Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2016

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ Ε´ΛΟΥΚΑ Ἡ παραβολὴ τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ πτωχοῦ Λαζάρου-2 (Ἁγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς) «Ἐκεῖ δὲν τὸν ἔγλειφαν τὰ σκυλιά, ἀλλὰ τὸν καταβρόχθιζαν τὰ σκουλήκια»

ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ Ε´ ΛΟΥΚΑ Ἡ παραβολὴ τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ πτωχοῦ Λαζάρου (Λουκ. ιϛ´ 19-31) Β´
ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ὁμιλίες Ε´- Κυριακοδρόμιο Β´»,
Ἀθῆναι 2013, μετάφρ. Π. Μπότση, σελ. 247 ἑξ.

Μέρος Α´: ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ Ε´ΛΟΥΚΑ Ἡ παραβολὴ τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ πτωχοῦ Λαζάρου-1 (Ἁγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς) «Ποῦ εἶναι ὁ πλοῦτος τοῦ Κροίσου; Ποῦ εἶναι τὰ συμπόσια τοῦ Λούκουλλου; Ποῦ ἡ αὐτοκρατορία τοῦ Καίσαρα; Ποῦ ἡ δύναμη τοῦ Ναπολέοντα;»

.               «Ἐγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν πτωχὸν καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέλων εἰς τὸν κόλπον Ἀβραάμ· ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη. καὶ ἐν τῷ ᾅδῃ ἐπάρας τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, ὑπάρχων ἐν βασάνοις, ὁρᾶ τὸν Ἀβραὰμ ἀπὸ μακρόθεν καὶ Λάζαρον ἐν τοῖς κόλποις αὐτοῦ» (Λουκ. ιϛ´ 22, 23). Οἱ πλούσιοι πεθαίνουν ὅπως κι οἱ φτωχοί. Κανένας δὲ γεννήθηκε στὸν κόσμο αὐτὸν γιὰ νὰ ζήσει αἰώνια. Ὁ κόσμος αὐτὸς εἶναι φθαρτὸς καὶ περιμένει τὸ τέλος του. Οἱ πλούσιοι πεθαίνουν ἀφήνοντας ἕναν ἀναστεναγμὸ γι’ αὐτὸν τὸν κόσμο. Οἱ φτωχοὶ ἀφήνουν ἕναν ἀναστεναγμὸ γιὰ τὸ μέλλοντα κόσμο. Ἀφήνοντας τὸν κόσμο αὐτὸν ὁ πλούσιος ἐγκατέλειψε τὴ λαμπρότητα, τὴν πολυτέλεια καὶ τὶς ἡδονές του. Ὁ Λάζαρος ἄφησε τὸν κόσμο αὐτὸ καὶ μαζί του ἄφησε τὴν πείνα, τὶς πληγὲς καὶ τὰ σκυλιά.
.             Ἂς δοῦμε τώρα τὸν θερισμὸ τοῦ Θεοῦ. Ὅταν πέθανε ὁ Λάζαρος, ἄγγελοι παρέλαβαν τὴν ψυχή του καὶ τὴν ὁδήγησαν στὸν παράδεισο. Ὅταν πέθανε ὁ πλούσιος, οἱ ἄγγελοι ἔφυγαν μὲ ἄδεια χέρια ἀπὸ τὸ νεκροκρέβατό του. Ἀπὸ μία φανερὰ σάπια ρίζα, οἱ ἄγγελοι βρῆκαν καὶ ἔδρεψαν ἕνα ὑπέροχο καὶ ὥριμο φροῦτο. Ἀπὸ τὸ ἄλλο δέντρο, ποὺ ἦταν καταπράσινο καὶ εὐσκιόφυλλο, δὲν βρῆκαν κανένα καρπό. «Πᾶν οὖν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται» (Λουκ. θ´ 9).
.             Τὰ προφητικὰ αὐτὰ λόγια ἐκπληρώθηκαν ἀπόλυτα στὸν ἄσπλαχνο πλούσιο. Ξεριζώθηκε τόσο σωματικὰ ὅσο καὶ ψυχικά. Τὸ σῶμα του τὸ ἔρριξαν στὸν τάφο, γιὰ νὰ λιώσει ἐκεῖ. Ἡ ψυχή του πῆγε στὴν κόλαση, γιὰ νὰ καίγεται ἐκεῖ. Οἱ ἄγγελοι δὲν μαζεύτηκαν γύρω ἀπὸ τὸ νεκρικό του κρεβάτι, ἀφοῦ ἤξεραν πὼς ἐκεῖ δὲν περίμεναν τίποτα. Τὴ θέση τῶν ἀγγέλων πῆραν οἱ δαίμονες κι οἱ ἄνθρωποι, γιὰ νὰ τὸν θάψουν. Οἱ δαίμονες ἔθαψαν τὴν ψυχή του στὴν κόλαση κι οἱ ἄνθρωποι τὸ σῶμα του στὴν γῆ.
.             Οἱ ἄνθρωποι, ὅπως ἦταν φυσικό, ἀντέδρασαν διαφορετικὰ στὸν θάνατο τοῦ πλουσίου ἀπ’ ὅ,τι σ’ ἐκεῖνον τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου, ὅπως γινόταν κι ὅταν ζοῦσαν. Ὁ θάνατος τοῦ πλουσίου ἔγινε ἀμέσως γνωστὸς παντοῦ κι ὅλη ἡ πόλη μαζεύτηκε στὴν κηδεία του. Τὸ παγωμένο σῶμα του τὸ ξαναέντυσαν μὲ πορφυρὰ καὶ πολυτελῆ λινὰ ροῦχα, τὸ τοποθέτησαν σὲ φέρετρο φτιαγμένο ἀπὸ σπάνια ξύλα καὶ μέταλλα καὶ τὸ περιέφεραν στὴν πόλη σὲ χρυσὴ ἅμαξα, ποὺ ἔσυραν ἄλογα μὲ μαῦρες σέλες. Κατὰ κάποιο τρόπο ἀπαιτοῦσαν ἔτσι τὴν ἔκφραση λύπης γιὰ κάποιον πού, μὲ τὴν ζωή του, σκόρπισε τὸν οἶκτο τοῦ οὐρανοῦ. Πίσω ἀπὸ τὴ νεκροφόρα ἀκολουθοῦσε τὸ πλῆθος τῶν φίλων του, τῶν συγγενῶν καὶ τῶν δούλων του, ποὺ ὅλοι τους ἦταν ντυμένοι μὲ πένθιμα μαῦρα ροῦχα. Ἀκολουθοῦσαν ποιόν; Ἕναν ἄνθρωπο ποὺ δὲν ἔδινε οὔτε τὰ περισσεύματα ἀπὸ τὸ τραπέζι του σ’ ἕναν πεινασμένο ζητιάνο. Ἡ πόλη ὁλόκληρη βγῆκε γιὰ τὴν κηδεία του, νὰ ἐκφράσει τὸ σεβασμό της σ’ αὐτὸν τὸν ἔξοχο συμπολίτη καὶ ν’ ἀκούσει τὶς ὁμιλίες ποὺ ἐκθείαζαν τὶς ἀρετές του κι ὅλα ὅσα εἶχε κάνει γιὰ τὴν πόλη, τὸ ἔθνος καὶ γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα γενικότερα. Ἄκουσαν ὅλοι λόγια ὄμορφα σὰν τὰ πορφυρὰ ροῦχα, ἁπαλὰ σὰν τὸ ἐξαιρετικὸ λινὸ ποὺ φοροῦσε τὸ νεκρὸ σῶμα, ποὺ τώρα δὲν εἶχε ἀνάγκη οὔτε ἕνα ψίχουλο ἀπὸ τὸ τραπέζι αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Λόγια ποὺ ἦταν τόσο ψεύτικα, ὅσο κι ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ. Λόγια τόσο κενὰ ὅσο ἡ ψυχή του, ποὺ ἦταν ἄμοιρη καλῶν ἔργων.
.           Τελικὰ ἔχωσαν στὴν γῆ τὸ σῶμα ποὺ ἦταν ντυμένο στὰ πορφυρὰ καὶ στὰ πολυτελῆ λινά. Κι κε δν τ λειχαν τ σκυλιά, λλ τ καταβρόχθιζαν τ σκουλήκια. Πάνω στὸν τάφο, στὸν τάφο ἐκείνου ποὺ εἶχε χάσει τὸ στεφάνι τῆς αἰώνιας δόξας, τοποθετήθηκαν στεφάνια μὲ λουλούδια. Πάνω στὸν τάφο ἔβαλαν καὶ μία ἀκριβὴ πέτρινη στήλη, ὅπου ἦταν χαραγμένο τὸ ὄνομα τοῦ ἀνθρώπου ποὺ δὲν ἦταν γραμμένο στὸ βιβλίο τῆς ζωῆς. Κανένας ἀπὸ τὶς χιλιάδες ἀνθρώπους ποὺ ἔλαβαν μέρος στὴν τελετὴ αὐτὴ ὅμως, δὲν ἤξερε ὅτι ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ βρισκόταν ἤδη στὴν κόλαση.
.           Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ τώρα, τί εἴδους κηδεία νὰ εἶχε ὁ φτωχὸς Λάζαρος; Θὰ ἔμοιαζε μᾶλλον μὲ τὸν ἐνταφιασμὸ κάποιου σκύλου ποὺ βρέθηκε νεκρὸς στὸν δρόμο. Θὰ πρέπει νὰ ὑπῆρχε κάποια κρατικὴ ἐξουσία γιὰ ν’ ἀναλάβει τοὺς νεκροὺς ζητιάνους ποὺ πέθαιναν στὸν δρόμο καὶ νὰ τοὺς θάψει. Κι αὐτὸ γιὰ διαφόρους λόγους, ἀλλὰ κυρίως γιὰ τοὺς ἑξῆς δύο: πρῶτα γιὰ τὸν κίνδυνο νὰ ξεσχίσουν τὰ σκυλιὰ τὸ σῶμα του καὶ νὰ τὸ σκορπίσουν στὴν ἀγορὰ καὶ δεύτερο, ἀπὸ τὸν φόβο μὴ μυρίσει καὶ μολύνει ἔτσι τὴν πόλη. Ὅπως καὶ νά ᾽χαν τὰ πράγματα, τὸ σῶμα ἔπρεπε νὰ μεταφερθεῖ τὸ συντομότερο ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη καὶ νὰ ἐνταφιαστεῖ, γιατί τὸ πτῶμα αὐτό, ποὺ ἦταν γεμάτο πληγὲς καὶ ντυμένο μὲ ράκη, ἐνοχλοῦσε τὴν ὅραση τῶν περαστικῶν. Τὸ μόνο ποὺ φρόντιζαν ὅλοι, ἦταν ἡ καλοπέραση τῶν κατοίκων τῆς πόλης. Ἡ παρουσία τοῦ φτωχοῦ ἀνθρώπου τοὺς ἐνοχλοῦσε ὅλους, τόσο ὅσο ζοῦσε ὅσο κι ὅταν πέθανε. Οἱ ἀρχὲς δὲν ἔχωναν τὴ μύτη τους σὲ τέτοια δυσάρεστα πράγματα, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν προσπαθοῦσαν νὰ βροῦν καὶ νὰ πληρώσουν ἀνθρώπους γιὰ νὰ ἐκτελέσουν τὸ δυσάρεστο αὐτὸ καθῆκον. Αὐτὸ ποὺ περνοῦσε ἀπὸ στόμα σὲ στόμα, ἦταν: Κάποιος ζητιάνος πέθανε· ποιός θὰ τὸν θάψει; Ποιός θὰ πληρώσει γι’ αὐτό; Ποιός ἦταν αὐτός; Καὶ μία ἀνόητη ἐρώτηση: Ποιός θὰ ἤξερε καὶ θὰ θυμόταν τὸ ὄνομα τοῦ ζητιάνου;
.           Πόσο μεγάλη ἦταν ἡ διαφορὰ ἀνάμεσα στοὺς δύο αὐτοὺς ἀνθρώπους, ἀπὸ τὴν ἀξία ποὺ εἶχαν στὰ μάτια τῶν ἄλλων; Ὁ οὐρανὸς ὅμως δὲν νοιάζεται πολὺ γιὰ τὴν κρίση τῶν ἀνθρώπων. Δὲν νοιάζεται ἂν οἱ ἄνθρωποι ἐπαινοῦν ἢ περιφρονοῦν, ἂν ἀνταμείβουν μὲ μετάλλια ἢ ἂν καταδικάζουν. Ἡ ἐκτίμηση τῶν ἀνθρώπων φτάνει μόνο ὣς τὸν τάφο ἐκείνων ποὺ πέθαναν. Μετὰ τὴν ψυχὴ τὴν ἀναλαμβάνει ὁ οὐρανὸς καὶ κάνει τὴ δική του ἐκτίμηση. Γι’ αὐτὸ κι ὁ πλούσιος ἄνθρωπος ποὺ ντυνόταν μὲ πανάκριβα ροῦχα πῆγε κατ᾽ εὐθείαν στὴν κόλαση, ἐνῶ ὁ Λάζαρος μὲ τὰ ἕλκη ἀνέβηκε στὸν παράδεισο.
.           «Καὶ ἐν τῷ ᾅδῃ ἐπάρας τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, ὑπάρχων ἐν βασάνοις, ὁρᾷ τὸν Ἀβραὰμ ἀπὸ μακρόθεν καὶ Λάζαρον ἐν τοῖς κόλποις αὐτοῦ» (Λουκ. ιϛ´ 22, 23). Αὐτὴ θὰ ἦταν ἴσως ἡ πρώτη φορὰ ἀπὸ τότε ποὺ γεννήθηκε, ποὺ ὁ πλούσιος σήκωσε τὰ μάτια του πρὸς τὸν οὐρανό. Στὴν γῆ κοίταζε μόνο τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν κόσμο γύρω του. Δὲν εἶχε φροντίδες κι ἀνάγκες καὶ γι’ αὐτὸ δὲν σήκωνε ψηλὰ τὰ μάτια του. Τὸ ἴδιο κάνουμε σήμερα καὶ πολλοὶ ἀπὸ μᾶς, γι’ αὐτὸ ἔχουμε καὶ τὴν παροιμία ποὺ λέει: «Χωρὶς βάσανα, προσευχὴ δὲν γίνεται!» Χίλιες φορς νά ᾽ναι ελογημένα τ βάσανα πο μς βρίσκουν σ’ ατ τὴν ζω κα μς ναγκάζουν ν σηκώσουμε τ μάτια κα τν καρδιά μας στν Κύριο. Ἂν ὁ πλούσιος δὲν εἶχε ἐξορκίσει τὰ βάσανα στὴν γῆ καὶ δὲν τ’ ἀπέφευγε μὲ τὰ γέλια καὶ τὶς διασκεδάσεις, ἴσως νά ᾽χε σηκώσει ὅσο ζοῦσε τὰ μάτια του στὸν οὐρανὸ καὶ νά ᾽χε γλιτώσει ἀπὸ τὴν κόλαση. Τώρα ὅμως βρισκόταν στὴν κόλαση, ἀπ’ ὅπου μάταια σήκωσε τὰ μάτια του στὸν οὐρανό.
.             Ὁ σοφὸς Σολομὼν εἶχε πεῖ: «Ἀγαθὸς θυμὸς ὑπὲρ γέλωτα, ὅτι ἐν κακίᾳ ἀνθρώπου ἀγαθυνθήσεται καρδία» (Ἐκκλησ. Ζ´ 3). Ὁ πλούσιος εἶχε ἀπολαύσει τὴν ζωή του, ἦταν εὐτυχισμένος, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν τὸν ἄγγιξε ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ἀπὸ τὴν κόλαση σήκωσε τὰ μάτια του, εἶδε τὸν Ἀβραὰμ ἀπὸ μακρόθεν καὶ Λάζαρον ἐν τοῖς κόλποις αὐτοῦ. Ἡ παραβολὴ λέει πὼς τὸν εἶδε ἀπὸ μακρόθεν, γιὰ νὰ δείξει πὼς ἡ κόλαση βρίσκεται μακριὰ ἀπὸ τὸν παράδεισο, ὅπου εἶναι ἡ κατοικία τῶν δικαίων. Ὁ Ἀβραὰμ ἦταν ὁ κατὰ σάρκα γενάρχης τῶν Ἰουδαίων. Μὲ τὴν δικαιοσύνη του ἔγινε προπάτορας ὅλων τῶν δικαίων ποὺ μὲ τὴν πίστη, τὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν ταπείνωσή τους εὐαρέστησαν στὸν Θεὸ κι ἔκαναν τὸ θέλημά Του. Ὁ Λάζαρος βρισκόταν στοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ. Τί σημαίνει αὐτό; Μὲ τοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραὰμ ὁ Κύριος ὑποδηλώνει τὸ ἤρεμο καταφύγιο ὅλων τῶν δικαίων, τοὺς ὁποίους ἀνέπαυσε ὁ Θεὸς μετὰ τὶς καταιγίδες τῆς ζωῆς στὴν γῆ.
.           Ὡσότου ἔρθει ὁ Χριστὸς στὴν γῆ, οἱ Ἰουδαῖοι εἶχαν τὸν Ἀβραὰμ ὡς τὸν καλλίτερο τῶν δικαίων. Κι ὁ Κύριος τὴν παραβολὴ αὐτὴ τὴν ἔλεγε στοὺς Ἰουδαίους. Μὲ τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο, ἦταν φυσικὸ νὰ ἐξελιχτοῦν πολλοὶ ἄνθρωποι πιὸ δίκαιοι ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὁ Κύριος δὲν ὑποσχέθηκε στὸν Ἀβραὰμ πὼς θὰ τὸν βάλει σὲ κάποιο θρόνο γιὰ νὰ κρίνει τὶς δώδεκα φυλὲς τοῦ Ἰσραήλ, ὅπως ἔκανε στοὺς ἀποστόλους (βλ. Λουκ. κβ´ 30). Σὰν ἀπόγονος τοῦ Σὴμ ὅμως ὁ Ἀβραὰμ ἦταν ὁ πρῶτος ποὺ θ’ ἀξιωνόταν νὰ μπεῖ στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ (βλ. Λουκ. ιγ´ 28), ὅπου, μαζί του θὰ ἦταν κι ὅλοι οἱ ἄλλοι δίκαιοι, οἱ κακοποιημένοι καὶ θανατωμένοι προφῆτες, οἱ ἀφοσιωμένοι βασιλιάδες κι ἄλλοι θεάρεστοι ἄνθρωποι.
.           Στὴν χορεία τῶν δικαίων, μαζὶ μὲ τὸν Ἀβραάμ, τὸν Ἰσαάκ, τὸν Ἰακώβ, τὸν Ἰωσήφ, τοὺς προφῆτες Ἠλία καὶ Ἐλισσαῖο, τὸ δίκαιο Ἰὼβ καὶ τὸν ἔνδοξο Δαβίδ, προσχώρησε κι ὁ Λάζαρος, ὁ φτωχὸς ζητιάνος ποὺ σ’ ὅλη του τὴν ζωὴ ὑπόμεινε καρτερικὰ τὴν πείνα, τὴν γυμνότητα, τὴν περιφρόνηση, τὴν ἀρρώστια καὶ τὰ ἕλκη ποὺ αἱμορραγοῦσαν. Κανένας ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ ζοῦσαν σ’ αὐτὴ τὴν φωτεινὴ χώρα, στὸν τόπο τῆς εἰρήνης καὶ τῆς ἀνεκλάλητης χαρᾶς, δὲν ἔφτασε ἐκεῖ μὲ τὰ ἐπίγεια πλούτη καὶ τὶς διασκεδάσεις του, τὰ ἐπιτεύγματα καὶ τὴν ἐξουσία του, τὸ βασιλικὸ στέμμα καὶ τὴν εὐγενικὴ καταγωγή του, ἀλλὰ μόνο μὲ τὴν σταθερὴ κι ἀκλόνητη πίστη κι ἐλπίδα του στὸν Θεό, τὴν ὑποταγή του στὸ θεϊκὸ θέλημα ἢ μὲ τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν ἔγκαιρη μετάνοια.
.           Ὁ Θεὸς δὲν ἀποβλέπει στὴν κοινωνικὴ θέση τοῦ ἀνθρώπου στὸν κόσμο. Προσέχει μόνο τὴν καρδιά μας. Στὴν βασιλεία Του θὰ μποῦν ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν βασιλικὲς ψυχές, ὄχι βασιλικὰ στέμματα· αὐτοὶ ποὺ εἶναι πλούσιοι στὴν ἀγάπη καὶ τὴν πίστη, ὄχι σὲ χρήματα καὶ κτήματα· ὅσοι κατέχουν τὴν σοφία Θεοῦ κι ὄχι τὴν σοφία τοῦ κόσμου· αὐτοὶ ποὺ ἔχουν χαρούμενες καὶ ἱλαρὲς καρδιές, ὄχι οἱ ἄλλοι ποὺ ὁ μόνος τρόπος ποὺ χαίρεται ἡ καρδιά τους εἶναι ν’ ἀκοῦνε μουσικὴ καὶ νὰ χορεύουν, ἐκεῖνοι ποὺ ἡ καρδιὰ τοὺς χαίρεται κοντὰ στὸν Θεό, ὅπως λέει κι ὁ Ψαλμωδός: «Ἡ καρδία μου καὶ ἡ σάρξ μου ἠγαλλιάσαντο ἐπὶ Θεὸν ζῶντα» (Ψαλμ. πγ´ 3).
.           Τί ἔκανε ὁ ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος ὅταν εἶδε ἀπὸ μακριὰ τὸν Λάζαρο κοντὰ στὸν Ἀβραάμ, τὸν ἴδιο Λάζαρο ποὺ μὲ τὸ ὄνομά του δὲν ἤθελε νὰ μολύνει τὰ χείλη του στὴν γῆ; «καὶ αὐτὸς φωνήσας εἶπε· πάτερ Ἀβραάμ, ἐλέησόν με καὶ πέμψον Λάζαρον ἵνα βάψῃ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος καὶ καταψύξῃ τὴν γλῶσσαν μου, ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῆ» (Λουκ. ιϛ´ 24). Δὲν θά ᾽βρισκε λόγια κανεὶς γιὰ νὰ περιγράφει καλύτερα τὸν τρόμο καὶ τὰ βάσανα τοῦ ἁμαρτωλοῦ στὴν κόλαση. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος πεινάει λίγο, ἀναζητᾶ κρέας ἢ ψάρι γιὰ νὰ κορέσει τὴν πείνα του. Ὅταν πεθαίνει τῆς πείνας, εἶναι εὐχαριστημένος, ἂν βρεῖ μία χούφτα βελανίδια, γιὰ νὰ συγκρατήσει τὴν ψυχὴ μέσα στὸ σῶμα του. Πόσο πιὸ φοβερὴ πρέπει νὰ ἦταν ἡ φωτιὰ τῆς κόλασης, ὅπου καιγόταν ὁ πλούσιος! Κι αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν ζήτησε πάγο, ἕναν κουβὰ ἢ ἔστω ἕνα ποτήρι νερό, ἀλλὰ μόνο ἕνα βρεγμένο δάχτυλο. Μόνο μία σταγόνα νερὸ στὸ ἀκροδάχτυλο, γιὰ νὰ δροσίσει τὴν γλῶσσα του ποὺ καιγόταν. Ἄχ, ἀδελφοί μου! Ἂν οἱ ἄνθρωποι πίστευαν τουλάχιστο πὼς ὁ Χριστὸς δὲν ἦρθε στὴν γῆ γιὰ νὰ ἐπεκτείνει τὸ βασίλειο τοῦ ψεύδους ἢ γιὰ νὰ κάνει ἕνα πράγμα νὰ φαίνεται μεγαλύτερο ἀπ’ ὅ,τι πραγματικὰ εἶναι, τότε ἡ μοναδικὴ αὐτὴ εὐαγγελικὴ παραβολή Του θὰ ἦταν ἀρκετὴ γιὰ νὰ σωθοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ποὺ ζοῦν στὴν γῆ. Προσέξτε πὼς ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ποὺ στὴν ζωή του δὲν ἤξερε τί σημαίνει ἔλεος κι εὐσπλαγχνία, ζητοῦσε τώρα τὸ ἔλεος ἀπὸ τὰ βάθη τῆς κόλασης. Κοιτάξτε ἔπειτα τὸν ἑαυτό σας, βαθμολογῆστε τον ὅλοι ἐσεῖς ποὺ ὄχι μόνο δὲν ἔχετε ἔλεος, ἀλλὰ καλλιεργεῖτε μέσα σας ἀσπλαχνία πρὸς τοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς ἀπόρους. Ἴσως πολὺ σύντομα κραυγάσετε κι ἐσεῖς γιὰ ἔλεος ὅπως ὁ πλούσιος, ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ εἰσχωρήσει οὔτε μία ἀκτίνα ἐλέους, στὸν αἰώνα τὸν ἅπαντα.
.           «Εἶπε δὲ Ἀβραάμ· τέκνον, μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου, καὶ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά· νῦν δὲ ὧδε παρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι· καὶ ἐπὶ πᾶσι τούτοις μεταξὺ ἠμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται, ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι ἔνθεν πρὸς ὑμᾶς μὴ δύνωνται, μηδὲ οἱ ἐκεῖθεν πρὸς ἡμᾶς διαπερῶσιν» (Λουκ. ιϛ´ 25, 26). Ὁ Ἀβραὰμ ἀπευθύνθηκε στὸν ἁμαρτωλὸ μὲ μία εὐγενικὴ λέξη. Τὸν ὀνόμασε τέκνον.

ΠΗΓΗ:   ΚΛΙΚ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου