Μιὰν ἡμέρα ὁ θεῖος Γιάννης εἶπε στὰ δυό του τ’ ἀνίψια, τὸ Γιάγκο καὶ τὸ Γιωργάκη:
- Μεθαύριο τὴν πρωτοχρονιὰ θαρθῆτε νὰ φᾶτε μαζί μου. Θὰ σᾶς ἔχω μιὰ βασιλόπιτα, ποὺ δούλεψαν χίλιοι ἄνθρωποι, γιὰ νὰ γίνη.
Τὰ παιδιὰ ἀπόμειναν μὲ τὸ στόμα ἀνοιχτὸ.
- Δὲν ξέρω, τοὺς εἶπε ὁ θεῖος. Μεθαύριο θὰ την ἰδῆτε.
Τὰ
παιδιὰ δὲν μποροῦσαν νὰ μείνουν ἥσυχα ἀπὸ τὴν περιέργεια. Ὅλη ἐκείνη
τὴν ἡμέρα καὶ τὴν ἄλλη δὲ μιλοῦσαν παρὰ γι’ αὐτὴ τὴν περίφημη πίτα, ποὺ
θάβλεπαν. Δὲ μποροῦσε νὰ τὸ χωρέση ὁ νοῦς τους αὐτὸ τὸ πράγμα.
Ξαφνικὰ εἶπε ὁ Γιωργάκης:
- Μήπως μᾶς κοροϊδεύει ὁ θεῖος Γιάννης;
Κι ὁ Γιάγκος, ποὺ ἦταν μεγαλύτερος, τοῦ ἀπάντησε μὲ θυμό:
- Τέτοια ἀστεῖα δὲν τὰ κάνει ὁ θεῖος!
Τέλος
ἔφτασε ἡ πρωτοχρονιὰ καὶ τὰ παιδιὰ πῆγαν στὸ σπίτι τοῦ θείου τους, γιὰ
νὰ τὸν εὐχηθοῦν καὶ νὰ φᾶνε μαζί του. Μὰ τόσο ἀνυπομονοῦσαν νὰ ἰδοῦν τὴν
πίτα, ποὺ καλὰ καλὰ δὲν καταλάβαιναν τί ἔτρωγαν. Εἶχαν χάσει τὴ μιλιά
τους κι ὁλοένα κοίταζαν κατὰ τὴν πόρτα.
Μὰ ἀπὸ τὴν πὸρτα θαρχόταν; καὶ θὰ χωροῦσε νὰ μπῆ;
᾽Επιτέλους παρουσιάστηκε ἡ βασιλόπιτα.
῏Ηταν μιὰ πίτα συνηθισμένη, ὅπως ὅλες.
- Δὲ θάναι αὐτή, εἶπε ὁ Γιωργάκης σιγὰ στὸν ἀδερφό του.
- Αὐτὴ εἶναι, τοῦ ἀπάντησε ὁ θεῖος, ποὺ τὸν ἄκουσε. Ὁ Γιωργάκης τότε δὲ βάσταξε καὶ φώναξε:
- Μά, καλὲ θεῖε, χίλιοι ἄνθρωποι δούλεψαν, γιὰ νὰ κάνουν αὐτὴ τὴν πιτίτσα;
- Φάγε πρῶτα, παιδί μου, τὸ κομμάτι σου καὶ ἔπειτα θὰ τὰ ποῦμε, τοῦ εἶπε ὁ θεῖος.
Τὰ παιδιά, ἀφοῦ ἔφαγαν τὴν πίτα τους γρήγορα γρήγορα, σηκώθηκαν καὶ πῆγαν κοντά του.
-
Πάρτε μολύβι καὶ χαρτί, τοὺς εἶπε ὁ θεῖος κι ἐλᾶτε νὰ κάνωμε τὸ
λογαριασμό. Πῆγαν μέσα στὸ γραφεῖο, πῆραν χαρτὶ καὶ μὲ το μολύβι στὸ
χέρι τὸν κοίταζαν στὰ μάτια καὶ περίμεναν.
- Γιὰ νὰ γίνη αὐτὴ ἡ πίτα, τί χρειάζεται πρῶτα πρῶτα; τοὺς ρώτησε ὁ θεῖος.
- Ἀλεύρι, φώναξε ὁ Γιάγκος, ποὺ εἶχε παρασταθῆ στὸ ζύμωμα τῆς δικῆς τους βασιλόπιτας.
- Λαμπρά, εἶπε ὁ θεῖος. Ξέρεις ὅμως πόσοι ἄνθρωποι πρέπει νὰ δουλέψουν, γιὰ νὰ γίνη αὐτὸ τὸ ἀλεύρι;
Πρῶτα
πρῶτα χρειάζονται γεωργοί, γιὰ νὰ ὀργώσουν τὴ γῆ, νὰ σπείρουν καὶ νὰ
θερίσουν. Καὶ γιὰ τὸ ὄργωμα χρειάζεται ἀλέτρι. Γιὰ νὰ γίνη τὸ ἀλέτρι,
δούλεψαν μεταλλουργοί, σιδεράδες, ξυλουργοί.῎Επειτα τὸ ἀλογο, ποὺ τραβᾶ
τὸ ἀλέτρι, χρειάζεται πέτσινα λουριά. Γιὰ νὰ γίνουν αὐτὰ τὰ πέτσινα
λουριά, πρέπει νὰ δουλέψουν τὸ πετσὶ οἱ βυρσοδέψες, οἱ ταμπάκηδες, ὅπως
τοὺς λένε.
Ἄς
ποῦμε λοιπόν, πὼς ἔχομε τὸ σιτάρι. Πρέπει τώρα νὰ τ’ ἀλέσωμε, γιὰ νὰ
γίνη ἀλεύρι. Καὶ χρειάζεται μύλος γι’ αὐτὴ τὴ δουλειά. Καὶ γιὰ νὰ γίνη ὁ
μύλος, χρειάζονται χτίστες καὶ λατόμοι, γιὰ νὰ κουβαλήσουν τὶς
μυλόπετρες.
Τὰ παιδιὰ τὸν ἄκουαν μὲ ἀνοιχτὸ τὸ στόμα καὶ δὲν πρόφταιναν νὰ γράφουν.
- Τί ἄλλο χρειάζεται, γιὰ νὰ γίνη ἡ πίτα; τοὺς ρώτησε ὁ θεῖος τους.
Ὁ Γιάγκος πετάχτηκε πάλι κι εἶπε:
- Σταφίδες, μυρωδικά, ζάχαρη..
-
᾽Εκτὸς ἀπ’ τὶς σταφίδες ὅμως, ποὺ ὁ τόπος μας ἔχει ἀπ’ αὐτὲς ἄφθονες,
τ’ ἄλλα, ἡ ζάχαρη καὶ τὰ μυρωδικά, μᾶς ἔρχονται ἀπὸ μακρινὲς χῶρες,
εἶπε ὁ θεῖος. Γιὰ νὰ φτάσουν ὡς ἐδῶ, χρειάζονται καράβια. Καὶ γιὰ νὰ
γίνουν τὰ καράβια, σὰν πόσοι στοχάζεστε νὰ δούλεψαν; Καὶ τὸ καράβι πάλι
χρειάζεται καπετάνιο καὶ ναῦτες, γιὰ νὰ ταξιδέψη.
- Ἔπειτα, θεῖε, εἶπε ὁ Γιάγκος, χρειάζονται ἔμποροι, γιὰ νὰ τὰ παραλάβουν αὐτὰ τὰ ἐμπορεύματα.
-
Πολὺ σωστὰ τὸ εἶπες, Γιάγκο. Αὐτοὶ εἶναι οἱ μεγαλέμποροι. Ἀπ’ αὐτοὺς
κατόπι τὰ παίρνουν οἱ μπακάληδες καὶ τὰ πουλοῦν στὸν κόσμο. Βλέπετε
λοιπὸν πόσοι καὶ πόσοι δούλεψαν, γιὰ νάρθουν αὐτὰ τὰ εἴδη ὡς ἐδῶ; μὰ ἡ
πίτα χρειάζεται κι ἄλλα πράγματα, γιὰ νὰ γίνη. Αὐγά, γάλα, βούτυρο...
- Στάσου, στάσου, θεῖε Γιάννη, φώναξε τώρα ὁ Γιωργάκης. Εἶμαι βέβαιος, πὼς τοὺς περάσαμε τοὺς χίλιους.
-
Καὶ πάλι δὲν τοὺς λογάριασα ὅλους, τοὺς εἶπε ὁ θεῖος. Κι ἔπειτα ἡ πίτα
πρέπει νὰ ψηθῆ. Χρειάζονται λοιπὸν καρβουνιάρηδες, γιὰ νὰ μεταφέρουν
τὸ κάρβουνο καὶ φούρναρης, γιὰ νὰ τὴν ψήση. Καὶ ποῦ θὰ τὴ βάλωμε, γιὰ
νὰ ψηθῆ; σ’ ἕνα ταψί. Τὸ ταψί ποιὸς θὰ τὸ φτιάξη; ὁ γύφτος. Καὶ ποιὸς
θὰ τὸ γανώση; ὁ γανωματής.
- Δὲ χωράει ἄλλους τὸ χαρτί μου, θεῖε, τοῦ φώναξε ὁ Γιάγκος.
Ἔ,
μὰ ἐπάνω κάτω τοὺς βάλαμε ὅλους πιά, εἶπε ὁ θεῖος γελώντας. Πηγαίνετε
τώρα νὰ σᾶς δώση ἡ θεία σας ἀκόμα ἕνα κομμάτι ἀπ᾽ αὐτὴ τὴν περίφημη
βασιλόπιτα. Θὰ σᾶς φανῆ πιὸ νόστιμη τώρα, ποὺ ξέρετε πόσα χέρια
βοήθησαν, γιὰ νὰ γίνη.
Τὰ παιδιὰ εὐχαρίστησαν μὲ τὴν καρδιά τους τὸ θεῖο γιὰ ὅλ’ αὐτὰ τὰ πράγματα, ποὺ τοὺς ἔμαθε καὶ πῆγαν μέσα.
- Κι ἐγώ, καλέ, ποὺ νόμιζα, πὼς μᾶς κορόιδευε ὁ θεῖος! Λέει ὁ Γεωργάκης τρώγοντας μὲ μεγάλη ὄρεξη τὸ δεύτερο κομμάτι.
- ᾽Εγὼ ὅμως δὲν τὸ νόμιζα αὐτό, τοῦ ἀπάντησε σοβαρὰ ὁ Γιάγκος. Ξέρω πολὺ καλά, πὼς ὁ θεῖος ποτὲ δὲν κοροϊδεύει.
Πηγή : Αναγνωστικό Β΄Δημοτικού 1948ΠΗΓΗ: ΚΛΙΚ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου