῆς Ἑλλάδος πού δικαίως θά διεκδικήσει πλέον τήν ἐκλογή ἀντί τοῦ διορισμοῦ ἀπό τό κράτος τῶν Μουφτήδων;
Σήμερα τό Ἑλληνικό Δημόσιο ἀντιμετωπίζει διεθνῶς τό πολύ εὐαίσθητο νομικό θέμα τοῦ διορισμοῦ ἀντί τῆς ἐκλογῆς ἀπό τήν Μουσουλμανική μειονότητα, στηριζόμενο στό γεγονός ὅτι οἱ Μουσουλμανικές Μουφτεῖες εἶναι δημόσιες ὑπηρεσίες τοῦ Κράτους καί ἔχει τό Δημόσιο τήν ἁρμοδιότητα τοῦ διορισμοῦ τῶν ἀσκούντων τήν σχετική διακαιοδοσία. Ἐάν ἡ ὁποιαδήποτε Κυβέρνησή δέν ἔχει πρόβλημα μέ τήν «ἐκλογή» τῶν Μουφτήδων ἀπό τό Τουρκικό Προξενεῖο τῆς Κομοτηνῆς ἡ «Κοσοβοποίηση» τῆς Θράκης θά εἶναι θέμα ὀλίγων μηνῶν.
Αὐτοί πού ἐπιδιώκουν τόν λεγόμενο χωρισμό ἐπιζητοῦν:
Α. Ἡ Ἐκκλησία νά πάψη νά εἶναι ἡ ἐπικρατούσα θρησκεία τῶν Ἑλλήνων,
Β. Οἱ Κληρικοί καί οἱ ἐργαζόμενοι σέ Αὐτήν νά μήν ἔχουν κοινωνικά δικαιώματα καί οἰκονομική βοήθεια ἀπό τό Κράτος,
Γ. Ἡ Ἐκκλησία νά μεταβληθῆ σέ ἕνα κοινό Σωματεῖο ἰδιωτικοῦ δικαίου,
Δ. Νά καταργηθοῦν οἱ Θεολογικές Σχολές στά Πανεπιστήμια καί ἡ Ἐκκλησιαστική Ἐκπαίδευση.
Ε. Νά καταργηθῆ τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν στά Σχολεῖα.
Μέ ἕνα λόγο, ἐπιδιώκεται μέ τήν πρότασι ἡ περιθωριοποίησις τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία γιά τούς ἐπιδιώκοντας τόν λεγόμενο χωρισμό εἶναι ἄχρηστη μέσα στήν κοινωνία καί συνεπῶς ἕνας χωρισμός θά ὑποκρύπτει «κρυφό διωγμό» καί θά συνδράμει μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου ὥστε ἡ Ἐκκλησία νά ὁδηγηθῆ κατά τή γνώμη τους σέ μαρασμό.
Οἱ «καλοί» ὅμως αὐτοί «πόθοι» στεροῦνται σοβαρότητος γιατί ἀγνοοῦν τό πασίδηλο γεγονός ὅτι οἱ πολίτες εἶναι συγχρόνως καί θρησκευτικές προσωπικότητες καί δέν μποροῦν νά χωρισθοῦν στά δύο ὥστε τό Κράτος νά πάρει τόν «πολίτη» καί ἡ θρησκεία τόν «θρησκευτικό πολίτη».
Τό αἴτημα τοῦ χωρισμοῦ χωρίς νά λαμβάνεται ἐπιπροσθέτως ὑπ’ ὄψι ἡ ὀργάνωσις τῆς Ἑλληνικῆς κοινωνίας, τά μεγάλα γεωστρατηγικά καί γεωπολιτικά προβλήματα τῆς περιοχῆς μας, ὁ τρομακτικός φονταμενταλισμός τοῦ Ἰσλάμ, εἶναι τελικά ὅπως εἴπαμε μιά ἀφελής συνθηματολογία πού περιέχει μόνο ἄγνοια καί προκατάληψι.
Τό μεγάλο ἐκσυγχρονιστικό καί μεταρρυθμιστικό θέμα τῆς Πολιτείας δέν εἶναι ὁ χωρισμός τοῦ Ἔθνους ἀπό τήν Ἐκκλησία γιατί ὅπως προαναφέραμε μέ τό Σύνταγμα τοῦ 1975 ἔχουν καθορισθῆ οἱ διακριτοί ρόλοι Ἐκκλησίας καί Πολιτείας καί τό ἀρ.3 τοῦ Συντάγματος, πού προβλέπει τίς σχέσεις δέν εἶναι στά πρός ἀναθεώρησι ἄρθρα τοῦ Συντάγματος, ἀλλά ἡ ἀντιμετώπισις τοῦ τέρατος τῆς Γραφειοκρατίας, τῆς ἀσυνέχειας τοῦ Κράτους, τῆς εὐνοιοκρατίας καί κομματικοκρατίας καί τῆς σοβούσης ἠθικῆς σήψεως καί διαφθορᾶς.
Ἡ πλήρης ἀπόδειξις τῶν ἀπολύτως διακριτῶν ρόλων Ἐκκλησίας-Πολιτείας στήν Συνταγματική μας ἔννομη τάξη εἶναι τό γεγονός ὅτι ἡ Πολιτεία νομοθετεῖ συνεχῶς εἰς βάρος τῆς ἀνθρωπολογίας, τῆς ὀντολογίας καί τοῦ ἤθους τῆς Ἐκκλησίας μέ ἐξόχως ἀντι-Ἐκκλησιαστικά νομοθετήματα ὅπως: πολιτικός γάμος, ἀποποινικοποίησις τῆς μοιχείας, ἀμβλώσεις, σύμφωνο συμβίωσης, καῦσις νεκρῶν, ἡ ἐξαγγελθεῖσα Κυβερνητικῶς ἐπέκτασις τοῦ πολιτικοῦ γάμου στά λεγόμενα ὁμοφυλόφιλα ζευγάρια, κάτι πού θά ἦτο ἀδιανότητο καί ἀδύνατο σέ ἕνα θεοκρατικό καθεστώς.
Ἀδαῶς φερόμενοι οἱ ἐπιζητοῦντες τόν χωρισμό ἰσχυρίζονται, ἐπιπροσθέτως, ὅτι θά ἀπαλλαγῆ δι’ αὐτοῦ ἡ Πολιτεία ἀπό τήν μισθοδοσία τοῦ κλήρου καί θά ἰδιοποιηθῆ τήν Ἐκκλησιαστική λεγόμενη περιουσία, ἀγνοοῦν, ὅμως, ἀπαράδεκτα ὅτι ἀκόμη ἡ Ἑλλάδα ἀποτελεῖ κράτος δικαίου καί ὅτι τήν ἀπάντησι στούς «εὐσεβεῖς πόθους» τους ἔδωσε τό Εὐρωπαϊκό Δικαστήριο Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων (Ε.Δ.Α.Δ) πού ὑποχρέωσε τήν Ἑλληνική Πολιτεία νά ἄρει τίς συνέπειες τῶν Νόμων 1700/1987 καί 1811/1988.
Μέ τήν ἀπόφασι 10/1993/305/483-484/9.12.1994 τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Δικαστηρίου Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων ἐπιλύεται ὁριστικά ἡ νομική θέσις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μέσα στήν Ἑλληνική Πολιτεία καί ἀναγνωρίζεται ἡ δικαιϊκή ἀρχή τοὺ ἄρθρου 51 τοῦ εἰσαγωγικοῦ νόμου τοῦ Ἀστικοῦ Κώδικος «Ἡ ἀπόκτησις κυριότητας ἤ ἄλλου ἐμπράγματου δικαιώματος πρίν ἀπό τήν εἰσαγωγή τοῦ Ἀστικοῦ Κώδικα κρίνεται κατά τό δίκαιο πού ἴσχυε ὅταν ἔγιναν τά πραγματικά περιστατικά γιά τήν ἀπόκτησή τους» καί δι’ αὐτῶν οὐσίᾳ ἡ Σύμβασις τοῦ ἔτους 1952 μεταξύ Ἐκκλησίας καί Πολιτείας.
Ἑπομένως μέ τόν τυχόν χωρισμό Ἐκκλησίας καί Πολιτείας ἐφ’ ὅσον ἡ χώρα ἐπιθυμεῖ νά βρίσκεται ἐντός τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως καί νά εἶναι ὑποκείμενο τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ νομικοῦ πολιτισμοῦ καί Δικαίου θά πρέπει νά συνεχισθῆ ἡ μισθοδοσία τοῦ κλήρου κατά τίς συμβατικές ὑποχρεώσεις τῆς χώρας ὡς ἀντίδοσι γιά τό 96% τῆς Ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας πού κατά καιρούς ἀπό τοῦ ἔτους 1833 μέ διαφόρους τρόπους προσέλαβε ἤ νά διακοπῆ ἡ μισθοδοσία τοῦ κλήρου καί νά ἐπιστραφῆ τό σύνολο τῆς περιουσίας ἤ νά ἀποζημιωθῆ δι’ αὐτήν ἡ Ἐκκλησία.
Συνεπῶς, ὁμιλοῦμε γιά τρισεκατομμύρια Εὐρώ, ὅταν μόνον γιά τήν ἀποζημίωσι τῆς περιουσίας τῶν πέντε Ἱ. Μονῶν πού προσέφυγαν στό Ε.Δ.Α.Δ. ἐπεδικάσθη τό ποσόν τῶν 8,9 δις. €, πού καθιστᾶ τό γεγονός τῆς ἀμφισβητήσεως τῆς μισθοδοσίας τοῦ κλήρου ἐν συνδυασμῷ πρός τήν οἰκονομική πραγματικότητα, πλήρως ἀνεδαφικό καί ἀνόητο. Ἄλλωστε, μέ τόν πρόσφατο Ν.4957/2022 νομοθετήθηκαν οἱ Ὀργανικές Ἐφημεριακές Θέσεις τῶν Κληρικῶν καί τῶν Ἐκκλησιαστικῶν ὑπαλλήλων.
Παρεμπιπτόντως, ἡ συγκεκριμένη ἀπόφασις τοῦ Ε.Δ.Α.Δ. ἀποτελεῖ νομολογία καί πρόκριμα γιά ὁμοειδεῖς ὑποθέσεις στό μέλλον, διότι τό Ε.Δ.Α.Δ. εἶναι τό μόνο ἁρμόδιο νά κρίνη γιά τήν παραβίασι τῆς συμβάσεως τῆς Ρώμης καί ὑπερτερεῖ τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας καί τοῦ Ἀρείου Πάγου. Μέ τήν ἀπόφασι αὐτή ἐκρίθη ὁριστικά καί ἀμετάκλητα τό κεφάλαιο τῆς ἀμφισβητήσεως τῆς Ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας ἀπό συστάσεως τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους ἕως σήμερα, διότι ἡ Ἑλληνική Πολιτεία διακατέχει δίχα ἀποζημιώσεως τήν Ἐκκλησιαστική περιουσία.
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ
ΠΗΓΗ: ΚΛΙΚ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου