Τρίτη 24 Μαρτίου 2015



ΑΝΥΠΟΛΟΓΙΣΤΗ Η ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΘΕΝΙΑΣ 

Την εποχή που η Βρεττανία δέχτηκε την πίστη στο Χριστό, ζούσε ένας Άρχοντας Φιλάρετος, που είχε μια κόρη, τη Μαρία, πολύ όμορφη που έγινε μοναχή.
Κάποτε ο Ηγεμόνας της χώρας που τον έλεγαν Ριχάρδο, άνθρωπος άσωτος και ακρατής, πήγε την ορφανή από μητέρα κόρη του στο Μοναστήρι που ήταν και η Μαρία.
Η Ηγουμένη υποδέχθηκε με χαρά τον Ηγεμόνα και για να τον
τιμήσει πρόσταξε όλες τις Αδελφές να τον χαιρετήσουν. Ανάμεσα σ’ αυτές ήταν και η Μαρία που μόλις είδε τη στολή του Ηγεμόνα έλεγε με το νου της. Άραγε, Κύριε μου, να έχει και στη βασιλεία Σου τέτοια δόξα αυτός ο άνθρωπος;
Εκείνος μόλις την κοίταξε, θαμπώθηκε από την ομορφιά της και νόμισε ότι και αυτή με την ίδια σκέψη θα τον έβλεπε. Γι’ αυτό μόλις γύρισε στο Παλάτι ειδοποίησε την Ηγουμένη να του στείλει τη Μαρία γιατί ήταν βέβαιος ότι και αυτή τον αγαπά.
 Σε αρνητική απάντηση της Ηγουμένης, έστειλε πάλι μήνυμα ο Ηγεμόνας, ότι τα μάτια της Μαρίας του πλήγωσαν την καρδιά του όταν τον κοίταξαν και αν δεν την στείλει με την ακολουθία του, θα πήγαινε ο ίδιος να την πάρει και θα έκανε κακό μεγάλο στο Μοναστήρι.
Τότε η Ηγουμένη κάλεσε τη Μαρία και της είπε:
-Παιδί μου, εσύ αφιέρωσες την ψυχήν σου στο Θεό και προόδευσες πολύ πνευματικά. Πώς λοιπόν έκανες το σφάλμα αυτό να κοιτάξεις τον Ηγεμόνα; Να τώρα τι ζητά αυτός.
Τότε η Μαρία είπε:
-Καλή μου Γερόντισσα. Με άλλο λογισμό εγώ τον κοίταξα και αυτός έβαλε κακό στο μυαλό του. Άσε με όμως εμένα να δώσω την απάντηση για να γνωρίσεις πόσο πολύ ποθώ να φυλάξω την παρθενία μου.
Πηγαίνω πρώτα στην Εκκλησία να προσευχηθώ στην Παναγία να με φωτίσει τι να αποκριθώ. Εσύ στείλε εκεί τους απεσταλμένους.
Πράγματι πήγε μπροστά στην εικόνα της Παναγίας και προσευχόταν με δάκρυα στα μάτια να την λυτρώσει από τον μολυσμό της σάρκας.
Όταν έφθασε στην Εκκλησία ο απεσταλμένος, τότε του είπε η Μαρία. Περίμενε λίγο έξω και θα σου δώσω εκείνο που ποθεί ο αφέντης σου.
Εκείνος τότε βγήκε έξω από την Εκκλησία χαρούμενος ότι πέτυχε τον σκοπό του.
Τότε η νύφη του Χριστού στάθηκε μπροστά στην εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου και είπε με δάκρυα στα μάτια:
«Καλή μου Δέσποινα, είναι καλύτερο να μη έχω τα μάτια μου και να βλέπω την εικόνα σου παρά να μολύνω την παρθενία μου. Συγχώρεσέ με κι ας μη λογιστεί σαν αμαρτία η πράξη μου αυτή».
Τότε με ένα μαχαίρι βγάζει και τα δυό της μάτια, τα βάζει σ’ ένα δίσκο και αφού τα έδωσε στον απεσταλμένο του Ηγεμόνα είπε:
-Επειδή αυτά τα μάτια πλήγωσαν τον αφέντη σου, να εγώ τα τιμώρησα. Αν αυτά, όπως είπε μπορούν να τον θεραπεύσουν, πήγαινε γρήγορα να τα δώσεις για να ικανοποιηθεί!
Αυτός τότε με τρόμο πήρε τα μάτια και τα πήγε στον Ηγεμόνα.
Αυτός μόλις τα είδε θαύμασε την αρετή της γενναίας κόρης.
Μετανόησε, έκλαψε η ψυχή του και πήγε συντετριμμένος στο Μοναστήρι με τα δυο μάτια και τα  έβαλε μπροστά στην εικόνα της Παναγίας. Εκεί κοντά ήταν και η τυφλή που προσευχόταν. Τότε διέταξε να πέσουν όλες οι μοναχές και να προσευχηθούν στη Παναγία. Και τότε η Παναγία ξανά έδωσε το φώς με θαύμα στη Μαρία.
Από το Συναξαριστή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου