Να ζησουμε ενωμενοι
«Δριμὺς ὁ χειμών, ἀλλὰ γλυκὺς ὁ παράδεισος» (Μ. Βασ. Εἰς τοὺς ἁγ. τεσσαρ. μάρτ. 6· Migne 31,517Α)
Σήμερα 9 Μαρτίου ἑορτάζουν, ἀγαπητοί μου, οἱ ἅγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες. Μιὰ παροιμία λέει ὅτι «δὲν λείπει ὁ Μάρτης ἀπ᾽ τὴ Σαρακοστή». Καὶ ἡ ἑορτὴ λοιπὸν τῶν 40 Μαρτύρων πολλὲς φορὲς ἔρχεται μέσα στὴν περίοδο τῆς νηστείας, ἡ ὁποία προχωρεῖ βαθμηδόν.
Μὲ τί σοφία ἐνεργεῖ ἡ Ἐκκλησία μας! Ὅπως ἡ μάνα ἀπογαλακτίζει τὸ παιδὶ ὄχι
ἀμέσως ἀλλὰ σιγὰ – σιγά, γιὰ νὰ συνηθίσῃ σὲ στερεώτερη τροφή, ἔτσι καὶ ἡ Ἐκκλησία, ποὺ μᾶς ἀγαπάει σὰν παιδιά της· κόβει πρῶτα τὸ κρέας, μετὰ τὸ γάλα, καὶ τέλος τὸ λάδι πλὴν Σαββάτου καὶ Κυριακῆς.Μὲ τί σοφία ἐνεργεῖ ἡ Ἐκκλησία μας! Ὅπως ἡ μάνα ἀπογαλακτίζει τὸ παιδὶ ὄχι
Ὀφείλουμε ὑπακοὴ στὴν ἐντολὴ τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ πολλοὶ δὲν ὑπακούουν ὅμως. Μάλιστα τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες, ἀντὶ ἀσκήσεως καὶ νηστείας, ὁ κόσμος κάνει τὰ ἀντίθετα· καρναβάλια, μεταμφιέσεις, χοροί, φαγοπότι, μέθη…. Εἶνε αὐτὰ χριστιανικὲς ἀπόκριες; Ὄχι! Ἐναντίον λοιπὸν αὐτῆς τῆς ἠθικῆς ἀποχαλινώσεως διαμαρτύρεται ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία, διαμαρτύρεται δὲ καὶ ἡ σημερινὴ ἑορτή.
Οἱ 40 Μάρτυρες, ὄχι ἕνας καὶ δύο ἀλλὰ σαράντα, διαμαρτύρονται γιὰ τὶς εἰδωλολατρικὲς συνήθειες καὶ τὰ ἔθιμά μας. Ἂς ῥίξουμε μιὰ ματιὰ στὸν βίο τους, νὰ δοῦμε ποιοί ἦταν, ποῦ, πῶς καὶ πότε ἔζησαν, γιὰ νὰ συγκριθοῦμε μαζί τους, νὰ δοῦμε πόσο ὑπολειπόμεθα!
* * *
Ποῦ ἔζησαν οἱ 40 Μάρτυρες; Στὸν Πόντο τὸν ἀλησμόνητο· ἐκεῖ ποὺ κήρυξαν οἱ ἀπόστολοι κ᾽ ἔγινε φωλιὰ τῶν ἀγγέλων, ποὺ γεννήθηκαν μεγάλοι πατέρες καὶ διδάσκαλοι, ποὺ ἔζησε ἀσκητικὰ ὁ Μέγας Βασίλειος, ποὺ γέμισε ἀπὸ ἐκκλησιὲς καὶ μοναστήρια, λείψανα καὶ τάφους μαρτύρων. Ἐκεῖ ἦταν μία πόλις, ἡ Σεβάστεια, καὶ κοντά της μία ὡραία λίμνη. Ἐκεῖ ἔζησαν καὶ ἤθλησαν οἱ 40 Μάρτυρες.
Τὸ ἐπάγγελμά τους; Δὲν ἦταν κληρικοὶ ἢ μοναχοί, ἔζησαν μέσα στὴν κοινωνία. Ἦταν στρατιῶτες τῆς ῾Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας. Ἀλλὰ τὸ ἐπάγγελμα δὲν σὲ ἐμποδίζει νὰ γίνῃς ἅγιος. Ἡ ἁγιότης εἶνε οὐράνιο ἄνθος, ποὺ φυτρώνει σὲ ὅλες τὶς τάξεις. Οἱ στρατιῶτες αὐτοὶ ἦταν Χριστιανοὶ μέσα σ᾽ ἕνα κόσμο εἰδωλολατρικό.
Οἱ σαράντα αὐτοὶ κατάγονταν ἀπὸ διάφορα μέρη, ἀλλὰ εἶχαν θαυμαστὴ σύμπνοια· ὅ,τι σκεπτόταν ὁ ἕνας σκεπτόταν κι ὁ ἄλλος, ὅ,τι αἰσθανόταν ὁ ἕνας αἰσθανόταν κι ὁ ἄλλος, κι ὅ,τι ἤθελε ὁ ἕνας ἤθελε κι ὁ ἄλλος. Ταυτότης σκέψεως, αἰσθήματος, βουλήσεως καὶ ἐνεργείας· τοὺς διέκρινε ἑνότης ψυχική. Μιὰ ψυχὴ σὲ σαράντα κορμιά, λέει ὁ Μέγας Βασίλειος (βλ. Ἑ.Π. Migne 31,508B).
Μέσα στὸ εἰδωλολατρικὸ στράτευμα, οἱ 40 αὐτοὶ διακρίνονταν γιὰ τὴ σεμνότητα, τὴν τιμιότητα, τὴν παρρησία καὶ τὴν ἀνδρεία τους. Στὶς μάχες ἀνδραγαθοῦσαν κ᾽ οἱ ἀξιωματικοὶ τοὺς ἀγαποῦσαν. Ἔτσι πρέπει νά ᾽νε ὁ Χριστιανός· νὰ λάμπῃ, νὰ διακρίνεται, σὰν μαθητής, σπουδαστής, φοιτητής, ἐπιστήμονας, δημόσιος ἄνδρας. Ὁ Χριστιανὸς εἶνε «φῶς» (Ματθ. 5,14), καὶ οἱ 40 Μάρτυρες ἦταν φῶς μέσα στὸ ῾Ρωμαϊκὸ στράτευμα.
Πότε ἔζησαν; Σὲ χρόνια πολὺ ἄσχημα, ποὺ ἡ εἰδωλολατρία ἔδινε τὴν τελευταία μάχη ἐναντίον τοῦ Χριστιανισμοῦ. Στὸ θρόνο ἦταν ὁ εἰδωλολάτρης Λικίνιος (308-323 μ.Χ.). Αὐτὸς ὑπέγραψε διαταγή, νὰ προσφέρουν ὅλοι θυσία στὰ εἴδωλα. Οἱ Χριστιανοὶ δυσκολεύτηκαν τότε. Ἄλλοι ἄφησαν τὰ σπίτια τους, ἔφυγαν στὰ βουνὰ καὶ κρύφτηκαν σὲ σπηλιὲς ἀπὸ φόβο μήπως δὲν ἀντέξουν στὸ μαρτύριο. Ἄλλοι ἀμφιταλαντεύονταν μεταξὺ δειλίας καὶ πίστεως. Μερικοὶ ὑπέκυψαν καὶ θυσίασαν. Μεταξὺ ἐκείνων ποὺ ἔμειναν ἀτρόμητοι ἦταν οἱ ἅγιοι 40 Μάρτυρες.
Ὁ ἡγεμόνας Ἀγρικόλαος τοὺς ἀνέκρινε· –Τί εἶσαι, τί πιστεύεις; Αὐτοὶ ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλο, καὶ οἱ 40, ἀπήντησαν· –«Εἶμαι Χριστιανός». Σήμερα αὐτὸ δὲν στοιχίζει· τότε τὸ «Εἶμαι Χριστιανὸς» σήμαινε ἐξορία, δήμευσι περιουσίας, μαρτύρια, θάνατο. «Ὦ μακάριες γλῶσσες», λέει ὁ Μέγας Βασίλειος στὸ ἐγκώμιό του, «ποὺ εἴπατε αὐτὸ τὸ λόγο! τὸν δέχτηκε ὁ ἀέρας καὶ ἁγιάστηκε, τὸν ἄκουσαν οἱ ἄγγελοι καὶ χειροκρότησαν, τὸν ἄκουσε κι ὁ διάβολος καὶ τραυματίστηκε μαζὶ μὲ τοὺς δαίμονες, καὶ ὁ Κύριος τὸν κατέγραψε στοὺς οὐρανούς» (Ἑ.Π. Migne 31,512B). Ὅπως αὐτὸς ποὺ βλαστημάει μολύνει τὸν ἀέρα, ἔτσι αὐτὸς ποὺ ὁμολογεῖ τὸ Θεὸ ἁγιάζει τὸν ἀέρα.
Ὁ τύραννος στὴν ἀρχὴ προσπάθησε νὰ τοὺς ἑλκύσῃ μὲ κολακεῖες, νὰ τοὺς κερδίσῃ μὲ ὑποσχέσεις χρημάτων καὶ ἀξιωμάτων. Ἐκεῖνοι ἀπήντησαν· Μὴν κοπιάζεις· καὶ στρατηγοὺς νὰ μᾶς κάνῃς καὶ ἀξιώματα καὶ πλοῦτο κι ὅ,τι ἄλλο ὑλικὸ νὰ μᾶς δώσῃς, ἐμεῖς τὸ Χριστὸ δὲν τὸν ἀρνούμεθα· πεθαίνουμε Χριστιανοί! Ὅταν εἶδε ὅτι μὲ τίποτα δὲν δελεάζονται, τότε γύρισε σὲ ἀπειλές· μὰ πάλι χωρὶς ἀποτέλεσμα.
Τέλος τοὺς ἐπέβαλε ἕνα μαρτύριο τρομερό. Ἦταν χειμώνας βαρύς, τὸ νερὸ κρυστάλλωνε· στὴ Σεβάστεια ἡ λίμνη εἶχε παγώσει καὶ περπατοῦσαν ἐπάνω της. Τὴ νύχτα ὁ τύραννος πῆρε τοὺς ἁγίους ἀθλητὰς καὶ τοὺς ἔρριξε γυμνοὺς πάνω στὴν παγωμένη λίμνη! Μπορεῖτε νὰ φανταστῆτε τὸ μαρτύριό τους; Ζήσαμε κ᾽ ἐμεῖς κάποτε χειμῶνες βαρεῖς, ἀλλὰ ὅλοι, κι ὁ πιὸ φτωχός, εἴχαμε λίγη φωτιά. Γιά σκεφτῆτε τὰ 40 αὐτὰ παλληκάρια νά ᾽νε γυμνὰ πάνω στὸν πάγο…
Μόνο κάποιος ἀπὸ ᾽κείνους ποὺ τὸ ᾽40, τέτοια ἐποχή, ἦταν στρατιῶτες στὴν Ἀλβανία – Τρεμπεσίνα – Τεπελένι, κ᾽ ἔπαθαν κρυοπαγήματα, αὐτὸς μπορεῖ νὰ καταλάβῃ. Ἤμουν τότε στὸ Μεσολόγγι ἱεροκήρυκας καὶ τοὺς κατέβαζαν ἐκεῖ μὲ λεωφορεῖα. Δὲν εἶνε ὑπερβολὴ νὰ σᾶς πῶ, ὅτι στὸ νεκροταφεῖο τοῦ Μεσολογγίου θάψαμε 400 πόδια, ποὺ τὰ ἔκοψαν οἱ γιατροὶ μὲ τὸ πριόνι! Μάλιστα. Ἡ νέα γενεὰ δὲν ξέρει ἀπ᾽ αὐτά. Παιδιά, βλέπετε γέρους μὲ ἄσπρα μαλλιά; μὴ ξεχνᾶτε ὅτι, ἂν ὑπάρχῃ πατρίδα ἐλεύθερη, τὸ ὀφείλουμε σ᾽ ἐκείνους τοὺς ἥρωες, ποὺ ἔδωσαν τότε τὰ μέλη τους καὶ τὴ ζωή τους γιὰ μᾶς· τέτοιων ἡρώων ἀπόγονοι νὰ εἶστε κ᾽ ἐσεῖς.
Ἐκεῖ λοιπόν, στὴν παγωμένη λίμνη, οἱ 40 Μάρτυρες ἔψαλλαν ὅλη τὴ νύχτα καὶ ἐνίσχυαν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο λέγοντας· «Δριμὺς (=σκληρός) ὁ χειμών, ἀλλὰ γλυκὺς ὁ παράδεισος» (Migne 31,517Α). Καὶ γιὰ νὰ γίνῃ τὸ μαρτύριό τους πιὸ σκληρό, τοὺς ἄναψαν φωτιὰ σὲ λουτρὸ στὴν ὄχθη τῆς λίμνης, νὰ τοὺς δελεάσουν. Ὀδυνηρὸ τὸ μαρτύριο ἀπὸ ψῦξι. Τὸ σῶμα παγώνει, μελανιάζει· τὰ σαγόνια τρέμουν, τὰ δόντια χτυποῦν, τὸ αἷμα πήζει στὴν καρδιά· ὁ θάνατος εἶνε φρικτός.
Τὰ μεσάνυχτα ἕνας εἰδωλολάτρης ποὺ τοὺς φρουροῦσε –δὲν εἶνε ψέμα– εἶδε παράδοξο θέαμα· ἄγγελοι κατέβαιναν κρατώντας δῶρα, στεφάνια δόξης, πάνω στὴν παγωμένη λίμνη καὶ στεφάνωναν τοὺς ἀθλητάς. Ἕναν ὅμως τὸν ἄφησαν ἀβράβευτο. Γιατί; τί συνέβη; Αὐτὸς τὴν τελευταία στιγμὴ δείλιασε, ἔφυγε ἀπ᾽ τὴ λίμνη, πῆγε πρὸς τὴ φωτιά, ἀλλὰ ἡ ἀπότομη ἀλλαγὴ θερμοκρασίας τὸν νέκρωσε· πέθανε ἀμέσως. Ὁ εἰδωλολάτρης, ὅταν εἶδε τὸ οὐράνιο αὐτὸ θέαμα, τρέχει καὶ λέει, Εἶμαι Χριστιανός! καὶ πῆρε αὐτὸς τὴ θέσι τοῦ λιποτάκτου.
Τὸ πρωὶ μισοπεθαμένους τοὺς ἔβαλαν σὲ κάρρα νὰ τοὺς ῥίξουν στὴ φωτιά. Ἕναν, ποὺ ἄντεχε ἀκόμη, σκέφτηκαν νὰ τὸν κρατήσουν, μήπως τὸν μεταπείσουν. Ἀλλὰ τότε ἦρθε ἡ μάνα του, τὸν σήκωσε καὶ τὸν ἔβαλε μόνη της πάνω στὸ κάρο, γιὰ νὰ μὴ χωριστῇ ἀπὸ τοὺς συναθλητάς του. Ὤ πῶς θαυμάζω τὴ γυναῖκα αὐτή! Τέτοιες ἦταν τότε οἱ Χριστιανὲς μανάδες.
Αὐτὸ ἦταν τὸ τέλος τῶν 40 Μαρτύρων.
Τὸ ἐπάγγελμά τους; Δὲν ἦταν κληρικοὶ ἢ μοναχοί, ἔζησαν μέσα στὴν κοινωνία. Ἦταν στρατιῶτες τῆς ῾Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας. Ἀλλὰ τὸ ἐπάγγελμα δὲν σὲ ἐμποδίζει νὰ γίνῃς ἅγιος. Ἡ ἁγιότης εἶνε οὐράνιο ἄνθος, ποὺ φυτρώνει σὲ ὅλες τὶς τάξεις. Οἱ στρατιῶτες αὐτοὶ ἦταν Χριστιανοὶ μέσα σ᾽ ἕνα κόσμο εἰδωλολατρικό.
Οἱ σαράντα αὐτοὶ κατάγονταν ἀπὸ διάφορα μέρη, ἀλλὰ εἶχαν θαυμαστὴ σύμπνοια· ὅ,τι σκεπτόταν ὁ ἕνας σκεπτόταν κι ὁ ἄλλος, ὅ,τι αἰσθανόταν ὁ ἕνας αἰσθανόταν κι ὁ ἄλλος, κι ὅ,τι ἤθελε ὁ ἕνας ἤθελε κι ὁ ἄλλος. Ταυτότης σκέψεως, αἰσθήματος, βουλήσεως καὶ ἐνεργείας· τοὺς διέκρινε ἑνότης ψυχική. Μιὰ ψυχὴ σὲ σαράντα κορμιά, λέει ὁ Μέγας Βασίλειος (βλ. Ἑ.Π. Migne 31,508B).
Μέσα στὸ εἰδωλολατρικὸ στράτευμα, οἱ 40 αὐτοὶ διακρίνονταν γιὰ τὴ σεμνότητα, τὴν τιμιότητα, τὴν παρρησία καὶ τὴν ἀνδρεία τους. Στὶς μάχες ἀνδραγαθοῦσαν κ᾽ οἱ ἀξιωματικοὶ τοὺς ἀγαποῦσαν. Ἔτσι πρέπει νά ᾽νε ὁ Χριστιανός· νὰ λάμπῃ, νὰ διακρίνεται, σὰν μαθητής, σπουδαστής, φοιτητής, ἐπιστήμονας, δημόσιος ἄνδρας. Ὁ Χριστιανὸς εἶνε «φῶς» (Ματθ. 5,14), καὶ οἱ 40 Μάρτυρες ἦταν φῶς μέσα στὸ ῾Ρωμαϊκὸ στράτευμα.
Πότε ἔζησαν; Σὲ χρόνια πολὺ ἄσχημα, ποὺ ἡ εἰδωλολατρία ἔδινε τὴν τελευταία μάχη ἐναντίον τοῦ Χριστιανισμοῦ. Στὸ θρόνο ἦταν ὁ εἰδωλολάτρης Λικίνιος (308-323 μ.Χ.). Αὐτὸς ὑπέγραψε διαταγή, νὰ προσφέρουν ὅλοι θυσία στὰ εἴδωλα. Οἱ Χριστιανοὶ δυσκολεύτηκαν τότε. Ἄλλοι ἄφησαν τὰ σπίτια τους, ἔφυγαν στὰ βουνὰ καὶ κρύφτηκαν σὲ σπηλιὲς ἀπὸ φόβο μήπως δὲν ἀντέξουν στὸ μαρτύριο. Ἄλλοι ἀμφιταλαντεύονταν μεταξὺ δειλίας καὶ πίστεως. Μερικοὶ ὑπέκυψαν καὶ θυσίασαν. Μεταξὺ ἐκείνων ποὺ ἔμειναν ἀτρόμητοι ἦταν οἱ ἅγιοι 40 Μάρτυρες.
Ὁ ἡγεμόνας Ἀγρικόλαος τοὺς ἀνέκρινε· –Τί εἶσαι, τί πιστεύεις; Αὐτοὶ ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλο, καὶ οἱ 40, ἀπήντησαν· –«Εἶμαι Χριστιανός». Σήμερα αὐτὸ δὲν στοιχίζει· τότε τὸ «Εἶμαι Χριστιανὸς» σήμαινε ἐξορία, δήμευσι περιουσίας, μαρτύρια, θάνατο. «Ὦ μακάριες γλῶσσες», λέει ὁ Μέγας Βασίλειος στὸ ἐγκώμιό του, «ποὺ εἴπατε αὐτὸ τὸ λόγο! τὸν δέχτηκε ὁ ἀέρας καὶ ἁγιάστηκε, τὸν ἄκουσαν οἱ ἄγγελοι καὶ χειροκρότησαν, τὸν ἄκουσε κι ὁ διάβολος καὶ τραυματίστηκε μαζὶ μὲ τοὺς δαίμονες, καὶ ὁ Κύριος τὸν κατέγραψε στοὺς οὐρανούς» (Ἑ.Π. Migne 31,512B). Ὅπως αὐτὸς ποὺ βλαστημάει μολύνει τὸν ἀέρα, ἔτσι αὐτὸς ποὺ ὁμολογεῖ τὸ Θεὸ ἁγιάζει τὸν ἀέρα.
Ὁ τύραννος στὴν ἀρχὴ προσπάθησε νὰ τοὺς ἑλκύσῃ μὲ κολακεῖες, νὰ τοὺς κερδίσῃ μὲ ὑποσχέσεις χρημάτων καὶ ἀξιωμάτων. Ἐκεῖνοι ἀπήντησαν· Μὴν κοπιάζεις· καὶ στρατηγοὺς νὰ μᾶς κάνῃς καὶ ἀξιώματα καὶ πλοῦτο κι ὅ,τι ἄλλο ὑλικὸ νὰ μᾶς δώσῃς, ἐμεῖς τὸ Χριστὸ δὲν τὸν ἀρνούμεθα· πεθαίνουμε Χριστιανοί! Ὅταν εἶδε ὅτι μὲ τίποτα δὲν δελεάζονται, τότε γύρισε σὲ ἀπειλές· μὰ πάλι χωρὶς ἀποτέλεσμα.
Τέλος τοὺς ἐπέβαλε ἕνα μαρτύριο τρομερό. Ἦταν χειμώνας βαρύς, τὸ νερὸ κρυστάλλωνε· στὴ Σεβάστεια ἡ λίμνη εἶχε παγώσει καὶ περπατοῦσαν ἐπάνω της. Τὴ νύχτα ὁ τύραννος πῆρε τοὺς ἁγίους ἀθλητὰς καὶ τοὺς ἔρριξε γυμνοὺς πάνω στὴν παγωμένη λίμνη! Μπορεῖτε νὰ φανταστῆτε τὸ μαρτύριό τους; Ζήσαμε κ᾽ ἐμεῖς κάποτε χειμῶνες βαρεῖς, ἀλλὰ ὅλοι, κι ὁ πιὸ φτωχός, εἴχαμε λίγη φωτιά. Γιά σκεφτῆτε τὰ 40 αὐτὰ παλληκάρια νά ᾽νε γυμνὰ πάνω στὸν πάγο…
Μόνο κάποιος ἀπὸ ᾽κείνους ποὺ τὸ ᾽40, τέτοια ἐποχή, ἦταν στρατιῶτες στὴν Ἀλβανία – Τρεμπεσίνα – Τεπελένι, κ᾽ ἔπαθαν κρυοπαγήματα, αὐτὸς μπορεῖ νὰ καταλάβῃ. Ἤμουν τότε στὸ Μεσολόγγι ἱεροκήρυκας καὶ τοὺς κατέβαζαν ἐκεῖ μὲ λεωφορεῖα. Δὲν εἶνε ὑπερβολὴ νὰ σᾶς πῶ, ὅτι στὸ νεκροταφεῖο τοῦ Μεσολογγίου θάψαμε 400 πόδια, ποὺ τὰ ἔκοψαν οἱ γιατροὶ μὲ τὸ πριόνι! Μάλιστα. Ἡ νέα γενεὰ δὲν ξέρει ἀπ᾽ αὐτά. Παιδιά, βλέπετε γέρους μὲ ἄσπρα μαλλιά; μὴ ξεχνᾶτε ὅτι, ἂν ὑπάρχῃ πατρίδα ἐλεύθερη, τὸ ὀφείλουμε σ᾽ ἐκείνους τοὺς ἥρωες, ποὺ ἔδωσαν τότε τὰ μέλη τους καὶ τὴ ζωή τους γιὰ μᾶς· τέτοιων ἡρώων ἀπόγονοι νὰ εἶστε κ᾽ ἐσεῖς.
Ἐκεῖ λοιπόν, στὴν παγωμένη λίμνη, οἱ 40 Μάρτυρες ἔψαλλαν ὅλη τὴ νύχτα καὶ ἐνίσχυαν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο λέγοντας· «Δριμὺς (=σκληρός) ὁ χειμών, ἀλλὰ γλυκὺς ὁ παράδεισος» (Migne 31,517Α). Καὶ γιὰ νὰ γίνῃ τὸ μαρτύριό τους πιὸ σκληρό, τοὺς ἄναψαν φωτιὰ σὲ λουτρὸ στὴν ὄχθη τῆς λίμνης, νὰ τοὺς δελεάσουν. Ὀδυνηρὸ τὸ μαρτύριο ἀπὸ ψῦξι. Τὸ σῶμα παγώνει, μελανιάζει· τὰ σαγόνια τρέμουν, τὰ δόντια χτυποῦν, τὸ αἷμα πήζει στὴν καρδιά· ὁ θάνατος εἶνε φρικτός.
Τὰ μεσάνυχτα ἕνας εἰδωλολάτρης ποὺ τοὺς φρουροῦσε –δὲν εἶνε ψέμα– εἶδε παράδοξο θέαμα· ἄγγελοι κατέβαιναν κρατώντας δῶρα, στεφάνια δόξης, πάνω στὴν παγωμένη λίμνη καὶ στεφάνωναν τοὺς ἀθλητάς. Ἕναν ὅμως τὸν ἄφησαν ἀβράβευτο. Γιατί; τί συνέβη; Αὐτὸς τὴν τελευταία στιγμὴ δείλιασε, ἔφυγε ἀπ᾽ τὴ λίμνη, πῆγε πρὸς τὴ φωτιά, ἀλλὰ ἡ ἀπότομη ἀλλαγὴ θερμοκρασίας τὸν νέκρωσε· πέθανε ἀμέσως. Ὁ εἰδωλολάτρης, ὅταν εἶδε τὸ οὐράνιο αὐτὸ θέαμα, τρέχει καὶ λέει, Εἶμαι Χριστιανός! καὶ πῆρε αὐτὸς τὴ θέσι τοῦ λιποτάκτου.
Τὸ πρωὶ μισοπεθαμένους τοὺς ἔβαλαν σὲ κάρρα νὰ τοὺς ῥίξουν στὴ φωτιά. Ἕναν, ποὺ ἄντεχε ἀκόμη, σκέφτηκαν νὰ τὸν κρατήσουν, μήπως τὸν μεταπείσουν. Ἀλλὰ τότε ἦρθε ἡ μάνα του, τὸν σήκωσε καὶ τὸν ἔβαλε μόνη της πάνω στὸ κάρο, γιὰ νὰ μὴ χωριστῇ ἀπὸ τοὺς συναθλητάς του. Ὤ πῶς θαυμάζω τὴ γυναῖκα αὐτή! Τέτοιες ἦταν τότε οἱ Χριστιανὲς μανάδες.
Αὐτὸ ἦταν τὸ τέλος τῶν 40 Μαρτύρων.
* * *
Ἀπὸ ὅλα ὅσα ἀκούσαμε στὸν βίο τους, ἂς μᾶς διδάξῃ, ἀγαπητοί μου, ἡ ψυχικὴ ἑνότης, ἡ ὁμοψυχία τους. Ποῦ ὑπάρχει σήμερα;
Ὑπάρχει στὰ σπίτια; Ἄντρας καὶ γυναίκα, ἀπ᾽ τὴν ὥρα ποὺ στεφανώθηκαν «εἰς σάρκα μίαν» (μυστ. Γάμ.), δὲν εἶνε πλέον δύο, εἶνε ἕνα. Δεῖξτε μου ἕνα ἀντρόγυνο μὲ ὁμόνοια. Σπάνιο πρᾶγμα. Χθὲς διέθεσα ὧρες νὰ συμβιβάσω ἕνα ζευγάρι· δύσκολο, δυσκολώτατο. Παρ᾽ ὅλη τὴν προσπάθεια καὶ τὰ ἐπιχειρήματα, στάθηκε ἀδύνατο.
Ὑπάρχει ἑνότης στὸ ἔθνος; Σπανίως βρεθήκαμε ἑνωμένοι, ὅπως τὸ ᾽40. Τώρα ἔχουμε ἑνότητα; Ψέμα θὰ εἶνε ἂν ποῦμε ὅτι ἔχουμε ἑνότητα. Ἂς εὐχηθοῦμε στὸ Θεὸ νὰ μᾶς δώσῃ.
Ὑπάρχει ἑνότης στὸν κλῆρο; Δεῖξτε μου μιὰ ἐνορία ποὺ οἱ ἱερεῖς συνεργάζονται ὁμόψυχοι.
Ἐμεῖς οἱ ἐπίσκοποι εἴμαστε ὁμόψυχοι στὴν Ἱεραρχία; Ἂν εἴχαμε τὴν ἑνότητα τῶν 40 Μαρτύρων, πόσα θὰ μποροῦσαν νὰ γίνουν! Προσευχηθῆτε, νὰ εἶνε ἑνωμένη ἡ Ἱεραρχία μας.
Οἱ 40 Μάρτυρες μᾶς φωνάζουν· Ἕλληνες ἑνωθῆτε, Χριστιανοὶ ἑνωθῆτε, κληρικοὶ καὶ μοναχοὶ ἑνωθῆτε, ἂν θέλετε νὰ σωθῆτε.
Εἶμαι ἁμαρτωλός, ἀλλὰ προβλέπω ὅτι θὰ ἔρθουν χρόνια ποὺ θὰ εἰσέλθουμε σὲ περίοδο μαρτυρίου· θὰ μαρτυρήσουμε, ἀδελφοί μου, θὰ κληθοῦμε νὰ μιμηθοῦμε τοὺς 40 Μαρτύρες!
Τὸ πιστεύω, θὰ ἔρθῃ ὥρα ποὺ θὰ πᾶμε πάλι στὴ Μικρὰ Ἀσία, στὸν Πόντο, στὰ ἅγια μέρη, καὶ θὰ δοξάσουμε Πατέρα Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα. Δὲν ἔσβησε ἡ φυλή μας. Θὰ ζήσῃ, θὰ νικήσῃ, θὰ θριαμβεύσῃ, ὑπὸ ἕνα ὅρον· νὰ ζήσουμε κ᾽ ἐμεῖς ἑνωμένοι, ὅπως οἱ 40 Μάρτυρες· καὶ τότε τιμὴ καὶ δόξα θὰ ἀνήκῃ στὸ μικρὸ εὐλογημένο τοῦτο ἔθνος· ἀμήν.
Ὑπάρχει στὰ σπίτια; Ἄντρας καὶ γυναίκα, ἀπ᾽ τὴν ὥρα ποὺ στεφανώθηκαν «εἰς σάρκα μίαν» (μυστ. Γάμ.), δὲν εἶνε πλέον δύο, εἶνε ἕνα. Δεῖξτε μου ἕνα ἀντρόγυνο μὲ ὁμόνοια. Σπάνιο πρᾶγμα. Χθὲς διέθεσα ὧρες νὰ συμβιβάσω ἕνα ζευγάρι· δύσκολο, δυσκολώτατο. Παρ᾽ ὅλη τὴν προσπάθεια καὶ τὰ ἐπιχειρήματα, στάθηκε ἀδύνατο.
Ὑπάρχει ἑνότης στὸ ἔθνος; Σπανίως βρεθήκαμε ἑνωμένοι, ὅπως τὸ ᾽40. Τώρα ἔχουμε ἑνότητα; Ψέμα θὰ εἶνε ἂν ποῦμε ὅτι ἔχουμε ἑνότητα. Ἂς εὐχηθοῦμε στὸ Θεὸ νὰ μᾶς δώσῃ.
Ὑπάρχει ἑνότης στὸν κλῆρο; Δεῖξτε μου μιὰ ἐνορία ποὺ οἱ ἱερεῖς συνεργάζονται ὁμόψυχοι.
Ἐμεῖς οἱ ἐπίσκοποι εἴμαστε ὁμόψυχοι στὴν Ἱεραρχία; Ἂν εἴχαμε τὴν ἑνότητα τῶν 40 Μαρτύρων, πόσα θὰ μποροῦσαν νὰ γίνουν! Προσευχηθῆτε, νὰ εἶνε ἑνωμένη ἡ Ἱεραρχία μας.
Οἱ 40 Μάρτυρες μᾶς φωνάζουν· Ἕλληνες ἑνωθῆτε, Χριστιανοὶ ἑνωθῆτε, κληρικοὶ καὶ μοναχοὶ ἑνωθῆτε, ἂν θέλετε νὰ σωθῆτε.
Εἶμαι ἁμαρτωλός, ἀλλὰ προβλέπω ὅτι θὰ ἔρθουν χρόνια ποὺ θὰ εἰσέλθουμε σὲ περίοδο μαρτυρίου· θὰ μαρτυρήσουμε, ἀδελφοί μου, θὰ κληθοῦμε νὰ μιμηθοῦμε τοὺς 40 Μαρτύρες!
Τὸ πιστεύω, θὰ ἔρθῃ ὥρα ποὺ θὰ πᾶμε πάλι στὴ Μικρὰ Ἀσία, στὸν Πόντο, στὰ ἅγια μέρη, καὶ θὰ δοξάσουμε Πατέρα Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα. Δὲν ἔσβησε ἡ φυλή μας. Θὰ ζήσῃ, θὰ νικήσῃ, θὰ θριαμβεύσῃ, ὑπὸ ἕνα ὅρον· νὰ ζήσουμε κ᾽ ἐμεῖς ἑνωμένοι, ὅπως οἱ 40 Μάρτυρες· καὶ τότε τιμὴ καὶ δόξα θὰ ἀνήκῃ στὸ μικρὸ εὐλογημένο τοῦτο ἔθνος· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου