Παρασκευή 1 Ιουλίου 2016

ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΚΑΙ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΟΔΟ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ–3 (Γ. Ν. Παπαθανασόπουλος)

Ἀναφορὲς καὶ ἐπισημάνσεις γιὰ τὴ Σύνοδο στὴν Κρήτη

Γ´ Μέρος

Τοῦ Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου

βλ. σχετ.: ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΚΑΙ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΟΔΟ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ -1 (Γ. Ν. Παπαθανασόπουλος) ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΚΑΙ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΟΔΟ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ -2 (Γ. Ν. Παπαθανασόπουλος)

.               Τὸ τελικὸ κείμενο τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης γιὰ τὸ θέμα «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν ὑπόλοιπο χριστιανικὸ κόσμο» ἐγκρίθηκε –ἄγνωστο ἂν ὁμοφώνως, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὶς ὑπογραφὲς ἢ κατὰ πλειονοψηφία, ὅπως κυκλοφόρησε ἡ πληροφορία μεταξὺ τῶν ψηφισάντων Ἱεραρχῶν– μὲ τροποποιήσεις σὲ σχέση μὲ ἐκεῖνο ποὺ ἐνέκριναν οἱ Προκαθήμενοι στὸ Σαμπεζὶ τὸν Ἰανουάριο τοῦ 2016. Τὸ κείμενο ἦταν τὸ σημαντικότερo τῆς Συνόδου, διότι ἀφορᾶ στὴν ἐκκλησιαστικὴ αὐτοσυνειδησία τῆς ποιμαίνουσας Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.
.               Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Σερβικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας σὲ ἐπιστολή της πρὸς τὸν Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο, μὲ ἡμερομηνία 24 Ἰουλίου 2015, εἶχε τονίσει, μεταξὺ τῶν ἄλλων: «Ἀδιαμφισβητήτως τὸ κεντρικὸν δογματικὸν ζήτημα ἀπὸ τοῦ Μεγάλου Σχίσματος (1054 μ.Χ) καὶ ἐντεῦθεν, μετὰ τὴν ἐμφάνισιν τῆς Διαμαρτυρήσεως (ἀπὸ τοῦ 16ου αἰῶνος) ἕως καὶ τῆς σήμερον εἶναι τὸ ἐκκλησιολογικὸ ζήτημα, τὸ περὶ Ἐκκλησίας ἐρώτημα». (Σημ. γρ. ἡ ὑπογράμμιση στὸ πρωτότυπο).
.               Στὴν ἐπιστολὴ αὐτὴ ζητεῖται στὸ κείμενο τῆς σχέσης τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μὲ τὸν ὑπόλοιπο χριστιανικὸ κόσμο νὰ προστεθεῖ ἡ ἐπικύρωση τῆς Συνόδου τοῦ Φωτίου (879/890), εἰδικῶς δὲ τῆς διδασκαλίας περὶ τοῦ filioque (Σημ. γρ. Ἡ ὑπογράμμιση στὸ πρωτότυπο), τὸ ὁποῖο, ὅπως γράφεται «ἦταν ὁ κύριος λόγος διὰ τὸν χωρισμὸν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης ἀπὸ τὸ πλήρωμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας». Ζητεῖται ἀκόμη ἡ ἐπικύρωση τῶν Ἡσυχαστικῶν Συνόδων τοῦ 14ου αἰώνα, οἱ ὁποῖες «ἦσαν ἡ ἀπάντηση στὴ ρωμαϊκὴ κατανόηση τῆς θέσεως τοῦ Πρώτου στὴν Ἐκκλησία (Πρωτεῖο), στὴν ὁποία ἡ ἀπουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀνταλλάσσεται ἀπὸ τὸ ἀλάθητο ἀνθρώπου τινός».
.               Γιὰ ὅσους ἔχουν τὴν ἄποψη ὅτι κακῶς ἐγράφη κείμενο σχετικὸ μὲ τὴν αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας σημειώνεται ὅτι   οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ στὴ Β΄ Σύνοδο τοῦ Βατικανοῦ (Σημ. γρ. «Οἰκουμενικὴ» τὴν ὀνόμασαν) χαρακτήρισαν ὡς «τὸ σπουδαιότερο κείμενο» τῆς τὴ δογματικὴ διάταξη περὶ Ἐκκλησίας. Αὐτὴ ἐγκρίθηκε μὲ 2.151 ψήφους ὑπὲρ καὶ 5 κατά, στὶς 21 Δεκεμβρίου 1964. Στὴν ἐν λόγω Διάταξη τονίζεται ὅτι «ἡ μοναδικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἔχει συσταθεῖ καὶ ὀργανωθεῖ ὡς κοινωνία μέσα στὸν κόσμο, ἔχει τὴ συγκεκριμένη τῆς ὕπαρξη στὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία, ποὺ διοικεῖται ἀπὸ τὸν διάδοχό του Πέτρου (Σημ. γρ. Τὸν Πάπα δηλαδὴ) καὶ ἀπὸ τοὺς Ἐπισκόπους ποὺ βρίσκονται σὲ κοινωνία μαζί του». Καὶ συνεχίζει: «Γιὰ ὅσους δὲν ὁμολογοῦν ὁλόκληρη τὴν πίστη ἢ δὲν διατηροῦν τὴν ἑνότητα τῆς κοινωνίας, κάτω ἀπὸ τὸν Διάδοχό του Ἀποστόλου Πέτρου, ἡ Ἐκκλησία αἰσθάνεται πολλοὺς καὶ διαφόρους δεσμούς…». Κατὰ τὴ δογματικὴ Διάταξη τῆς Β´ Συνόδου τοῦ Βατικανοῦ ὁ σκοπὸς τῶν δεσμῶν μὲ τοὺς μὴ Καθολικοὺς εἶναι, «νὰ ἑνωθοῦν, κατὰ τὸν τρόπο ποὺ ὅρισε ὁ Χριστός, σὲ μία ποίμνη, ὑπὸ ἕναν Ποιμένα». Ἀπὸ τότε ἀρχίζει ἡ «ἐπίθεση ἀγάπης» τοῦ Πάπα Παύλου ϛ´ καὶ τῶν διαδόχων του, τὴν ὁποία εὐχαρίστως ἀποδέχθηκαν καί, μὲ θερμοτερο τρόπο, ἀνταποκρίθηκαν ὁ ἀείμνηστος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ἀθηναγόρας καὶ οἱ μετὰ ἀπὸ αὐτὸν Πατριάρχες. Καὶ ἐμεῖς λοιπόν, ὡς Ὀρθόδοξοι, ἔπρεπε νὰ ἐπαναβεβαιώσουμε τὴ δική μας δογματικὴ ἀλήθεια γιὰ τὴν Ἐκκλησία.
.               Τὸ προταθὲν κείμενο στὴ Σύνοδο τῆς Κρήτης γιὰ τὶς σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν ὑπόλοιπο Χριστιανικὸ κόσμο δέχθηκε κριτικὴ ἀπὸ τὶς Ἱεραρχίες καὶ μεμονωμένους Μητροπολίτες, ἄλλους κληρικοὺς καὶ ἀπὸ λαϊκοὺς τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν Ἀντιοχείας, Μόσχας, Σερβίας, Βουλγαρίας, Γεωργίας, Ρουμανίας καὶ Ἑλλάδος. Τὸ καίριο ζήτημα ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἐπικεντρώθηκε ἡ κριτικὴ ἦταν ἂν οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ καὶ οἱ Προτεστάντες ἀναγνωρίζονται ὡς Ἐκκλησίες. Στὴν παράγραφο 6 τοῦ πρὸς ἔγκριση κειμένου γραφόταν: «Κατὰ τὴν ὀντολογικὴν φύσιν τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἑνότης αὐτῆς εἶναι ἀδύνατον νὰ διαταραχθῆ. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τὴν ἱστορικὴν ὕπαρξιν ἄλλων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν μὴ εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ’ αὐτῆς…».
.               Ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀποφάσισε νὰ προτείνει ἡ ἐν λόγῳ πρόταση νὰ τροποποιηθεῖ καὶ νὰ γίνει: «Κατὰ τὴν ὀντολογικὴν φύσιν τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἑνότης αὐτῆς εἶναι ἀδύνατον νὰ διαταραχθῆ. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία γνωρίζει τὴν ἱστορικὴν ὕπαρξιν ἄλλων χριστιανικῶν Ὁμολογιῶν καὶ Κοινοτήτων μὴ εὐρισκομένων ἐν κοινωνία μετ’ αὐτῆς…».
.               Στὸ τελικὸ κείμενο ἡ πρόταση διατυπώθηκε ὡς ἀκολούθως: «Κατὰ τὴν ὀντολογικὴν φύσιν τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἑνότης αὐτῆς εἶναι ἀδύνατον νὰ διαταραχθῆ. Παρὰ ταῦτα, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τὴν ἱστορικὴν ὀνομασίαν τῶν μὴ εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ’ αὐτῆς ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν…».
.               Στὴν παράγραφο 9 στὸ σχέδιο κειμένου ἀναγράφεται ὅτι οἱ κατὰ τόπους Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἔχουν χρέος νὰ συμμετέχουν στοὺς θεολογικοὺς διαλόγους. Στὸ τελικὸ κείμενο γράφτηκε πὼς οἱ κατὰ τόπους Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες καλοῦνται νὰ συμμετέχουν στοὺς θεολογικοὺς διαλόγους. Στὴν ἴδια παράγραφο καὶ μετὰ ἀπὸ τὴν ἐπιμονὴ τοῦ Πατριάρχου Ρουμανίας, ὁ ὁποῖος ἀπείλησε ὅτι θὰ ἀποχωροῦσε, ἂν δὲν ἔμπαινε ἡ προσθήκη ποὺ πρότεινε, προσετέθη στὸ σχέδιο κειμένου ἡ ἀκόλουθη φράση: «Οἱ διμερεῖς καὶ πολυμερεῖς θεολογικοὶ διάλογοι δέον ὅπως ὑπόκεινται εἰς πανορθοδόξους περιοδικὰς ἀξιολογήσεις».
.               Οἱ παράγραφοι 16 ἕως καὶ 19 ἀφοροῦν τὴν παρουσία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν. Ἡ πρόταση τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἦταν νὰ διαγραφοῦν καὶ οἱ τέσσερις. Ἡ πρότασή της ἀπορρίφθηκε καὶ οἱ παράγραφοι παρέμειναν ὅπως ἦσαν στὸ πρὸς ἔγκριση κείμενο. Ἔμεινε δηλαδὴ ἡ ἀσάφεια περὶ τοῦ ἂν θεωροῦνται ἢ ὄχι Ἐκκλησίες οἱ προτεσταντικὲς ὁμάδες. Οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ στὰ κείμενα τῆς Β´ Βατικανῆς Συνόδου καὶ στὶς παπικὲς ἐγκυκλίους τὶς ὀνομάζουν «χριστιανικὲς κοινότητες» ἢ «ἐκκλησιαστικὲς κοινότητες».
.               Στὴν 20ὴ παράγραφο τὸ πρὸς ἔγκριση κείμενο ἔγραφε: «Αἱ προοπτικαὶ τῶν θεολογικῶν διαλόγων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μετὰ τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν προσδιορίζονται πάντοτε ἐπὶ τῇ βάσει τῶν κανονικῶν κριτηρίων τῆς ἤδη διαμορφωμένης ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως (Κανόνες 7 τῆς Β´ καὶ 95 τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῶν Συνόδων)».
.               Ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος πρότεινε στὴν ἐν λόγῳ παράγραφο νὰ διαγραφεῖ ἡ λέξη «Ἐκκλησίες» καὶ νὰ ἀντικατασταθεῖ ἀπὸ «Ὁμολογίες» καὶ «Κοινότητες». Ἐπίσης νὰ προστεθοῦν καὶ ἄλλοι Κανόνες Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων καὶ ἡ φράση: «Διευκρινίζεται ὅτι ὅταν ἐφαρμόζεται ἡ κατ’ οἰκονομίαν εἰσδοχὴ Ἑτεροδόξων διὰ Λιβέλλου καὶ ἁγίου Χρίσματος, δὲν σημαίνει ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τὴν ἐγκυρότητα τοῦ Βαπτίσματος ἢ καὶ τῶν λοιπῶν μυστηρίων αὐτῶν».
.               Στὸ τελικὸ κείμενο καὶ μὲ ἐπιμονὴ πάλι τοῦ Πατριάρχου Ρουμανίας καὶ ἄλλων Ἱεραρχῶν ἡ 20ή παράγραφος ἄλλαξε καὶ διατυπώθηκε ὡς ἀκολούθως: «Αἱ προοπτικαὶ τῶν θεολογικῶν διαλόγων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μετὰ τοῦ λοιποῦ χριστιανικοῦ κόσμου προσδιορίζονται πάντοτε ἐπὶ τῇ βάσει τῶν ἀρχῶν τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας καὶ τῶν κανονικῶν κριτηρίων τῆς ἤδη διαμεμορφωμένης ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως». Διαγράφηκαν οἱ Κανόνες ποὺ ὑπῆρχαν στὸ προταθὲν κείμενο. Ἡ πρόταση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος δὲν ἐγκρίθηκε.
.               Ἡ παράγραφος 21 ἀναφέρεται στὴν Ἐπιτροπὴ «Πίστις καὶ Τάξις». Στὸ πρὸς ἔγκριση κείμενο καὶ μετὰ τὰ τυπικά, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία παρακολουθεῖ τὸ ἔργο της καὶ ἐκτιμᾶ θετικῶς τὰ θεολογικά της κείμενα, τὰ ὁποῖα «ἀποτελοῦν ἀξιόλογον βῆμα εἰς τὴν Οἰκουμενικὴν Κίνησιν διὰ τὴν προσέγγισιν τῶν Ἐκκλησιῶν» σημειώνεται: «Ἐν τούτοις ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διατηρεῖ ἐπιφυλάξεις διὰ κεφαλαιώδη ζητήματα πίστεως καὶ τάξεως». Στὴν τελευταία αὐτὴ φράση, πάλι μὲ τὴν ἐπιμονὴ τοῦ Πατριάρχου Ρουμανίας καὶ ἄλλων Ἱεραρχῶν, στὸ ἐγκριθὲν κείμενο προστέθηκε ἡ ἀκόλουθη ἐπεξήγηση: «…Διότι αἱ μὴ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι καὶ Ὁμολογίαι παρεξέκλιναν ἐκ τῆς ἀληθοῦς πίστεως τῆς μίας, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας». Ἡ ἐν λόγῳ προσθήκη προκάλεσε τὴ δυσφορία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, ποὺ πάντως ὑπέγραψε τὸ κείμενο.
.               Στὴν παράγραφο 22 τοῦ πρὸς ἔγκριση κειμένου σημειώνεται μεταξὺ τῶν ἄλλων: «Ὡς μαρτυρεῖ ἡ ὅλη ζωὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἡ διατήρησις τῆς γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνον διὰ τοῦ συνοδικοῦ συστήματος, τὸ ὁποῖον ἀνέκαθεν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἀπετέλει τὸν ἁρμόδιον καὶ ἔσχατον κριτὴν περὶ τῶν θεμάτων πίστεως».
.             Ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὀρθῶς καὶ πατερικῶς σκεπτομένη, πρότεινε ἡ ἐν λόγῳ φράση νὰ ἀλλάξει μὲ τὴν ἀκόλουθη: «Ὡς μαρτυρεῖ ἡ ὅλη ζωὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τὴν γνησίαν Ὀρθόδοξον πίστιν διασφαλίζει ἡ συνείδησις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Κλήρου καὶ Λαοῦ, ἡ ὁποία ἐκφράζεται διὰ τοῦ Συνοδικοῦ Συστήματος, τὸ ὁποῖον ἀνέκαθεν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἀπετέλει τὸν ἁρμόδιον καὶ ἔσχατον κριτὴν περὶ τῶν θεμάτων πίστεως».
.               Στὸ τελικῶς ἐγκριθὲν κείμενο ἡ φράση διατυπώθηκε ὡς ἀκολούθως: «Ὡς μαρτυρεῖ ἡ ὅλη ζωὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ διατήρησις τῆς γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνον διὰ τοῦ συνοδικοῦ συστήματος, τὸ ὁποῖον ἀνέκαθεν ἐν τὴ Ἐκκλησία ἀπετέλει τὴν ἀνωτάτην αὐθεντίαν ἐπὶ θεμάτων πίστεως καὶ κανονικῶν διατάξεων. (Κανὼν 6 τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου)».
.               Ἡ παράγραφος 23 στὸ πρὸς ἔγκριση κείμενο ἀναφέρεται «στὴν ἀναγκαιότητα τοῦ διαχριστιανικοῦ θεολογικοῦ διαλόγου», κατὰ τὸν ὁποῖο «ἀποκλείεται πᾶσα πράξις προσηλυτισμοῦ ἢ ἄλλης προκλητικῆς ἐνεργείας ὁμολογιακοῦ ἀνταγωνισμοῦ».
.               Ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος πρότεινε στὸ τέλος τῆς φράσης καὶ μετὰ τὴ λέξη «ἀνταγωνισμοῦ» νὰ τεθεῖ σὲ παρένθεση ἡ λέξη Οὐνία (π.χ. Οὐνία).
.               Στὸ τελικὸ κείμενο ἔγινε δεκτὴ ἡ πρόταση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ ἡ Οὐνία μπῆκε μέσα στὸ κείμενο. Ἡ φράση διαμορφώθηκε ὡς ἀκολούθως: «…Ἀποκλειομένης πάσης πράξεως προσηλυτισμοῦ, οὐνίας, ἢ ἄλλης προκλητικῆς ἐνεργείας ὁμολογιακοῦ ἀνταγωνισμοῦ».
.               Τὸ κείμενο τελειώνει μὲ μίαν εὐχή: «Δεόμεθα ὅπως οἱ χριστιανοὶ ἐργασθῶσιν ἀπὸ κοινοῦ, ὥστε νὰ ἀποβῆ ἐγγὺς ἡ ἡμέρα, καθ’ ἣν ὁ Κύριος θὰ ἐκπληρώση τὴν ἐλπίδα τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καὶ “γενήσεται μία ποίμνη, εἷς ποιμὴν”» (Ἰωάν. 10,16).
.               Ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος πρότεινε τὸ κείμενο νὰ διαμορφωθεῖ ὡς ἀκολούθως: «Δεόμεθα ὅπως οἱ χριστιανοὶ ἐργασθῶσιν ἀπὸ κοινοῦ, ὥστε νὰ ἀποβῆ ἐγγὺς ἡ ἡμέρα, καθ’ ἣν ὁ Κύριος θὰ ἐκπληρώση τὴν ἐλπίδα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς ἐπισυναγωγῆς εἰς Αὐτὴν πάντων τῶν ἐσκορπισμένων καὶ γενήσεται μία ποίμνη εἷς ποιμὴν (Ἰωάννου 10,16)».
.               Ἡ πρόταση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος δὲν ἔγινε δεκτὴ καὶ ἡ εὐχὴ στὸ τελικὸ κείμενο ἔμεινε ὅπως ἦταν στὸ προταθὲν κείμενο.
.               Ἐπειδὴ ὑπῆρξε ἡ πληροφορία ὅτι ὁ Σέρβος Μητροπολίτης Ἀθανάσιος Γιέβτιτς ἦταν ὑπὲρ τῆς ἀναγνωρίσεως ὡς Ἐκκλησιῶν τῶν ἑτεροδόξων καὶ πὼς διατύπωσε τὴν ἄποψη ὅτι ὁ γέροντάς του Ἅγιος Ἰουστίνος Πόποβιτς εἶναι παρεξηγημένος ὡς πρὸς τὴν ἄποψή του περὶ τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν παρατίθεται κείμενο τοῦ Ἁγίου σχετικὸ μὲ τὸν παπισμό: «…Καμμία αἵρεσις δὲν ἐξηγέρθη τόσον ριζοσπαστικῶς καὶ τόσον ὁλοκληρωτικῶς κατὰ τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας Του, ὡς ἔπραξε τοῦτο ὁ παπισμὸς διὰ τοῦ δόγματος περὶ τοῦ ἀλαθήτου του πάπα – ἀνθρώπου. Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία, τὸ δόγμα τοῦτο εἶναι ἡ αἵρεσις τῶν αἱρέσεων, μία ἄνευ προηγουμένου ἀνταρσία κατὰ τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ». (Ἰουστίνου Πόποβιτς «Ἄνθρωπος καὶ Θεάνθρωπος», Ἔκδ. Οἶκος «Ἀστήρ», Ἀθῆναι, 1969, σελ. 159).
.               Τὸ ἐγκριθὲν κείμενο ἀφήνει τὴν ἀσάφεια νὰ δεσπόζει στὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὸ ποιὰ εἶναι τελικὰ ἡ ἀπόφαση τῶν Πρωθιεραρχῶν καὶ τῶν Ἱεραρχῶν στὴ Σύνοδο τῆς Κρήτης, οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ καὶ οἱ Προτεστάντες ἀποτελοῦν Ἐκκλησίες ἢ ὄχι; Κατὰ Ἱεράρχη ἡ ἀσάφεια εἶναι ἠθελημένη, γιατί ἔτσι ἡ κάθε τοπικὴ Ἐκκλησία καὶ ὁ κάθε Ἱεράρχης θὰ ἐξακολουθεῖ νὰ ἐνεργεῖ κατὰ συνείδηση καὶ ὅπως ἐκεῖνος νομίζει καλύτερα γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία…-

ΠΗΓΗ:   ΚΛΙΚ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου