Κυριακή 29 Μαΐου 2016



ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ

Ένας νέος Μοναχός πήγε στον Αββά Θεόδωρο της Φέρμης να του πει την στενοχώρια του.
-Στον κόσμο νήστευα πιο πολύ, Αββά, έκανα συχνές αγρυπνίες, είχα στην προσευχή μου κατάνυξη και δάκρυα κι έκρυβα στην καρδιά μου πολλή φλόγα για κάθε θεάρεστο έργο. Εδώ στην έρημο τα έχασα όλα αυτά και φοβάμαι πώς δε θα σωθεί η ψυχή μου.
-Εκείνα που έκανες στον κόσμο, παιδί μου, του είπε ο σοφός Γέροντας, δεν ήταν παρά έργο κενοδοξίας, για τον ανθρώπινο έπαινο. Ο Θεός δεν τα δεχότανε. Εκεί ο διάβολος δεν σε πολεμούσε, ούτε την προθυμία σου εμπόδιζε, αφού δεν είχες καμμιά ωφέλεια απ’ αυτή. Τώρα όμως, που κατατάχτηκες πιά οριστικά στου Χριστού μας τον στρατό, οπλίστηκε κι εκείνος εναντίον σου. Μάθε όμως πως αρέσει πιο πολύ στον Κύριό μας ένας μόνο ψαλμός, που λες εδώ στην έρημο με ταπείνωση, από χίλιους που έλεγες εκεί με κενοδοξία και δέχεται με περισσότερη ευχαρίστηση τη νηστεία μιας ημέρας που κάνεις εδώ κρυφά, παρά όσες έκανες φανερά σε ολόκληρες εβδομάδες.
-Τώρα δεν κάνω τίποτε, επέμενε ο νέος. Εκεί ήμουν καλλίτερος.
-Και που νομίζεις ακόμη πώς στον κόσμο ήσουν πιο καλός, του είπε τότε αυστηρά ο Αββάς Θεόδωρος, είναι υπερηφάνεια. Την ίδια γνώμη για τον εαυτό του είχε κι ο Φαρισαίος της παραβολής και κατακρίθηκε. Λέγε, παιδί  μου, πως ποτέ δε κατόρθωσες κανένα καλό, για να σωθείς. Έτσι δικαιώθηκε κι ο τελώνης. Πιο αρεστός είναι στο Θεό ο αμαρτωλός, με τη συντετριμμένη καρδιά και τις ταπεινές σκέψεις, από τον υψηλόφρονα ενάρετο.
Η γεμάτη πείρα διδασκαλία του Γέροντα συνέτισε το νέο Μοναχό.
-Χάρη σε σένα, Αββά, του είπε μ’ ευγνωμοσύνη, καθώς τον αποχαιρετούσε για να φύγει, σώθηκε η ψυχή μου σήμερα.

Ο επίσκοπος κάποιας επαρχίας έπεσε μια φορά σε μεγάλη αμαρτία. Την άλλη μέρα ήταν γιορτή κι επρόκειτο να λειτουργήσει σε μια Εκκλησία, που πανηγύριζε και που πήγαινε συνήθως ολόκληρη η πόλη.
Μόλις μπήκε στην Εκκλησία ο Επίσκοπος, ανέβηκε στον άμβωνα, φανέρωσε μπροστά στο πλήθος την αμαρτία του, έβγαλε το ωμοφόριό του, το έδωσε στο Διάκονό του, και είπε με πολλή συντριβή δυνατά για ν’ ακουστεί απ’ όλους:
-Ύστερα από τέτοια αμαρτία, δεν μπορώ να είμαι πιά Επίσκοπός σας. Διαλέξτε κάποιο άξιο.
Έκανε να φύγει, ο κόσμος όμως που τον αγαπούσε, τον εμπόδισε.
-Μείνε στη θέση σου, κι ας είναι επάνω μας η αμαρτία σου, φώναξαν όλοι με μια φωνή.
Συγκινημένος  ο Επίσκοπος από την αγάπη του λαού, ανέβηκε πάλι στον άμβωνα και φώναξε:
-Αν θέλετε να μείνω στη θέση, που ανάξια κατέχω, θα κάνετε ό,τι σας είπω.
Πρόσταξε να κλειστούν αμέσως οι πόρτες της Εκκλησίας και να μείνει μόνο μια μικρή έξοδος. Έπεσε κατάχαμα μπροστά σ’ αυτή και είπε δυνατά στο εκκλησίασμα για να τον ακούσουν όλοι :
-Δεν θα έχει μέρος με το Θεό όποιος δεν με πατήσει, προτού βγει από εδώ.
-Οι χριστιανοί, για να μη χάσουν τον Επίσκοπό τους, υπήκουσαν. Ένας-ένας, που έβγαινε, πατούσε από πάνω του. Όταν πέρασε και ο τελευταίος, ακούστηκε φωνή από τον Ουρανό να λέγει:
-Για τη μεγάλη του ταπείνωση, συγχωρήθηκε η αμαρτία του.
Από το «Γεροντικό».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου