«ΤΙ ΛΕΝΕ ΤΩΡΑ ΤΑ ΠΟΥΛΑΚΙΑ; ΛΕΝΕ ΤΟ “ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ”!» [Τὸ τελευταῖο Πάσχα τοῦ Ἁγ. Παϊσίου]
«ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΠΑΣΧΑ (1994) ΜΕ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΠΑΪΣΙΟ»
ἀπὸ τὸ βιβλίο Ἀρχιμ. Ἀρσενίου Κατερέλου,
«ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
ΔΙΑ ΤΟΥΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΑΪΣΙΟΝ ΚΑΙ ΙΣΑΑΚ ΤΟΥΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΑΣ»,
Ἐκδ. “Ὀρθόδοξος Κυψέλη”, Θεσσαλονίκη 2014)
[…] Τώρα, ὅσον ἀφορᾶ στὸν Γέροντα Παΐσιο, μὲ ἀφορμὴ τὴν Θεολογικὴ
Σχολή, ἰδιαίτερα κατὰ τὴν περίοδο 93-94, πήγαινα τακτικὰ στὴν Σουρωτὴ
καὶ ἔκανα ἀρκετές, τότε, ἀκολουθίες, Λειτουργίες, κλπ. Θυμᾶμαι ὅτι, ὅταν
κάναμε ἕνα Εὐχέλαιο καὶ τὴν ὥρα ποὺ ἡ ἀναξιότης μου θὰ ἔχριε τὸν
Γέροντα Παΐσιο, ἐκεῖνος, λόγῳ τῆς ἱερωσύνης μου καὶ τῆς ταπείνωσής του,
βέβαια, ἔσκυψε καὶ φίλησε τὸ ἁμαρτωλὸ χέρι μου. Ἐγὼ τότε, κοκκίνισα, τά
᾽χασα, καὶ ὁ μόνος τρόπος, ποὺ μποροῦσα νομίμως νὰ ἀντιδράσω, ἦταν κι
ἐγώ, αὐθόρμητα, νὰ πάρω τὴν ἰδική του εὐχή, γιατί εἶχα μπροστά μου ἕναν
Ἅγιο, καὶ νὰ ἀσπασθῶ κι ἐγώ, ταυτόχρονα, τὸ δικό του χέρι. Μὲ τὴν
κίνηση, ὅμως, ποὺ ἔκανα γιὰ νὰ φθάσω καὶ νὰ ἀσπασθῶ τὸ δικό του χέρι,
ἔγινε μία σύγκρουση κεφαλιῶν…! Μόνο ποὺ τὸ ἕνα ἦταν γεμάτο μυαλό, ἢ
μᾶλλον, γεμάτο θεία Χάρι, καὶ τὸ ἄλλο ἦταν κούφιο, καὶ ἀπὸ μυαλό, καὶ
ἀπὸ Χάρι, καὶ αὐτὸ φάνηκε καὶ ἀπὸ τὸν χτύπο – σχῆμα ὑπερβολῆς, βέβαια.
Ἀποκορύφωμα βέβαια ὅλης αὐτῆς τῆς συγκυρίας, μὲ ἀφορμὴ τὴν Θεολογικὴ
Σχολή, ποὺ μὲ ἔστειλε ὁ π. Παΐσιος, ἦταν νὰ κληθῶ στὴν Μονὴ τῆς
Σουρωτῆς, γιὰ νὰ κάνω τὶς ἀκολουθίες τοῦ Πάσχα, τὸ 1994, τὸ τελευταῖο
Πάσχα τῆς ἐπὶ γῆς ζωῆς τοῦ Γέροντα.
. Τώρα, τὸ πῶς πῆρα ἄδεια ἀπὸ τὸν Δεσπότη μου, στὴν Λαμία,
καὶ πῶς ἕνας Δεσπότης εἶναι δυνατὸν νὰ ἀφήσει ἕναν ἱερέα, νὰ πάρει
ἄδεια τὸ Πάσχα, εἶναι μυστήριο, εἶναι ἀνεξήγητο, τὸ πῶς ἄνοιγαν οἱ
πόρτες… Μάλιστα, μοῦ εἶπε ὁ τότε Σεβασμιώτατος, κυρὸς Δαμασκηνός: «Φύγε
ἀμέσως, δὲν θέλω νὰ μοῦ ἐξηγήσης κανένα λόγο». Καί, τότε, τοῦ εἶπα,
γιατί τοῦ ἄρεσαν τὰ ἀστεῖα: «Φεύγω πρὶν τὸ μετανιώσετε»…
. Πράγματι, ἔφυγα γιατί φοβόμουν νὰ μὴ τὸ μετανοιώση καὶ νὰ
μὴν ἐπηρεασθῆ… Εἶχα προετοιμασθῆ, νὰ τοῦ πῶ πολλὰ ἐπιχειρήματα, μήπως
καὶ μὲ ἄφηνε νὰ πάω ἐκεῖ, στὴν Σουρωτή, ἀλλὰ δὲν χρειάσθηκε.
. Καὶ θυμᾶμαι ὅλα, ὅσα ἔγιναν ἐκείνη τὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα,
στὴν Σουρωτὴ τὰ συγκινητικότατα, καὶ ἰδιαίτερα τὴν Μεγάλη Πέμπτη τὸ
πρωί, στὴν Λειτουργία, στὴν ἀκολουθία, καὶ κατὰ τὴν ἀκολουθία τῆς
Ἀναστάσεως, ποὺ αὐτὲς ἔγιναν χωρὶς κόσμο, ἐννοεῖται. Ἔγιναν παρουσίᾳ
μόνον τοῦ Γέροντος καὶ τῆς ἀδελφότητος ἐκεῖ, στὸ παρεκκλήσι τῶν
Ταξιαρχῶν, τῶν Ἀρχαγγέλων.
. Τί νὰ πρωτοαναφέρω, ἀπὸ ὅσα ἐπιτρέπονται, βέβαια. ὁ τρόπος
μὲ τὸν ὁποῖο ὁ π. Παΐσιος ἔπαιρνε τὸ Ἅγιο Φῶς κι ἐνῶ ἔψελνε τόσο σιγά,
νόμιζες ὅτι βοᾶ πρὸς τὸν Κύριο. Ὅπως τότε, ποὺ εἶπε ὁ Θεὸς στὸν Μωυσῆ
«τί βοᾶς πρός με;» κι ὁ Μωυσῆς μιλοῦσε ἀπὸ μέσα του. Πῶς σιγόψελνε σὲ
ὅλη τὴν ἀκολουθία… ὁ τρόπος ποὺ ἔλεγε τὰ «Ἀληθῶς Ἀνέστη!» Ἡ εὐλάβειά
του. Οἱ σταυροί του. Τὸ ὕφος του, οἱ κινήσεις του, τὰ πάντα του. Τὸ πῶς
κοινωνοῦσε ἀπὸ τὴν ἀναξιότητά μου. Μᾶς ἔπιανε ἕνα τρέμουλο… Ἡ καρτερία
του, ποὺ ἔδειχνε στοὺς πόνους. Ἡ ὅλη φερέπονος διάθεσίς του, κλπ.,
γιατί, τότε, εἶχαν ἀπομείνει μόνο 25-30 κιλὰ βάρος στὸ σῶμα του.
. Φυσικά, μοῦ μένει ἀξέχαστη ἡ τελευταία συνάντησις ποὺ
εἴχαμε μετὰ τὸν Ἑσπερινὸ τῆς Ἀγάπης, ὅπου μεταξὺ τῶν ἄλλων, μοῦ ἔλεγε τί
τοῦ εἶχαν πεῖ οἱ γιατροί. Οἱ γιατροὶ τοῦ εἶπαν, ὅτι ὁ καρκίνος θὰ
ἔκανε μετάστασι καὶ θὰ πήγαινε ἀπὸ τὸ Α´ ὄργανο, στὸ Β´ στὸ Γ´, στὸ Δ´…
στὸ Ν, παντοῦ. Ἔτσι τοῦ εἶχαν πεῖ οἱ γιατροί, γιατί ἤθελε νὰ μάθη καὶ
τὴν ἀλήθεια. Καί, τότε ὁ π. Παΐσιος ἀπήντησε χαριτωμένα, ἀναστάσιμα,
εὐχάριστα: «Ἂς πάει ὅπου θέλει ὁ καρκίνος, ἀρκεῖ ἐδῶ νὰ μὴ πάει», εἶπε
δείχνωντας τὸ κεφάλι του. Δηλ., ἐννοοῦσε ἀρκεῖ νὰ μὴ πειραζόταν ὁ νοῦς
του, γιὰ νὰ ἔχει καλὴ ἀπολογία. Γιατί, μοῦ ἔλεγε: «Δὲν ἔχει σημασία τὸ
πότε θὰ φύγωμε. Σημασία ἔχει νὰ εἴμαστε πάντοτε ἕτοιμοι».
. Μετὰ ἀπ᾽ αὐτό, εἶπε στοὺς γιατρούς: «Μὲ κάνατε ἀστροναύτη,
μὲ τὰ ὀξυγόνα, μὲ τὸ α´ καὶ μὲ τὸ β´… Τώρα, ὅμως, τελείωσε ἡ ἀποστολή
σας. Τώρα ἀρχίζει ἡ δουλειὰ τοῦ Θεοῦ». Μοῦ εἶπε τότε καὶ διάφορα ἄλλα…
Ἀλλά, καταλήγω ἐκεῖ ποὺ ξεκίνησα. Ἐὰν δὲν ἔκανα παράλογη ὑπακοὴ νὰ πάω
Θεολογικὴ Σχολή, προφανῶς, μᾶλλον, δὲν θὰ εἶχα αὐτὲς τὶς πολλὲς καὶ
ἄλλες εὐλογίες καὶ πνευματικὲς παρηγοριές, ποὺ εἶχα -ἀναξίως πάντα-, γιὰ
τὶς ὁποῖες, βέβαια, εἴμαστε ἀναπολόγητοι. Ἐλπίζομε ὅμως στὶς εὐχὲς τοῦ
Γέροντα.
. Ἀνάλογες, ἀνεξίτηλες παραστάσεις ἀπὸ τὸν παππούλη, ἔχομε,
ἐννοεῖται, καὶ ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος, ποὺ ζοῦσε ἐκεῖ σὰν καιομένη λαμπάδα.
Ἀπὸ ἐκεῖ, π.χ., ἔχω μία κασέτα, ἀπὸ τὴν ἀκολουθία τῆς Ἀναστάσεως, στὸ
Κελλὶ τοῦ π. Ἰσαάκ, ὅπου πάντα ἔκανε Πάσχα ὁ Γέροντας. Τότε, ἤμουν
δόκιμος, ἀλλὰ καὶ ἄλλες φορές, ὡς φοιτητής, εἶχε τύχει νὰ κάνω ἐκεῖ
Πάσχα. Ὅλοι ἤμασταν συγκινημένοι ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ Γέροντα, ὁ ὁποῖος
ἐρχόταν ἀπὸ τὸ πρωὶ τοῦ Μεγάλου Σαββάτου καὶ διηγιόταν εὐχάριστα,
ὠφέλιμα περιστατικά. Ὁ Γέροντας, ὅταν ἔψελνε, ἔψελνε ἀπὸ τὰ φυλλοκάρδια
τῆς καρδιᾶς του. Ὅταν μάλιστα κάποιοι τοῦ ἔλεγαν «Γέροντα ψάλε κάτι κι
ἐσύ», ἔλεγε «ἄ, ἐγὼ δὲν θέλω νὰ ψάλω κάτι, γιατί θέλω νὰ ψέλνω
συνέχεια», δηλ. συνεχῶς. Πράγματι, σιγόψελνε σ᾽ ὅλην τὴν ἀκολουθία ἐκεῖ
στὴν Λιτὴ -ἂς τὴν ποῦμε ἔτσι- τοῦ παρεκκλησίου τοῦ Κελλιοῦ, τοῦ π.
Ἰσαάκ.
. Μάλιστα, ἐκεῖ ἦταν κι ἕνας Λιβανέζος, -γιατί ἤμαστε εἴκοσι
πέντε περίπου ἄτομα ἐκ τῶν ὁποίων δύο ἦσαν Λιβανέζοι- καὶ τοῦ εἶπε ὁ π.
Παΐσιος «νὰ διαβάσετε τὶς Πράξεις καὶ στὰ Ἀραβικά». Καὶ τοῦ ἀπαντᾶ ὁ
Λιβανέζος: «μά, Γέροντα, δὲν εἶναι σωστό, γιατί ὅλοι ἐσεῖς εἶστε
Ἕλληνες, δὲν θὰ καταλαβαίνετε τίποτε ἀπὸ τὰ Ἀραβικά». Καὶ λέει ὁ π.
Παΐσιος: «Καλύτερα, γιὰ νὰ μὴν ἔχωμε καὶ εὐθύνη ἐν ἡμέρᾳ Κρίσεως»….
Ἔλεγε κι ἄλλα τέτοια χαριτωμένα.
. Κάποια στιγμή, τοῦ εἶπε ἕνας Λιβανέζος: «Γέροντα, νὰ σὲ
βγάλω “μία” φωτογραφία;». Κι ὁ Γέροντας τοῦ λέει: «Πονηρούλη, “μία” στὰ
Ἀραβικά σημαίνει 100»!
. Ἦταν ἄνοιξη, ἄκουγε τὰ πουλιὰ ἔξω νὰ κελαϊδᾶνε καὶ μὲ
ρωτάει: «Τί λένε, τώρα, τὰ πουλάκια;» «Ποῦ νὰ ξέρω Γέροντα;», τοῦ λέω.
«Εὐλογημένε, λένε τὸ “Χριστὸς Ἀνέστη!”».
ΠΗΓΗ: ΚΛΙΚ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου