Κυριακή 27 Μαρτίου 2016

«ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΡΧΕΤΑΙ ΣΕ ΕΠΑΦΗ ΜΕ ΑΙΡΕΤΙΚΟΥΣ»! [Εἰσήγηση: «Ἱεροὶ κανόνες καὶ τὸ κείμενο τῆς Ε´ΠΠΔ ὑπὸ τὸν τίτλο “Σχέσεις Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν Χριστιανικὸν Κόσμον”»]

ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ – ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΗΜΕΡΙΔΑ
“ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ”
Μεγάλη προετοιμασία χωρὶς προσδοκίες. Στάδιο Εἰρήνης καὶ Φιλίας-Πειραιᾶς – Τετάρτη 23.3.2016  

«Ἱεροὶ κανόνες καὶ τὸ κείμενο τῆς Ε´ ΠΠΔ μὲ τίτλο “Σχέσεις Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν Χριστιανικὸν Κόσμον”»

πρωτοπρεσβύτερος Ἀναστάσιος Γκοτσόπουλος Ἐφημέριος Ἱ. Ν. Ἁγ. Νικολάου Πατρῶν

.               Τὸ κείμενο τῆς Ε´ Πανορθοδόξου Προσυνοδικῆς Διασκέψεως (Σαμπεζὺ 2015) μὲ τίτλο «Σχέσεις Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν Χριστιανικὸν Κόσμον» εἶναι τὸ πλέον σημαντικὸ κείμενο τῆς μελλούσης Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου καὶ εἶναι σίγουρο ὅτι θὰ ἀναδειχθεῖ ὁ πλέον καθοριστικὸς παράγοντας γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀξιολόγηση τῆς ἴδιας της Συνόδου. Δὲν θὰ ἦταν ὑπερβολὴ νὰ λέγαμε ὅτι τὸ κείμενο ἂν καὶ δὲν ἔχει τὴν τυπικὴ μορφὴ καὶ δομὴ δογματικοῦ ὄρου, οὐσιαστικὰ ἐπέχει θέση δογματικῆς ἀποφάσεως τῆς Συνόδου, καί, συνεπῶς, ἡ Ἐκκλησία – δηλ. ὅλοι ἐμεῖς, κλῆρος καὶ λαὸς – ὀφείλουμε νὰ τὸ ἀντιμετωπίζουμε μὲ τὴ δέουσα σοβαρότητα ὡς τὴ δογματικὴ ἀπόφαση τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου. [Σὲ παλαιότερη δημοσίευσή μας ἔχουμε προβεῖ σὲ ἐκτενῆ σχολιασμὸ τοῦ κειμένου αὐτοῦ στὸν ὁποῖο καὶ παραπέμπουμε γιὰ τὴν πληρότητα καὶ ἀναγκαία τεκμηρίωση τῆς παρούσης εἰσηγήσεως (βλ. romfea.gr/pneumatika/6640-sxoliasmos-sto-keimeno-tis-e-panorthodojou-prosunodikis-diaskepseos)].
.               Ἡ παροῦσα εἰσήγηση μὲ τίτλο «Ἱεροὶ κανόνες καὶ τὸ κείμενο τῆς Ε´ ΠΠΔ μὲ τίτλο «Σχέσεις Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν Χριστιανικὸν Κόσμον» περιορίζεται ἀναγκαστικὰ μόνο στὸ ζήτημα ἂν ἡ κανονικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μᾶς ἀναγνωρίζει τὰ μυστήρια τῶν αἱρετικῶν. Καὶ αὐτό, διότι ἂν ἑξαιρέσουμε τὴν § 20, στὴν ὁποία θὰ ἐπικεντρώσουμε τὴν εἰσήγησή μας, σὲ ὁλόκληρο τὸ κείμενο τῆς Ε´ ΠΠΔ δὲν ὑπάρχει καμία ἀναφορὰ σὲ Ἱεροὺς Κανόνες καὶ στὴν ἐν γένει κανονικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας.
.               Εἶναι ἄξιο ἐπισήμανσης ὅτι ἡ Ε´ ΠΠΔ (Σαμπεζὺ 2015), ὅταν διαπραγματεύθηκε τὸ μεῖζον καὶ κρίσιμο αὐτὸ θέμα τῶν σχέσεων τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴν ἑτεροδοξία, δὲν αἰσθάνθηκε τὴν ἀνάγκη νὰ προσφύγει στὴν πλούσια κανονικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας! Δὲν αἰσθάνθηκε τὴν ἀνάγκη νὰ θεμελιώσει τοὺς ἰσχυρισμούς της στὴν μέχρι τώρα ἐκκλησιαστικὴ πρακτική! Ὡσὰν ἡ Ἐκκλησία γιὰ πρώτη φορὰ νὰ ἔρχεται σὲ ἐπαφὴ καὶ διάλογο καὶ ἐπικοινωνία μὲ ἄλλες αἱρετικὲς ἢ σχισματικὲς κοινότητες! Ὡσὰν μέχρι σήμερα ἡ Ὀρθοδοξία νὰ μὴν εἶχε παρόμοια ἐμπειρία καὶ πρακτική. Ὡσὰν ἡ ἐμπειρία τῆς παράδοσης νὰ μὴν εἶναι δημιουργικὰ δεσμευτικὴ στὴ ζωὴ καὶ τὴ δράση μας ὡς μελῶν τῆς Ἐκκλησίας!
.               Ὅμως ἡ Ἐκκλησία πάντοτε πονοῦσε καὶ ἐνδιαφερόταν ἰδιαίτερα γιὰ τὴν μετάνοια καὶ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν αἱρετικῶν καὶ σχισματικῶν στὴν Ἀλήθεια καὶ ἑνότητά της. Καὶ εἶναι γνωστὸ ὅτι τὸ ἐνδιαφέρον τῆς αὐτὸ καὶ οἱ βασικὲς ἐκκλησιολογικὲς καὶ κανονικὲς ἀρχὲς στὴν πραγμάτωσή του ἔχουν ἀποτυπωθεῖ στοὺς ἱεροὺς Κανόνες της. Γιὰ νὰ γίνει ἀντιληπτὸς ὁ ὄγκος τῆς κανονικῆς παραδόσεως ποὺ ἔχει ὡς ἀντικείμενο τὶς σχέσεις τῆς Ἐκκλησίας μὲ τοὺς ἑτεροδόξους ἀξίζει νὰ σημειώσουμε ὅτι μόνο στὸ ἐπικυρωμένο ἀπὸ Οἰκουμενικὲς Συνόδους corpus τῶν Ι. Κανόνων τῶν Συνόδων τῆς Καρθαγένης ἔχουν ἐνσωματωθεῖ 18 Κανόνες ποὺ ἀναφέρονται στὸ θέμα «Σχέσεις Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν Χριστιανικὸν Κόσμον» καὶ ἰδιαιτέρως πρὸς τὸ σχίσμα τῶν Δονατιστῶν, ποὺ ταλαιπωροῦσε τὴ βορειοαφρικανικὴ λατινικὴ Ἐκκλησία τῆς Καρθαγένης. Στοὺς Κανόνες τῶν Συνόδων τῆς Καρθαγένης περιγράφεται διὰ πολλῶν τὸ πλαίσιο στὸ ὁποῖο ὀφείλουν νὰ κινηθοῦν οἱ ὀρθόδοξοι ποιμένες στὸ διάλογο μὲ τοὺς σχισματικοὺς μὲ σκοπὸ τὴν ἔνταξή τους καὶ πάλι στὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία. Δυστυχῶς, αὐτὴ ἡ πλούσια κανονικὴ παράδοση δὲν ἔχει ἀξιοποιηθεῖ οὐδὲ στὸ ἐλάχιστο στὸ κείμενο τῆς Ε´ ΠΠΔ.
.               Ὅπως ἤδη ἀνέφερα, μοναδικὴ ἀναφορὰ σὲ ἱεροὺς κανόνες στὸ προσυνοδικὸ κείμενο γίνεται στὴν περίφημη § 20 ἡ ὁποία ἀναφέρει ἐπὶ λέξει: «Αἳ προοπτικαὶ τῶν θεολογικῶν διαλόγων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μετὰ τῶν ἄλλων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν προσδιορίζονται πάντοτε ἐπὶ τὴ βάσει τῶν κανονικῶν κριτηρίων τῆς ἤδη διαμορφωμένης ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως (κανόνες 7 τῆς Β´ καὶ 95 τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς συνόδου)». Ἡ § 20 ἐντάσσεται στὴν ἑνότητα τοῦ Κειμένου περὶ τοῦ ΠΣΕ. Συνεπῶς, ὅταν ἀναφέρεται σὲ «ἄλλες χριστιανικὲς Ἐκκλησίες καὶ Ὁμολογίες» περιλαμβάνει τὶς περισσότερες ἀπὸ 345 Κοινότητες-μέλη τοῦ ΠΣΕ. Μὴν ξεχνᾶμε ὅτι στὸ ΠΣΕ ὑπάγονται ἐκτὸς ἀπὸ τὶς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες (ἐκτὸς τῶν Πατριαρχείων Γεωργίας καὶ Βουλγαρίας) καὶ αἱρετικὲς ὁμάδες ἀπολύτως ἑτερόκλητες ἀπὸ θεολογικῆς ἀπόψεως (ἀπὸ Νεστοριανοὺς καὶ Μονοφυσίτες μέχρι καὶ Κουάκερους, Στρατὸ τῆς Σωτηρίας, νεοπροτεστάντες, πεντηκοστιανούς, free Churches κόκ). Ὁρισμένα ἀπὸ τὰ μέλη τοῦ ΠΣΕ ἀρνοῦνται ὅλες ἢ τὶς περισσότερες Οἰκουμενικὲς Συνόδους, ἀρνοῦνται ὅλα τὰ μυστήρια, ἀρνοῦνται τὸ ἀειπάρθενό της Θεοτόκου, ἀρνοῦνται τὴν τιμὴ πρὸς τὴ Θεοτόκο, τοὺς Ἁγίους καὶ τὸν Τίμιο Σταυρό, ἀρνοῦνται τὴν ἀποστολικὴ διαδοχή, ἀρνοῦνται σύνολη τὴν ἱερὴ παράδοση καὶ αὐτὸν τὸν Κανόνα τῆς Ἅγ. Γραφῆς! Καὶ ὅμως στὸ κείμενο χαρακτηρίζονται «Ἐκκλησίες»
.               Στὴν § 20 λοιπόν, μνημονεύονται μόνο οἱ Κανόνες Β-7, Ϛ´-95 οἱ ὁποῖοι δὲν ἀναφέρονται στοὺς θεολογικοὺς διαλόγους, ἀλλὰ ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο στὸν τρόπο καὶ τὴ διαδικασία εἰσδοχῆς στὴν Ὀρθοδοξία τῶν πρώην αἱρετικῶν. Ὅπως ἤδη ἀκούσαμε, μέσῳ τῶν κανόνων αὐτῶν, ὀρθότερα, διαστρεβλώνοντας τὸ πνεῦμα καὶ τὸ γράμμα τῶν Ι. Κανόνων, γίνεται προσπάθεια ἀναγνώρισης τῶν μυστηρίων τῶν αἱρετικῶν μὲ ἄμεση στόχευση τὴν ἀμνήστευση τῶν αἱρέσεων καὶ τὴν “ἐκκλησιαστικοποίησή” τους, τὴν ἀναγνώριση τῆς “ἐκκλησιαστικότητάς” τους.
.           Τὸ ζήτημα τῆς ἀναγνώρισης, ὀρθότερα τῆς μὴ ἀναγνώρισης τῶν μυστηρίων τῶν αἱρετικῶν, εἶχε λήξει ἀπὸ πολὺ νωρὶς στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὅποτε ἐρχόταν στὸ προσκήνιο, ἡ Ἐκκλησία ἐπαναλάμβανε πάντοτε τὶς βασικὲς θεολογικές της θέσεις, τὶς διατυπωμένες μὲ ἐξαιρετικὴ σαφήνεια ἤδη ἀπὸ τὸν γ´ καὶ δ´ αἰώνα. Ἡ δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας ἔλαβε καὶ κανονικὴ ἐπικύρωση μέσῳ πολλῶν κανονικῶν ἀποφάσεων Τοπικῶν καὶ Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
.               Ἂς δοῦμε ὅμως πολὺ συνοπτικὰ τὴ σχετικὴ κανονικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας ἀναφορικὰ μὲ τοὺς κανόνες Β-7 καὶ Ϛ´-95:

1. Γένεση τοῦ προβληματισμοῦ

.               Ὅπως ἤδη ἀναφέραμε, πάγια διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας ποὺ συναρτᾶται ἄμεσα μὲ τὴν ἴδια τὴν αὐτοσυνειδησία της καί, συνεπῶς, μὲ τὶς πλέον θεμελιώδεις ἐκκλησιολογικὲς ἀρχές της, εἶναι ὅτι μόνο μέσα στὴ «γνήσια καὶ ἀληθινὴ Ἐκκλησία τελεσιουργοῦνται τὰ μυστήρια καὶ μόνο διὰ μέσου αὐτῆς λειτουργοῦν σωστὰ καὶ σωστικὰ γιὰ τὸν ἄνθρωπο». Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ εἶναι ἐντελῶς ἀδιανόητο γιὰ τὴν Ἐκκλησία νὰ ὑφίστανται ἔγκυρα καὶ χαριτόβρυτα μυστήρια, ποὺ νὰ προσφέρουν σωτηρία ἐκτὸς Αὐτῆς, στοὺς σκοτεινοὺς χώρους τῶν αἱρέσεων καὶ τῶν σχισμάτων. Αὐτὴ ἡ βασικὴ δογματικὴ-ἐκκλησιολογικὴ διδασκαλία ἐντάχθηκε πολὺ νωρὶς στὸ Κανονικὸ Δίκαιό της Ἐκκλησίας μας μὲ τοὺς Ἀποστολικοὺς Κανόνες:
.               Ἀποστ-46: «Ἐπίσκοπον, ἢ πρεσβύτερον, αἱρετικῶν δεξαμένους βάπτισμα, ἢ θυσίαν, καθαιρεῖσθαι προστάττομεν. Τίς γὰρ συμφώνησις Χριστῷ πρὸς Βελίαρ; ἢ τίς μερὶς πιστῷ μετὰ ἀπίστου;».
.               Ἀποστ-47: «Ἐπίσκοπος, ἢ πρεσβύτερος, τὸν κατὰ ἀλήθειαν ἔχοντα βάπτισμα ἐὰν ἄνωθεν βαπτίσῃ ἢ τὸν μεμολυσμένον παρὰ τῶν ἀσεβῶν ἐὰν μὴ βαπτίσῃ, καθαιρείσθω, ὡς γελῶν τὸν σταυρὸν καὶ τὸν τοῦ Κυρίου θάνατον, καὶ μὴ διακρίνων ἱερέας ψευδοϊερέων».
.               Ἀποστ-50: «Εἴ τις ἐπίσκοπος, ἢ πρεσβύτερος, μὴ τρία βαπτίσματα μιᾶς μυήσεως ἐπιτελέσῃ, ἀλλ᾽ ἓν βάπτισμα, τὸ εἰς τὸν θάνατον τοῦ Κυρίου διδόμενον, καθαιρείσθω. Οὐ γὰρ εἶπεν ὁ Κύριος, εἰς τὸν θάνατόν μου βαπτίσατε· ἀλλά, Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος».
.               Ἀποστ-68: «Εἴ τις ἐπίσκοπος, ἢ πρεσβύτερος, ἢ διάκονος, δευτέραν χειροτονίαν δέξηται παρά τινος, καθαιρείσθω καὶ αὐτός, καὶ ὁ χειροτονήσας· εἰ μή γη ἄρα συσταίη, ὅτι παρὰ αἱρετικῶν ἔχει τὴν χειροτονίαν. Τοὺς γὰρ παρὰ τῶν τοιούτων βαπτισθέντας ἢ χειροτονηθέντας, οὔτε πιστούς, οὔτε κληρικοὺς εἶναι δυνατόν».
.               Οἱ ἀνωτέρω Ἀποστολικοὶ Κανόνες κατηγορηματικὰ ἀρνοῦνται τὴν ὕπαρξη μυστηρίων ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας, παρέχοντας μάλιστα μὲ σύντομες φράσεις καὶ τὴν ἀπαραίτητη θεολογικὴ αἰτιολόγηση. Ἄμεση πρακτικὴ συνέπεια τῆς ἐκκλησιολογικῆς αὐτῆς θέσης ἦταν ὅτι, ὅταν κάποιος αἱρετικὸς μετανοοῦσε καὶ ἐπιθυμοῦσε νὰ ἐνταχθεῖ στὴν Ἐκκλησία, ἡ Ἐκκλησία τὸν βάπτιζε ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ ἂν αὐτὸς εἶχε “βαπτιστεῖ”, στὴν αἵρεση στὴν ὁποία μέχρι τότε ἀνῆκε.

2.Διένεξη πάπα Στεφάνου – Ἁγ. Κυπριανοῦ

.               Σοβαρότατο ὅμως πρόβλημα προέκυψε στὴν Ἐκκλησία τὸν 3ο αἰ. μὲ τὸν πάπα Ρώμης Στέφανο, ὁ ὁποῖος δὲν (ἀνα)βάπτιζε τοὺς προσερχομένους ἀπὸ τὸ σχίσμα τῶν Νοβατιανῶν. Ριζικὰ ἀντίθετος ἦταν ὁ Ἅγ. Κυπριανός, ἐπίσκοπος Καρχηδόνος, ὁ πρῶτος μεγάλος Δυτικὸς Πατέρας καὶ Θεολόγος τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος ἀκολουθώντας τοὺς Ἀποστ-46, -47, -50 καὶ -68, τὶς ἀποφάσεις προγενεστέρων Ἀφρικανικῶν Συνόδων καὶ ταυτιζόμενος θεολογικὰ μὲ τὶς μικρασιατικὲς Ἐκκλησίες, θεωροῦσε ἐντελῶς ἀνυπόστατα ὅλα τὰ «μυστήρια» τῶν αἱρετικῶν. Ἡ ἄποψη αὐτὴ τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ ἔγινε ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὶς τρεῖς Τοπικὲς Συνόδους τῆς Β. Ἀφρικῆς ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ ἰδίου. Ἡ ἀπόφαση τῆς Συνόδου τῆς Καρχηδόνος ἔχει ἐπικρατήσει νὰ ὀνομάζεται Κανόνας τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ.
Σύμφωνα μὲ τὸν Κυπρ-1 στὴν αἵρεση καὶ τὸ σχίσμα δὲν ὑφίσταται:

τὸ μυστήριο τοῦ χρίσματος («οὐ δύναται χρίσμα τὸ παράπαν παρὰ τοῖς αἱρετικοῖς εἶναι»),
τῆς Θ. Εὐχαριστίας («ὁ μήτε θυσιαστήριον ἔχων»),
τῆς ἀφέσεως («ἀδύνατον ἁμαρτημάτων ἄφεσιν λαβεῖν»)
τῆς Ἱερωσύνης «Πῶς δὲ εὔξεται ὑπὲρ τοῦ βαπτισθέντος οὐχὶ ἱερεύς, ἀλλ᾽ ἱερόσυλος καὶ ἁμαρτωλὸς»
τοῦ Βαπτίσματος «μηδένα βαπτίζεσθαι δύνασθαι ἔξω της καθολικῆς ἐκκλησίας, ἑνὸς ὄντος βαπτίσματος καὶ ἐν μόνῃ τῇ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ ὑπάρχοντος».

.                 Δὲν ὑπάρχουν, λοιπὸν στὴν αἵρεση μυστήρια, διότι στὴν αἵρεση δὲν ὑπάρχει οὔτε Ἐκκλησία: «Παρὰ δὲ τοῖς αἱρετικοῖς, ἐκκλησία οὐκ ἔστιν», «ἁγιάσαι δὲ ἔλαιον οὐ δύναται ὁ αἱρετικός, ὁ μήτε θυσιαστήριον ἔχων, μήτε ἐκκλησίαν· ὅθεν οὐ δύναται χρίσμα τὸ παράπαν παρὰ τοῖς αἱρετικοῖς εἶναι». Τέλος, ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἀποφανθεῖ συνοδικά: Τὰ κανονικὰ καὶ χαρισματικὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας ταυτίζονται: «ἑνὸς ὄντος τοῦ βαπτίσματος καὶ ἑνὸς ὄντος τοῦ ἁγίου Πνεύματος καὶ μιᾶς ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν, ἐπάνω Πέτρου τοῦ Ἀποστόλου, ἀρχῆθεν λέγοντος, τῆς ἑνότητος τεθεμελιωμένης· καὶ διὰ τοῦτο τὰ ὑπ᾽ αὐτῶν γινόμενα, ψευδῆ καὶ κενὰ ὑπάρχοντα, πάντα ἐστὶν ἀδόκιμα».
.                 Τὴ θεολογικὴ θέση τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ συμμερίστηκε καὶ ὁ Μ. Βασίλειος, ὁ ὁποῖος τὴν μνημονεύει στὴν κανονικὴ ἐπιστολή του πρὸς τὸν Ἅγ. Ἀμφιλόχιο Ἰκονίου (κανόνες Βασιλ-1, -47), προσφέροντας μάλιστα καὶ πρόσθετη θεολογικὴ αἰτιολογία, ὅτι τὸ βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν εἶναι ἀνυπόστατο. Στὸν ἐπικυρωθέντα ἀπὸ Οἰκουμενικὲς Συνόδους (ϛ-2 καὶ Ζ-1) κανόνα του ἀναφέρει μεταξὺ ἄλλων ὁ Μ. Βασίλειος (Βασιλ-1): «Ἐκεῖνο γὰρ ἔκριναν οἱ παλαιοὶ δέχεσθαι βάπτισμα, τὸ μηδὲν τῆς πίστεως παρεκβαῖνον…Ἔδοξε τοίνυν τοῖς ἐξ ἀρχῆς, τὸ μὲν τῶν αἱρετικῶν παντελῶς ἀθετῆσαι … Οὐ γὰρ ἐβαπτίσθησαν οἱ μὴ εἰς τὰ παραδεδομένα ἡμῖν βαπτισθέντες.… ἡ μὲν ἀρχὴ τοῦ χωρισμοῦ διὰ σχίσματος γέγονεν, οἱ δὲ τῆς Ἐκκλησίας ἀποστάντες οὐκ ἔτι ἔσχον τὴν χάριν τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐφ᾽ ἑαυτούς· ἐπέλιπε γὰρ ἡ μετάδοσις τῷ διακοπῆναι τὴν ἀκολουθίαν. Οἱ μὲν γὰρ πρῶτοι ἀναχωρήσαντες, παρὰ τῶν Πατέρων ἔσχον τὰς χειροτονίας καὶ διὰ τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν αὐτῶν εἶχον τὸ χάρισμα τὸ πνευματικόν. Οἱ δέ, ἀπορραγέντες, λαϊκοὶ γενόμενοι, οὔτε τοῦ βαπτίζειν, οὔτε τοῦ χειροτονεῖν εἶχον ἐξουσίαν, οὔτε ἠδύναντο χάριν Πνεύματος ἁγίου ἐτέροις παρέχειν, ἧς αὐτοὶ ἐκπεπτώκασι· διὸ ὡς παρὰ λαϊκῶν βαπτιζομένους τοὺς παρ’ αὐτῶν, ἐκέλευσαν ἐρχομένους ἐπὶ τὴν Ἐκκλησίαν, τῷ ἀληθινῷ βαπτίσματι, τῷ τῆς Ἐκκλησίας, ἀνακαθαίρεσθαι».
.                 Ὁ Οἰκουμενικὸς Διδάσκαλος Μ. Βασίλειος εἶναι ἀπολύτως σαφής: δὲν ὑπάρχει κανένα περιθώριο ὕπαρξης βαπτίσματος καὶ ἱερῶν μυστηρίων, ποὺ νὰ παρέχουν σώζουσα Θ. Χάρη ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας.

3.Ἡ κατ’ ἀκρίβεια καὶ ἡ κατ’ οἰκονομία πράξη.

.                 Παράλληλα, ὅμως, μὲ τὶς τόσο κρυστάλλινες ἀπόψεις του, ποὺ εἶναι ταυτόχρονα καὶ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας ἀφοῦ ἔχουν ἐπικυρωθεῖ ἀπὸ Οἰκουμενικὲς Συνόδους, ὁ Μ. Βασίλειος ἀποδέχεται τὴν διὰ μόνο λιβέλου καὶ μυστηρίου τοῦ Χρίσματος ἀποδοχὴ τῶν «προστιθεμένων τῇ ὀρθοδοξίᾶ» ἀπὸ συγκεκριμένες αἱρέσεις τὶς ὁποῖες καὶ μνημονεύει. Ἀκολούθως, ἡ Β´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος μὲ τὸν Β-7 καὶ ἀργότερα ἡ Ϛ´ μὲ τὸν Ϛ´-95 ὁρίζει τρεῖς κατηγορίες-τρόπους εἰσδοχῆς στὴν Ἐκκλησία: μὲ τὸ μυστήριο τοῦ βαπτίσματος, μὲ χρήση Ἁγ. Μύρου καὶ διὰ λιβέλου.
.                 Ἔτσι, στὴν ἐκκλησιαστικὴ πράξη παρουσιάζεται μία διαφοροποίηση στὸν τρόπο εἰσδοχῆς τῶν «προστιθεμένων τῇ ὀρθοδοξίᾳ»: α) Ἀπὸ τὴ μία πλευρὰ ἔχουμε τοὺς οἰκουμενικοῦ κύρους Ἀποστ-46, -47, -50 καὶ -68, τὸν Κυπρ-1 καὶ τοὺς δύο κανόνες τοῦ Μ. Βασιλείου (1ο καὶ 47ο), οἱ ὁποῖοι, ἐκθέτοντας τὶς βασικὲς ἐκκλησιολογικὲς θεολογικὲς ἀρχὲς τῆς Ἐκκλησίας, ἀρνούμενοι κατηγορηματικὰ τὸ βάπτισμα καὶ τὰ λοιπὰ μυστήρια τῶν αἱρετικῶν, ἐπιτάσσουν τὸν (ἀνα)βαπτισμὸ τῶν προσερχομένων στὴν Ὀρθοδοξία, καὶ β) τοὺς Β-7, Ϛ´-95 καὶ μερικῶς οἱ Βασιλ-1, -47, οἱ ὁποῖοι σὲ ὁρισμένες περιπτώσεις καὶ ὑπὸ ὁρισμένες προϋποθέσεις δίνουν τὴ δυνατότητα εἰσδοχῆς τῶν πρώην αἱρετικῶν στὴν Ἐκκλησία μόνο μὲ λίβελλο καὶ χρίσμα.
.                 Πῶς συνδυάζονται ὅμως οἱ δύο ἀντικρουόμενες, φαινομενικά, πρακτικές; Καὶ γιατί ἡ Ϛ´ ἐν Τρούλλῳ ἐπικύρωσε τοὺς «ἀντιφατικοὺς» αὐτοὺς κανόνες;
.                 Ὁ κανόνας τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ, οἱ Ἀποστολικοὶ καὶ οἱ τοῦ Μ. Βασιλείου εἶναι σαφὲς ὅτι καθορίζουν τὰ θεολογικὰ κριτήρια προσέγγισης τοῦ ζητήματος αὐτοῦ. Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τοὺς ἐπικυρωμένους ἀπὸ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους κανόνες, ἡ Ἐκκλησία οὐδέποτε ἀναγνώρισε ὡς ἔγκυρο τὸ βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν, ὡς παρέχον σώζουσα Θ. Χάρη ποὺ συγχωρεῖ ἁμαρτίες, ἀναγεννᾶ τὸν βαπτιζόμενο καὶ τὸν ἐντάσσει στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, διότι ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἐνεργεῖ ἡ τελετουργικὴ τῶν μυστηρίων Χάρις τοῦ Ἁγ. Πνεύματος. Ὅλοι οἱ μεγάλοι Πατέρες καὶ ἐκκλησιαστικοὶ συγγραφεῖς καὶ οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι ὁμογνωμοῦν ἀπολύτως στὸ σημεῖο αὐτό. Ἡ ἔντονη διένεξη Καρχηδόνος–Ρωμης (Ἁγ. Κυπριανοῦ – Ἁγ. Στεφάνου) διεσάφησε πλήρως τὸ θέμα! Καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἡ Πενθέκτη Οἰκουμενικὴ δὲν ἐπικύρωσε τὶς ἀπόψεις τοῦ πάπα Ἁγ. Στεφάνου, ἀλλὰ προσέδωσε οἰκουμενικὸ κύρος στὸν Κυπρ-1 καὶ τοὺς συναφεῖς μὲ αὐτὸν κανόνες (Ἀποστ-46, -47, -50 καὶ -68, τὸν Κυπρ-1 καὶ τοὺς δύο κανόνες τοῦ Μ. Βασιλείου [1ο καὶ 47ο]), ἐντάσσοντάς τους στοὺς ἐπικυρωμένους κανόνες Τοπικῶν Συνόδων καὶ Ἁγ. Πατέρων: οὐσιαστικὰ θέλησε νὰ περιβάλει μὲ οἰκουμενικὸ κύρος τὴ θεολογία-ἐκκλησιολογία τοῦ κανόνος.
.                 Ὁ Μ. Βασίλειος, ποὺ συμφωνεῖ καὶ ἐπαυξάνει τὴ θεολογικὴ προσέγγιση τῆς Συνόδου τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ, ἐξηγεῖ καὶ τὸ γιατί ἡ Ἐκκλησία δέχεται τοὺς προσερχομένους ἀπὸ ὁρισμένες αἱρέσεις χωρὶς νὰ τοὺς βαπτίζει. Δὲν πρόκειται περὶ θεολογικῶν, ἀλλὰ καθαρὰ περὶ ποιμαντικῶν λόγων: «οἰκονομίας ἕνεκα τῶν πολλῶν» (Βασιλ-1), ἢ «οἰκονομίας τινὸς ἕνεκα» (Βασιλ-47), ὅπως χαρακτηριστικὰ σημειώνει. Ἐπίσης, ὁ ἴδιος, ἐνῶ ὑπεραμύνεται τῆς θεολογικῆς ἀκρίβειας, προτείνει καὶ τὴν κατ’ οἰκονομία πράξη «ἐὰν μέντοι μέλλῃ τῇ καθόλου οἰκονομίᾳ ἐμπόδιον ἔσεσθαι τοῦτο, πάλιν τῷ ἔθει χρηστέον καὶ τοῖς οἰκονομήσασι τὰ καθ’ ἡμᾶς Πατράσιν ἀκολουθητέον. Ὑφορῶμαι γὰρ μήποτε, ὡς βουλόμεθα ὀκνηροὺς αὐτοὺς περὶ τὸ βαπτίζειν ποιῆσαι, ἐμποδίσωμεν τοῖς σωζομένοις διὰ τὸ τῆς προτάσεως αὐστηρόν».
.                 Ἀντιδιαστέλλεται, λοιπόν, ἡ θεολογικὴ ἀκρίβεια («τὸ τῆς προτάσεως αὐστηρόν»), ἀπὸ τὴν ποιμαντικὴ οἰκονομία («τὸ ἔθος τῶν πατέρων»). Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ Ἐκκλησία, χρησιμοποιώντας τὴ θεολογικὴ ἀκρίβεια σὲ ὅλους τοὺς τόνους, ἀποφαίνεται ὅτι δν φίσταται γκυρο βάπτισμα στν αρεση. Ἀξιοποιώντας ὅμως τὴν ποιμαντικὴ οἰκονομία, ὑποδέχεται ὅσους μετανοημένους ἀρνοῦνται τὴν αἵρεση καὶ προσέρχονται στὴν Ἐκκλησία μόνο μὲ τὴν τέλεση τοῦ ἱεροῦ Χρίσματος καὶ τὴ Θ. Μετάληψη καὶ ὄχι διὰ τοῦ τριπλοῦ μυστηρίου τῆς Χριστιανικῆς μυήσεως (Βάπτισμα-Χρίσμα-Θ. Εὐχαριστία), ὅπως προβλέπει ἡ κατ’ ἀκρίβεια πράξη. Σὲ ὅλες τὶς περιπτώσεις, ὅμως, ἀπαιτεῖται ρητὴ ἄρνηση καὶ ἀναθεματισμὸς τῶν αἱρέσεων, τῶν αἱρετικῶν διδασκαλιῶν, ἀκόμα καὶ τῶν «ἐξάρχων τῶν αἱρέσεων».
.                 Ἡ κατ’ οἰκονομίαν ἐκκλησιαστικὴ πράξη ἔλαβε καὶ συνοδικὴ ἐπικύρωση μὲ τοὺς Β-7 καὶ Ϛ´-95. Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅμως, ὅτι ἐνῶ οἱ κανόνες ποὺ ἀπορρίπτουν τὸ αἱρετικὸ «βάπτισμα» παρέχουν σύντομη ἢ πολὺ ἀναλυτικὴ θεολογικὴ αἰτιολόγηση, οἱ κανόνες ποὺ προτείνουν τὴν οἰκονομία στὴν εἰσδοχὴ τῶν πρώην αἱρετικῶν δὲν προβάλλουν καμία θεολογικὴ αἰτιολόγηση. Εἶναι κατ’ οἰκονομίαν. Αὐτὸ καὶ μόνο ἀρκεῖ. Ἡ μόνη αἰτιολόγηση προέρχεται ἀπὸ τὸν Μ. Βασίλειο: «οἰκονομίας ἕνεκα τῶν πολλῶν… Ἐὰν μέντοι μέλλῃ τῇ καθόλου οἰκονομίᾳ ἐμπόδιον ἔσεσθαι τοῦτο. Ὑφορῶμαι γὰρ μήποτε, ὡς βουλόμεθα ὀκνηροὺς αὐτοὺς περὶ τὸ βαπτίζειν ποιῆσαι, ἐμποδίσωμεν τοῖς σωζομένοις διὰ τὸ τῆς προτάσεως αὐστηρὸν» (Βασιλ-1). Κανένας θεολογικὸς-ἐκκλησιολογικὸς λόγος, μόνο ἡ ποιμαντικὴ ἀνάγκη τῆς σωτηρίας διὰ τῆς μετοχῆς στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἐφ’ ὅσον ὁ ἄνθρωπος ἔχει μετανοήσει καὶ φύγει ἀπὸ τὴν αἵρεση. Ὁ Ἅγ. Κύριλλος εἶναι ἐπιγραμματικὸς ἐπ’ αὐτοῦ: «κἂν ἴδῃς συντρέχοντας νῦν τῇ ὀρθῇ πίστει ἀμνησικάκει περὶ τῶν παρελθόντων… οἰκονομίας ἕνεκα, μὴ ἀκριβολογούμενος σφόδρα περὶ τοὺς μεταγιγνώσκοντας… ταῦτα γράφω οὐ τισι χαριζόμενος, ἀλλ’ εἰδώς, ὅτι καλὴ μᾶλλον ἐν τούτοις ἡ οἰκονομία».
.               Ἐπίσης, οὔτε ὁ Μ. Βασίλειος οὔτε οἱ ἱεροὶ Κανόνες οὔτε οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι προσπαθοῦν στὴν κατ’ οἰκονομίαν πράξη νὰ θεμελιώσουν ἐπιχειρήματα γιὰ νὰ ἀκυρώσουν βασικὲς ἐκκλησιολογικὲς ἀρχὲς (ἀνυπαρξία τελεσιουργικῆς τῶν μυστηρίων Θ. Χάριτος στὴν αἵρεση, ἀνυπαρξία ἱερῶν Μυστηρίων ἐκτὸς Ἐκκλησίας, διάκριση Ἐκκλησίας-αἵρεσης, ἀλήθειας-πλάνης κ.ο.κ). Ποτέ! Ὅπως στὴ σημερινὴ ἐκκλησιαστικὴ πράξη ἡ κατ’ οἰκονομίαν δυνατότητα τελέσεως ἀεροβαπτίσματος ἀπὸ Ὀρθόδοξη νοσηλεύτρια δὲν ὑπονοεῖ ὅτι ἡ νοσηλεύτρια ἔχει τὴν εἰδικὴ ἱερωσύνη ἢ ὅτι μπορεῖ νὰ τελέσει κατ’ οἰκονομίαν καὶ ἄλλα μυστήρια, ἔτσι γιὰ τὴν ἐκκλησιαστική μας παράδοση μὲ τὴν κατ’ οἰκονομίαν εἰσδοχὴ τῶν αἱρετικῶν, μὲ κανένα τρόπο δὲν ἀναγνωρίζονται τὰ μυστήρια τῶν αἱρετικῶν! Εἶναι, ἄλλωστε, ἀδιανόητο ἡ οἰκονομία τοῦ ἀεροβαπτίσματος νὰ χρησιμοποιηθεῖ ὡς θεολογικὸς λόγος γιὰ τὴ διεκδίκηση τῆς ἱερωσύνης τῶν γυναικων. Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ἦταν ἀδιανόητο γιὰ τοὺς Πατέρες οἱ αἱρετικοὶ νὰ διεκδικήσουν ἐγκυρότητα τῶν «μυστηρίων» τους, ὅπως γίνεται σήμερα στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση!
.                 Εἶναι σαφὴς ἐπ’ αὐτοῦ ἡ ἀπόφαση τῆς Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικῆς Ἐπιτροπῆς (1971), ἡ ὁποία στὸ κείμενο «Ἡ οἰκονομία ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ» εὔστοχα σημειώνει: «Ἡ Ὀρθόδοξος ἠμῶν Ἐκκλησία ἀποβλέπει…α) εἰς τὴν διατήρησιν κατὰ πρῶτον καὶ κύριον λόγον τῆς ἑαυτῆς πίστεως καὶ διδασκαλίας τελείως ἀνοθεύτου καὶ ἀνεπηρεάστου ἐκ τῆς κατ’ οἰκονομίαν τοιουτοτρόπου συγκαταβάσεως αὐτῆς πρὸς τοὺς ἔξω. “Διότι οὐ συγχωρεῖ συγκατάβασις εἰς τὰ τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, καὶ τότε τὰς οἰκονομίας ὁ ὀρθὸς λόγος μεταχειρίζεται, ὄτε τὸ δόγμα τῆς εὐσεβελιας οὐδὲν παραβλάπτεται” (Εὐλόγιος Ἀλεξ. PG 103, 953)». Δηλαδὴ ἡ κατ᾽ οἰκονομίαν πράξη γιὰ τὴν εἰσδοχὴ πρώην αἱρετικῶν δὲν μπορεῖ νὰ χρησιμοποιηθεῖ ὡς θεολογικὸ προηγούμενο γιὰ τὴν τροποποίηση, οὐδὲ στὸ ἐλάχιστο, τῆς πίστης καὶ τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας, ἀναφορικὰ μὲ τὴν αὐτοσυνειδησία της καὶ τὴν “ἐκκλησιαστικότητα” τῶν ἑτεροδόξων!
.                 Τέλος, ἂς προσέξουμε ὅτι οὐδέποτε ἡ Ἐκκλησία χρησιμοποίησε τὴν οἰκονομία γιὰ νὰ ἀφήσει τὸν ἄνθρωπο στὴν πλάνη καὶ τὴν αἵρεση, ἀποκοιμίζοντάς τον ὅτι δῆθεν δὲν ὑπάρχει κανένα πρόβλημα νὰ παραμένει στὴν πλάνη… Αὐτὸ δὲν εἶναι ποιμαντικὴ οἰκονομία, ἀλλὰ ἀπάνθρωπη συμπεριφορὰ καὶ ἀσυγχώρητη κατὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος βλασφημία!
.         Διαβάζοντας τὸ Κείμενο τῆς Ε´ ΠΠΔ δὲν μποροῦμε, δυστυχῶς, νὰ συναντήσουμε ὅλη αὐτὴ τὴν πλούσια προβληματική τῆς Ἐκκλησίας μας: τὴν φιλάνθρωπη διπλὴ πρακτικὴ καὶ ἀλληλοσυμπλήρωση μεταξὺ ἀκριβείας καὶ οἰκονομίας μὲ μοναδικὸ σκοπὸ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου! Ἀντίθετα, ἔχουμε μία πρόχειρη καὶ γενικόλογη προσέγγιση, ἡ ὁποία ἀφήνει πολλὰ ἐρωτηματικὰ καὶ προπαντὸς ὁδηγεῖ σὲ σκοτεινὲς θεολογικὲς ἀτραπούς.

4.Τὰ κριτήρια γιὰ τὴν ἄσκηση ἀκρίβειας ἢ οἰκονομίας.

.                 Ἡ § 20 τοῦ Κειμένου ἀναφέρεται σὲ «κανονικὰ κριτήρια τῆς ἤδη διαμορφωμένης ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως» καὶ παραπέμπει στοὺς Β-7 καὶ Ϛ´-95.
.                 Προσεκτικὴ ὅμως μελέτη τῶν Κανόνων δὲν εὐνοεῖ τὴν οἰκουμενιστικὴ προσέγγιση!

1. Δὲν ἀποτελεῖ κριτήριο γιὰ τὴ χρήση τῆς οἰκονομίας ἡ ἐχθρότητα ἢ ἡ φιλικὴ διάθεση τῆς αἱρέσεως, τῆς αἱρετικῆς Κοινότητας πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη Καθολικὴ Ἐκκλησία. Δυστυχῶς, ὁρισμένοι στὸν οἰκουμενικὸ χῶρο, προτάσσουν ὡς ἐπιχείρημα ὅτι παλαιότερα ἡ Ἐκκλησία τηροῦσε τὴν ἀκρίβεια στὴν εἰσδοχὴ τῶν αἱρετικῶν (βάπτισμα), διότι ὑπῆρχε πολλὴ ἐχθρότητα ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, ἐνῶ στὴν ἐποχή μας [μὲ τὶς «νέες ἱστορικὲς συνθῆκες» (§4), «νέες μορφές», «νέες συνθῆκες», «νέες προκλήσεις» (§ 24)] οἱ σχέσεις μὲ τὶς ἑτερόδοξες Κοινότητες εἶναι πλέον φιλικὲς καί, συνεπῶς, ἐπιβάλλεται ἡ χρήση τῆς οἰκονομίας! Εἶναι προφανὲς ὅτι ἡ ἐπιχειρηματολογία αὐτὴ ἀποδεικνύεται ἐντελῶς αὐθαίρετη καὶ ἐπιπόλαιη χωρὶς ἱστορικὴ ἢ κανονικὴ βάση! Θὰ ἔλεγα ὅτι ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο ἔχουμε, εἰδικὰ μάλιστα μὲ τὸν Β-7: Οἱ Ἀρειανοὶ καὶ οἱ Πνευματομάχοι, στὴν ἐποχὴ τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἦταν ἄσπονδοι ἐχθροὶ τῶν Ὀρθοδόξων καὶ δημιουργοῦσαν πάρα πολλὰ καὶ σοβαρότατα προβλήματα στὴν Ἐκκλησία. Κι ὅμως ἡ Ἐκκλησία μὲ τὸν Β-7 προτείνει τὴν κατ’ οἰκονομίαν πράξη (λίβελο καὶ χρίσμα), καὶ ὄχι τὴν αὐστηρότητα τῆς ἀκριβείας (βάπτισμα)! Ἀπὸ τοὺς κανόνες καὶ τὴν ἐν γένει πράξη τῆς Ἐκκλησίας προκύπτει ὅτι, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴ φιλικὴ ἢ ἐχθρικὴ διάθεση τῆς αἱρετικῆς Κοινότητας, αὐτὸ ποὺ προσέχει καὶ ἀπαιτεῖ ἡ Ἐκκλησία γιὰ νὰ χορηγήσει τὴν οἰκονομία εἶναι ἡ μετάνοια τοῦ συγκεκριμένου ἀνθρώπου, τοῦ πρώην αἱρετικοῦ!
.                 Δὲν ἐνδιαφέρει τὴν Ἐκκλησία ἡ αἱρετικὴ Κοινότητα, ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος. Ἀποδέκτης τῆς φιλάνθρωπης οἰκονομικῆς ἐνέργειας τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι ἡ ἐμμένουσα στὴν αἵρεση καὶ πλάνη Κοινότητα, ἀλλὰ ὁ μετανοημένος αἱρετικός, ποὺ ἔφυγε ἀπὸ τὴν πλάνη καὶ ἀναζητᾶ τὴν Ὀρθοδοξία, αὐτὸς ποὺ ἐπιθυμεῖ νὰ μπεῖ στὸν «οἶκο τοῦ Πατρός» του.

2. Δὲν ἀποτελεῖ καθοριστικὸ κριτήριο ὁ βαθμὸς ἀποκλίσεως ἀπὸ τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας. Βέβαια οἱ κανόνες ἀναφέρονται καὶ συνεκτιμοῦν καὶ τὴν πίστη τῶν αἱρετικῶν (μιλοῦν γιὰ «τοὺς υἱοπατορίαν δοξάζοντας, καὶ ἕτερα τινὰ χαλεπὰ ποιοῦντας»). Ἐν τούτοις, ἡ πίστη τῶν αἱρετικῶν καὶ ἡ ἐγγύτητά της πρὸς τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶχε γιὰ τὶς Συνόδους πρωταρχικὴ σημασία στὴν ἐφαρμογὴ τῆς οἰκονομίας. Ἡ Ἐκκλησία ἐφαρμόζει τὴν οἰκονομία (μὲ λίβελο καὶ χρίσμα) στὶς σοβαρὲς ἀντιτριαδικὲς αἱρέσεις τῶν Ἀρειανῶν (εἰδωλολάτρες χαρακτηρίζονται στὴν Ζ´ Οἰκουμενικὴ) καὶ τῶν Πνευματομάχων μὲ τὶς αὐστηρὲς καταδίκες καὶ ἀναθεματισμοὺς ἀπὸ ὅλες τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους. Τὴν ἴδια οἰκονομία ἐφαρμόζει καὶ στοὺς «Καθαροὺς καὶ Ἀριστερούς, καὶ τοὺς Τεσσαρακαδεκατίτας» μὲ τοὺς ὁποίους δὲν ὑπῆρχαν θεολογικὲς διαφορὲς στὰ βασικὰ δόγματα τῆς πίστεως, ἀλλὰ μόνο σὲ θέματα ἐκκλησιαστικῆς τάξεως καὶ λατρείας (πχ. οἱ Τεσσαρακαιδεκατίτες ἑόρταζαν τὸ Πάσχα στὶς 14 τοῦ Νισσάν, οἱ Καθαροὶ δὲν ἀποδέχονταν τὸ β´ γάμο καὶ τὴ μετάνοια στοὺς πεπτωκότες). Ἀντίθετα, ἐνῶ στοὺς Ἀρειανοὺς ἐφαρμοζόταν ἡ οἰκονομία (λίβελο, χρίσμα), στοὺς ὁμοπίστους μὲ αὐτοὺς Εὐνομιανοὺς ἐτηρεῖτο ἡ ἀκρίβεια (βάπτισμα), διότι αὐτοὶ βάπτιζαν μὲ μία μόνο κατάδυση! Ὅπως εἴπαμε, τοὺς Καθαρούς, οἱ ὁποῖοι, κατὰ τὸν Ζωναρά, «οὐ περὶ τὴν πίστιν ἐσφάλλοντο, ἀλλ’ εἰς μισαδελφίαν, καὶ ἄρνησιν μετανοίας τοῖς παραπεπτωκόσι καὶ ἐπιστρέφουσι», τοὺς δεχόταν μὲ λίβελο καὶ χρίσμα ἐνῶ τοὺς καταδικασμένους ἀπὸ Οἰκουμενικὲς Συνόδους Νεστοριανούς, Εὐτυχιανιστὰς καὶ Σεβηριανοὺς καὶ τοὺς ἐκ τῶν ὁμοίων αἱρέσεων μόνο μὲ λίβελο, χωρὶς χρίσμα.

3. Κριτήριο ἀσφαλῶς δὲν ἦταν γιὰ τοὺς Πατέρες ἡ ἀναγνώριση τοῦ δικοῦ μας βαπτίσματος ἐκ μέρους τῶν αἱρετικῶν. Ὁ Μ. Βασίλειος, ποὺ σέβεται καὶ τηρεῖ τὴν ἀκρίβεια ἀλλά, παράλληλα, προτείνει καὶ τὴν οἰκονομία, εἶναι κατηγορηματικός: «Εἰ δὲ ἐκεῖνοι φυλάσσουσι τὸ ἡμέτερον βάπτισμα, τοῦτο ἡμᾶς μὴ δυσωπείτω· οὐ γὰρ ἀντιδιδόναι αὐτοῖς ὑπεύθυνοι χάριν ἐσμέν, ἀλλὰ δουλεύειν ἀκριβεία κανόνων» (Βασιλ-1).

4. Ἀπὸ τοὺς Κανόνες δὲν προκύπτει πουθενὰ ὅτι γιὰ τὴν ἄσκηση οἰκονομίας στὴν εἰσδοχὴ τῶν αἱρετικῶν ἀποτελοῦσε κριτήριο ἡ ὕπαρξη ἀποστολικῆς διαδοχῆς στὶς αἱρετικὲς Κοινότητες. Γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία, ὅπως αὐτὴ ρητὰ ἔχει ἐκφραστεῖ διὰ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων μὲ τὴν ἐπικύρωση τῶν Ι. Κανόνων, στὴν αἵρεση καὶ τὸ σχίσμα δὲν διατηρεῖται ἡ Ἀποστολικὴ διαδοχή, δὲν ἔχουν οἱ αἱρετικοὶ ἀποστολικὴ διαδοχή. Οἱ ἐπικυρωμένοι ἀπὸ Οἰκουμενικὲς Συνόδους Κανόνες, ὁ Ἀποστ-68 καὶ τῆς Συνόδου Καρχηδόνος (258 μΧ, τοῦ Ἅγ. Κυπριανοῦ), δὲν ἀναγνωρίζουν τὴν ἱερωσύνη στὴν αἵρεση καί, συνεπῶς, δὲν μπορεῖ νὰ ὑφίσταται Ἀποστολικὴ Διαδοχή. Μάλιστα ὁ Λαοδ-8 προτείνει τὴν ἐφαρμογὴ τῆς ἀκρίβειας τοῦ βαπτίσματος στοὺς ἐκ τῶν τῆς αἱρέσεως τῶν Φρυγῶν προσερχομένους, διότι οἱ κληρικοὶ ποὺ τοὺς “βάπτισαν” δὲν ἄνηκαν στὸν πραγματικὸ ἀλλὰ «ἐν κλήρω νομιζομένω» καί, συνεπῶς, δὲ μποροῦσαν νὰ βαπτίσουν πραγματικά. Κατηγορηματικός, ὅμως, πρὸς τὴν διακοπὴ τῆς Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς στὴν αἵρεση καὶ τὸ σχίσμα εἶναι ὁ Μ. Βασίλειος στὸν ἐπικυρωμένο ἀπὸ Οἰκουμενικὲς Συνόδους 1ο Κανόνα του: «οἱ δὲ τῆς Ἐκκλησίας ἀποστάντες οὐκ ἔτι ἔσχον τὴν χάριν τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἒφ ἑαυτούς, ἐπέλιπε γὰρ ἡ μετάδοσις τῷ διακοπῆναι τὴν ἀκολουθίαν. Οἱ μὲν γὰρ πρῶτοι ἀναχωρήσαντες, παρὰ τῶν Πατέρων ἔσχον τὰς χειροτονίας καὶ διὰ τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν αὐτῶν εἶχον τὸ χάρισμα τὸ πνευματικόν. Οἱ δέ, ἀπορραγέντες, λαϊκοὶ γενόμενοι, οὔτε τοῦ βαπτίζειν, οὔτε τοῦ χειροτονεῖν εἶχον ἐξουσίαν, οὔτε ἠδύνατο χάριν Πνεύματος ἁγίου ἐτέροις παρέχειν, ἢς αὐτοὶ ἐκπεπτώκασι· διὸ ὡς παρὰ λαϊκῶν βαπτιζομένους τους, πὰρ αὐτῶν ἐκέλευσαν, ἐρχομένους ἐπὶ τὴν Ἐκκλησίαν, τῷ ἀληθινῶ βαπτίσματι τῷ τῆς Ἐκκλησίας ἀνακαθαίρεσθαι». Καὶ συνεχίζει ἀκριβῶς ἀμέσως: «Ἐπειδὴ δὲ ὅλως ἔδοξε τισι τῶν κατὰ τὴν Ἀσίαν, οἰκονομίας ἕνεκα τῶν πολλῶν, δεχθῆναι αὐτῶν τὸ βάπτισμα, ἔστω δεκτόν»! Δηλαδή, παρὰ τὴν κατηγορηματική του θέση ὅτι δὲν ὑπάρχει ἀποστολικὴ διαδοχὴ διότι αὐτὴ ἔχει διακοπὴ μὲ τὸ σχίσμα καὶ τὴ διάσταση μὲ τὴν Ἐκκλησία, ὁ Μέγας Πατὴρ καὶ Οἰκουμενικὸς Διδάσκαλος δὲ δυσκολεύεται νὰ προτείνει, ἂν ὑπάρχει ἀνάγκη, τὴ χρήση οἰκονομίας. Καὶ μὴν ξεχνᾶμε ὅτι ἡ θεολογία καὶ ἡ πρακτικὴ αὐτὴ τοῦ Μ. Βασιλείου, μὲ τὴν ἐπικύρωσή της ἀπὸ Οἰκουμ. Συνόδους, εἶναι πλέον ἡ θεολογία καὶ ἡ πράξη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας

Ποιά, λοιπόν, εἶναι τὰ κριτήρια γιὰ τὴ χορήγηση τῆς οἰκονομίας σύμφωνα μὲ τοὺς ἱεροὺς κανόνες;

  1. Ὁ προσερχόμενος στὴν Ὀρθοδοξία νὰ προβεῖ :

α) σὲ ρητὴ καὶ κατηγορηματικὴ ἄρνηση διὰ λιβέλου τῶν αἱρετικῶν διδασκαλιῶν καὶ τῆς ἴδιας της αἱρετικῆς κοινότητας,

β) σὲ πλήρη ἀποδοχὴ τῆς πίστεως «ὡς φρονεῖ ἡ ἁγία του Θεοῦ καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ ἐκκλησία»,

γ) σὲ ἀναθεματισμὸ τῶν αἱρεσιαρχῶν τῶν αἱρετικῶν Κοινοτήτων στὶς ὁποῖες μέχρι τώρα ὑπάγονταν, τῶν «ἐξάρχων τῶν τοιούτων αἱρέσεων» καὶ

δ) σὲ ἀναθεματισμὸ ὅλων ὅσοι ἀποδέχονται τὶς αἱρετικὲς διδασκαλίες αὐτῶν.

  1. Ἡ βαπτισματικὴ τελετὴ ποὺ δέχθηκε στὴν αἵρεση

α) νὰ ἔγινε μὲ τριαδικὴ ἐπίκληση «εἰς Πατέρα καὶ Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα» (Βασιλ-47) καὶ

β) νὰ ἔχει τηρηθεῖ ὁ ἀκριβὴς βαπτιστικὸς τύπος τῶν τριῶν καταδύσεων καὶ ἀναδύσεων. Εἶναι σαφεῖς οἱ κανόνες Β-7 καὶ Ϛ´-95: στοὺς Εὐνομιανούς, μία ἀπὸ τὶς ἀρειανικὲς παρατάξεις, δὲ χορηγεῖται ὁ κατ’ οἰκονομίαν τρόπος εἰσδοχῆς στὴν Ἐκκλησία (λίβελος, χρίσμα) ποὺ παρέχεται στοὺς λοιποὺς Ἀρειανούς, διότι, ὅπως ἐξηγοῦν οἱ κανόνες Β-7 καὶ Ϛ´-95, οἱ Εὐνομιανοὶ εἶναι «οἱ εἰς μίαν κατάδυσιν βαπτιζόμενοι». Οἱ ἀνωτέρω κανόνες Β-7 καὶ Ϛ´-95 προβάλλουν ὡς αἰτιολόγηση μόνο τὴν ἔλλειψη τοῦ ὀρθοῦ βαπτισματικοῦ τύπου καὶ ὄχι ἄλλο θεολογικὸ λόγο γιὰ τὴν ἄρνηση χορήγησης τῆς κὰτ´ οἰκονομία πράξεως στοὺς Εὐνομιανούς. Ἀντίθετα γιὰ τοὺς Σαβελλιανοὺς προβάλλεται θεολογικὴ αἰτιολόγηση : «τοὺς υἱοπατορίαν δοξάζοντας, καὶ ἕτερα τινὰ χαλεπὰ ποιοῦντας».

.            Εἶναι λοιπὸν σαφὲς ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἔδινε καὶ δίνει πολὺ μεγάλη σημασία στὴν ἀκριβῆ τήρηση τῶν τριῶν καταδύσεων. Τὸ καθοριστικὸ ἐρώτημα γιὰ τὴ σημερινὴ πράξη εἶναι: Γιὰ τοὺς Λατίνους, οἱ ὁποῖοι μετὰ τὴν ἐν Τριδέντω Σύνοδό τους (1545-1563) δὲν τηροῦν ὄχι μόνο τὴν τριπλῆ ἀλλὰ οὔτε καν τὴ μία κατάδυση τῶν Εὐνομιανῶν, καὶ ἁπλῶς βρέχουν τὸ τριχωτὸ μέρος τῆς κεφαλῆς μὲ λίγες σταγόνες νερό, μποροῦμε νὰ ἐπικαλούμαστε τοὺς Β-7 καὶ Ϛ´-95 γιὰ νὰ δικαιολογήσουμε σήμερα ὡς γενικὸ κανόνα ἐφαρμοζόμενο σὲ ὅλους τὴν κατ’ οἰκονομία πράξη γιὰ τὴν εἰσδοχή τους στὴν Ὀρθοδοξία; Ὅταν ἡ Ἐκκλησία, στοὺς ἴδιους τους κανόνες ποῦ θεσμοθετοῦν τὴν κατ’ οἰκονομία εἰσδοχὴ τῶν αἱρετικῶν, ὁρίζει ρητὰ ὅτι δὲν μπορεῖ αὐτὴ τὴν οἰκονομία νὰ τὴν ἐφαρμόσει στοὺς «εἰς μίαν κατάδυσιν βαπτιζομένους», μποροῦμε ἐμεῖς νὰ τὴν ἐφαρμόσουμε στοὺς Λατίνους οἱ ὁποῖοι δὲν τηροῦν οὔτε τὴ μία κατάδυση; Οἱ Κολλυβάδες Ἅγιοι Πατέρες καὶ Ἐκκλησιαστικοὶ Συγγραφεῖς (Ἅγ. Νικόδημος Ἁγιορείτης, Ἅγ. Ἀθαν. Πάριος, Κων. Οἰκονόμου, Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης, Εὐστρ. Ἀργέντης, Εὐγ. Βούλγαρης, Χριστόφορος Αἰτωλός, ὁ Ἱεροσολύμων Δοσίθεος, οἱ Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλος Ε´, Σωφρόνιος Β´, καὶ Προκόπιος) εἶναι κατηγορηματικὰ ἀντίθετοι! καὶ προτείνουν τὴν κατ’ ἀκρίβεια πράξη τῆς βαπτίσεως τῶν Λατίνων καί, συνεκδοχικά, καὶ τῶν λοιπῶν Δυτικῶν. Στὸ αὐτὸ πνεῦμα οἱ τρεῖς Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς, Κωνσταντινουπόλεως Ε´ , Ἀλεξανδρείας Ματθαῖος καὶ Ἱερουσαλὴμ Παρθένιος, στὸν περίφημο ὄρο τοῦ 1755 ἀποφαίνονται: «τὴ τὲ δευτέρα καὶ πενθέκτη ἁγίαις οἰκουμενικαῖς συνόδοις, διαταττομέναις τους μὴ βαπτιζομένους εἰς τρεῖς ἀναδύσεις, καὶ καταδύσεις, καὶ ἐν ἑκάστη τῶν καταδύσεων μίαν ἐπίκλησιν τῶν θείων ὑποστάσεων ἐπιβοώντας, ἀλλ’ ἄλλως πως βαπτιζομένους, ὡς ἀβαπτίστους προσδέχεσθαι, τῇ ὀρθοδοξίᾳ προσιόντας».

Συμπερασματικά:

  1. Ποτὲ ἡ Ὀρθόδοξη πατερικὴ θεολογία δὲ χρησιμοποίησε τὴν κατ’ οἰκονομία πράξη γιὰ νὰ ἀλλοιώσει τὴν Ὀρθόδοξη δογματικὴ διδασκαλία περὶ Ἐκκλησίας, ἀναγνωρίζοντας τὰ μυστήρια τῶν αἱρετικῶν καὶ τὴν ἐκκλησιαστικότητά τους. Πάντοτε ἡ Ἐκκλησία χρησιμοποιοῦσε τὴν οἰκονομία γιὰ νὰ ἐλευθερώσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν αἵρεση καὶ ὄχι γιὰ νὰ τὸν δεσμεύσει σ’ αὐτή.

  1. Ἀποδέκτης τῆς φιλάνθρωπης πρακτικῆς της Ἐκκλησίας μᾶς εἶναι ὁ μετανοημένος ἄνθρωπος καὶ ὄχι ἡ δαιμονικὴ κατάσταση (ἁμαρτία ἢ αἵρεση). Συνεπῶς δὲν ὑφίσταται καν θέμα ἀναγνώρισης καθ᾽ ἑαυτῶν τῶν μυστηρίων τῆς αἱρέσεως οὔτε κατ’ οἰκονομίαν.

  2. Γιὰ τὴν ἐκκλησιαστική μας παράδοση Ἐκκλησία καὶ αἵρεση εἶναι ἔννοιες ἀπολύτως ἀσυμβίβαστες: Ἡ Ἐκκλησία ἐκφράζει τὴν καθολικότητα . ἡ αἵρεση εἶναι ἡ ἄρνησή της. Ἐκκλησία εἶναι τὸ φῶς . ἡ αἵρεση τὸ σκοτάδι. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ σωτηρία . ἡ αἵρεση ἡ ἀπώλεια. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ θεοσέβεια . ἡ αἵρεση εἶναι ἀθεΐα. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ εὐθεία ὁδός· ἡ αἵρεση ἡ «στρεβλότης». Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ἡ αἵρεση ὁ ἀντίχριστος. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ Ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ, ἡ αἵρεση ἡ δαιμονικὴ πλάνη.
    .                Παράλληλα ὅμως, ἡ Ἐκκλησία ἐνεργώντας φιλανθρώπως γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων τηρεῖ σὲ κάθε ἐποχή, ἀνάλογα μὲ τὶς συνθῆκες, καὶ τὴν ἀκρίβεια καὶ τὴν οἰκονομία. Πάντοτε, ὅταν ἐπικαλεῖται τὴν ἀκρίβεια, ἡ αἰτιολογία εἶναι οὐσιαστικὰ θεολογικὴ-ἐκκλησιολογική. Ἀντίθετα, ὅταν ἐφαρμόζει τὴν κὰτ´ οἰκονομία πράξη, δὲν πολυπραγμονεῖ οὔτε ἀναλύει τὸ ζήτημα αὐτό. Χωρὶς καμμία αἰτιολόγηση ἀποφαίνεται ἔχουσα κυριαρχικὸ δικαίωμα στὴν ἐφαρμογή της. Ἡ Ἐκκλησία τὴν ἀκρίβεια αἰτιολογεῖ πλήρως, διότι ἐκεῖ θεολογεῖ.

  1. Προϋπόθεση γιὰ τὴν παροχὴ τῆς οἰκονομίας κατὰ τὴν ἔνταξη στὴν Ἐκκλησία τῶν πρώην αἱρετικῶν ἦταν ἢ ἀπόταξη τῶν αἱρέσεων καὶ ἡ ἀποδοχὴ τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας καθὼς καὶ ἡ βαπτισματικὴ τελετὴ νὰ ἔχει ἐπιτελεσθεῖ στὸ ὄνομα τῆς Ἅγ. Τριάδος καὶ νὰ ἔχει τηρηθεῖ ὁ βαπτισματικὸς τύπος τῶν τριῶν καταδύσεων καὶ ἀναδύσεων.

.             Δυστυχῶς ὅμως, ὅλη αὐτὴ ἡ κανονικὴ καὶ ἐκκλησιολογικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, δὲν μνημονεύεται οὔτε κὰν ἐνυπάρχει ὡς γόνιμος θεολογικὸς προβληματισμὸς στὸ κείμενο τῆς Ε´ ΠΠΔ. Συνεπῶς εἶναι ἀναγκαία ἡ ἀπόρριψη ἢ τουλάχιστον ἡ ριζικὴ ἀναθεώρησή του!

ΠΗΓΗ:   ΚΛΙΚ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου