Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΔΩ!
ΟΠΟΥ κι ἂν πᾶμε, ἀγαπητοί μου, κάθε λαὸς ἔχει τὴ θρησκεία του· καὶ οἱ Τοῦρκοι, καὶ οἱ Κινέζοι, καὶ οἱ Ἰάπωνες, καὶ οἱ ῾Ρῶσοι, καὶ οἱ Ἀφρικανοί, καὶ οἱ Εὐρωπαῖοι, καὶ οἱ Ἀμερικανοί, ὅλοι παντοῦ σὲ κάτι πιστεύουν ποὺ τὸ λένε θεό. Δὲ νοεῖται ἄνθρωπος ἄθεος. Κι ἂν καμμιὰ φορὰ κάποιος κάνῃ τὸν ἄθεο, ὅταν βρεθῇ σὲ κίνδυνο θυμᾶται τὸ Θεό, ἀπὸ ἀνάγκη ὅμως τότε.
Πολλὲς θρησκεῖες ὑπάρχουν. Ἂν τώρα ρωτήσετε, ποιά εἶνε ἡ ἀληθινὴ θρησκεία, κι ἂν ἐγὼ δὲν τὸ πῶ, καὶ οἱ πέτρες ἀκόμα καὶ τὰ ἄστρα τ᾿ οὐρανοῦ καὶ τὰ βουνὰ καὶ τὰ λαγκάδια θ᾽ ἀπαντήσουν· μόνη ἀληθινὴ θρησκεία εἶνε ἡ δική μας, ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ. Γιατὶ ὁ Χριστὸς δὲν εἶνε ἕνας ἁπλὸς ἄνθρωπος ὅπως ἐμεῖς· εἶνε καὶ Θεὸς ἀληθινός, Θεάνθρωπος.Ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε Θεὸς τὸ φωνάζει ἡ διδασκαλία – τὰ λόγια του· μιὰ διδασκαλία ποὺ ποτέ ἄλλοτε δὲν ἀκούστηκε στὸν κόσμο καὶ πού, ἐὰν ὅλοι τὴν ἐφαρμόζαμε, ἡ γῆ θὰ ἦταν παράδεισος. Θεός λοιπόν, τὸ φωνάζει ἡ διδασκαλία του· Θεός, τὸ φωνάζει ὁ ἅγιος βίος του. Δὲν ἔκανε καμμία ἀπολύτως ἁμαρτία κ᾽ εἶχε τὸ θάρρος νὰ ρωτήσῃ «Τίς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει με περὶ ἁμαρτίας;» (Ἰω. 8,46). Ὅτι εἶνε Θεὸς τὸ φωνάζουν ἀκόμα τὰ θαύματά του. Ἔκαναν καὶ οἱ ἅγιοι ὡρισμένα θαύματα, ἀλλὰ ὁ Χριστὸς ἔκανε κάνει καὶ θὰ κάνῃ ἄπειρα, ἀμέτρητα θαύματα.
Δύο θαύματά του ἀναφέρει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο, τὸ ἕνα μικρότερο καὶ τὸ ἄλλο μεγαλύτερο. Τὸ πρῶτο, τὸ μικρότερο, εἶνε ὅτι θεράπευσε μιὰ γυναῖκα ποὺ ἔπασχε ἀπὸ ἀσθένεια, καὶ τὸ ἄλλο εἶνε ὅτι ἀνέστησε ἕνα νεκρὸ κορίτσι. Ἂς δοῦμε μὲ συντομία τὸ πρῶτο θαῦμα.
* * *
Ὁ Χριστός, ἀγαπητοί μου, πῆγε σὲ μιὰ πόλι. Καὶ μόλις ὁ κόσμος τὸ ἔμαθε, ἔτρεξαν ὅλοι, ἄντρες γυναῖκες καὶ παιδιά, νὰ τὸν δοῦν. Ἦταν τόσος ὁ συνωστισμός, ποὺ μῆλο νὰ ἔρριχνες δὲν ἔπεφτε κάτω. Σὲ μιὰ στιγμὴ ὁ Χριστὸς γυρίζει καὶ λέει· ―Ποιός μὲ ἄγγιξε; Οἱ μαθηταὶ ἀπόρησαν καὶ τοῦ λένε· ―Κύριε, ἐδῶ ὅλος ὁ κόσμος σὲ πιέζει, κ᾽ ἐσὺ λές, Ποιός μὲ ἄγγιξε; Ἐκεῖνος ὅμως ἐπέμενε· ―Κάποιος μὲ ἄγγιξε· ἐγὼ αἰσθάνθηκα δύναμι νὰ βγαίνῃ ἀπὸ μένα. Τότε μιὰ γυναίκα, τρέμοντας, ἦρθε κι ἀφοῦ γονάτισε στὰ πόδια του εἶπε μπροστὰ σὲ ὅλους· ―Χριστέ, συχώρεσέ με, ἐγὼ ἤμουν ποὺ σὲ ἄγγιξα. Δώδεκα χρόνια ἔπασχα ἀπὸ γυναικεία ἀσθένεια, αἱμορραγία. Πῆγα σὲ γιατρούς, πῆρα φάρμακα, ξώδεψα ὅλη τὴν περιουσία μου, μὰ γιατρειὰ δὲν εἶδα, κανένας δὲν μπόρεσε νὰ μὲ θεραπεύσῃ· ἐξακολουθοῦσα νὰ χάνω τὸ αἷμα μου. Ἀλλ᾽ ὅταν ἄκουσα ὅτι ἦρθες, εἶπα· Ἐσὺ θὰ μὲ κάνῃς καλά! Ἔτσι σὲ πλησίασα μὲ πίστι. Καὶ μόλις ἄγγιξα τὴν ἄκρη τοῦ ἐνδύματός σου, ἀμέσως γιατρεύτηκα. Τότε ὁ Χριστὸς τῆς εἶπε· «Θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην» (Λουκ. 7,48).
Μέσα σὲ τόσο κόσμο μιὰ γυναίκα εἶδε τὴ θεραπεία της. Καὶ μπορεῖ νὰ σκεφτῇ κανείς· Ἄχ, γιατί νὰ μὴ ζοῦσα κ᾽ ἐγὼ στὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ, ν᾿ ἀγγίξω τὸ φόρεμά του νὰ γίνω καλά;…
Μέσα σὲ τόσο κόσμο μιὰ γυναίκα εἶδε τὴ θεραπεία της. Καὶ μπορεῖ νὰ σκεφτῇ κανείς· Ἄχ, γιατί νὰ μὴ ζοῦσα κ᾽ ἐγὼ στὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ, ν᾿ ἀγγίξω τὸ φόρεμά του νὰ γίνω καλά;…
* * *
Ὁ Χριστός, ἀγαπητοί μου, εἶνε ὁρατὸς καὶ ἀόρατος. Εἶνε στοὺς οὐρανούς, ἀλλὰ δὲν παύει νὰ εἶνε καὶ στὴ γῆ. Ὅπως ὁ ἥλιος, ἂν καὶ εἶνε τόσο μακριά, δὲν δυσκολεύεται νὰ θωπεύῃ τὸν πλανήτη μας, ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς εὑρίσκεται ἐν μέσῳ ἡμῶν. Ὁ Χριστὸς εἶνε ἐδῶ. Ποῦ δηλαδή; Εἶνε παντοῦ, ἀλλὰ ἰδιαιτέρως στὴν Ἐκκλησία του. Ἐδῶ εἶνε ὁ Χριστός. Τὸ πιστεύεις; ἔλα στὴν ἐκκλησία. Ἐδῶ εἶνε ὁ Χριστός. Πῶς εἶνε ἐδῶ; Εἶνε στὰ ἅγια μυστήρια.
⃝ Εἶνε στὸ βάπτισμα. Τὴν ὥρα ποὺ μπαίνει τὸ παιδὶ μέσα στὴν ἱερὰ κολυμβήθρα καὶ ὁ ἱερεὺς λέει «Βαπτίζεται ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ… εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος…», τελεῖται μυστήριο. Τὰ νερὰ τῆς κολυμβήθρας εἶνε ἱερὰ πλέον, εἶνε Ἰορδάνης ποταμὸς καὶ παραπάνω ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη. Μέσα στὰ νερὰ αὐτὰ ὁ ἄνθρωπος καθαρίζεται· ἀράπης μπαίνει – ἄγγελος βγαίνει, αὐτὴ εἶνε ἡ πίστι μας.
⃝ Ὁ Χριστὸς εἶνε στὴν κολυμβήθρα, στὸ ἅγιο βάπτισμα· εἶνε ἀκόμα, καὶ μάλιστα κατ᾽ ἐξοχήν, στὴ θεία εὐχαριστία. Κάθε Κυριακὴ ἢ ἑορτή, ὅταν χτυπᾷ ἡ καμπάνα καὶ οἱ Χριστιανοὶ μαζεύονται γιὰ τὴ λειτουργία κι ὁ ἱερεὺς ντυμένος τὰ ἄμφια σηκώνῃ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ λέῃ «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος…», τότε ἐκεῖ εἶνε ὁ Χριστός. Ἰδίως στὸ κρισιμώτερο σημεῖο, ὅταν εὐλογῇ τὸν ἄρτον καὶ τὸν οἶνον καὶ γίνωνται σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ, ἐκεῖ εἶνε ὁ Χριστός. Κάθε ψίχουλο εἶνε ὁ Χριστὸς καὶ κάθε σταλαγματιὰ εἶνε ὁ Χριστός.
⃝ Στὴν κολυμβήθρα ὁ Χριστός, στὸ δισκοπότηρο ὁ Χριστός. Ὁ Χριστὸς εἶνε ἀκόμα στὸ γάμο. Ὅταν ἔρχωνται στὸ ναὸ ἕνα νέο ζευγάρι νὰ στεφανωθοῦν, ὁ Χριστὸς εἶνε ἐκεῖνος ποὺ ἑνώνει τὸν ἄντρα μὲ τὴ γυναῖκα. Καὶ «ὃ ὁ Θεὸς συνέζευξεν, ἄνθρωπος μὴ χωριζέτω» (Ματθ. 19,6). Ὅταν ἑνώνῃ ὁ Χριστός, αὐτὸ δὲν εἶνε πολιτικὸς «γάμος», εἶνε χριστιανικὸς γάμος. Καί, ὅπως εἶπα πολλὲς φορές, μόνο τὸ φτυάρι τοῦ νεκροθάφτη πρέπει νὰ χωρίζῃ τὸ ἀντρόγυνο. Μέχρι θανάτου πρέπει νὰ εἶνε ἀγαπημένοι.
⃝ Ὁ Χριστὸς εἶνε σὲ ὅλα τὰ μυστήρια, εἶνε καὶ στὸ εὐχέλαιο. Ἀρρώστησες; δὲ λέω, θὰ καλέσῃς γιατρὸ καὶ θὰ πάρῃς φάρμακα. Ἀλλ᾽ ὅταν, ὅπως λέει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο, ξοδεύῃς καὶ θεραπεία δὲ γίνεται, τί πρέπει θὰ κάνῃς; Μὴν καλεῖς μάγους, ὅπως ἔκαναν σ᾿ ἕνα χωριὸ ποὺ συνέβη τὸ ἑξῆς. Ὁ καλὸς παπᾶς, κατὰ καθῆκον, πῆγε νὰ δῇ ἕναν ἄρρωστο. Χτυποῦσε χτυποῦσε, καὶ κάποια στιγμὴ βγαίνει ἡ γυναίκα καὶ τοῦ λέει· —Φύγε, δὲ σὲ θέλουμε, ἔχουμε μέσα τὸ μάγο… Στὸ μάγο πίστευαν, ὄχι στὸ Χριστό. Ἀρρώστησες λοιπόν; κάλεσε τὸ γιατρό, ἀλλὰ πρὸ παντὸς νὰ καλέσῃς τὸν ἱερέα γιὰ εὐχέλαιο. Μεγάλο πρᾶγμα τὸ εὐχέλαιο. Ἂν κάνῃς εὐχέλαιο μὲ πίστι, θεραπεύεσαι. Εἶνε πολλὲς οἱ περιπτώσεις ποὺ ἔγιναν θαύματα.
⃝ Ποῦ ἀλλοῦ εἶνε ὁ Χριστός; Στὴ μετάνοια καὶ ἐξομολόγησι – ἄλλο μεγάλο μυστήριο. Ἁμαρτάνεις; μετανόησε. Δὲ θὰ σὲ δικάσῃ ὁ Θεὸς γιατὶ ἁμαρτάνεις. Τὸ ἁμαρτάνειν εἶνε ἀνθρώπινο, τὸ ἐμμένειν στὴν ἁμαρτία εἶνε σατανικό· μόνο ὁ σατανᾶς δὲ μετανοεῖ. Ἁμαρτάνεις; τρέξε στὸν πνευματικὸ πατέρα νὰ ἐξομολογηθῇς, νὰ πῇς τὰ κρίματά σου· καὶ τότε ὁ Χριστός, ποὺ εἶνε ἐκεῖ παρών, θὰ σοῦ τὰ συχωρέσῃ ὅλα.
⃝ Εἶνε στὸ βάπτισμα. Τὴν ὥρα ποὺ μπαίνει τὸ παιδὶ μέσα στὴν ἱερὰ κολυμβήθρα καὶ ὁ ἱερεὺς λέει «Βαπτίζεται ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ… εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος…», τελεῖται μυστήριο. Τὰ νερὰ τῆς κολυμβήθρας εἶνε ἱερὰ πλέον, εἶνε Ἰορδάνης ποταμὸς καὶ παραπάνω ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη. Μέσα στὰ νερὰ αὐτὰ ὁ ἄνθρωπος καθαρίζεται· ἀράπης μπαίνει – ἄγγελος βγαίνει, αὐτὴ εἶνε ἡ πίστι μας.
⃝ Ὁ Χριστὸς εἶνε στὴν κολυμβήθρα, στὸ ἅγιο βάπτισμα· εἶνε ἀκόμα, καὶ μάλιστα κατ᾽ ἐξοχήν, στὴ θεία εὐχαριστία. Κάθε Κυριακὴ ἢ ἑορτή, ὅταν χτυπᾷ ἡ καμπάνα καὶ οἱ Χριστιανοὶ μαζεύονται γιὰ τὴ λειτουργία κι ὁ ἱερεὺς ντυμένος τὰ ἄμφια σηκώνῃ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ λέῃ «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος…», τότε ἐκεῖ εἶνε ὁ Χριστός. Ἰδίως στὸ κρισιμώτερο σημεῖο, ὅταν εὐλογῇ τὸν ἄρτον καὶ τὸν οἶνον καὶ γίνωνται σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ, ἐκεῖ εἶνε ὁ Χριστός. Κάθε ψίχουλο εἶνε ὁ Χριστὸς καὶ κάθε σταλαγματιὰ εἶνε ὁ Χριστός.
⃝ Στὴν κολυμβήθρα ὁ Χριστός, στὸ δισκοπότηρο ὁ Χριστός. Ὁ Χριστὸς εἶνε ἀκόμα στὸ γάμο. Ὅταν ἔρχωνται στὸ ναὸ ἕνα νέο ζευγάρι νὰ στεφανωθοῦν, ὁ Χριστὸς εἶνε ἐκεῖνος ποὺ ἑνώνει τὸν ἄντρα μὲ τὴ γυναῖκα. Καὶ «ὃ ὁ Θεὸς συνέζευξεν, ἄνθρωπος μὴ χωριζέτω» (Ματθ. 19,6). Ὅταν ἑνώνῃ ὁ Χριστός, αὐτὸ δὲν εἶνε πολιτικὸς «γάμος», εἶνε χριστιανικὸς γάμος. Καί, ὅπως εἶπα πολλὲς φορές, μόνο τὸ φτυάρι τοῦ νεκροθάφτη πρέπει νὰ χωρίζῃ τὸ ἀντρόγυνο. Μέχρι θανάτου πρέπει νὰ εἶνε ἀγαπημένοι.
⃝ Ὁ Χριστὸς εἶνε σὲ ὅλα τὰ μυστήρια, εἶνε καὶ στὸ εὐχέλαιο. Ἀρρώστησες; δὲ λέω, θὰ καλέσῃς γιατρὸ καὶ θὰ πάρῃς φάρμακα. Ἀλλ᾽ ὅταν, ὅπως λέει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο, ξοδεύῃς καὶ θεραπεία δὲ γίνεται, τί πρέπει θὰ κάνῃς; Μὴν καλεῖς μάγους, ὅπως ἔκαναν σ᾿ ἕνα χωριὸ ποὺ συνέβη τὸ ἑξῆς. Ὁ καλὸς παπᾶς, κατὰ καθῆκον, πῆγε νὰ δῇ ἕναν ἄρρωστο. Χτυποῦσε χτυποῦσε, καὶ κάποια στιγμὴ βγαίνει ἡ γυναίκα καὶ τοῦ λέει· —Φύγε, δὲ σὲ θέλουμε, ἔχουμε μέσα τὸ μάγο… Στὸ μάγο πίστευαν, ὄχι στὸ Χριστό. Ἀρρώστησες λοιπόν; κάλεσε τὸ γιατρό, ἀλλὰ πρὸ παντὸς νὰ καλέσῃς τὸν ἱερέα γιὰ εὐχέλαιο. Μεγάλο πρᾶγμα τὸ εὐχέλαιο. Ἂν κάνῃς εὐχέλαιο μὲ πίστι, θεραπεύεσαι. Εἶνε πολλὲς οἱ περιπτώσεις ποὺ ἔγιναν θαύματα.
⃝ Ποῦ ἀλλοῦ εἶνε ὁ Χριστός; Στὴ μετάνοια καὶ ἐξομολόγησι – ἄλλο μεγάλο μυστήριο. Ἁμαρτάνεις; μετανόησε. Δὲ θὰ σὲ δικάσῃ ὁ Θεὸς γιατὶ ἁμαρτάνεις. Τὸ ἁμαρτάνειν εἶνε ἀνθρώπινο, τὸ ἐμμένειν στὴν ἁμαρτία εἶνε σατανικό· μόνο ὁ σατανᾶς δὲ μετανοεῖ. Ἁμαρτάνεις; τρέξε στὸν πνευματικὸ πατέρα νὰ ἐξομολογηθῇς, νὰ πῇς τὰ κρίματά σου· καὶ τότε ὁ Χριστός, ποὺ εἶνε ἐκεῖ παρών, θὰ σοῦ τὰ συχωρέσῃ ὅλα.
* * *
Ὁ Χριστὸς λοιπὸν εἶνε παντοῦ. Ἀλλὰ τί συμβαίνει μ᾽ ἐμᾶς· δὲν τὸν πλησιάζουμε ὅπως πρέπει, ὅπως τὸν πλησίασε ἡ αἱμορροοῦσα γυναίκα. Πρέπει νὰ τὸν πλησιάζουμε μὲ πίστι.
Ἕνας ἀσκητὴς εἶχε τὸ χάρισμα νὰ βλέπῃ τὶς ψυχές· ὄχι τὸν ἐξωτερικὸ ἄνθρωπο ἀλλὰ τὸν ἐσωτερικό. Πῆγε λοιπὸν καὶ στάθηκε ἔξω ἀπὸ μιὰ ἐκκλησία καθὼς ἔμπαιναν οἱ χριστιανοί. Ὅλους τοὺς ἔβλεπε μαύρους, καὶ ἔκλαιγε. Ὅταν ὁ παπᾶς εἶπε τὸ «Δι᾿ εὐχῶν» καὶ ἔβγαιναν, τοὺς εἶδε πάλι τὸ ἴδιο. Ὅπως μπῆκαν, ἔτσι βγῆκαν· μαῦροι μπῆκαν, μαῦροι βγῆκαν. Μόνο ἕνας, καθὼς ἔβγαινε ἦταν ἄσπρος. Ὁ ἀσκητὴς τὸν πλησίασε. ―Ὅταν ἔμπαινες, τοῦ λέει, ἡ ψυχή σου ἦταν μαύρη· τώρα σὲ βλέπω νὰ λάμπῃς· τί συνέβη; ―Εἶμαι πολὺ ἁμαρτωλός, ἀπαντᾷ ἐκεῖνος. Ὅλες τὶς ἀτιμίες τὶς ἔχω κάνει· λῄστεψα, ἔσφαξα κόσμο, βγῆκα στὰ βουνά…. Ἀλλὰ σήμερα, μόλις ἄκουσα τὴν καμπάνα, θυμήθηκα τὴ γιαγιά μου ποὺ μοῦ ᾿λεγε· Παιδί μου, ὅταν ἀκοῦς καμπάνα, νὰ τρέχῃς στὴν ἐκκλησία. Εἶχα τριάντα χρόνια νὰ ἐκκλησιαστῶ. Μπῆκα λοιπὸν μέσα μὲ δέος, ἔτρεμα· φοβόμουν μὴ πέσουν στὸ κεφάλι μου τὰ καντήλια κι ὁ πολυέλεος. Ἄκουσα ἀπὸ τὸν παπᾶ τὰ θεϊκὰ λόγια κι ἀναστέναξα. Θεέ μου, εἶπα, πόσο ἁμαρτωλὸς εἶμαι! Κ᾽ ἔκλαψα ὅταν βγῆκαν τὰ ἅγια, ἔκλαψα ὅταν ἄκουσα τὸ «Λάβετε, φάγετε…»· ἔκλαψα ὅπως ποτέ ἄλλοτε στὴ ζωή μου. Καὶ εἶπα· Θεέ μου, συχώρεσέ με…
Εἴδατε; Αὐτὸς μαῦρος μπῆκε, ἄσπρος βγῆκε. Ἐμεῖς μαῦροι μπαίνουμε, μαῦροι βγαίνουμε. Ποιά ἡ ὠφέλεια τοῦ ἐκκλησιασμοῦ μας; Ἀπὸ μιὰ συνήθεια πᾶμε στὴν ἐκκλησία, παίρνουμε ἀντίδωρο κ.τ.λ.. Ἀλλ᾽ αὐτὸ δὲν μᾶς σῴζει. Θέλεις νὰ ὠφεληθῇς; Χτυπάει ἡ καμπάνα; ἔλα στὴν ἐκκλησία κι ἄκουσε τὰ θεῖα λόγια, ἀλλὰ μὲ πίστι· τότε θὰ γίνῃ τὸ θαῦμα· ὅπως τὴν παλιὰ ἐποχή, ποὺ ἔτρεχαν στὴν ἐκκλησία, στέκονταν ἀμίλητοι, προσεύχονταν μὲ δάκρυα, κ᾽ ἔβλεπαν θαύματα. Τώρα ἐμεῖς δὲ λατρεύουμε τὸ Θεό· παπᾶδες – δεσποτάδες, μικροὶ – μεγάλοι, ψεῦτες εἴμαστε. Εἴδατε τὴν αἱμορροοῦσα πῶς πίστευε; Γι᾽ αὐτὸ ἔγινε καλά.
Νὰ ζητήσουμε λοιπὸν νὰ μᾶς δώσῃ ὁ Θεὸς πίστι. Νὰ πιστεύουμε κ᾽ ἐμεῖς ὅπως οἱ πρόγονοί μας, ὅπως οἱ μάρτυρες καὶ ὁμολογηταί, ὅπως ἡ Παναγία μας καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι. Κι ὅπως τὸ μικρὸ παιδὶ ὅταν κινδυνεύῃ τρέχει καὶ φωνάζει «μάνα» καὶ στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μάνας του νιώθει ἀσφάλεια, ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς νὰ πλησιάζουμε τὸ Χριστό μας μὲ μετάνοια πραγματική. Τότε θὰ δοῦμε στὴ ζωή μας τὸ μεγάλο θαῦμα.
Ὁ Θεὸς δὲ διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου νὰ ἐλεήσῃ πάντας ἡμᾶς· ἀμήν.
Ἕνας ἀσκητὴς εἶχε τὸ χάρισμα νὰ βλέπῃ τὶς ψυχές· ὄχι τὸν ἐξωτερικὸ ἄνθρωπο ἀλλὰ τὸν ἐσωτερικό. Πῆγε λοιπὸν καὶ στάθηκε ἔξω ἀπὸ μιὰ ἐκκλησία καθὼς ἔμπαιναν οἱ χριστιανοί. Ὅλους τοὺς ἔβλεπε μαύρους, καὶ ἔκλαιγε. Ὅταν ὁ παπᾶς εἶπε τὸ «Δι᾿ εὐχῶν» καὶ ἔβγαιναν, τοὺς εἶδε πάλι τὸ ἴδιο. Ὅπως μπῆκαν, ἔτσι βγῆκαν· μαῦροι μπῆκαν, μαῦροι βγῆκαν. Μόνο ἕνας, καθὼς ἔβγαινε ἦταν ἄσπρος. Ὁ ἀσκητὴς τὸν πλησίασε. ―Ὅταν ἔμπαινες, τοῦ λέει, ἡ ψυχή σου ἦταν μαύρη· τώρα σὲ βλέπω νὰ λάμπῃς· τί συνέβη; ―Εἶμαι πολὺ ἁμαρτωλός, ἀπαντᾷ ἐκεῖνος. Ὅλες τὶς ἀτιμίες τὶς ἔχω κάνει· λῄστεψα, ἔσφαξα κόσμο, βγῆκα στὰ βουνά…. Ἀλλὰ σήμερα, μόλις ἄκουσα τὴν καμπάνα, θυμήθηκα τὴ γιαγιά μου ποὺ μοῦ ᾿λεγε· Παιδί μου, ὅταν ἀκοῦς καμπάνα, νὰ τρέχῃς στὴν ἐκκλησία. Εἶχα τριάντα χρόνια νὰ ἐκκλησιαστῶ. Μπῆκα λοιπὸν μέσα μὲ δέος, ἔτρεμα· φοβόμουν μὴ πέσουν στὸ κεφάλι μου τὰ καντήλια κι ὁ πολυέλεος. Ἄκουσα ἀπὸ τὸν παπᾶ τὰ θεϊκὰ λόγια κι ἀναστέναξα. Θεέ μου, εἶπα, πόσο ἁμαρτωλὸς εἶμαι! Κ᾽ ἔκλαψα ὅταν βγῆκαν τὰ ἅγια, ἔκλαψα ὅταν ἄκουσα τὸ «Λάβετε, φάγετε…»· ἔκλαψα ὅπως ποτέ ἄλλοτε στὴ ζωή μου. Καὶ εἶπα· Θεέ μου, συχώρεσέ με…
Εἴδατε; Αὐτὸς μαῦρος μπῆκε, ἄσπρος βγῆκε. Ἐμεῖς μαῦροι μπαίνουμε, μαῦροι βγαίνουμε. Ποιά ἡ ὠφέλεια τοῦ ἐκκλησιασμοῦ μας; Ἀπὸ μιὰ συνήθεια πᾶμε στὴν ἐκκλησία, παίρνουμε ἀντίδωρο κ.τ.λ.. Ἀλλ᾽ αὐτὸ δὲν μᾶς σῴζει. Θέλεις νὰ ὠφεληθῇς; Χτυπάει ἡ καμπάνα; ἔλα στὴν ἐκκλησία κι ἄκουσε τὰ θεῖα λόγια, ἀλλὰ μὲ πίστι· τότε θὰ γίνῃ τὸ θαῦμα· ὅπως τὴν παλιὰ ἐποχή, ποὺ ἔτρεχαν στὴν ἐκκλησία, στέκονταν ἀμίλητοι, προσεύχονταν μὲ δάκρυα, κ᾽ ἔβλεπαν θαύματα. Τώρα ἐμεῖς δὲ λατρεύουμε τὸ Θεό· παπᾶδες – δεσποτάδες, μικροὶ – μεγάλοι, ψεῦτες εἴμαστε. Εἴδατε τὴν αἱμορροοῦσα πῶς πίστευε; Γι᾽ αὐτὸ ἔγινε καλά.
Νὰ ζητήσουμε λοιπὸν νὰ μᾶς δώσῃ ὁ Θεὸς πίστι. Νὰ πιστεύουμε κ᾽ ἐμεῖς ὅπως οἱ πρόγονοί μας, ὅπως οἱ μάρτυρες καὶ ὁμολογηταί, ὅπως ἡ Παναγία μας καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι. Κι ὅπως τὸ μικρὸ παιδὶ ὅταν κινδυνεύῃ τρέχει καὶ φωνάζει «μάνα» καὶ στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μάνας του νιώθει ἀσφάλεια, ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς νὰ πλησιάζουμε τὸ Χριστό μας μὲ μετάνοια πραγματική. Τότε θὰ δοῦμε στὴ ζωή μας τὸ μεγάλο θαῦμα.
Ὁ Θεὸς δὲ διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου νὰ ἐλεήσῃ πάντας ἡμᾶς· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου