Πέμπτη 10 Μαρτίου 2016

«ΝΑ ΠΕΘΑΝΟΥΜΕ, ΓΙΑ ΝΑ ΖΗΣΟΥΜΕ» (Ἅγιοι Τεσσαράκοντα)

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΝΤΑ ΜΑΡΤΥΡΕΣ

Ἀπὸ τὸ βιβλίο Ἀρχιμ. Γεωργίου Δημοπούλου «Ἀπὸ τὴ Ζωὴ τῶν Ἁγίων» ἐκδ. «Ὁ Σωτήρ»

Οἱ Ἅγιοι σαράντα Μάρτυρες ποὺ μαρτύρησαν στὴ Σεβάστεια

Α. Ἡ διπλὴ ἰδιότητά τους.

.             Τὸ Μηνολόγιο τῆς Ἐκκλησίας μας σημειώνει: «Μνήμη τῶν ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων τῶν ἐν Σεβαστείᾳ τῇ πόλει μαρτυρησάντων». Ποιοί ὅμως ἦταν οἱ λαμπροὶ αὐτοὶ ἀθλητὲς τῆς πίστεως καὶ ποιό ἦταν τὸ ἔνδοξο τέλος τους; Τόσο χρήσιμο εἶναι νὰ τοὺς γνωρίσουμε, ἀφοῦ κατὰ τὴν βεβαίωση τοῦ μεγάλου φωστῆρος τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀρχιεπισκόπου τῆς Καισαρείας Βασιλείου αὐτὸς εἶναι ὁ ἔπαινος τῶν μαρτύρων, τὸ νὰ παρακινοῦνται καὶ ἐνισχύονται πρὸς τὴν ἀρετὴ οἱ Χριστιανοί.
.                 Στρατιῶτες ἦταν οἱ Τεσσαράκοντα Μάρτυρες. Ὑπηρετοῦσαν σ’ ἕνα στρατιωτικὸ τάγμα τοῦ Ρωμαϊκοῦ στρατοῦ, ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἦταν στὴν Ἀνατολή. Στὸν Ρωμαῖο αὐτοκράτορα εἶχαν δηλώσει ὑποταγή. Ἀλλὰ συγχρόνως καὶ τοῦ οὐρανίου βασιλέως, τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, ἦταν στρατιῶτες. Ἡ ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου Του εἶχε λάμψει στὶς καρδιές τους. Τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ φώτιζε τῆς ζωῆς τους τὸ δρόμο. Καὶ ἡ λατρεία Του γέμιζε τὶς νεανικές τους καρδιές. Ἀπὸ διάφορες πατρίδες κατάγονταν καὶ ἑνώθηκαν μέσα ἀπὸ τὴν ἴδια πίστη καὶ ἀποτέλεσαν μία ψυχὴ καὶ μία καρδιά. Ἦταν οἱ πιὸ ἀνδρεῖοι καὶ πιὸ θαρραλέοι καὶ πιὸ πρόθυμοι μεταξὺ τῶν στρατιωτῶν. Μὲ αὐτοθυσία προχωροῦσαν στὶς μάχες, ἀψηφώντας κινδύνους καὶ τὸν θάνατο ἀκόμη.
.                 Ἀλλὰ καὶ στὶς περιόδους τῆς εἰρήνης σ’ ἄλλους πολέμους καὶ σ’ ἄλλες μάχες ἔστρεφαν τὴν προσοχή τους. Ἕνας πόθος θερμός, ἕνας παλμὸς ἱερὸς δονοῦσε τὶς καρδιές τους: πῶς θὰ εὐαρεστήσουν στὸν Κύριο, τὸν αἰώνιο βασιλέα τῆς δόξης.
.                 Ἕνα γεγονὸς ὅμως ἦλθε νὰ μεταβάλει τὶς συνθῆκες τῆς ζωῆς τους. Αὐτοκράτωρ τῆς Ρώμης ἦταν ὁ Λικίνιος. Συνάρχοντας ἀρχικὰ τοῦ Γαλερίου, ἀνέλαβε τὴν διακυβέρνηση τῆς Ἀνατολῆς μετὰ τὸν θάνατο ἐκείνου. Εἶναι οἱ ἀρχὲς τοῦ 4ου μ.Χ. αἰῶνος, δηλαδὴ ἡ πιὸ κρίσιμη ἐποχὴ γιὰ τὸν Χριστιανισμό. Ἡ ἐποχή, στὴν ὁποία οἱ δυὸ κόσμοι, ὁ παλαιὸς εἰδωλολατρικὸς στὸ πρόσωπο τῶν Ρωμαίων αὐτοκρατόρων καὶ ὁ Χριστιανικὸς μὲ τὸν ἀπὸ τὸν Θεὸ ἀναδειχθέντα ὑποστηρικτὴ καὶ ὑπέρμαχο Μέγα Κωνσταντῖνο, θὰ ἔλθουν στὴν σφοδρότερη σύγκρουση, ἀπὸ τὴν ὁποία ἡ θρησκεία τοῦ Ἐσταυρωμένου θὰ ἐξέλθει νικήτρια καὶ θὰ ἐπικράτησει γιὰ πάντα. Τὸ μένος τῆς εἰδωλολατρίας ἐκδηλώνεται μὲ τρόπο φοβερό. Πρέπει ὁ Χριστιανισμὸς καὶ οἱ Χριστιανοὶ νὰ διωχθοῦν χωρὶς οἶκτο, νὰ πάψουν, εἰ δυνατόν, νὰ ὑπάρχουν. Ὁ Λικίνιος ὑπογράφει διάταγμα σκληροῦ καὶ ἀπηνοῦς διωγμοῦ κατὰ τοῦ Χριστιανισμοῦ. Τὸ κοινοποιεῖ σὲ ὅλες τὶς ἐπαρχίες τῆς Ἀνατολῆς. Οἱ κατὰ τόπους ἔπαρχοι ἀρχίζουν τὸ ἔργο τους, ἔργο ἀνακριτικὸ καὶ δικαστικό. Μὲ τὰ ὄργανά τους παρακολουθοῦν, ἐρευνοῦν, ἐξετάζουν νὰ ἀνακαλύψουν τοὺς Χριστιανούς· νὰ τοὺς ὁδηγήσουν μπροστά τους νὰ ἐφαρμόσουν σ’ αὐτοὺς τὶς ποινὲς τοῦ αὐτοκρατορικοῦ διατάγματος.
.                 Πόσο μεγάλη ὅμως ἦταν ἡ ἐκπληξή του, ὅταν ὁ ἔπαρχος ἄκουσε, ὅτι τὸ καύχημα τοῦ αὐτοκρατορικοῦ στρατοῦ, οἱ σαράντα νέοι ποὺ διακρίνονταν ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους γιὰ τὴν πειθαρχία καὶ τὴν ἀνδρεία τους, ἦταν Χριστιανοί. Τὴν ἔκπληξη διαδέχθηκε ἡ ὀργὴ καὶ τὴν ὀργὴ ἡ φοβερὴ διάθεση ἐκδικήσεως. Συγκράτησε ὅμως τὸν ἑαυτό του καὶ ζήτησε νὰ παρουσιασθοῦν ἐνώπιόν του οἱ πιστοὶ Χριστιανοὶ στρατιῶται. Ἡ διαταγὴ ἐκτελεῖται. Οἱ στρατιῶτες βρίσκονται ἐνώπιον τοῦ ἐπάρχου. Ἐκεῖνος τοὺς δείχνει τὸ διάταγμα. Καὶ τοὺς ζητᾶ νὰ ὑπακούσουν. Καὶ ἐκεῖνοι μὲ μιὰ φωνή, φωνὴ σταθερὴ καὶ μεγάλη, μὲ θάρρος καὶ ἀνδρεία, χωρὶς νὰ φοβηθοῦν τίποτε ἀπὸ ὅσα ἔβλεπαν, ὁμολόγησαν ὅτι εἶναι Χριστιανοί. Ὢ μακάριες γλῶσσες, ἀναφωνεῖ ὁ Μέγας Βασίλειος, ὅσες πρόφεραν τὴν ἱερὴ ἐκείνη φωνή, τὴν ὁποία ὑποδέχθηκε ὁ ἀέρας καὶ ἁγιάσθηκε, τὴν ἄκουσαν οἱ ἄγγελοι καὶ τὴν ἐπαίνεσαν, ἐνῶ ὁ διάβολος μαζὶ μὲ τοὺς δαίμονες τραυματίσθηκε, καὶ ὁ Κύριος τὴν κατέγραψε στοὺς οὐρανούς! Τὸ σπουδαῖο μάλιστα εἶναι ὅτι, ὅταν ὁ καθένας ἐρχόταν στὴ μέση νὰ δώσει τὴν ἀπάντηση καὶ τὸν ρωτοῦσαν ποιὸ εἶναι τὸ ὄνομά του, ὅλοι καὶ ὁ καθένας ξεχωριστὰ ἀπαντοῦσαν: εἶμαι Χριστιανός. Καὶ ἔτσι ὅλων τὸ ὄνομα ἔγινε ἕνα, διότι δὲν ὀνομάζονταν πλέον ὁ καθένας μὲ τὰ ὀνόματά τους, ἀλλὰ ὅλοι ἀνακηρύσσονταν Χριστιανοί.
.                 Τί ἀκολούθησε τὴ σταθερή, τὴν ἀμετάκλητη ὁμολογία; Λόγια ἤπια, λόγια καλωσύνης καὶ ἐνδιαφέροντος ἐκ μέρους τοῦ ἐπάρχου. Εἶστε νέοι, τοὺς εἶπε· λυπηθεῖτε, λοιπόν, τὴν νεότητά σας. Γλυκειὰ ἁπλώνεται μπροστά σας ἡ ζωή· μὴ θελήσετε νὰ τὴν κάνετε πικρή, οὔτε νὰ ἀνταλλάξετε τὴν γλυκύτητα καὶ τὴν ὀμορφιά της μὲ ἕνα πρόωρο καὶ ὀδυνηρὸ θάνατο. Πόσο σκληρὸ θὰ εἶναι γιὰ σᾶς, ποὺ πάντοτε ἀριστεύσατε στὰ πεδία τῶν μαχῶν, νὰ πεθάνετε μὲ ἕνα θάνατο, ποὺ ἁρμόζει μόνο στοὺς κακούργους! Χρήματα ἔχω πολλὰ στὴ διάθεσή σας. Ἀλλὰ καὶ τιμὲς πολλὲς καὶ ἀξιώματα μεγάλα καὶ παράσημα αὐτοκρατορικὰ θὰ σᾶς προσφέρω, ἐὰν θελήσετε νὰ ἀρνηθεῖτε τὴν πίστη σας· νὰ λατρεύσετε τοὺς θεοὺς τοῦ βασιλιᾶ· νὰ ἀποδείξετε, ὅτι εἶστε ἀνώτεροι τῶν μύθων, ποὺ πιστεύουν ἄνθρωποι μικροὶ καὶ χωρὶς ἀξία.
.                 Καὶ ὅταν εἶδε, ὅτι μὲ τὰ ἤπια καὶ μαλακὰ μέσα δὲν ἔφερνε κανένα ἀποτέλεσμα, τότε ἄρχισε τὶς φοβερὲς ἀπειλές, τὰ βασανιστήρια καὶ τὶς τιμωρίες. Στὰ μέσα ὅμως αὐτά, ποὺ χρησιμοποίησε ὁ τύραννος, τί ἀπάντησαν οἱ Μάρτυρες; Προτοῦ δοῦμε ὅμως τὴν ἀπάντηση, ἂς σημειώσουμε ἕνα σπουδαῖο δίδαγμα· ὅτι δηλαδὴ καὶ στὴ δική μας ζωὴ θὰ παρουσιασθοῦν ἀσφαλῶς περιστάσεις, στὶς ὁποῖες θὰ κληθοῦμε νὰ ἀποδείξουμε ἐὰν πράγματι εἴμαστε πιστοὶ στρατιῶτες τοῦ οὐρανίου βασιλέως, ἄξιοι νὰ φέρουμε τὸ ὄνομά Του, πιστοὶ τηρητὲς τοῦ νόμου Του καὶ τῶν ἐντολῶν Του. Ἂς ἑτοιμαζόμαστε γιὰ τὶς ὧρες αὐτές, ὥστε ἡ στάση μας καὶ ἡ διαγωγή μας νὰ δικαιώσει τὸ τιμητικό μας ὄνομα, τὸ ὄνομα τοῦ Χριστιανοῦ.

Β. Τὸ σκληρό τους μαρτύριο.

.                 Ποία λοιπὸν ἀπάντηση ἔδωσαν οἱ γενναῖοι ἀγωνιστὲς στὴν πρόκληση τοῦ τυράννου; Ἂς ἀφήσουμε τὸν Μέγα Βασίλειο νὰ μᾶς τὴν πεῖ. Μᾶς δελεάζεις, θεομάχε, νὰ ἀποστατήσουμε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸν ζῶντα καὶ νὰ ὑπακούσουμε στοὺς δαίμονες τῆς καταστροφῆς, προτείνοντάς μας τὰ ἀγαθά σου; Ἔχεις νὰ μᾶς δώσεις ἀγαθὰ ἴσης ἀξίας μ’ ἐκεῖνο ποὺ προσπαθεῖς νὰ μᾶς ἀφαιρέσεις; Μισοῦμε τὴ δωρεὰ αὐτή, ποὺ θὰ μᾶς προξενήσει ζημιά. Δὲν δεχόμαστε τιμή, ἡ ὁποία εἶναι μήτηρ τῆς ἀτιμίας. Μᾶς δίδεις χρήματα, ποὺ μένουν ἐδῶ, δόξα ποὺ μαραίνεται… ὅλο τὸν κόσμο ἐμεῖς τὸν ἔχουμε περιφρονήσει. Αὐτὰ ποὺ βλέπουμε στὸν κόσμο, δὲν ἔχουν γιὰ μᾶς τὴν ἀξία ποὺ ἔχουν ὅσα οὐράνια ἐλπίζουμε καὶ ἐπιθυμοῦμε… Μία δωρεὰ ἐπιθυμῶ, τὸ στεφάνι τῆς δικαιοσύνης. Μία δόξα ποθῶ, τὴ δόξα τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Φιλοδοξῶ νὰ ἀπολαύσω τὴν ἐπουράνια τιμὴ καὶ δόξα. Φοβᾶμαι τὴν τιμωρία, ἀλλὰ μόνο τῆς κολάσεως τὴν τιμωρία… τὶς τιμωρίες σας τὶς θεωρῶ βέλη νηπίων…· Ἐμεῖς εἴμαστε ἐδῶ ἕτοιμοι νὰ μᾶς βασανίσετε μὲ τὸν τροχὸ καὶ νὰ μᾶς στρεβλώσετε τὰ μέλη τοῦ σώματος καὶ νὰ μᾶς κατακάψετε, καὶ σὲ κάθε εἶδος βασανιστηρίων νὰ μᾶς ὑποβάλετε.
.                Κατάπληξη, θαυμασμός, ἀλλὰ καὶ ταραχὴ καὶ βρασμὸς ψυχῆς καὶ θυμὸς ἀσυγκράτητος κυρίευσε τὴν καρδιὰ τοῦ ἐπάρχου ἔπειτα ἀπὸ τὴν θαρραλέα καὶ ἠρωϊκὴ ἀπάντηση τῶν ἀνδρείων της πίστεως ὁμολογητῶν. Ἡ ἀπόφασή του ἔπειτα ἀπ’ αὐτὴν ἦταν ἀμετάκλητη. Ὅλοι, ἀπὸ τὸν πρῶτο μέχρι τὸν τελευταῖο, πρέπει νὰ πεθάνουν, καὶ μάλιστα μὲ σκληρὸ θάνατο, αὐτὸ εἶναι ἀποφασισμένο. Ποιό ὅμως θὰ ἦταν τὸ σκληρότερο μαρτύριο, τὸ πιὸ ὀδυνηρὸ καὶ παρατεταμένο; Ὁ ἄρχοντας τοῦ σκότους τοῦ ἐνέπνευσε ποιὸ ἦταν. Στὴν ἄκρη τῆς πόλεως ὑπῆρχε λίμνη. Τὰ νερά της, λόγῳ τοῦ ἐξαιρετικοῦ ψύχους τοῦ χειμώνα ἐκείνου, ἦταν ἐντελῶς παγωμένα. Ἐκεῖ πάνω στὴν παγωμένη λίμνην οἱ ἥρωες τῆς πίστεως καταδικάσθηκαν νὰ περάσουν τὴ φοβερὴ ἐκείνη νύκτα γυμνοί. Τὸ πρωὶ ἴσως κανένας δὲν θὰ ζοῦσε πιά. Τὰ σώματα μελανιασμένα θὰ ἦταν πλέον νεκρά. Ἴσως καὶ τὰ μέλη θὰ εἶχαν ἀποκοπεῖ ἀπὸ τὸ σῶμα…
.                 Οἱ στρατιῶται ἀκοῦν τὴ φοβερὴ καταδίκη. Ὅμως δὲν δειλιάζουν. Εἶναι ἀποφασισμένοι νὰ ὑπομείνουν τὸ μαρτύριον, ὅσο καὶ ἂν τοὺς στοιχίσει. Ἀφοῦ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ θὰ δοξασθεῖ ὁ Πατὴρ ὁ ἐπουράνιος, πῶς νὰ μὴ τὸ δεχθοῦν; Ἡ ὥρα τῆς ἐκτελέσεως τῆς καταδίκης, τῆς τόσον ἀργῆς καὶ ὀδυνηρῆς, φθάνει. Οἱ Μάρτυρες ὁδηγοῦνται στὴν παγωμένη λίμνη. Ἀέρας παγωμένος κάνει τὸ ψύχος ἀνυπόφορο. Ἐνῶ ὅμως ἐκεῖνοι ἀποβάλλουν τὰ ἐνδύματά τους, λόγους εὐχαριστίας στέλνουν στὸν Κύριο, ποὺ τοὺς ἀξιώνει τέτοιας τιμῆς. Ἀλλὰ καὶ μεταξύ τους ἐνισχύονται γιὰ νὰ ὑπομείνουν μέχρι τέλους τὸ φοβερὸ μαρτύριο. Εἶναι δριμς χειμών, λένε, λλ γλυκς παράδεισος· εἶναι ὀδυνηρὸν τὸ πάγωμα, ἀλλὰ γλυκειὰ ἡ ἀνάπαυση. Ἂς ὑπομείνουμε ἀκόμη λίγο, καὶ θὰ ζεσταθοῦμε στὸν κόλπο τοῦ Πατριάρχου… Ἂς μὴν ὀπισθοχωρήσουμε, συστρατιῶτες, ἂς μὴ δώσουμε τὰ νῶτα στὸ διάβολο. Σάρκες εἶναι· ἂς μὴ τὶς λυπηθοῦμε. φο οτως λλως πωσδήποτε θ πεθάνουμε, ς πεθάνουμε γι ν ζήσουμε. Ἂς γίνει ἡ θυσία μας ἐνώπιόν Σου, Κύριε, καὶ δέξου τὴν ὡς θυσία ζῶσα, εὐάρεστη σὲ Σένα, θυσία ποὺ προσφέρεται σὲ Σένα ὡς ὁλοκαύτωμα μέσα ἀπὸ τὸ ψύχος αὐτό, ὡς καλὴ προσφορά, ὡς νέο ὁλοκαύτωμα ποὺ προσφέρεται ὄχι μέσα ἀπὸ τὴ φωτιά, ἀλλὰ μέσα ἀπὸ τὸ ψύχος. («ΧΡ. ΒΙΒΛ.»: «Μετὰ χαρᾶς ἀποῤῥίψαντες ἕκαστος καὶ τὸν τελευταῖον χιτῶνα, πρὸς τὸν διὰ τοῦ κρύους ἐχώρουν θάνατον, ὥσπερ ἐν σκύλων διαρπαγῇ ἀλλήλοις ἐγκελευόμενοι. Μὴ γὰρ ἱμάτιον, φησὶν, ἀποδυόμεθα, ἀλλὰ τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον ἀποτιθέμεθα, τὸν φθειρόμενον κατὰ τὰς ἐπιθυμίας τῆς ἀπάτης. Εὐχαριστοῦμέν σοι, Κύριε, τῷ ἱματίῳ τούτῳ τὴν ἁμαρτίαν συναποβάλλοντες. Ἐπειδὴ διὰ τὸν ὄφιν ἐνεδυσάμεθα, διὰ τὸν Χριστὸν ἐκδυσώμεθα. Μὴ ἀντισχώμεθα ἱματίων διὰ τὸν παράδεισον ὃν ἀπωλέσαμεν. Τί ἀνταποδῶμεν τῷ Κυρίῳ; Ἐξεδύθη ἡμῶν καὶ ὁ Κύριος. Τί μέγα δούλῳ τὰ τοῦ Δεσπότου παθεῖν; Μᾶλλον δὲ καὶ αὐτὸν τὸν Κύριον ἡμεῖς ἐσμεν οἱ ἐκδύσαντες. Στρατιωτῶν γὰρ ἐκεῖνο τὸ τόλμημα, ἐκεῖνοι ἐξέδυσαν καὶ διεμερίσαντο τὰ ἱμάτια. Ἀνάγραπτον οὖν ἡμῶν κατηγορίαν δι᾿ ἑαυτῶν ἀπαλείψωμεν. Δριμὺς ὁ χειμών, ἀλλὰ γλυκὺς ὁ παράδεισος· ἀλγεινὴ ἡ πῆξις, ἀλλ᾿ ἡδεῖα ἡ ἀνάπαυσις. Μικρὸν ἀναμείνωμεν, καὶ ὁ κόλπος ἡμᾶς θάλψει τοῦ πατριάρχου. Μιᾶς νυκτὸς ὅλον αἰῶνα ἀνταλλαξώμεθα. Καυθήτω ὁ ποῦς, ἵνα διηνεκῶς μετ᾿ ἀγγέλων χορεύῃ· ἀποῤῥυήτω ἡ χεὶρ, ἵνα ἔχῃ παῤῥησίαν πρὸς τὸν Δεσπότην ἐπαίρεσθαι. Πόσοι τῶν στρατιωτῶν τῶν ἡμετέρων ἐπὶ παρατάξεως ἔπεσον, βασιλεῖ φθαρτῷ τὴν πίστιν φυλάττοντες; ἡμεῖς δὲ ὑπὲρ τῆς εἰς τὸν ἀληθινὸν βασιλέα πίστεως τὴν ζωὴν ταύτην οὐ προησόμεθα; Πόσοι τὸν τῶν κακούργων ὑπέστησαν θάνατον, ἁλόντες ἐπ᾿ ἀδικήμασιν; ἡμεῖς δὲ ὑπὲρ δικαιοσύνης τὸν θάνατον οὐχ ὑποίσομεν; Μὴ ἐκκλίνωμεν, ὦ συστρατιῶται, μὴ δῶμεν νῶτα τῷ διαβόλῳ. Σάρκες εἰσὶ, μὴ φεισώμεθα· ἐπειδὴ δεῖ πάντως ἀποθανεῖν, ἀποθάνωμεν ἵνα ζήσωμεν»)
.                 Ὁ τύραννος, γιὰ νὰ κάνει περισσότερο ὀδυνηρὸ τὸ μαρτύριό τους, εἶχε διατάξει τὸν σκοπὸ νὰ ἔχει ὅλη τὴ νύκτα φωτιὰ μεγάλη ἀναμμένη, ποὺ νὰ φαίνεται ἀπὸ τοὺς Μάρτυρες, ἀλλὰ καὶ λουτρὸ μὲ νερὸ ζεστὸ νὰ εἶναι ἕτοιμο, ὥστε ὁποιοσδήποτε ἤθελε νὰ λιποτακτήσει, νὰ συνέλθει γρήγορα ἀπὸ τὴ φοβερὴ ψύξη. Παρόλα αὐτὰ οἱ Μάρτυρες μὲ μία ὑποδειγματικὴ καρτερία ὑπομένουν τὸ φοβερὸ μαρτύριο. Τὸ μαρτύριο, ποὺ τοὺς ἐξασφαλίζει τὰ οὐράνια στεφάνια καὶ τὰ ἀθάνατα βραβεῖα. Τὰ βλέπει τὰ βραβεῖα αὐτὰ σὲ μία ὡραία ὀπτασία ὁ καλοδιάθετος Φρουρὸς νὰ κατέρχονται ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ νὰ στεφανώνουν τοὺς ἡρωικοὺς ἀθλητές. Σὲ ἕναν μόνο δὲν κατέρχεται στεφάνι. Εἶναι ἕνας ποὺ δείλιασε καὶ ἔτρεξε νὰ ζεσταθεῖ, γιὰ νὰ ξεψυχήσει ὅμως ἀμέσως μόλις πλησίασε τὴ φωτιά. Τὸ πράγμα αὐτὸ δημιουργεῖ ζωηρὴ ἐντύπωση στὸν σκοπό, ὁ ὁποῖος πετᾶ τὸν ὁπλισμό του καὶ τρέχει πρὸς τοὺς Μάρτυρες, γιὰ νὰ λάβει ἐκεῖνος τὸν στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.
.                 Τὸ πρωΐ τὰ σώματα ἦταν ὅλα παγωμένα καὶ ἀναίσθητα. Οἱ ἐχθροί, γιὰ νὰ κάνουν ὀδυνηρότερο τὸ μαρτύριο, τοὺς μεταφέρουν σὲ τόπο, ὅπου ἔκαιγε μεγάλη φωτιά. Σ’ αὐτὴν τώρα τοὺς ρίχνουν, γιὰ νὰ κατακαοῦν τὰ ἅγια σώματα καὶ νὰ τελείωσει ἡ ζωὴ καὶ ὅσων ἀκόμη βρίσκονταν στὴ ζωή. Ἔτσι μέσα σὲ ἀφόρητους ὀδυνηροὺς πόνους μετατέθηκαν στὸν οὐρανὸ οἱ ἡρωϊκοὶ μαχητές. Ὅ,τι ἀπέμεινε ἀπὸ τὰ μαρτυρικὰ σώματα, ρίχθηκε στὸ ποτάμι. «Ὢ χορὸς ἅγιος! ὢ σύνταγμα ἱερό! ὢ σύνδεσμος ἀδιάσπαστος! ὢ κοινοὶ φύλακες τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων!», ἀναφωνεῖ ὁ Μέγας Βασίλειος. Δὲν σᾶς ἔκρυψε ἡ γῆ, ἀλλὰ ὁ οὐρανὸς σᾶς ἀποδέχθηκε, ἀνοίχθηκαν γιὰ σᾶς τοῦ παραδείσου οἱ πύλες. Στὸν οὐρανὸ ποὺ βρίσκεστε, ἅγιοι Μάρτυρες, παρακαλεῖτε πάντοτε τὸν Κύριο καὶ γιά μας. Νὰ εἴμαστε πάντοτε Στρατιῶτες τοῦ οὐρανίου βασιλέως καὶ τίποτε νὰ μὴ μᾶς χωρίζει ἀπὸ τὸν Βασιλέα μας. Ναί, ἅγιοι Μάρτυρες, παρακαλεῖτε τὸν Κύριο καὶ γιά μᾶς.

ΠΗΓΗ:   ΚΛΙΚ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου