ΕΓΚΩΜΙΟΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΝΣΕΠΤΟΝ ΚΟΙΜΗΣΙΝ ΤΗΣ ΘΕΟΜΗΤΟΡΟΣ «Δεῦρο, μῆτερ, πρὸς τὸν Υἱόν· συμβασίλευσον τῷ ἐκ σοῦ σὺν σοὶ πτωχεύσαντι».
ΕΓΚΩΜΙΟΝ Γ´ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΝΣΕΠΤΟΝ ΚΟΙΜΗΣΙΝ
ΤΗΣ ΘΕΟΜΗΤΟΡΟΣ
Λογοτεχνικὴ Ἀπόδοση: Δημήτρης Σταθόπουλος
Ἀπὸ τὸ βιβλίο
Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ,
Ἡ Θεοτόκος – Τέσσερεις Θεομητορικὲς ὁμιλίες,
Κείμενο –Εἰσαγωγὴ-Σχόλια: Ἱερομόναχος Ἀθανάσιος Γιέβτιτς
ἔκδ. «Εὐαγὲς Ἵδρυμα “Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Ρῶσσος”»,
Ἀθῆναι 1970, σελ. 204-223
1. Ὅποιοι ἔρωτα νιώθουνε γιὰ κάτι,
συνηθίζουν νὰ μιλᾶν ἀδιάκοπα γι᾽ αὐτὸ καὶ νὰ τὸ φέρνουν μέρα καὶ νύχτα
στὴ σκέψη τους. Μὴ μὲ κατακρίνετε, λοιπόν, ποὺ γιὰ τρίτη φορὰ τώρα ἔκαμα
τοῦτο δῶ τὸ ἐφύμνιο στὴ μάνα τοῦ Θεοῦ μου, γιὰ νὰ τῆς τὸ προσφέρω σὰν
ἀποχαιρετιστήριο δῶρο στὴν ἔξοδό της.
. Στὴν πραγματικότητα ὅμως τοῦτο τὸ δῶρο μου δὲν εἶναι προσφορὰ
σ᾽ ἐκείνη, ἀλλὰ σὲ μένα τὸν ἴδιο καὶ σὲ σένα, θεῖε καὶ ἱερὲ λαέ, ποὺ
παραστέκεσαι δῶ γύρω.
. Κι αὐτὸ γίνεται μὲ τὸ νὰ στρώσω τραπέζι μὲ τροφὲς ποὺ δὲν
εἶναι μονάχα σωτήριες κι ὠφέλιμες στὶς ψυχές, ἀλλὰ καὶ ταιριαστὲς στὴν
ἱερὴ τούτη νύχτα· καὶ μὲ τὸ νὰ γενῶ ἔτσι νοικοκύρης πνευματικῆς
χαρᾶς. Ἐπειδὴ βλέπετε πῶς σπανίζουνε τὰ τρόφιμα, γι᾽ αὐτὸ ἀκριβῶς
ἑτοιμάζω στὰ πρόχειρα τὸ δεῖπνο, ἂν κι ὄχι ταιριαστὰ κι ἐπιδέξια κι οὔτε
ὅπως θ᾽ ἄξιζε στὰ μάτια Ἐκείνης ποὺ μᾶς κάλεσε, ἀλλὰ τουλάχιστον στὴν
ἀνάγκη μας τούτη, νὰ μᾶς δώσει παρηγοριὰ στὴν πείνα μας.
. Ἡ Παναγιὰ δὲν ἔχει ἀνάγκη, βέβαια, ἀπὸ τὰ δικά μας ἐγκώμια, μὰ
ἐμεῖς εἴμαστε κεῖνοι ποὺ χρειαζόμαστε τὴ δική της δόξα. Γιατί ὅ,τι
εἶναι γεμάτο ἀπὸ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ, πῶς γίνεται νὰ δοξαστεῖ (ἀπό μᾶς);
Καὶ πῶς μπορεῖ νὰ φωτιστεῖ ἀπὸ μᾶς ἡ πηγὴ τοῦ φωτός; Μὰ μ᾽ ὅ,τι κάνουμε
τώρα, πλέκουμε γιὰ μᾶς τοὺς ἴδιους στεφάνι. «Γιατί ὁ Κύριος λέει: ζῶ ἐγὼ
κι ὅσους μὲ δοξάζουνε, θὰ τοὺς δοξάσω». Γλυκὸ πού ᾽ναι, ἀλήθεια, γλυκὸ
τὸ κρασὶ καὶ πόσο καλοφάγωτο τὸ ψωμί! Ἐκεῖνο εὐφραίνει τὴν καρδιὰ τοῦ
ἀνθρώπου καὶ τοῦτο τὴν στεριώνει. Ἀλλὰ τί ᾽ναι πιὸ γλυκὸ ἀπὸ τὴ μάνα τοῦ
Θεοῦ μου; Αὐτὴ μοῦ πῆρε τὰ μυαλὰ καὶ μοῦ ᾽δεσε τὴ γλώσσα. Αὐτὴν βλέπω
στὸν ὕπνο μου καὶ μ᾽ ἀνοιχτὰ τὴν βλέπω μάτια. Αὐτὴ γίνηκε μάνα τοῦ Λόγου
τοῦ Θεοῦ καὶ τούτου δῶ τοῦ δικοῦ μου λόγου. Τὸ γέννημα τῆς στείρας,
κάνει τώρα νὰ καρποφορήσουνε οἱ στέρφες μας ψυχές. Αὐτῆς τὴν ἱερὴ καὶ
θεία μετάσταση γιορτάζουμε σήμερα.
2. Γιὰ ἐλᾶτε, λοιπόν, ν᾽ ἀνέβουμε στὸ
μυστικὸ βουνὸ κι ἀφοῦ ὑψωθοῦμε πάνω ἀπ᾽ τὶς μέριμνες τοῦ βίου κι ἀπ᾽ τὴ
γυαλάδα τῶν ὑλικῶν πραγμάτων καὶ μποῦμε μέσα στὸ θεῖο κι ἀκατανόητο
σκοτάδι καὶ βρεθοῦμε παράδοξα μέσα στὸ θεῖο φῶς, τότε νὰ δοξολογήσουμε
τὴν ἀπειροδύναμη δύναμη.
. Πῶς ὁ Λόγος ἀπ᾽ τὸ ὑπερούσιο ὕψος του κι ἀπὸ τὸ κάθε τί
ἐπέκεινα, χωρὶς ν᾽ ἀφήσει τὴν πατρικὴ ἀγκαλιά, κατέβηκε στὰ σπλάγχνα τῆς
Παρθένας· καὶ πῶς ἀφοῦ γίνηκε ἡ σύλληψη κι ἡ σάρκωσή του, μεσ᾽ ἀπὸ
παθήματα ποὺ ὑπέμεινε ἐθελοντικά, τράβηξε στὸ θάνατο· καὶ ἀφοῦ ἦρθε μὲ
σῶμα χοϊκό, καὶ μὲ τὴ φθορὰ κατέκτησε τὴν ἀφθαρσία, τράβηξε πάλι κατὰ
κεῖ πάνω στὸν Πατέρα· καὶ πῶς τότε παρέσυρε κοντὰ στὸν Πατέρα του τὴ
μάνα ποὺ τοῦ ᾽δωσε σάρκα, κι ὕψωσε αὐτὴν ποὺ γίνηκεν ἐπίγειος οὐρανὸς
ψηλὰ στὴν ἐπουράνια γῆ!
. Σήμερα ἡ πνευματικὴ κι ἔμψυχη σκάλα, μὲ τὴν ὁποία ὁ Ὕψιστος
κατέβηκε καὶ «φανερώθηκε στὴ γῆ καὶ συναναστράφηκε μὲ τοὺς ἀνθρώπους»,
χρησιμοποιώντας τὸ θάνατο γιὰ σκάλα της, μετανάστεψε ἀπὸ τὴ γῆ στοὺς
οὐρανούς.
. Σήμερα ἡ ἐπίγεια τράπεζα, αὐτὴ ποὺ χωρὶς γάμο κράτησε μέσα της
τὸν οὐράνιο ἄρτο τῆς ζωῆς, τ᾽ ἀναμμένο κάρβουνο τῆς θεότητας, ὑψώθηκε
ἀπὸ τὴ γῆ στοὺς οὐρανούς. Σ᾽ ἐκείνη ποὺ γίνηκε ἡ ἀνατολικὴ πύλη γιὰ νὰ
περάσει μέσα της ὁ Θεός, τώρα τῆς ἀνοιχτήκανε διάπλατα οἱ πύλες τ᾽
οὐρανοῦ.
. Σήμερα ἡ ἔμψυχη πόλη τοῦ Θεοῦ μετατίθεται ἀπὸ τὴν ἐπίγεια
Ἱερουσαλὴμ στὴν «ἄνω Ἱερουσαλὴμ» κι αὐτὴ ποὺ γέννησε πρωτότοκο μαζὶ καὶ
μονογενῆ, τὸν «πρωτότοκο τῆς δημιουργίας ὅλης», τὸν μονάκριβοΥἱὸ τοῦ
Πατέρα, αὐλίζεται τώρα πιὰ ἐκεῖ πάνω στὴν συντροφιὰ τῶν «πρωτοτόκων». Ἡ
ἔμψυχη καὶ λογικὴ κιβωτὸς τοῦ Κυρίου μεταναστεύει στὴν ἀνάπαυση τοῦ Γιοῦ
της.
. Οἱ πύλες τοῦ παραδείσου ἀνοίγονται γιὰ νὰ ὑποδεχτοῦν τὴ
θεοφόρα γῆ, ἀπ᾽ ὅπου, μόλις βλάστησε τὸ δέντρο τῆς αἰώνιας ζωῆς, διέλυσε
τὴν παρακοὴ τῆς Εὕας καὶ τὴ νέκρωση τοῦ Ἀδάμ. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ
αἴτιος τῆς ζωῆς τῶν πάντων, ὑποδέχεται τὸ λαξεμένο σπήλαιο, τὸ ἀλατόμητο
βουνό, ἀπ᾽ ὅπου, χωρὶς ἀνθρώπου χέρι, ξεπήδησε ἡ πέτρα ποὺ γέμισε ὅλη
τὴν οἰκουμένη.
. Ἡ νυφικὴ παστάδα, ποὺ μέσα της ὁ Θεῖος Λόγος σαρκώθηκε,
ἀναπαύεται τώρα σὲ πανέμορφο τάφο, σὰν σὲ νυφικὸ θαλάμι, ἀπ᾽ ὅπου
ἀνεβαίνει στὸν οὐράνιο νυμφώνα καὶ ὁλόφωτη βασιλεύει μαζὶ μὲ τὸν Γιὸ καὶ
Θεό της, ἀφήνοντας σὲ μᾶς ἐδῶ κάτω τὸν τάφο της σὰν νυφικὴ παστάδα. Μὰ
πῶς γίνεται νά ᾽ναι ὁ τάφος νυφικὴ παστάδα; Μὰ ναί. Κι ἀπ᾽ ὁποιαδήποτε
νυφικὴ παστάδα εἶναι λαμπρότερος ὁ τάφος της, ὄχι ἀπὸ χρυσαφιοῦ
ἀνταύγειες, ἀπ᾽ ἀσημιοῦ λαμπράδα κι ἀπὸ λάμψεις πετραδιῶν κι οὔτε ἀπὸ
φόρεμα μεταξωτὸ καὶ πορφυρένιο, ἀλλ᾽ ἀπὸ τὴ θεία λαμπρότητα τοῦ παναγίου
Πνεύματος. Κι ὁ τάφος τῆς Παναγιᾶς δὲν γίνεται αἰτία γιὰ τὴ σωματικὴ
σύνδεση τῶν χοϊκῶν ἐραστῶν, ἀλλὰ αἰχμαλωτίζει μὲ τὸ Πνεῦμα τὶς ὅσιες
ψυχὲς καὶ τὶς ἐνώνει μὲ τὸ Θεὸ σὲ μιὰ ἕνωση πού ᾽ναι καλύτερη καὶ
γλυκύτερη ἀπ᾽ ὀ,τιδήποτε ἄλλο.
. Αὐτὸς ὁ τάφος τῆς Παναγιᾶς εἶναι ὡραιότερος κι ἀπ᾽ τὸν
Παράδεισο. Λέγοντας τοῦτο, δὲν θέλω νὰ θυμᾶμαι τὸ τί γίνηκε μέσα ἐκεῖ:
τὸ πόσο ἐνδιαφέρον ἔδειξε ὁ διάβολος, πόσο ἀνόητη, φθονερὴ κι ἀπατηλὴ
συμβουλὴ ἔδωσε στὴν Εὕα καὶ πόσο κείνη δείχτηκε ἀδύνατη κι εὐκολόπιστη·
οὔτε θέλω νὰ θυμᾶμαι κεῖνο τὸ γλυκόπικρο δόλωμα μὲ τὸ ὁποῖο τὴν
ξεμυάλισε κι ὕστερα κείνη ἐξαπάτησε τὸν ἄντρα της, οὔτε τὴν παρακοή, τὴν
ἐξορία, τὸν θάνατο· δὲν θά ᾽πρεπε ἴσως νὰ τὰ θυμηθῶ ὅλα τοῦτα, γιὰ νὰ
μὴ κάνω τὴ γιορτή μας καὶ γυρίσει σὲ λύπη.
. Ὁ τάφος τοῦτος, σῶμα θνητὸ ἀνύψωσε στὸν οὐρανὸ κι ἐκείνη
ὑψώθηκε κεῖ ψηλὰ καὶ κατέβασε στὴ γῆ τὸν γενάρχη. Σὲ τούτη τὴ γῆ ἄλλωστε
δὲν καταδικάστηκε αὐτὸς ποὺ πλάστηκε «κατ᾽ εἰκόνα Θεοῦ» μὲ τὸ «γῆ εἶσαι
καὶ σ᾽ αὐτὴ τὴ γῆ θὰ πᾶς»;
. Αὐτὸς ὁ τάφος εἶναι τιμιώτερος κι ἀπ᾽ τὴν ἀρχαία σκηνή, γιατί
δέχτηκε τὸ λογικό, ἔμψυχο καὶ θεοφεγγο λυχνάρι καὶ τὴ ζωηφόρο τράπεζα
ποὺ πάνω της ἔχει ὄχι «ἄρτους προθέσεως», ἀλλὰ οὐράνιο ψωμὶ κι εἶναι
ἀναμμένη ὄχι μὲ ὑλικὴ φωτιά, ἀλλὰ μὲ τ᾽ ἄυλο φῶς τῆς θεότητας.
. Αὐτὸς ὁ τάφος εἶναι πιὸ μακάριος κι ἀπὸ τὴν κιβωτὸ τοῦ Μωυσῆ,
γιατί εὐτύχησε νὰ φιλοξενήσει ὄχι «σκιὲς» καὶ «τύπους», ἀλλὰ τὴν ἴδια
τὴν ἀλήθεια. Κι ἀκόμα γιατί πραγματικὰ ὑποδέχτηκε τὴν ἀνόθευτη καὶ
χρυσαφένια στάμνα ποὺ ἀπὸ μέσα της καρποφόρησε τὸ οὐράνιο μάνα, καὶ τὴν
ζωντανὴ πλάκα π᾽ ἀγκάλιασε τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ, (ὄχι ἁπλὰ τὸ Νόμο, ἀλλὰ)
τὸν ἐνυπόστατο Λόγο ποὺ σαρκώθηκε μὲ τὴν ἐνέργεια τοῦ παντοδυνάμου
Πνεύματος. Κι ἀκόμα δείχτηκε τὸ χρυσὸ θυμιατήρι ποὺ κυοφόρησε τὸ θεῖο
ἄνθρακα καὶ μοσχομύρισε ὅλη τὴν πλάση.
3. Σκορπίστε πέρα σεῖς δαιμόνια καὶ
κλάψτε πανάθλιοι αἱρετικοί, καθὼς παλιὰ τότε οἱ Αἰγύπτιοι κι ὁ ἀρχηγός
τους ὁ νέος Φαραώ, αὐτὸς ὁ πικρὸς ἄθλιος καὶ τύραννος, καταχώθηκαν στὰ
βάθη τῆς βλαστήμιας, ἐμεῖς ὅμως ποὺ σωθήκαμε χωρὶς νὰ βρέξουμε τὸ πόδι
μας καὶ ξεπεράσαμε τὴν ἁρμυρὴ θάλασσα τῆς ἀσέβειας, ἂς ψάλουμε τώρα στὴ
Μάνα τοῦ Θεοῦ ὠδὴ ἐξόδια. Ἂς πάρει ὁ λαὸς σὰν τὴν Μαριὰμ τὸ τύμπανο κι
ἂς ἀρχίσει τὸ γιορταστικὸ τραγούδι. Ἐβγᾶτε σεῖς κορίτσια τοῦ πνευματικοῦ
Ἰσραὴλ «μὲ τύμπανα καὶ χοροὺς» κι ἂς ἀκουστοῦν οἱ χαρούμενες φωνές
σας. Ἔ, βασιλιάδες τῆς γῆς, κριτὲς κι ἀρχόντοι, «ἀγόρια καὶ κορίτσια,
γερόντοι καὶ νιοί», ὑμνῆστε τὴ Θεοτόκο. Γλῶσσες, ἔθνη καὶ λαοὶ ἂς
μελουργήσουμε «καινούργιο ἄσμα». Κι ὁ ἀγέρας νὰ γεμίσει ἀπὸ ἤχους
πνευματικοὺς σὰν θ᾽ ἀντηχοῦν οἱ αὐλοὶ κι οἱ σάλπιγγες καὶ μέσα ἀπὸ
χαριτωμένες φλόγες φωτιᾶς ἂς ἀνατείλει καινούργια καὶ σωτήρια μέρα. Ἂς
εὐφρανθοῦν τὰ οὐράνια καὶ τὰ σύγνεφα ἂς σταλάξουν ἀγαλλίαση. Πηδῆστε ἀπὸ
χαρὰ ὁδηγοὶ τοῦ διαλεχτοῦ ποιμνίου τοῦ Θεοῦ, σεῖς θεῖοι Ἀπόστολοι, ποὺ
ὡσὰν τὰ βουνὰ ψηλὰ στὸν ἀέρα ὑψώνεστε μὲ τὶς θεῖες θεωρίες. Χαρεῖτε κι
ἐσεῖς πρόβατα τοῦ Θεοῦ, ἅγιε λαέ, τὰ θρεφτάρια τῆς Ἐκκλησίας, σεῖς
ταπεινὲς κορφές, ποὺ μὲ τὸ θεῖο σας πόθο τραβᾶτε κεῖ πάνω στὰ ψηλὰ
βουνά.
. Ἀλλοί! Ἀλλοί! Πέθανε ἡ Μάνα τοῦ Κυρίου μου, ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς.
Γιατί ἔπρεπε ὅ,τι ἀπὸ γῆ γίνηκε, σ᾽ αὐτὴ τὴ γῆ νὰ ἐπιστρέψει γιὰ νὰ
μεταφερθεῖ ἔτσι ψηλὰ στὸν οὐρανό. Καταθέτοντας στὴ γῆ τὸ σῶμα της ἡ
Παναγιὰ μετέδωσε σ᾽ αὐτὴ τὴν ἄφθαρτη ζωή της. Καὶ τώρα τὴν ξαναπαίρνει
πίσω. Ὅπως ἀκριβῶς τὸ χρυσάφι στὸ χωνευτήρι βγάζει τ᾽ ἄχρηστα ὑλικά,
ἔτσι κι ἡ Παναγιὰ ἔπρεπε στὸ χωνευτήρι τοῦ θανάτου νὰ ξεντυθεῖ τὴ γήινη
καὶ θαμπὴ ὕλη τῆς θνητότητας, γιὰ νὰ ὑψώσει ἀπὸ τὸ μνῆμα τὴ σάρκα της
ἄφθαρτη καὶ καθάρια, ἔτσι ποὺ νὰ λάμπει ἀπὸ τὸ φεγγοβόλημα τῆς
ἀφθαρσίας.
4. Σήμερα ἡ Παναγιὰ ἀρχίζει τὴ δεύτερη
ὕπαρξή της, ποὺ τῆς χάρισε Ἐκεῖνος ποὺ τῆς ἔδωσε καὶ τὴν προηγούμενη
ὕπαρξη, καὶ ποὺ ἡ προηγούμενη ἀθάνατη ὕπαρξή του δὲν εἶχε χρονικὴ ἀρχή,
ἂν καὶ εἶχε τὸν Πατέρα σὰν αἰτία τῆς θείας του ὕπαρξης.
. Χαῖρε Σιών, βουνὸ θεῖο καὶ ἅγιο, ποὺ σὲ σένα κατοικοῦσε τὸ
θεῖο κι ἔμψυχο βουνό· ἡ νέα Βαιθὴλ ποὺ μέσα σου ἡ ἀνθρώπινη φύση χρίεται
μὲ τὴ θεότητα, ὅπως στὴν παλαιὰ Βαιθὴλ χρίστηκε ἡ στήλη τοῦ Ἰακώβ. Ἀπ᾽
ὅπου ἀπ᾽ τὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, ἔχει ἀνυψωθεῖ ψηλὰ στὸν οὐρανὸ ὁ Γιὸς τῆς
Παναγιᾶς.
. Ἂς ἑτοιμαστεῖ νεφέλη οὐράνια καὶ πανέμορφη καὶ τῶν ἀνέμων τὰ
φτερὰ ἂς μεταφέρουν στὴν Σιὼν τοὺς ἀποστόλους ἀπ᾽ τὰ πέρατα τῆς γῆς.
«Ποιοὶ εἶναι τοῦτοι δῶ ποὺ πετᾶνε σὰν σύγνεφα καὶ σὰν ἀϊτοὶ κοντὰ στὸ
λείψανο τοῦτο», πού ᾽ναι ἡ αἰτία τῆς ἀνάστασης ὅλων τῶν πραγμάτων, γιὰ
νὰ τὸ ὑπηρετήσουνε στὴν ἔξοδό του; «Ποιά εἶναι κείνη ποὺ ἀνεβαίνει στ᾽
ἄσπρα ντυμένη, πανώρια καὶ λάμπει σὰν τὸν ἥλιο»;Τραγουδῆστε σεῖς κιθάρες
τοῦ Πνεύματος, ἀποστολικὲς γλῶσσες· βγάλτε φωνὲς χαρμόσυνες, σεῖς
ὄργανα, οἱ κορυφὲς τῶν θεολόγων. Καὶ σὺ ὁ Ἱερόθεος, τὸ σκεῦος τῆς
ἐκλογῆς, ὁ καθαγιασμένος ἀπὸ τὸ θεῖο Πνεῦμα, ποὺ μὲ τὴ θεία ἕνωση ἔλαβες
πείρα καὶ μάθηση, παραμέρισε τὸ σῶμα καὶ μ᾽ ὅλη σου τὴν καρδιὰ
συναποδήμησε καὶ ἠχηρὰ ν᾽ ἀκουστοῦν τὰ ἐφύμνιά σου. Ὅλα τὰ ἔθνη
χειροκροτῆστε κι ὑμνῆστε τὴν Θεοτόκο· κι ἐσεῖς ἄγγελοι διακονῆστε τὸ
θνητὸ σῶμα.
. Θυγατέρες τῆς Ἱερουσαλήμ, ἀκολουθῆστε τὴ βασίλισσα καὶ
παρθένες, ποὺ τὸ Πνεῦμα κρατάει πάντα νέα τὰ νιάτα σας, ἐλᾶτε μαζί της
στὸ νυμφίο, γιὰ νὰ παρασταθεῖτε στὰ «δεξιὰ» τοῦ Κυρίου. Καὶ σύ, Κύριε,
κατέβα, κατέβα γιὰ ν᾽ ἀποδώσεις στὴ Μάνα σου, ποὺ τῆς εἶσαι τόσο πολὺ
ὑποχρεωμένος, ὅ,τι γιὰ τὴν ἀνατροφή σου τῆς χρωστᾶς. Ἄνοιξε τὰ θεῖα σου
χέρια καὶ δέξε τῆς Μάνας τὴν ψυχή, Σὺ ποὺ ἐκεῖ πάνω στὸ σταυρὸ τὸ πνεῦμα
σου ἐμπιστεύτηκες στὰ χέρια τοῦ Πατέρα καὶ πές της κάποιο γλυκὸ
ψιθύρισμα: ἔλα καλή μου σύ, «κοντινὴ σὲ μένα» ποὺ μὲ τὴν ὀμορφιὰ τῆς
παρθενίας σου ἀκτινοβολεῖς πιὸ πάνω κι ἀπ᾽ τὸν ἥλιο. Μοῦ μετέδωσες τὰ δικά σου. Ἔλα ν᾽ ἀπολάψεις τὰ δικά μου. Ἔλα Μάνα στὸ παιδί σου! Ἔλα,
νὰ βασιλέψεις μαζὶ μ᾽ ἐμένα ποὺ ταπεινὰ γεννήθηκα ἀπὸ σένα κι ἔζησα
ταπεινὰ μ᾽ ἐσένα. Πήγαινε, Δέσποινα, ξεκίνα ὄχι μὲ τὴ μωσαϊκὴ τάξη,
«ἀνέβα» καὶ «ἀπόθανε». Θά ᾽λεγα ν᾽ ἀποθάνεις πρῶτα καὶ μετὰ ν᾽ ἀνεβεῖς.
Τὴν ψυχή σου ἐμπιστέψου στὰ χέρια τοῦ Γιοῦ σου. Δῶσε πίσω στὴ γῆ τὸ χῶμα
ποὺ τῆς ἀνήκει ἀφοῦ κι αὐτὸ θὰ συνανυψωθεῖ.
. Σήκωσε τὰ μάτια σου, λαὲ τοῦ Θεοῦ, ὕψωσέ τα. Νά, στὴ Σιών,
βρίσκεται ἡ κιβωτὸς Κυρίου τοῦ Θεοῦ τῶν δυνάμεων. Καὶ γύρω της
παρευρίσκονται σωματικὰ οἱ ἀπόστολοι κηδεύοντας τὸ ζωαρχικὸ καὶ θεοδόχο
σῶμα. Χωρὶς ὑλικὸ σῶμα, ἀόρατα καὶ σεβαστικὰ πετᾶν ἄγγελοι καὶ
συντροφεύουνε τὸ σῶμα τῆς Μάνας τοῦ Κυρίου τους. Κι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος
εἶναι δῶ, «ὁ πανταχοῦ παρὼν καὶ τὰ πάντα πληρῶν», αὐτὸς ποὺ συντηρεῖ τὸ
κάθε τί κι εἶναι πέρα ἀπὸ κάθε τόπο, γιατί μέσα σ᾽ αὐτὸν εἶναι ὅλα τὰ
πράγματα, ἀφοῦ αὐτὸς εἶναι τὸ ποιητικὸ καὶ συνεκτικό τους αἴτιο.
. Νά, ἡ παρθένα, ἡ θυγατέρα τοῦ Ἀδὰμ καὶ Μάνα τοῦ Θεοῦ. Ἐξ
αἰτίας ἐκείνου τοῦ Ἀδὰμ ἐπιστρέφει τὸ σῶμα της στὴ γῆ, τὴν ψυχή της ὅμως
χάρη στὸ γιό, στέλνει στὶς οὐράνιες σκηνές. Ἁγιάζου ἡ ἅγια πόλη καὶ ἤδη
εὐλογημένη ἀπόλαυσε αἰώνια εὐλογία στὸ πέρασμα τοῦ θείου σκηνώματος.
Προπορευτεῖτε σεῖς οἱ ἄγγελοι καὶ περιποιηθεῖτε τὸν τάφο· ἂς τὸν
στολίσει ἡ λάμψη τοῦ Πνεύματος.
. Ἂς ἑτοιμασθοῦν μύρα καὶ ἀπὸ τὸ πανάμωμο καὶ μοσχομύριστο ἂς
ἀρωματισθοῦν σῶμα. Ἂς ἔρθει ἐδῶ νάμα καθαρὸ γιὰ νὰ εὐλογηθεῖ ἀπ᾽ τὴν
ἀμόλυντη πηγὴ τῆς εὐλογίας. «Ἀγάλλου γῆ» καθὼς μέσα σου κατατίθεται τὸ
σῶμα κι ἐσὺ ἀγέρα χαῖρε πολὺ καθὼς τώρα ἀνεβαίνοντας σὲ διασχίζει τὸ
πνεῦμα της. Πνεῦστε αὖρες δροσερὲς καὶ χαριτωμένες. Ἡ πλάση ὅλη
πανηγύριζε τὴν ἄνοδο στοὺς οὐρανοὺς τῆς Μάνας τοῦ Θεοῦ. Ἀλαλάξτε
νεανικὲς συντροφιὲς κι ἀπὸ τὶς γλῶσσες τῶν ρητόρων ἂς ξεχυθοῦν τὰ
ἐφύμνια· οἱ καρδιὲς τῶν σοφῶν ἂς φιλοσοφήσουν πάνω στὸ θαῦμα καὶ οἱ
γέροντες μὲ τ᾽ ὁλόλευκο κεφάλι, ποὺ τοὺς σεβόμαστε, ἂς μᾶς δώσουνε
γαλήνια τοὺς καρποὺς τῆς μυστικῆς τους θεωρίας. Ἡ πλάση ὅλη ἂς προσφέρει
στὸν ἔρανο. Ἀλλὰ κι ἔτσι, νιώθω, πὼς ἐλάχιστα θά ᾽φταναν τὴν ἀξία τῆς
γιορτῆς.
5. Ἐλᾶτε ὅλοι ἐγκάρδια νὰ κατεβοῦμε στὸ
τάφο μαζὶ μ᾽ αὐτὴ ποὺ τὸν κατεβαίνει. Ἂς σταθοῦμε γύρω γύρω στὴν πανίερη
κλίνη της καὶ μελωδικὰ νὰ ψάλουμε ὕμνους ἱερούς: «Χαῖρε χαριτωμένη, ὁ
Κύριος μαζί σου»! Χαῖρε σύ, ἡ προορισμένη Μάνα τοῦ Θεοῦ. Χαῖρε σὺ ποὺ
ἤσουνα διαλεγμένη προαιώνια στὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ· χαῖρε τὸ θειότερο τῆς
γῆς βλαστάρι, κατοικία τοῦ θείου πυρός, τὸ ἱερώτατο ἀριστούργημα τοῦ
παναγίου Πνεύματος, πηγὴ τοῦ ζωντανοῦ νεροῦ, παράδεισε τοῦ ξύλου τῆς
ζωῆς, ἔμψυχο κλῆμα τοῦ θείου σταφυλιοῦ, ποὺ πηγάζεις νέκταρ καὶ
ἀμβροσία, ποτάμι κατάμεστο ἀπὸ τ᾽ ἀρώματα τοῦ Πνεύματος, χωράφι μὲ τὸ
θεῖο στάχυ, ρόδο τόσο φωτεινό, ἀπὸ τὸ παρθένεμα, ποὺ ἀναδίνεις πνοὴ μὲ
τὴν εὐωδιὰ τῆς χάρης, κρίνο βασιλικοῦ φορέματος, ἀμνάδα ποὺ γέννησες τὸν
ἀμνὸ τοῦ Θεοῦ, κεῖνον ποὺ στὶς πλάτες του σήκωσε τὴν ἁμαρτία τοῦ
κόσμου, ἐργαστήρι τῆς σωτηρίας μας, σὺ ἀνώτερη κι ἀπ᾽ τὶς ἀγγελικὲς
δυνάμεις, δούλα καὶ Μάνα Θεοῦ.
. Ἐλᾶτε νὰ περιτριγυρίσουμε τὸν ἀμόλευτο τάφο καὶ ν᾽
ἀντλήσουμε θεία χάρη. Ἐλᾶτε μὲ τὶς ἀγκαλιὲς τῆς ψυχῆς νὰ κρατήσουμε τὸ
ἀειπάρθενο σῶμα κι ἔτσι βαστώντας το νὰ μποῦμε μαζί του μέσα στὸ μνῆμα
καὶ νὰ νεκρωθοῦμε μαζί του, βγάζοντας πάνωθέ μας τὰ πάθη καὶ ζώντας μαζὶ
μὲ τὴν Παναγιά, ζωὴ εἰρηνικὴ κι ὁλοκάθαρη. Ἂς ἀκούσουμε, λοιπόν, τοὺς
θείους ὕμνους, ποὺ ἔρχονται ἀπὸ τ᾽ ἀγγελικὰ χείλη. Ἂς μποῦμε νὰ
προσκυνήσουμε καὶ ἂς μάθουμε τὰ παράξενα μυστήρια: πῶς, δηλαδή, τὸ σῶμα
της σηκώθηκε, πῶς ὑψώθηκε, πῶς ἀναλήφτηκε στοὺς οὐρανοὺς καὶ
παρευρίσκεται κοντὰ στὸ Υἱό της πάνω ἀπ᾽ ὅλες τὶς ἀγγελικὲς τάξεις.
Γιατί, στ᾽ ἀλήθεια, τίποτα δὲν χωρίζει τὴ Μάνα ἀπὸ τὸ Γιό.
. Αὐτὸς ἐδῶ εἶναι ὁ τρίτος ἀποχαιρετιστήριος λόγος στὴν
κοίμησή σου, Μάνα τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔγραψα κοντὰ στοὺς ἄλλους δύο γιὰ σένα
καὶ γιὰ τὸ σεβασμὸ καὶ τὴν ἀγάπη στὴν Πανάγια Τριάδα, ποὺ τὴν ὑπηρέτησες
μὲ τὴν πατρικὴ εὐδοκία καὶ τὴ δύναμη τοῦ Πνεύματος, μὲ τὸ νὰ δεχτεῖς
μέσα σου, τὸν ἄναρχο Λόγο, τὴν παντοδύναμη σοφία καὶ δύναμη τοῦ Θεοῦ.
. Δέξου λοιπὸν τὸ ζῆλο μου ποὺ ξεπερνάει τὶς δυνάμεις μου καὶ δίνε μου τὴ σωτηρία, τὴν ἀποξένωση ἀπὸ τὰ ψυχικὰ πάθη, τὴν παρηγοριὰ στοὺς σωματικοὺς πόνους, τὴ διάλυση τῶν δυσκολιῶν, τὴ γαλήνη τοῦ βίου καὶ τὸ φωτισμὸ τοῦ Πνεύματος. Παναγιά μου, κάμε νὰ λαμπαδιάσει ὁ πόθος γιὰ τὸ Γιό σου καὶ τὸ βίο μας κάνε τὸν ἔτσι ποὺ νὰ τοῦ ἀρέσει. Ὥστε,
σὰν θὰ εὐτυχήσουμε νὰ λάβουμε ἀπὸ κεῖ ψηλὰ τὴν μακαριότητα καὶ νὰ σὲ
βλέπουμε νὰ λάμπεις μὲ τοῦ Γιοῦ σου τὴ δόξα, ν᾽ ἀναπέμπουμε ὕμνους
ἱεροὺς στὸν Χριστό, τὸ Υἱὸ τοῦ Θεοῦ καὶ Θεό μας, ποὺ μεσ᾽ ἀπὸ σένα
οἰκοδόμησε τὴ σωτηρία μας, κι ἐμεῖς σ᾽ αἰώνια, κοινὴ μὲ τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ
εὐφροσύνη, ἀντάξια στὸ Πνεῦμα.
. Σ᾽ αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη, μαζὶ μὲ τὸν ἄναρχο
Πατέρα καὶ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα καὶ τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν
αἰώνων. Ἀμήν.
βλ. σχετ.: ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΤΟΥ ΣΤΟΥΔΙΤΟΥ
Ἐγκώμιον εἰς τὴν Kοίμησιν τῆς ἁγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου Θεοδ. Στουδίτου ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΙΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου