Η προετοιμαζόμενη Αγία και Μεγάλη Σύνοδος πιστή διάκονος του παναιρετικού Οικουμενισμού (4ο μέρος)
Αρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου, Διευθυντού του Γραφείου Αιρέσεων και Παραθρησκειών- Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς
(Προσδοκίες-Ιστορική πορεία-Γενικές Εκτιμήσεις-Συμπεράσματα)
Στη Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος του Οκτωβρίου2014 συζητήθηκε το θέμα της προσεχούς Πανορθοδόξου Συνόδου του 2016, μετά από σχετική ομιλία ενημερωτικού χαρακτήρος του Μητροπολίτου Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου, εκπροσώπου της Εκκλησίας της Ελλάδος στις
Προπαρασκευαστικές Επιτροπές και Προσυνοδικές Διασκέψεις.
(Προσδοκίες-Ιστορική πορεία-Γενικές Εκτιμήσεις-Συμπεράσματα)
Στη Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος του Οκτωβρίου2014 συζητήθηκε το θέμα της προσεχούς Πανορθοδόξου Συνόδου του 2016, μετά από σχετική ομιλία ενημερωτικού χαρακτήρος του Μητροπολίτου Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου, εκπροσώπου της Εκκλησίας της Ελλάδος στις
Προπαρασκευαστικές Επιτροπές και Προσυνοδικές Διασκέψεις.
Ο Σεβασμιώτατος Μεσσηνίας μεταξύ άλλων εδήλωσε ότι «διά την
πραγματοποίησίν της, απαιτείται ακόμη πολύς κόπος και μόχθος, ενώ πολλά
εκ των προβλημάτων, τα οποία θα ανακύψουν, εκ της μεθόδου εργασίας και
εις αυτό το τελευταίον στάδιον της προετοιμασίας, θα δημιουργήσουν
αρκετά εμπόδια, η και θα παρατείνουν την χρονικήν περίοδον της
προετοιμασίας πέραν της προγραμματισθείσης, ενώ δύνανται να δυσχεράνουν
και την όλην πορείαν προς την τελικήν έκβασιν της όλης προσπαθείας. Επί
πλέον τα δικαιοδοσιακά ήδη υφιστάμενα ενδοορθόδοξα διμερή ζητήματα
τοπικών Εκκλησιών, η δυσκολία επιτεύξεως ομοφωνίας εις πολλά σημεία εκ
των προειρημένων κειμένων, και αι μεμονωμέναι αγκυλώσεις, η απαιτήσεις
τοπικών Εκκλησιών, είναι δυνατόν να αποτελέσουν προσκόμματα εις την όλην
διαδικασίαν, εάν δεν λειτουργήσουν τελικώς και αναβλητικώς εις το όλον
εγχείρημα»[1]. Ας σημειωθεί ότι το πλήρες κείμενο της ομιλίας
του Σεβασμιωτάτου Μεσσηνίας με τίτλο «Ενημέρωσις περί της μελλούσης
Αγίας και Μεγάλης Συνόδου» στη Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της
Ελλάδος του Οκτωβρίου 2014 δεν δημοσιεύθηκε (ο ίδιος ο Σεβασμιώτατος το
έκρινε ως «μη δημοσιεύσιμο»!), πράγμα που φανερώνει ότι οι προσυνοδικές
διεργασίες δεν αντέχουν το φως της δημοσιότητος και ότι τα πάντα σήμερα
γίνονται «εν κρυπτώ και παραβύστω».
Δυστυχώς δεν υπάρχει ενημέρωση, για τα όσα συμβαίνουν στους ιερείς και μοναχούς και βέβαια στους λαικούς, ενώ θα έπρεπε για το ζωτικής σημασίας αυτό ζήτημα, που αφορά άμεσα όλο το πλήρωμα της Εκκλησίας, να υπάρχει πλήρης διαφάνεια και ακριβής ενημέρωση. Όπως ομολογεί σε πρόσφατη δημοσίευσή του στο διαδίκτυο ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεος, «τα κείμενα, τα οποία ετοιμάσθηκαν από δεκαετίες, πριν από τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο, στις Προσυνοδικές Πανορθόδοξες Διασκέψεις, είναι άγνωστα στους περισσοτέρους Αρχιερείς και σε μένα, και παραμένουν σε κάποιες Επιτροπές και Γραφεία, και δεν γνωρίζουμε το περιεχόμενό τους»[2]. Σύμφωνα με δημοσίευμα του Ορθοδόξου Τύπου (27/02/2015), «το έλλειμμα ενημέρωσης του συνόλου των μελών των Συνόδων των Εκκλησιών, πολύ δε περισσότερο ενός ευρύτερου κύκλου κληρικών και θεολόγων, γύρω από τα ετοιμαζόμενα κείμενα, είναι δυνατόν να δημιουργήσει εκ των υστέρων ισχυρές αμφισβητήσεις των αποφάσεων που θα ληφθούν στη Μεγάλη Σύνοδο. . . Όσοι προετοιμάζουν πυρετωδώς τη Μεγάλη Σύνοδο σπεύδουν να χαρακτηρίσουν κάθε κριτική, για το προπαρασκευαστικό τους έργο, ως κακόβουλη, ακραία, η και ζηλωτική. Δεν αντιλαμβάνονται όμως, ότι η καχυποψία μας για το τι ετοιμάζεται, αυξάνει λόγω της μυστικότητας με την οποία γίνεται η όλη προετοιμασία. Εάν η Μεγάλη Σύνοδος είναι τόσο σημαντικό γεγονός,όσο θέλουν να το παρουσιάσουν οι Φαναριώτες, τότε οφείλουν να παρέχουν σε όλο το εκκλησιαστικό πλήρωμα σαφή ενημέρωση για τόπεριεχόμενο και τις κατευθύνσεις προς τις οποίες κινούνται στα θέματα, για τα οποία θα ληφθούν αποφάσεις στη Σύνοδο αυτή».
Πάντως υπό τις παρούσες συνθήκες φαίνεται πάρα πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να συγκληθεί η Πανορθόδοξος Σύνοδος εντός του 2016, διότι πέραν του γεγονότος ότι θα υπάρξουν δυσκολίες στην επίτευξη ομοφωνίας κατά την προσεχή Ε΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη, προσετέθησαν δύο ακόμη σοβαρά προβλήματα, που δημιουργούν ανυπέρβλητες δυσκολίες. Το πρώτο είναι η απόφαση του Πατριαρχείου Αντιοχείας να διακόψει τήνεκκλησιαστική κοινωνία με το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, εξ αιτίας ριζικής διαφωνίας στο θέμα της εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας της χώρας του Κατάρ, και το δεύτερο η μη αναγνώριση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο του Προκαθημένου της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Τσεχίας και Σλοβακίας, τον οποίο όμως αναγνωρίζει το Πατριαρχείο της Μόσχας.
Γενική αξιολόγηση της μέχρι σήμερα πορείας της «Αγίας και Μεγάλης Συνόδου» Αξιολογώντας τη μέχρι σήμερα πορεία της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, θα μπορούσαμε να επισημάνουμε μεταξύ άλλων, ότι η εν λόγω πορεία δένακολούθησε την Ορθόδοξη οδό και την Ορθόδοξη Παράδοση ως προς τα εξής σημεία, χωρίς να αποκλείονται ενδεχομένως και άλλα, τα οποία δεν αναφέρονται στην παρούσα μελέτη: α) Ως προς τον οικουμενιστικόχαρακτήρα των «Συνεδρίων» και «Διασκέψεων», β) Ως προς την καθιέρωση των «Συνεδρίων» και «Διασκέψεων» ως θεσμών στη ζωήτής Εκκλησίας, γ) Ως προς τους συμμετέχοντες στα Συνέδρια και τις Διασκέψεις, δ) Ως προς τα θέματα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, ε)Ως προς το ζήτημα της επισήμου αναγνωρίσεως ως Οικουμενικών Συνόδων της Η΄ και Θ΄ Οικουμενικής.
Ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνος το Οικουμενικό Πατριαρχείο με τις Πατριαρχικές Εγκυκλίους του 1902,1904 και 1920 σηματοδοτεί επίσημα πλέον μία νέα πορεία, μία άλλη γραμμή και τακτική, ξένη προς την Ορθόδοξη πίστη και Παράδοση, ξένη προς την Ορθόδοξη αυτοσυνειδησία μας: γραμμή οικουμενιστικής εμπνεύσεως και προοπτικής, η οποία ανοίγει ουσιαστικά το δρόμο προς την παναίρεση του Οικουμενισμού. Αυτή τη γραμμή πλεύσεως ακολούθησε δυστυχώς το Φανάρι απαρεγκλίτως μέχρι σήμερα, και αυτή κατώρθωσε να επιβάλει στην όλη πορεία της προετοιμασίας της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, στις μέχρι τώρα γενόμενες «Πανορθόδοξες και Προσυνοδικές Διασκέψεις και Συνέδρια», έτσι ώστε στις εν λόγω «Διασκέψεις» να κυριαρχεί η οικουμενιστική ιδεολογία και η επί οικουμενιστικών βάσεων προσπάθεια ανοικοδομήσεως της μέλλουσας να συγκληθεί Αγίας και Μεγάλης Συνόδου.[3]
Στις γραμμές, που ακολουθούν, σταχυολογούμε ενδεικτικώς και δειγματοληπτικώς ορισμένα μόνο αποσπάσματα από τα πρακτικά της Γ΄ Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Διασκέψεως, με σκοπό να καταδειχθεί το πνεύμα και η ατμόσφαιρα που κυριάρχησε όχι μόνο στην εν λόγω «Διασκέψη», αλλά γενικώς και στις άλλες, οκτώ τον αριθμό, τέσσερις «Πανορθόδοξες» και τέσσερις «Προσυνοδικές Διασκέψεις». Ένα από τα θέματα της ημερησίας διατάξεως της Γ΄ Προσυνοδικής ήταν: «Γενική επισκόπισις και αξιολόγησις της πορείας των σχέσεων και των διαλόγων της Ορθοδόξου Εκκλησίας μετά των λοιπών χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών, ως και μετά του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών». Ήδη από τον τίτλο της ημερησίας διατάξεως βλέπουμε να γίνεται λόγος για χριστιανικές Εκκλησίες και όχι για χριστιανικές αιρέσεις. Να αποδίδεται δηλαδή εκκλησιαστική υπόσταση σε αιρέσεις, όπως ο Παπισμός και ο Προτεσταντισμός, οι οποίες έχουν καταδικασθεί από πολλές Πανορθόδοξες Συνόδους μετά το Σχίσμα.
Στα πλαίσια της συζητήσεως του εν λόγω θέματος, και γενομένης της εκτιμήσεως του μέχρι τότε, (1986), γενομένου διαλόγου με τους Αγγλικανούς, ελέχθη μεταξύ άλλων, ότι «αποτέλεσμα όλων των διαλόγων αυτώνυπήρξεν η αναγνώρισις των αγγλικανικών χειροτονιών υπό των Εκκλησιών Κωνσταντινουπόλεως το 1922, Ιεροσολύμων το 1923, Κύπρου το 1923, Αλεξανδρείας το 1930 και Ρουμανίας το 1936».[4] Η αναγνώριση αυτή θεωρήθηκε ως κεκτημένο, ως μέγα κατόρθωμα και βήμα προόδου! Ούτε καν διανοούνται οι Σύνεδροι το στοιχειώδες και αυτονόητο, ότι είναι αδύνατη η αναγνώριση ιερωσύνης στους αιρετικούς, χωρίς να έχουν αποβάλει προηγουμένως τις αιρετικές τους διδασκαλίες, και ούτε καν διανοούνται να πράξουν το αυτονόητο, να ακυρώσουν δηλαδή τις μέχρι τότε κακώς γενόμενες αναγνωρίσεις, ως αντικανονικές και παράνομες.
Παρά κάτω στα πλαίσια της αξιολογήσεως του διαλόγου με τους Μονοφυσίτες ελέχθη, μεταξύ άλλων, ότι «είναι δυνατόν να λεχθή ότι οδιάλογος ούτος ήρχισεν ευθύς μετά την Δ΄ Οικουμενικήν Σύνοδον τούέτους 451 μ.Χ., διαρκέσας καθ’ όλην σχεδόν την βυζαντινήν περίοδον και διακοπείς μετά την υποδούλωσιν των λαών των Χωρών τούτων».[5] Εδώ επιχειρείται διαστροφή της ιστορικής αλήθειας, διότι παρουσιάζονται οι άγιοι Πατέρες της Δ΄ Οικουμενικής και οι μετ' αυτούς άγιοι Πατέρες των επομένων Οικουμενικών Συνόδων να διαλέγονται επί αιώνες, καθ’ όλην τη βυζαντινή περίοδο με τους εκπροσώπους της αιρέσεως του Μονοφυσιτισμού, χωρίς να μπορούν να καταλήξουν πουθενά, αντιμετωπίζοντας δηλαδή ένα άλυτο πρόβλημα. Ωστόσο η ιστορική αλήθεια είναι, ότι οι άγιοι Πατέρες της Δ΄ Οικουμενικής άπαξ διά παντός και θεοπνεύστως κατεδίκασαν την αίρεση, αναθεμάτισαν τους αιρετικούς και τους απέκοψαν από το σώμα της Εκκλησίας. Την καταδίκη της αιρέσεως και των αιρετικών ανανέωσαν άλλωστε και οι επόμενες Οικουμενικές Σύνοδοι. (Συνεχίζεται).
1] Βλ. άρθρο του κ. Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου με τίτλο «Τα εκκλησιαστικά γεγονότα του 2014 σε διορθόδοξο επίπεδο», μέρος Γ΄, δημοσιευθέν σε θρησκευτικά ιστολόγια.
[2] Βλ. άρθρο του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου με τίτλο «Η Σύναξη των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών», 4.8.2015, δημοσιευθέν σε θρησκευτικά ιστολόγια.
[3] Αξίζει να σημειωθή ότι στην Α΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη της Ρόδου, το 1961, αποφασίσθηκε, μεταξύ άλλων, «η μελέτη των τρόπων προσεγγίσεως και ενότητος των έκκλησιών εν προοπτική πανορθοδόξω κατά το πνεύμα του διαγγέλματος του 1920…».(Γραμματεία επί της προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ΣΥΝΟΔΙΚΑ ΙΙ, Ορθόδοξον Κέντρον του Οικουμενικού Πατριαρχείου Chambesy Γενεύης 1978, σελ. 107.
[4] Γραμματεία έπί της προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ΣΥΝΟΔΙΚΑ ΙΙ, …….ο.π. σελ. 108.
[5] Γραμματεία επί της προπαρασκευής της Αγία και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ΣΥΝΟΔΙΚΑ ΙΙ, ……..ο.π. σελ. 111.
ΠΗΓΗ: ΚΛΙΚ
Δυστυχώς δεν υπάρχει ενημέρωση, για τα όσα συμβαίνουν στους ιερείς και μοναχούς και βέβαια στους λαικούς, ενώ θα έπρεπε για το ζωτικής σημασίας αυτό ζήτημα, που αφορά άμεσα όλο το πλήρωμα της Εκκλησίας, να υπάρχει πλήρης διαφάνεια και ακριβής ενημέρωση. Όπως ομολογεί σε πρόσφατη δημοσίευσή του στο διαδίκτυο ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεος, «τα κείμενα, τα οποία ετοιμάσθηκαν από δεκαετίες, πριν από τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο, στις Προσυνοδικές Πανορθόδοξες Διασκέψεις, είναι άγνωστα στους περισσοτέρους Αρχιερείς και σε μένα, και παραμένουν σε κάποιες Επιτροπές και Γραφεία, και δεν γνωρίζουμε το περιεχόμενό τους»[2]. Σύμφωνα με δημοσίευμα του Ορθοδόξου Τύπου (27/02/2015), «το έλλειμμα ενημέρωσης του συνόλου των μελών των Συνόδων των Εκκλησιών, πολύ δε περισσότερο ενός ευρύτερου κύκλου κληρικών και θεολόγων, γύρω από τα ετοιμαζόμενα κείμενα, είναι δυνατόν να δημιουργήσει εκ των υστέρων ισχυρές αμφισβητήσεις των αποφάσεων που θα ληφθούν στη Μεγάλη Σύνοδο. . . Όσοι προετοιμάζουν πυρετωδώς τη Μεγάλη Σύνοδο σπεύδουν να χαρακτηρίσουν κάθε κριτική, για το προπαρασκευαστικό τους έργο, ως κακόβουλη, ακραία, η και ζηλωτική. Δεν αντιλαμβάνονται όμως, ότι η καχυποψία μας για το τι ετοιμάζεται, αυξάνει λόγω της μυστικότητας με την οποία γίνεται η όλη προετοιμασία. Εάν η Μεγάλη Σύνοδος είναι τόσο σημαντικό γεγονός,όσο θέλουν να το παρουσιάσουν οι Φαναριώτες, τότε οφείλουν να παρέχουν σε όλο το εκκλησιαστικό πλήρωμα σαφή ενημέρωση για τόπεριεχόμενο και τις κατευθύνσεις προς τις οποίες κινούνται στα θέματα, για τα οποία θα ληφθούν αποφάσεις στη Σύνοδο αυτή».
Πάντως υπό τις παρούσες συνθήκες φαίνεται πάρα πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να συγκληθεί η Πανορθόδοξος Σύνοδος εντός του 2016, διότι πέραν του γεγονότος ότι θα υπάρξουν δυσκολίες στην επίτευξη ομοφωνίας κατά την προσεχή Ε΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη, προσετέθησαν δύο ακόμη σοβαρά προβλήματα, που δημιουργούν ανυπέρβλητες δυσκολίες. Το πρώτο είναι η απόφαση του Πατριαρχείου Αντιοχείας να διακόψει τήνεκκλησιαστική κοινωνία με το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, εξ αιτίας ριζικής διαφωνίας στο θέμα της εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας της χώρας του Κατάρ, και το δεύτερο η μη αναγνώριση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο του Προκαθημένου της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Τσεχίας και Σλοβακίας, τον οποίο όμως αναγνωρίζει το Πατριαρχείο της Μόσχας.
Γενική αξιολόγηση της μέχρι σήμερα πορείας της «Αγίας και Μεγάλης Συνόδου» Αξιολογώντας τη μέχρι σήμερα πορεία της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, θα μπορούσαμε να επισημάνουμε μεταξύ άλλων, ότι η εν λόγω πορεία δένακολούθησε την Ορθόδοξη οδό και την Ορθόδοξη Παράδοση ως προς τα εξής σημεία, χωρίς να αποκλείονται ενδεχομένως και άλλα, τα οποία δεν αναφέρονται στην παρούσα μελέτη: α) Ως προς τον οικουμενιστικόχαρακτήρα των «Συνεδρίων» και «Διασκέψεων», β) Ως προς την καθιέρωση των «Συνεδρίων» και «Διασκέψεων» ως θεσμών στη ζωήτής Εκκλησίας, γ) Ως προς τους συμμετέχοντες στα Συνέδρια και τις Διασκέψεις, δ) Ως προς τα θέματα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, ε)Ως προς το ζήτημα της επισήμου αναγνωρίσεως ως Οικουμενικών Συνόδων της Η΄ και Θ΄ Οικουμενικής.
Ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνος το Οικουμενικό Πατριαρχείο με τις Πατριαρχικές Εγκυκλίους του 1902,1904 και 1920 σηματοδοτεί επίσημα πλέον μία νέα πορεία, μία άλλη γραμμή και τακτική, ξένη προς την Ορθόδοξη πίστη και Παράδοση, ξένη προς την Ορθόδοξη αυτοσυνειδησία μας: γραμμή οικουμενιστικής εμπνεύσεως και προοπτικής, η οποία ανοίγει ουσιαστικά το δρόμο προς την παναίρεση του Οικουμενισμού. Αυτή τη γραμμή πλεύσεως ακολούθησε δυστυχώς το Φανάρι απαρεγκλίτως μέχρι σήμερα, και αυτή κατώρθωσε να επιβάλει στην όλη πορεία της προετοιμασίας της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, στις μέχρι τώρα γενόμενες «Πανορθόδοξες και Προσυνοδικές Διασκέψεις και Συνέδρια», έτσι ώστε στις εν λόγω «Διασκέψεις» να κυριαρχεί η οικουμενιστική ιδεολογία και η επί οικουμενιστικών βάσεων προσπάθεια ανοικοδομήσεως της μέλλουσας να συγκληθεί Αγίας και Μεγάλης Συνόδου.[3]
Στις γραμμές, που ακολουθούν, σταχυολογούμε ενδεικτικώς και δειγματοληπτικώς ορισμένα μόνο αποσπάσματα από τα πρακτικά της Γ΄ Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Διασκέψεως, με σκοπό να καταδειχθεί το πνεύμα και η ατμόσφαιρα που κυριάρχησε όχι μόνο στην εν λόγω «Διασκέψη», αλλά γενικώς και στις άλλες, οκτώ τον αριθμό, τέσσερις «Πανορθόδοξες» και τέσσερις «Προσυνοδικές Διασκέψεις». Ένα από τα θέματα της ημερησίας διατάξεως της Γ΄ Προσυνοδικής ήταν: «Γενική επισκόπισις και αξιολόγησις της πορείας των σχέσεων και των διαλόγων της Ορθοδόξου Εκκλησίας μετά των λοιπών χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών, ως και μετά του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών». Ήδη από τον τίτλο της ημερησίας διατάξεως βλέπουμε να γίνεται λόγος για χριστιανικές Εκκλησίες και όχι για χριστιανικές αιρέσεις. Να αποδίδεται δηλαδή εκκλησιαστική υπόσταση σε αιρέσεις, όπως ο Παπισμός και ο Προτεσταντισμός, οι οποίες έχουν καταδικασθεί από πολλές Πανορθόδοξες Συνόδους μετά το Σχίσμα.
Στα πλαίσια της συζητήσεως του εν λόγω θέματος, και γενομένης της εκτιμήσεως του μέχρι τότε, (1986), γενομένου διαλόγου με τους Αγγλικανούς, ελέχθη μεταξύ άλλων, ότι «αποτέλεσμα όλων των διαλόγων αυτώνυπήρξεν η αναγνώρισις των αγγλικανικών χειροτονιών υπό των Εκκλησιών Κωνσταντινουπόλεως το 1922, Ιεροσολύμων το 1923, Κύπρου το 1923, Αλεξανδρείας το 1930 και Ρουμανίας το 1936».[4] Η αναγνώριση αυτή θεωρήθηκε ως κεκτημένο, ως μέγα κατόρθωμα και βήμα προόδου! Ούτε καν διανοούνται οι Σύνεδροι το στοιχειώδες και αυτονόητο, ότι είναι αδύνατη η αναγνώριση ιερωσύνης στους αιρετικούς, χωρίς να έχουν αποβάλει προηγουμένως τις αιρετικές τους διδασκαλίες, και ούτε καν διανοούνται να πράξουν το αυτονόητο, να ακυρώσουν δηλαδή τις μέχρι τότε κακώς γενόμενες αναγνωρίσεις, ως αντικανονικές και παράνομες.
Παρά κάτω στα πλαίσια της αξιολογήσεως του διαλόγου με τους Μονοφυσίτες ελέχθη, μεταξύ άλλων, ότι «είναι δυνατόν να λεχθή ότι οδιάλογος ούτος ήρχισεν ευθύς μετά την Δ΄ Οικουμενικήν Σύνοδον τούέτους 451 μ.Χ., διαρκέσας καθ’ όλην σχεδόν την βυζαντινήν περίοδον και διακοπείς μετά την υποδούλωσιν των λαών των Χωρών τούτων».[5] Εδώ επιχειρείται διαστροφή της ιστορικής αλήθειας, διότι παρουσιάζονται οι άγιοι Πατέρες της Δ΄ Οικουμενικής και οι μετ' αυτούς άγιοι Πατέρες των επομένων Οικουμενικών Συνόδων να διαλέγονται επί αιώνες, καθ’ όλην τη βυζαντινή περίοδο με τους εκπροσώπους της αιρέσεως του Μονοφυσιτισμού, χωρίς να μπορούν να καταλήξουν πουθενά, αντιμετωπίζοντας δηλαδή ένα άλυτο πρόβλημα. Ωστόσο η ιστορική αλήθεια είναι, ότι οι άγιοι Πατέρες της Δ΄ Οικουμενικής άπαξ διά παντός και θεοπνεύστως κατεδίκασαν την αίρεση, αναθεμάτισαν τους αιρετικούς και τους απέκοψαν από το σώμα της Εκκλησίας. Την καταδίκη της αιρέσεως και των αιρετικών ανανέωσαν άλλωστε και οι επόμενες Οικουμενικές Σύνοδοι. (Συνεχίζεται).
1] Βλ. άρθρο του κ. Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου με τίτλο «Τα εκκλησιαστικά γεγονότα του 2014 σε διορθόδοξο επίπεδο», μέρος Γ΄, δημοσιευθέν σε θρησκευτικά ιστολόγια.
[2] Βλ. άρθρο του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου με τίτλο «Η Σύναξη των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών», 4.8.2015, δημοσιευθέν σε θρησκευτικά ιστολόγια.
[3] Αξίζει να σημειωθή ότι στην Α΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη της Ρόδου, το 1961, αποφασίσθηκε, μεταξύ άλλων, «η μελέτη των τρόπων προσεγγίσεως και ενότητος των έκκλησιών εν προοπτική πανορθοδόξω κατά το πνεύμα του διαγγέλματος του 1920…».(Γραμματεία επί της προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ΣΥΝΟΔΙΚΑ ΙΙ, Ορθόδοξον Κέντρον του Οικουμενικού Πατριαρχείου Chambesy Γενεύης 1978, σελ. 107.
[4] Γραμματεία έπί της προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ΣΥΝΟΔΙΚΑ ΙΙ, …….ο.π. σελ. 108.
[5] Γραμματεία επί της προπαρασκευής της Αγία και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ΣΥΝΟΔΙΚΑ ΙΙ, ……..ο.π. σελ. 111.
ΠΗΓΗ: ΚΛΙΚ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου