Πότε ο Θεός ευλογεί ένα χωριό
Tοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
«Περιπατῶν παρὰ τὴν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας εἶδε δύο ἀδελφούς…» (Ματθ. 4,18)
Ἀρχίζω τὴν ὁμιλία, ἀγαπητοί μου, μὲ ἕνα ἐρώτημα. Εἶνε κανεὶς ἀπὸ σᾶς ποὺ πῆγε στοὺς Ἁγίους Τόπους; εἶνε κανένας ποὺ ἔγινε χατζῆς, ὅπως λένε; Στὴ Γερμανία πᾶμε, στὴν Αὐστραλία πᾶμε, στὸν Καναδᾶ πᾶμε, παντοῦ πηγαίνουμε, ἀλλὰ στοὺς Ἁγίους Τόπους δὲν πηγαίνουμε.
Ὅσοι λοιπὸν ἔχουν πάει στοὺς Ἁγίους Τόπους, ξέρουν ὅτι ἐκεῖ, ποὺ πάτησε ὁ Χριστός, ποὺ δίδαξε ὁ Χριστός, ποὺ σταυρώθηκε ὁ Χριστός, ἐκεῖ ὑπάρχει μιὰ λίμνη.
Τὴν ἀκούσατε· γι᾿ αὐτὴ τὴ λίμνη μιλάει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο ἀλλὰ τὴ λέει «θάλασσαν» (Ματθ. 4,18). Ὅπως ὑπάρχουν λίμνες στὴν πατρίδα μας, ἔτσι καὶ στοὺς Ἁγίους Τόπους ὑπάρχει μιὰ λίμνη ἀρκετὰ μεγάλη, ποὺ ὀνομάζεται λίμνη ἢ «θάλασσα τῆς Τιβεριάδος» (Ἰω. 6,1· 21,1) ἢ «θάλασσα τῆς Γαλιλαίας» (Ματθ. 4,18· 15,29. Μᾶρκ. 1,16· 7,31. Ἰω. 6,1) ἢ «λίμνη Γεννησαρέτ» (Λουκ. 5,1,2· 8,22,23,33). Ἐπειδὴ δηλαδὴ εἶνε πολὺ μεγάλη, δὲν ὀνομάζεται μόνο λίμνη ἀλλὰ ὀνομάζεται καὶ θάλασσα.
* * *
Γι᾽ αὐτὴ τὴ λίμνη, ἀγαπητοί μου, γι᾿ αὐτὴ τὴ θάλασσα, μιλάει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο. Καὶ ὅπως ἐδῶ, στὶς λίμνες τῆς πατρίδος μας, συναντοῦμε συχνὰ στὶς ὄχθες τους χωριὰ – ψαροχώρια, ἔτσι καὶ στὴ μεγάλη αὐτὴ λίμνη ποὺ πῆγε ὁ Χριστός, στὴ λίμνη αὐτὴ τῆς Παλαιστίνης μέσα στὴν ὁποία πέφτουν τ᾿ ἁγιασμένα νερὰ τοῦ Ἰορδάνου ποταμοῦ, στὴ λίμνη αὐτὴ δεξιὰ κι ἀριστερά, ἀπὸ τὴ μιὰ πλευρὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὑπάρχουν μέχρι σήμερα χωριά, διάφορα χωριά. Στὰ χωριὰ αὐτά, ὅπως εἶνε φυσικό, κατοικοῦσαν ψαρᾶδες, φτωχοὶ ψαρᾶδες.
Ὁ Χριστὸς πῆγε στὰ μέρη αὐτά. Περπάτησε στὴν ὄχθη τῆς λίμνης, στάθηκε καὶ κήρυξε ἐκεῖ τὸ εὐαγγέλιο στοὺς ἁπλοϊκοὺς κατοίκους τῆς περιοχῆς, μπῆκε στὶς βάρκες καὶ στὰ καΐκια τῶν ψαράδων, ταξίδεψε διασχίζοντας τὰ νερά της, ἀλλὰ καὶ πολλὲς φορὲς θαυματούργησε σ᾽ αὐτήν· ἄλλοτε κατέπαυσε τὴν τρικυμία της, ἄλλοτε περπάτησε πάνω στὰ ἀφρισμένα κύματά της, ἄλλοτε εὐλόγησε τὴν ἁλιεία τῶν φτωχῶν ψαράδων της.
Τὸ σπουδαιότερο ὅμως εἶνε, ὅτι ἀπὸ τοὺς ψαρᾶδες ἐκείνους διάλεξε τοὺς πρώτους μαθητάς του. Ὑπῆρχαν, ὅπως εἴπαμε, ἐκεῖ γύρω στὴ λίμνη πολλοὶ ψαρᾶδες· ἔρριχναν τὰ δίχτυα τους στὰ νερά, ἔπιαναν ψάρια, τροφοδοτοῦσαν μ᾽ αὐτὰ τὴν ἀγορὰ τῶν κοντινῶν χωριῶν καὶ πόλεων, καὶ ἔτσι ζοῦσαν τὶς οἰκογένειές τους. Ἀπὸ ὅλους λοιπὸν ἐκείνους τοὺς ψαρᾶδες ὁ Κύριος διάλεξε τέσσερις, ὅπως λέει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο· διάλεξε τὸν ψαρᾶ τὸν Ἀνδρέα καὶ τὸν ψαρᾶ τὸν Πέτρο ποὺ ἦταν μεταξύ τους ἀδέρφια, κι ἀκόμα τὸν ψαρᾶ τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν ψαρᾶ τὸν Ἰωάννη ἐπίσης ἀδέρφια.
Γιατί ἆραγε διάλεξε αὐτὰ τὰ ἀδέρφια;
Πρῶτον, διότι μεταξύ τους εἶχαν ἀγάπη. Ξέρω δυὸ ἀδέρφια στὴν Ἀθήνα, ποὺ μεταξύ τους ἔχουν μεγάλο μῖσος, καὶ ὡδηγήθηκαν στὰ δικαστήρια, ἔφτασαν μέχρι τὸν Ἄρειο Πάγο, κι ὅταν πέθαινε ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς δύο ὁ ἄλλος δὲν πῆγε νὰ τοῦ ζητήσῃ συγχώρησι. Δὲν ἦταν λοιπὸν τέτοια τὰ ἀδέρφια αὐτὰ γιὰ τὰ ὁποῖα μιλάει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο. Καὶ ὁ Ἀνδρέας ἀγαποῦσε τὸν Πέτρο, καὶ ὁ Ἰωάννης ἀγαποῦσε τὸν Ἰάκωβο· ἦταν ἀδέρφια ἀγαπημένα.
Ὁ ἕνας λόγος ποὺ τοὺς προτίμησε ἦταν διότι εἶχαν μεταξύ τους ἀγάπη· ὁ δεύτερος τώρα λόγος; ἦταν ἐργατικοί. Φτωχαδάκια ἀσφαλῶς, ὄχι ὅμως τεμπέληδες. Σηκώνονταν τὴ νύχτα καὶ ἄρχιζαν δουλειά· ἑτοίμαζαν τὰ δίχτυα τους, ἔμπαιναν στὶς βάρκες, ἔρριχναν τὰ δίχτυα στὴ λίμνη, ἔπιαναν ψάρια, τὰ πουλοῦσαν, καὶ ἀπ᾽ αὐτὰ συντηροῦσαν τὶς οἰκογένειές τους. Ἦταν ἐργατικοὶ ἄνθρωποι αὐτοί, καὶ ὁ Χριστὸς εὐλογεῖ τὴν ἐργασία.
Τοὺς διάλεξε λοιπὸν ὁ Χριστὸς γιατὶ ἦταν ἀδέρφια ἀγαπημένα, τοὺς διάλεξε γιατὶ ἦταν ἄνθρωποι ἐργατικοί· τοὺς διάλεξε ὅμως καὶ γιὰ ἕναν ἀκόμη λόγο – ποιόν; Ἀγαποῦσαν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, ἀγαποῦσαν τὸν πατέρα καὶ τὴ μάνα τους, ἀγαποῦσαν τὴ δουλειά, ἀλλὰ παραπάνω ἀπ᾿ ὅλα ἀγαποῦσαν τὸ Θεό. Καὶ ἀπόδειξις εἶνε ὅτι, ὅταν ὁ Χριστὸς πῆγε ἐκεῖ στὴν παραλία, αὐτοὶ παραχώρησαν τὸ καΐκι τους, μπῆκε μέσα ὁ Χριστός, τό ᾽κανε ἄμβωνα, κι ἀπὸ ᾽κεῖ κήρυξε τὰ λόγια του, μίλησε στὰ πλήθη ποὺ εἶχαν μαζευτῆ στὸ γιαλό. Ἄλλη ἀπόδειξις εἶνε ὅτι, ὅταν ὁ Χριστὸς τοὺς εἶπε «῾Ρίξτε τὰ δίχτυα νὰ ψαρέψετε», ἐνῷ ἡ ὥρα ἦταν ἀκατάλληλη γιὰ ψάρεμα, αὐτοὶ ὑπάκουσαν στὸ λόγο του· καὶ μόλις ἔρριξαν τὰ δίχτυα, ἐκεῖνα γέμισαν ἀπὸ ψάρια, κ᾽ ἦταν τόσο πολλὰ ποὺ οἱ βάρκες βούλιαζαν! εὐλογία ἐξαιρετική.
Νά λοιπὸν γιατί ὁ Χριστὸς πῆγε ἐκεῖ καὶ διάλεξε αὐτοὺς τοὺς τέσσερις· ἐπαναλαμβάνω, γιατὶ ἦταν ἀδέρφια ἀγαπημένα, ἦταν ἄνθρωποι ἐργατικοὶ – τῆς δουλειᾶς, καὶ προπαντὸς εἶχαν πάνω ἀπ᾽ ὅλα τὸ Θεό. Ἔτσι, ὅταν ὁ Χριστὸς τοὺς εἶπε, Ἀφῆστε τὶς βάρκες καὶ τὰ δίχτυα, ἀφῆστε τὸν πατέρα καὶ τὴ μάνα, ἀφῆστε τὸ σπίτι καὶ τὸ χωριό, αὐτοὶ τ᾽ ἄφησαν ὅλα, κι ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη τὸν ἀκολούθησαν κ᾽ ἔγιναν μαθηταὶ καὶ ἀπόστολοί του. Καὶ τέλος, ἀφοῦ ὁ Χριστὸς σταυρώθηκε καὶ ἀναστήθηκε, πήραν ῥαβδὶ ὁδοιπόρου, γύρισαν τὸν κόσμο ὅλο, κήρυξαν τὸ εὐαγγέλιο τῆς σωτηρίας, καὶ μάλιστα μαρτύρησαν γιὰ τὸ Χριστό· ὁ Πέτρος στὴ Ῥώμη, ὁ Ἀνδρέας στὴν Πάτρα τῆς Πελοποννήσου, καὶ οἱ ἄλλοι ἀλλοῦ.
* * *
Τί μᾶς λέει σήμερα, ἀγαπητοί μου, αὐτὴ ἡ περικοπὴ τοῦ εὐαγγελίου; Ὅτι σὰν αὐτοὺς τοὺς τέσσερις, ποὺ διάλεξε ὁ Χριστός, ἔτσι θὰ ἤθελε νὰ γίνουμε ὅλοι. Κ᾽ ἐδῶ ὁ τόπος, τὸ χωριό μας, ἡ πόλις μας, ἡ κοινωνία μας, γιὰ νὰ ἔχουν τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, χρειάζονται τρία πράγματα.
Τὸ πρῶτο ποιό εἶνε· νὰ εἴμαστε ὅλοι ἀγαπημένοι. Ὅπως ὁ Ἀνδρέας ἀγαποῦσε τὸν Πέτρο κι ὅπως ὁ Ἰάκωβος ἀγαποῦσε τὸν Ἰωάννη, ἔτσι καὶ μεταξύ μας νὰ βασιλεύῃ ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ὁμόνοια, νὰ μὴν ὑπάρχουν ἀνάμεσά μας κακίες καὶ μίση· νὰ εἴμαστε σὰν μιὰ οἰκογένεια. Τότε θὰ ἔχουμε τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ.
Τὸ δεύτερο ποιό εἶνε· νὰ εἴμαστε ἐργατικοί. Σὰν ἱεροκήρυκας καὶ σὰν ἐπίσκοπος ἔχω περάσει ἀπὸ πολλὰ χωριά, πεντακόσα – ἑξακόσα χωριά. Τί παρατήρησα λοιπόν; • Πηγαίνω σὲ ἕνα χωριὸ ἡμέρα καθημερινή. Πουθενά ἐργασία οἱ ἄντρες! κάθονται στὰ καφφενεῖα, παίζουν χαρτιά, φλυαροῦν, αἰσχρολογοῦν κ.τ.λ.. Στὰ χωράφια εἶνε μόνο οἱ ταλαίπωρες οἱ γυναῖκες· αὐτὲς δουλεύουν σὰν τὰ ζῷα, ἐνῷ οἱ ἄντρες κάθονται, καπνίζουν καὶ πίνουν. Ἐδῶ δὲν ἀγαποῦν τὴ δουλειά. Τέτοια χωριὰ τί περιμένεις, νὰ πάρῃ εὐλογία; δὲν ἔχουν προκοπή. • Πηγαίνω σὲ ἄλλο χωριό. Τί βλέπω ἐδῶ; Ὅλες τὶς μέρες τῆς ἑβδομάδος, Δευτέρα – Τρίτη – Τετάρτη – Πέμπτη – Παρασκευή – Σάββατο, ἄνθρωπος στὸ δρόμο δὲν ὑπάρχει, τὰ καφφενεῖα κλειστά. Εἶνε ὅλοι στὶς δουλειές· ὁ ἕνας στὸ χωράφι ὀργώνει μὲ τὸ τρακτὲρ ἢ ποτίζει μὲ τὸ πιεστικό, ὁ ἄλλος στὸ ἀμπέλι ἢ στὶς ἐλιές, ὁ ἄλλος βόσκει στὴν πλαγιὰ τὸ κοπάδι ἢ στὸν κάμπο τὰ βόδια, ὁ ἄλλος χτίζει ἢ σοβατίζει στὴ σκαλωσιά, ὁ ἄλλος δουλεύει στὸ ξυλουργεῖο ἢ στὸ σιδηρουργεῖο ἢ στὸ φοῦρνο…, ὁ δάσκαλος στὸ σχολεῖο μὲ τὰ παιδιά· οἱ νοικοκυρὲς στὰ σπίτια συγυρίζουν, μαγειρεύουν πλένουν. Ψυχὴ δὲν βλέπεις ἔξω. Τὴν Κυριακὴ ὅμως εἶνε ὅλοι στὴν ἐκκλησία. Νά ἄνθρωποι εὐλογημένοι, ποὺ ἀξίζει νὰ τοὺς μιμηθῇς.
Καὶ ἡ ἀγάπη χρειάζεται, καὶ ἡ ἐργατικότητα χρειάζειται, ἀλλὰ τὸ σπουδαιότερο εἶνε ἡ πίστι καὶ ἡ εὐλάβεια στὸ Θεό, ἡ ζωὴ μέσα στὴν Ἐκκλησία. Νὰ τὸν λατρεύουμε στὸ ναό μας τὶς Κυριακὲς καὶ τὶς ἑορτές, νὰ προσευχώμαστε στὸ σπίτι μας καὶ νὰ τὸν παρακαλοῦμε πρωὶ καὶ βράδυ, νὰ μελετοῦμε τὸ νόμο του, νὰ προσέχουμε στὰ λόγια του καὶ νὰ τηροῦμε τὶς ἐντολές του, νὰ φρουροῦμε τὴν καθαρότητα τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπὸ τὶς διάφορες αἱρέσεις (χιλιασμὸ κ.λπ.), νὰ βασιλεύῃ παντοῦ ὁ Χριστός, στὶς οἰκογένειες καὶ στὰ παιδιά μας, στὴν ἰδιωτικὴ καὶ τὴ δημοσία ζωή μας.
Δῶστε μου, ἕνα σπίτι, ἕνα χωριό, μιὰ ἐνορία, μιὰ κοινωνία, ποὺ νὰ ζῇ ἔτσι, ὅπως ζοῦσαν οἱ πρόγονοί μας στὸν Πόντο, στὴ Μικρὰ Ἀσία, στὴ Μακεδονία, στὴ Θρᾴκη, στὸ Μοριὰ καὶ στὰ νησιά μας, καὶ θά ᾽χῃ τὴν εὐλογία τοῦ Χριστοῦ. Δὲν εἶνε ψέμα αὐτό – ποιός τό ᾽πε; Ἡ θρησκεία μας εἶνε ζωντανή, ὁλοζώντανη.
* * *
Ἐὰν τ᾿ ἀκούσετε αὐτά, ἀγαπητοί μου, καὶ εἶστε μονοιασμένοι κι ἀγαπημένοι, καὶ εἶστε φιλόπονοι κ᾽ ἐργατικοί, καὶ ἀγαπᾶτε τὴ θρησκεία μας καὶ ἐκκλησιάζεστε τακτικὰ καὶ τὰ παιδιά σας τὰ ἀνατρέφετε ὅπως θέλει ὁ Χριστός, τότε «χῶμα θὰ πιάνετε καὶ μάλαμα θὰ γίνεται». Μὲ τὴν εὐχὴ αὐτὴ τελειώνω καὶ εὔχομαι, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς διὰ πρεσβειῶν τῆς Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ἁγίων νὰ εἶνε πάντα μαζί σας· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου