«ΤΟΝ ΕΙΔΕ. ΠΩΣ ΤΟΝ ΕΙΔΕ; ΕΚΕΙΝΟΣ ΞΕΡΕΙ. ΕΙΔΕ. ΤΙ ΕΙΔΕ; ΕΙΔΕ ΤΟ ΛΑΜΠΡΟΤΑΤΟ ΦΩΣ».
«ΤΟΝ ΕΙΔΕ. ΠΩΣ ΤΟΝ ΕΙΔΕ; ΕΚΕΙΝΟΣ ΞΕΡΕΙ.
ΕΙΔΕ. ΤΙ ΕΙΔΕ; ΕΙΔΕ ΤΟ ΛΑΜΠΡΟΤΑΤΟ ΦΩΣ.»
Ἐπιλεγμένο ἀπόσπασμα ὁμιλίας
τοῦ Ἀρχιμ. Ἐλισσαίου Σιμωνοπετρίτου
μὲ θέμα: «Βίος καὶ διδαχὲς Γέροντος Αἰμιλιανοῦ Σιμωνοπετρίτου»
(1934 – 9 Μαΐου 2019),
ποὺ ἐκφωνήθηκε κατὰ τὸν Κατανυκτικὸ Ἑσπερινὸ
τῆς Κυριακῆς τῆς Σταυροπροσκυνήσεως
στὴ Μητρόπολη Καλαμαριᾶς, 31 Μαρτίου 2019
[…] Νὰ δοῦμε ἕναν ἄνθρωπο ἀνικανοποίητο ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωή. Ποὺ ἐπιχειρεῖ νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὰ ὅρια αὐτοῦ τοῦ χώρου καὶ τοῦ χρόνου καὶ νὰ βρεῖ μία ἄλλη ζωή, ποὺ νὰ ἀνταποκρίνεται στὴν πείνα καὶ στὴν δίψα τῶν βαθυτάτων μυχίων τοῦ εἶναι του. Μία ζωὴ πού, ὅπως ἔλεγε ὁ ἴδιος, «ἀξίζει νὰ τὴν ζεῖ κανείς». Μία ζωὴ ἀντάξια τοῦ ἀνθρώπου ποὺ εἶναι στολισμένος μὲ νοῦν καὶ ζωντανὴ ψυχή.
[…] Νὰ δοῦμε ἕναν θεοερωτευμένο, ποὺ μπλέκεται σὲ μία περιπέτεια, ὅπου χρειάζεται νὰ τὰ παίξει ὅλα γιὰ ὅλα, ὥστε νὰ κερδίσει τὸ πρόσωπο ποὺ ἀγάπησε.
. Στὴν περιπέτεια αὐτὴ ἀρχίζει προκαλώντας πολὺ ἔντονα τὸ ἀγαπημένο πρόσωπο ποὺ μένει ἐπίμονα κρυμμένο – καταλαβαίνετε ποιὸ εἶναι αὐτὸ τὸ πρόσωπο, ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς – τὸν προκαλεῖ λοιπὸν ὁ Γέροντας νὰ τοῦ φανερωθεῖ, γιὰ νὰ ἀρχίσουν τὸν διάλογο. Φτάνει στὴν πλήρη ἐξάντληση ἀπὸ τὶς ἀδίστακτες προσπάθειες καὶ κραυγὲς καὶ προσδοκίες καὶ προσμονές. Τότε λοιπόν, μέσα σὲ αὐτὸν τὸν ἀγώνα, τὴν ἀγωνία, τὴν ἄσκηση, ἔρχεται ὁ πρῶτος ψίθυρος ἀπὸ τὸ κρυμμένο πρόσωπο. Τί τοῦ λέει; – Ἡσύχασε. Εἶμαι ἐδῶ, δὲν χρειάζεται νὰ μὲ ψάχνεις καὶ νὰ φωνάζεις δυνατά. Ἡσυχάζει πλέον ὁ ἀναζητητὴς καὶ σιγὰ-σιγὰ ἡ σιωπή του βαθύνεται μέσα του καὶ τὸν κατακτᾶ ἐντελῶς καθὼς συνοδεύεται μὲ μία θέρμη ἀγάπης καὶ ἀγωνίας.
. Μέσα στὸ μυστήριο αὐτῆς τῆς βαθιᾶς καὶ σιωπηλῆς ἐντρυφήσεως ἀντιλαμβάνεται κάτι γιὰ πρώτη φορὰ ὁ Γέροντας. Ἀντιλαμβάνεται νὰ ἔρχεται ἀπὸ πίσω του – τρόπον τινὰ νὰ τοῦ κλείνει τὰ μάτια – καὶ νὰ τὸν ρωτάει μυστικά: Μάντεψε ποιός εἶμαι! Ὁ ἴδιος ἀναρωτιέται. Ποιός να εἶναι ἆραγε; Μήπως εἶσαι ὁ τάδε φίλος μου; Μήπως ὁ τάδε; Ὄχι! –Μήπως εἶσαι ὁ Θεός μου; Εἶμαι! Ἐγὼ εἶμαι, ἀπαντᾶ τὸ κρυμμένο πρόσωπο. Τοῦ λύνει τὰ μάτια. Ἔρχεται μπροστά του. Ἀνοίγει τὰ χέρια καὶ τὸν ἀγκαλιάζει. Τὸν ρωτάει: Ἐσὺ εἶσαι ὁ Θεός μου ποὺ σὲ ψάχνω; Ναί, ἐγὼ εἶμαι. Δὲν μὲ γνωρίζεις; Τόσον καιρὸ μὲ φωνάζεις καὶ τώρα ρωτᾶς ποιός εἶμαι; Μένει ἔκθαμβος γιὰ πολύ, ἀφοῦ ὁ φίλος χάθηκε πάλι. Εἶδε γιὰ πρώτη φορὰ «ὃν ἠγάπησε ἡ ψυχή του». Τὸν εἶδε. Πῶς τὸν εἶδε; Ἐκεῖνος ξέρει. Εἶδε. Τί εἶδε; Εἶδε τὸ λαμπρότατο φῶς. Ἀλλὰ ὅταν ἔμεινε πάλι μόνος, τὸ βίωμά του ἐξελίχθηκε καὶ ἄλλαξε. Ἄρχισε τότε μία περιπέτεια ποὺ δὲν τὴν φαντάστηκε ποτέ. Τί ἔγινε δηλαδή; Τὸ φῶς ἐκεῖνο τὸν ἔκανε νὰ δεῖ θέλοντας καὶ μὴ τὸν ἑαυτό του. Τὸν ἐσωτερικὸ ἑαυτό του. Μετὰ τὸ ὁλόλαμπρο θέαμα εἶδε τὸ ὁλοσκότεινο θέαμα, τὸ θέαμα τοῦ ἑαυτοῦ του. Τὸ εἶδε καθαρὰ μέσα στὸ φῶς. Δὲν τὸ ἤξερε. Νόμιζε, ὅπως νομίζει ὁ καθένας μας, ὅτι ἦταν σπουδαῖος πνευματικός. Ἀνώτερος. Τώρα βλέπει τὴν ἀλήθεια, ἐνῶ ὣς τώρα ἔπεφτε ἔξω. Εἶχε ἀπατηθεῖ. Δὲν ἀντέχει αὐτὴν τὴν ἀλήθεια. Δὲν μπορεῖ νὰ τὴν παραδεχτεῖ.
. Ὅλοι λέμε ὅτι εἴμαστε ἁμαρτωλοί. Ἀλλὰ κάτι μέσα μας μᾶς λέει ὅτι εἴμαστε καὶ κάτι. Ἔχουμε αὐτὰ τὰ χαρίσματα. Εἴμαστε ἱκανοί. Εἴμαστε τὸ ἕνα, εἴμαστε τὸ ἄλλο. Ἀλλὰ ἔχουμε μέσα μας αὐτὴν τὴν ἀδυναμία, τὸ σκότος. Τότε ὁ Γέροντας κλαίει καὶ πονάει. Συγχρόνως θυμᾶται καὶ τὸν ἀγαπημένο φίλο του. Τὰ βιώματά του ἀναμοχλεύουν καὶ ἐκεῖνος ὁ κρυμμένος φίλος του ἀρχίζει νὰ τοῦ κάνει μυστικὲς προκλήσεις, τοῦ κάνει ὅπως λέμε ἀντεπίθεση.
. Ἂν θέλεις τὴ φιλία μου, εἶναι ἀνάγκη νὰ παραδεχτεῖς τὴ γύμνια σου. Ἂν τὴν παραδεχτεῖς, θὰ σὲ γεμίσω μὲ ὅλα τὰ καλὰ καὶ θὰ διώξω ἀπὸ πάνω σου κάθε ἀσχήμια καὶ κάθε κακία. Νὰ πῶς ξεκινάει ἀδελφοί μου ἡ μετάνοια. Ἡ ἀληθινὴ γνῶσις τοῦ ἑαυτοῦ μας. Ἂν ὄχι, ἂν δὲν τὴν παραδεχθεῖς αὐτὴν τὴ γύμνωση καὶ πεῖς ὅτι εἶσαι κάτι, τότε θὰ μένεις ὅπως εἶσαι. Ἂν ἀποφασίζεις νὰ κρύβεις τὴν ἀλήθεια γιὰ τὸν ἑαυτό σου καὶ νὰ μὴν τὴν παραδέχεσαι, θὰ φύγω, θὰ ἀπουσιάσω. Μὲ κόπο ὁ ἀναζητητὴς ἀποφάσισε τὸ «Ναί». Ἡ χαρὰ ξαναῆλθε στὴν ψυχή. Μέσα στὴν ταπεινωμένη πλέον ὕπαρξη κυριάρχησε τὸ σκίρτημα τοῦ ἠγαπημένου. Ναί, αὐτὸς εἶμαι. Ἔλα, λοιπόν, Ἐσύ, ὁ λαμπρός, τὸ φῶς. Ἔλα, καὶντύσε με. Ντύσε τὴν γυμνὴ ψυχή μου. Τὸ βίωμα ἐξελίσσεται. Ξαναέρχεται Ἐκεῖνος καὶ πάλι ξαναπλημμύρισε τὸ φῶς. Ἀλλὰ τώρα τὸ φῶς μπῆκε βαθιὰ μέσα του. Φώτισε ὅλα τὰ σκοτάδια, τὶς πιὸ κρυφὲς σπηλιὲς τῆς καρδιᾶς. Παραδέχεσαι λοιπὸν ὅτι εἶσαι μηδὲν καὶ Ἐγὼ τὸ πᾶν γιὰ σένα; Ἂν ναί, εἶμαι μαζί σου.
. Στὸ ἑξῆς λοιπόν, δὲν ἔχουμε ἁπλῶς ἐξέλιξη τοῦ βιώματος ἀλλὰ μία καινούργια ζωή. Σὲ ἐκείνη τὴν κρισιμότατη στιγμὴ τῆς ὁλοκληρωτικῆς αὐτογνωσίας ποὺ τὸ «ναὶ» ἢ τὸ «ὄχι» θὰ εἶχε αἰώνιες διαστάσεις ὁ Γέροντας Αἰμιλιανὸς ἔνιωσε μέσα του ἀγάπη γιὰ τὸν Θεὸ καὶ παραδέχτηκε τὴν νέκρα τῆς μεγάλης πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Κατάλαβε πῶς ἔπεσε ὁ ἄνθρωπος καὶκατάλαβε τί εἶναι ὁ τραυματισμὸς τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως.. Μὲ πανηγυρικὴ λοιπὸν διάθεση δόθηκε ὅλος στὸν ἠγαπημένο του Χριστὸ χωρὶς καμμία προϋπόθεση. Νίκησε τὸν παντοδύναμο. Κέρδισε τὸν πολύτιμο μαργαρίτη. Ἔγινε ἕτοιμος γιὰ κάθε ὑπακοὴ σὲ Αὐτόν, γιὰ κάθε ὑπηρεσία ποὺ θὰ τοῦ ζητήσει, γιὰ κάθε θέλημά του. Γέμισε ἀπὸ ὅλες τὶς χάρες καὶ τὶς ἀρετὲς τοῦ Παναρέτου. Προπαντὸς λαβώθηκε ἀπὸ τὴν ἀπερίγραπτη ἀγάπη, τὴν κραταιὰ ὡς θάνατον. Ὅλο καὶ περισσότερο διψᾶ νὰ εἰσχωρήσει ὁλόκληρος καὶ γιὰ πάντα μέσα στὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ. Νὰ γίνει ἕνα μὲ Αὐτόν. Ὁ ὑπερκόσμιος φίλος, ὡς παντοδύναμος, τὸν ἁρπάζει καὶ τὸν μεταφέρει ἐκεῖ ἐπάνω – ὅπως πολλὲς φορὲς ἔλεγε ὁ ἴδιος – «ἐκεῖ ἐπάνω». Εἶχε τὸ βίωμα τοῦ «ἐκεῖ ἐπάνω». Αὐτὸ ἐπαναλήφθηκε πολλὲς φορές. Παρὰ τὴν ὁλοσχερῆ ἐπιθυμία του νὰ μείνει γιὰ πάντα «ἐκεῖ ἐπάνω» πάντοτε ἐπέστρεφε κάτω στὴ γῆ, ἀνάμεσα στὰ παιδιά του καὶ στοὺς ἀνθρώπους. Ἀκόμη δὲν ἀνέβηκε – Κύριος οἶδε γιατί – στὰ ποθητὰ σκηνώματα. Ἡ θεϊκὴ βουλὴ τοῦ Θεοῦ τὸν θέλει ἀκόμη ἀνάμεσά μας.
. Ὅλα αὐτά, ψάχνοντας μὲ προσοχή, – καὶ νομίζετε ὅτι σᾶς λέω κάτι πολὺ μυστικό– ψάχνοντας μὲ προσοχή, τὰ συναντᾶς συνεχῶς στὰ κείμενα τοῦ Γέροντα ποὺ τὰ περιγράφει μὲ λεπτομέρειες καὶ τὰ ἀποκαλύπτει κάπως κρυμμένα. Γιὰ νὰ ξυπνήσουν τὴ δίψα γιὰ πνευματικὴ ζωὴ σὲ ὅσους τὸ θέλουν. Ὅπως ὅλοι οἱ ἅγιοι πατέρες προτρέπουν, ὅμως καλὸ εἶναι νὰ μὴν ἀρχίσει κανεὶς ἀμέσως νὰ ἀναζητᾶ αὐτὰ τὰ βιώματα. Ὄχι. Ὅλοι πρέπει νὰ ἀρχίσουμε ἀπὸ τὸ νὰ νιώσουμε τὸ πρῶτο βίωμα, ὅτι εἴμαστε γυμνοί, ἁμαρτωλοί, σκοτάδια ἔχουμε μέσα μας. Ἀπὸ τὴν ταπείνωση, τὴν ὑπακοή, τὴν ἄσκηση, καὶ ὅλα θὰ ἐπακολουθήσουν μόνα τους.
. Αὐτὴ λοιπόν, ἀδελφοί μου, εἶναι ἡ κλ(ῆ)ίσις τοῦ Γέροντος Αἰμιλιανοῦ. Ἔκτοτε αὐτὸ τὸ γεγονός, αὐτὴ ἡ ἐμπειρία, ἡ συνεχόμενη ἐμπειρία, καθορίζει τὴν πορεία του ποὺ εἶναι συνεχῶς μυστικὴ ἕνωσις μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἐπηρεάζει τὸ φρόνημα καὶ τὴν ἀγωγὴ ποὺ δίδει καὶ ἐμπνέει στοὺς ἄλλους.
[…]
ΠΗΓΗ: orp.gr
ΠΗΓΗ: ΚΛΙΚ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου