Κυριακή 29 Μαρτίου 2015

ΤΟ ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ: ΜΥΘΟΣ ἢ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΣ; [Δ´]


ΤΟ ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ Μῦθος ἤ πραγματικότης; [Δ´ΜΕΡΟΣ]

Ὑπὸ τῆς  Ξανθ. Συριοπούλου, Φιλολόγου
(Ἄρθρο δημοσιευμένο τὸ 1978, στὸ περιοδικὸ «Η ΔΡΑΣΙΣ ΜΑΣ», τεύχη 143-147)

V. Τὸ κρυφὸ Σχολειὸ στὴ Λογοτεχνία καὶ τὶς Τέχνες

.         Ἂν ὑποστηριχθῆ ὅτι ὁ μῦθος γιὰ τὸ Κρυφὸ σχολειὸ εἶναι δημιούργημα τῶν μετεπαναστατικῶν λογίων καὶ λογοτεχνῶν, θὰ ἦταν δυνατὸ νὰ παρατηρηθῆ ὅτι ὁ 19ος αἰώνας εἶναι ἐποχὴ τοῦ Ὀρθολογισμοῦ, δηλαδὴ μιὰ ἐποχὴ ποὺ δὲν εὐνοοῦσε καθόλου τὴν δγημιουργία καὶ τὴν διάδοσι μύθων. Ἄλλωστε ὁ Νικόλαος Γύζης ἀναδείχθηκε καλλιτέχνης στὴ Γερμανία καὶ ὁ Ἰωάννης Πολέμης στὸ Παρίσι, δίδοντας ὁ μὲν πρῶτος τὸν ἔξοχο ζωγραφικὸ πίνακα καὶ ὁ δεύτερος τὸ ὡραῖο ποίημα γιὰ τὸ Κρυφὸ Σχολειό. Καὶ αὐτὰ τὰ ἔργα τὰ ἀποδέχθηκε ὁλόψυχα καὶ τὰ ἀγκάλιασε μὲ ἰδιαίτερη λαχτάρα ὁ ἑλληνικὸς λαός, γιατὶ ἀκριβῶς ἐξέφραζαν ὅ,τι ὁ ἴδιος εἶχε διατηρήσει διὰ τῆς παραδόσεως.
.       Οἱ κυριώτεροι ἐκπρόσωποι τῆς λογοτεχνίας, ποὺ τὴ λογοτεχνική τους δημιουργία ἔχουν στηρίξει σὲ βαθειὰ ἀναδίφησι τῆς νεωτέρας ἱστορίας, ὅπως ὁ Πετσάλης καὶ ὁ Περάνθης, ἀνασυγκροτοῦν τὴν ἀλήθεια γιὰ τὴν ὕπαρξι καὶ τὴ λειτουργία τοῦ Κρυφοῦ Σχολειοῦ, ποὺ σκιαγραφήθηκε πιὸ πάνω καὶ προβάλλει ἀπὸ τὰ τόσα τοπωνύμια καὶ ἄλλα ἐκτεθέντα τεκμήρια, ἔχει δὲ ἀποτυπωθῆ στὴ λαϊκὴ παράδοσι, καὶ μὲ παραστατικότητα χωρὶς τὴν παραμικρὴ ἀμφιβολία ἔτσι τὴν παρουσιάζουν.
.       Ὁ Θαν. Πετσάλης παρουσίασε μὲ τόση ζωντάνια τὰ δεινὰ τῆς Ἑλλληνικῆς φυλῆς κατὰ τοὺς χρόνους τῆς Τουρκοκρατίας στὰ ἔργα του «οἱ Μαυρόλυκοι» καὶ «ἡ Καμπάνα τῆς Ἁγια-Τριάδας», σ. 148-162) δίνει μιὰ γλαφυρὴ καὶ ζωντανὴ περιγραφὴ τῆς λειτουργίας τοῦ Κρυφοῦ Σχολειοῦ, πῶς γινόταν κρυφὰ κατὰ τὴ νύκτα, τί ἐδιδάσκοντο τὰ παιδιά, τὴν προσπάθεια τοῦ ἱεροδάσκαλου νὰ διατηρήση τὴν πίστι καὶ τὴν γλῶσσα καὶ τὸν κίνδυνο ποὺ διέτρεχε ἀπὸ τὸν βάρβαρο δυνάστη.
.        Ὁ ἴδιος λογοτέχνης στὸ περιοδικὸ «Ἑλληνικὴ Δημιουργία» γράφει χαρακτηριστικά: «…Τοὺς δύο πρώτους αἰῶνες μετὰ τὴν Ἅλωσι τὸ Γένος ἔμεινε μὲ ὀλίγιστες περιπτώσεις στὸ πιὸ μαὺρο σκοτάδι. Ἀνοργάνωτα καὶ ἀσυστηματοποίητα μαζεύει ὁ παπᾶς, μισογραμματισμένος κι ἐκεῖνος τὶς πιὸ πολλὲς φορὲς, μαζεύει μερικὰ παιδιὰ στὴν ἐκκλησιά, στὸ νάρθηκα τὴς ἐκκλησιᾶς… Ἦταν ὁ καθ᾽ αὐτὸ καιρὸς τοῦ Κρυφοῦ Σχολειοῦ. Τότε ποὺ ὁ φόβος τοῦ τούρκου ἔκανε τοὺς γονεῖς νὰ στέλνουν τὰ παιδιά τους πρίν ξημερώσει ἀκόμη, μέσ᾽ στὸ σκοτάδι, νὰ πᾶνε στὸν παπᾶ, παπᾶ καὶ δάσκαλο…»[1].
.         Καὶ ὁ ἄλλος μεγάλος λογοτέχνης Μιχαὴλ Περάνθης θὰ γράψη χαρακτηριστικά: «…ἀφοῦ διώκεται δημόσια ἡ Παιδεία θὰ προσφύγουν στὸ Κρυφὸ Σχολειό. Τούτη ἡ περίπτωση τῶν Κρυφῶν Σχολειῶν εἶναι σίγουρα ἡ καταπληκτικώτερη μέσα στὴν πνευματικὴ ἱστορία ὅλων τῶν λαῶν.. Βεβαιώνει τί ἀκαταμάχητη δίψα ποὺ φούντωνε γιὰ μόρφωση καὶ πόσο -γενικὸ ἦταν τὸ κίνημα, ἀφοῦ διαφυλάχτηκε μέσ᾽ τὸ δημοτικό μας τραγούδι. Ἀκόμα κι ἀπὸ τὸν ἅη Βασίλη (προσωποποίηση τῆς παιδείας) τὸ δῶρο ποὺ ζητοῦν τὰ παιδιὰ εἶναι νὰ μάθουν γράμματα. Ἀφοῦ ἠξέρεις γράμματα πὲς μας τὴν ἀλφαβήτα…. Διδάσκαν καλόγεροι καὶ παπάδες μισογραμματισμένοι κι αὐτοί. Διδάσκουν νύκτα μὲ τὸ κερί, πρὶν ξημερώσει ἀκόμα, τὰ παιδιὰ διολίσθαιναν ἀθόρυβα στὸ σκοτάδι… νὰ μὴ τοὺς δεῖ Τοῦρκος κι ἦταν χαρούμενα, ὅταν εἶχε φεγγάρι -ποὺ τὸ τραγουδοῦσαν. Ἔφταναν σ´ ἕνα γυμνὸ δωμάτιο σπιτιοῦ, στὸ νάρθηκα μιᾶς ἐκκλησιᾶς, σ´ ἕνα μπουντρούμι ἀνήλιαγο καὶ ὑγρὸ… στὶς πλάκες ἤ ἐπάνω σὲ πέτρες, γύρω γύρω, μὲ τ᾽ αὐτί τους στηριγμένο ἔξω, μπὰς κι ὁρμήσει ὁ ἀγαρηνός, μὲ τὰ μάτια τους στὸ μυστικὸ παραπόρτι, ἕτοιμοι νὰ τὸ σκάσουν ἄν χρειαστεῖ… καὶ νὰ παίζουν τὸ κεφάλι τους γιὰ πέντε κολλυβογράμματα. Τί μάθαιναν; τὴν ἀλφαβήτα γιὰ νὰ διαβάζουν τὸ Ψαλτήρι. Βιβλία δὲν εἶχαν. Ἡ ἀνάγνωση γινόταν στ᾽ Ὀκτωήχι…»[2].
.           Καὶ ὁ Ἠλίας Π. Βουτιερίδης στὸ ἔργο του «Σύντομη Ἱστορία τῆς Νεοελληνικῆς Λογοτεχνίας» παραδέχεται τὴν ὕπαρξι καὶ λειτουργία τοῦ Κρυφοῦ Σχολειοῦ.[3]

VΙ. Συμπεράσματα

.         Ὕστερα ἀπὸ ὅλα τὰ ἀνωτέρω καταλήγομε στὸ συμπέρασμα, ὅτι κατὰ περιόδους διωγμοῦ ἐλειτούργησαν Κρυφὰ Σχολειά, τῶν ὁποίων ἡ μορφὴ καὶ ὁ ἀριθμὸς κατὰ περιοχὲς ἐξηρτᾶτο ἀπὸ τοὺς κατὰ τόπους διοικητὰς καὶ τὶς ἑκάστοτε τοπικὲς ἀνάγκες.
.       Ὅτι ἐλειτούργησε σὲ Μονὲς κυρίως καὶ στὸ νάρθηκα τῶν ἐκκλησιῶν καὶ σὲ σπίτια, ἀλλοῦ μὲ περισσότερους καὶ ἀλλοῦ μὲ λιγώτερους μαθητάς, βραδινὲς ἤ πρωϊνὲς ὧρες καὶ συνεδυάζετο πολλὲς φορὲς μὲ τὶς λατρευτικὲς ἀκολουθίες, ὅπως καὶ κατὰ τὴ βυζαντινὴ ἐποχὴ εἶναι γεγονὸς ἀναμφισβήτητο καὶ αὐταπόδεικτο. Καὶ ἐκεῖνο ποὺ βοηθεῖ κυρίως στὴν ὑποστήριξι τῆς ὑπάρξεώς του εἶναι: 1) ἡ ἐπιβίωσί μας, ἡ διατήρησι τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης, τῆς ἐθνικότητός μας. 2) ἡ εἰλικρίνεια καὶ ὁ αὐθορμητισμὸς τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, ποὺ ἐδημιούργησε τὰ τοπωνύμια στηριζόμενος στὴν πραγματικότητα καὶ ἔφτιαξε τὸ δημοτικὸ τραγούδι, στὸ ὁποῖο ἐκφράζει τὴν πίστι του. 3) Ἐπικροτοῦν ἐπίσης τὴν λειτουργία τοῦ Κρυφοῦ Σχολειοῦ οἱ ἀπαγορεύσεις καὶ τὰ δεινοπαθήματα, ποὺ ὑφίσταντο κάθε φορὰ ἀπὸ τὸν βάρβαρο δυνάστη οἱ Ἕλληνες καὶ κάθε διευκόλυνσι γιὰ ὁποιοδήποτε θέμα ἦταν φαινομενική. 4) τόσοι ἄλλοι μελετηταὶ καὶ ἄξιοι ἱστοριογράφοι καὶ λογοτέχναι τὸ ἐπικυρώνουν.
.         Ἀκόμη δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀποκλείση καὶ τὴν ἄποψι ὅτι νέες ἔρευνες καὶ στοιχεῖα ποὺ εἶναι δυνατὸν νὰ δοῦν τὸ φῶς μελλοντικὰ θὰ μᾶς διασαφήσουν περαιτέρω καὶ θὰ διαφωτίσουν τὸ γεγονὸς τῆς λειτουργίας τοῦ Κρυφοῦ Σχολειοῦ, ὅπως φαίνεται καὶ ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ λέγει ὁ Μ. Γεδεών: «Κτύπος ἀξίνης ἐπὶ τῶν ἐρειπίων ἡσυχαστηρίου ἤ καλύβης φιλοπόνου διδασκάλου ἤ λογίου μοναχοῦ δυνατὸν κόσμον ὅλον ν᾽ ἀνατρέψῃ καὶ γενεὰν λησμονηθεῖσαν νὰ ἐπαναγάγῃ εἰς ζωήν»[4].
.           Ὅλα αὐτὰ δείχνουν πόσο μεγάλη εἶναι ἡ εὐθύνη μας, ὅταν σὲ βιβλία σχολικὰ ὑπάρχουν γνῶμες ἀτεκμηρίωτες σὲ θέματα μάλιστα ποὺ ἡ εὐαισθησία μας εἶναι μεγάλη, γιατὶ ἀκριβῶς πρόκειται γιὰ θέματα ἐθνικά, γιὰ ὅ,τι συνηθίσαμε νὰ λέμε «ἱερὰ καὶ ὅσια» τῆς Φυλῆς μας.

ΚΑΙ ΠΑΛΙΝ ΤΟ ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ

Ἀγαπητή μου «Δρᾶσις»
.        Ἡ μελέτη τῆς Δος Ξ. Συριοπούλου «Τὸ Κρυφὸ Σχολειό»· Μῦθος ἤ πραγματικότης;» μοῦ δίνει τὴν εὐκαιρία νὰ σοῦ γράψω καὶ πάλι ὀλίγες σκέψεις μου. .      Ὅσοι ὑποστηρίζουν ὅτι τὸ Κρυφὸ Σχολειὸ εἶναι μῦθος θεωροῦν πολὺ ἀνθρωπιστὰς τοὺς Τούρκους, ἀλλὰ καὶ ἀνοήτους, ἀφοῦ τοὺς παρουσιάζουν νὰ μή ἐνοχλοῦνται ἀπὸ τὴν ὕπαρξιν τῶν Σχολείων καὶ νὰ τὰ ἀφήνουν ἐλεύθερα. Μακάρι ἔτσι νὰ ἦσαν τὰ πράγματα! Δὲν ἦσαν ὅμως δυστυχῶς καθόλου ἔτσι. Μερικὲς ἀποδείξεις θὰ μᾶς δικαιώσουν:
α) Στὴ Γεννάδειο βιβλιοθήκη, στὴν Ἀθήνα, ὑπάρχει μία πολὺ χαρακτηριστικὴ εἰκόνα, ὅπου μὲ φρίκη βλέπουμε μερικὰ ἀπὸ τὰ βασανιστήρια, στὰ ὁποῖα ὑπέβαλλαν τοὺς ραγιάδες οἱ «ἀνθρωπιστὲς Τοῦρκοι», ὅπως τοῦ πνιγμοῦ, τῆς σταυρώσεως, τοῦ καψίματος, τῆς διαπομπεύσεως καὶ τῆς φάλαγγας. β) Ὁ Ἀδ. Ἀδαμαντίου στὴν Ἱστορία του δανείζεται μία εἰκόνα ἀπὸ βιβλίο παλαιοῦ περιηγητοῦ· σ᾽ αὐτὴν βλέπουμε τρεῖς ἀγρίους Τούρκους μὲ ὑψωμένα τὰ ὅπλα ἕτοιμους νὰ πυροβολήσουν μία εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ δύο Ἕλληνες ἔντρομοι μὲ φρίκη παρατηροῦν τὴν βεβήλωσιν. γ) Ὁ Ἰάκωβος Ρῖζος Νερουλὸς (1778-1860), ποὺ εἶναι ἀρκετὰ κοντὰ στὰ χρόνια ποὺ ἐλειτούργησε τὸ Κρυφὸ Σχολειό, γράφει: «Οἱ Τοῦρκοι ἀπηγόρευαν αὐστηρότατα τὴν ἵδρυσιν σχολείων, ἀπὸ φόβον μήπως οἱ Χριστιανοὶ μορφωμένοι γίνουν δοῦλοι δυσκολοκυβέρνητοι καὶ ἐπικίνδυνοι». δ) Κάτι ἀνάλογο ὑπστηρίζει καὶ ὁ Ν. Βραχνός: «Ἡ Τουρκικὴ Κυβέρνησις ἀπηγόρευεν αὐστηρῶς τὴν σύστασιν Ἑλληνικῶν Σχολείων. Ἕνεκα τούτου μόνον τὰ στοιχειώδη γράμματα ἐδιδάσκοντο εἰς τοὺς Ἕλληνόπαιδας ἐν τοῖς μοναστηρίοις καὶ ἐν ταῖς ἐκκλησίαις· ὡς διδάσκαλοι δὲ ἐχρησίμευον μοναχοὶ καὶ ἱερεῖς». ε) Τέλος ὁ Ἀδ. Ἀδαμαντίου γράφει: «Μὲ πολὺ δὲ κακὸν ὄμμα ἔβλεπον οἱ Τοῦρκοι κάθε πρόοδον. Δὲν ἄφινον τοὺς Χριστιανοὺς νὰ ἔχουν σχολεῖα, οὔτε νὰ ἐργάζωνται εἰς τὰς τέχνας».
.    Θὰ μᾶς θυμίσουν ἴσως οἱ ἀρνηταὶ τοῦ Κρυφοῦ Σχολειοῦ τὰ προνόμια, ποὺ παρεχώρησαν οἱ Τοῦρκοι ἀπὸ πολιτικὴ κυρίως σκοπιμότητα. Ὅμως «ἀνὰ πᾶσαν εὐκαιρίαν καὶ κατὰ τὰς ἑκάστοτε ὀρέξεις τοῦ κατακτητοῦ Πατριάρχαι καθῃροῦντο καὶ κληρικοὶ ἐφυλακίζοντο ἤ κατεσφάζοντο. Κατὰ τοὺς πρώτους ἰδίως αἰῶνας οἱ ὑπόδουλοι Ἕλληνες μετὰ μεγίστων ἐμποδίων καὶ ταπεινότητος, ἥτις ἔφθανε μέχρις ἐξουθενώσεως, ἠδύναντο νὰ ἐκπληρώνουν τὰ θρησκευτικὰ αὐτῶν καθήκοντα. Ἡ ἐκπαίδευσις παρημποδίζετο (…), ἀλλὰ καὶ τὰ κοινοτικὰ προνόμια παρεβιάζοντο ἀνὰ πᾶσαν στιγμὴν, ἡ δὲ ζωή, ἡ τιμὴ καὶ ἡ περιουσία τῶν ραγιάδων εὑρίσκετο εἰς τὴν διάθεσιν τοῦ πρώτου τυχόντος σκληροῦ Τούρκου». (Μεγάλη Ἑλληνικὴ Ἐγκυκλοπαίδεια Δρανδάκη, Τόμος 10ος, «Ἑλλάς», σελ. 292). .      Ἀλλὰ καὶ ὁ Κωστ. Παπαρρηγόπουλος ὁμιλεῖ γιὰ τὴν παραβίασιν τῶν προνομίων: «Ὁπωσδήποτε καὶ τὸ πρῶτον καὶ τὰ μεταγενέστερα βεράτια παρεβιάσθηκαν εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς καὶ δὲν ἔπαυσαν ἔκτοτε παραβιαζόμενα. Κυριωτάτη τούτου αἰτία ὑπῆρξεν ἡ αὐθαιρεσία τῆς ὀσμανικῆς Κυβερνήσεως, καθ᾽ ἧς οὐδένα τρόπον εἶχε ν᾽ ἀντισταθῇ ὁ Πατριάρχης… τὰ αὐτὰ παραδίδονται καὶ ἐν τῷ ἱστορήματι τῆς ἐπὶ Σουλεϊμὰν Α´ μετατροπῆς ναῶν Χριστιανικῶν εἰς Τζαμία… ὅμως τοὺς καλλιπρεπεῖς ναοὺς μετέβαλλον πανταχοῦ εἰς τεμένη» (Ἱστορ. Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, Τόμος Ε´, Β´ μέρος, σελ. 71, ἔκδοσις ὀγδόη). .     Καὶ ἡ Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους τῆς Ἐκδοτικῆς Ἀθηνῶν, ποὺ παρουσιάζει τὶς ἀπόψεις ἐκείνων ποὺ δὲν δέχονται, ὅτι ὑπῆρξε Κρυφὸ Σχολειό, στὴ σελίδα 43, τοῦ 10ου Τόμου, γράφει γιὰ τὰ προνόμια: «Τὰ προνόμια στηρίζονταν σὲ μιὰ μονόπλευρη πράξη, ἡ ὁποία ἦταν κάθε στιγμὴ ἀνακλητὴ μὲ τὸ πρόσχημα, ὅτι παραβιάσθηκε ἡ τζιμμά, καὶ ὅτι ὁπωσδήποτε ἐκεῖνοι ποὺ παραχώρησαν τὰ προνόμια ἤ οἱ διάδοχοί τους δὲν δίσταζαν νὰ τὰ καταπατήσουν ὅταν ἔπαυε νὰ ὑπάρχη ἡ σκοπιμότητα ποὺ τὰ ὑπαγόρευε (…) σὲ ὁρισμένα μέρη, ἰδίως ὅπου ἦταν ἐγκατεστημένοι πυκνοὶ μουσουλμανικοὶ πληθυσμοὶ δὲν ἦταν ἀνεκτὴ οὔτε κἄν ἡ ἐλεύθερη ἔκφραση τοῦ λόγου στὰ Ἑλληνικὰ. Ἀναφέρεται χαρακτηριστικὰ ὅτι κόπηκαν οἱ γλῶσσες πολυαρίθμων Χριστιανῶν… λίγο μετὰ τὴν κατάκτηση ἀπὸ τὸν Σελὴμ Α´, ἐπειδὴ ἐπέμεναν νὰ μιλοῦν Ἑλληνικά»!… .      Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ὅσοι θέλουν μποροῦν νὰ θεωροῦν… ἀνθρωπιστὰς ἤ ἔστω καὶ … κουτοὺς τοὺς Τούρκους, ἀνίκανους νὰ ἀντιληφθοῦν, ὅτι τὸ Σχολεῖο ἐφώτιζε τὸ νοῦ, ἐθέρμαινε τὴν καρδιὰ καὶ ἑτοίμαζε τὰ Ἑλληνόπουλα γιὰ τὸν μεγάλο ξεσηκωμό· ἐκτὸς ἄν δὲν ἦσαν αὐτοὶ σοβαροὶ λόγοι γιὰ νὰ ἀνησυχοῦν οἱ Τοῦρκοι καὶ νὰ μὴ ἐπιτρέπουν τὴν λειτουργία τῶν Σχολείων!…
Φιλικώτατα
Γ. Μπακιρτζῆς Φιλόλογος, Σέρραι.
ΠΗΓΗ: περιοδ.: «Η ΔΡΑΣΙΣ ΜΑΣ», τ.143-147, Σεπτ. Ὀκτ. 1978
Στοιχειοθεσία «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ»

[1] ΤΑΣΟΥ ΑΘ. ΓΡΙΤΣΟΠΟΥΛΟΥ, Σχολὴ Δημητσάνης, ἐν Ἀθήναις 1962 σ. 25 Σημ. (Περιοδικὸν Ἑλληνικὴ Δημιουργία τ.ζ. (1951) σ. 875 κ. ἑξ.).
[2] Μιχαὴλ Περάνθη, Ἑλληνικὴ Πεζογραφία, τ. Α’, σ. 17.
[3] Πρβλ. ΤΑΣΟΥ ΑΘ. ΓΡΙΤΣΟΠΟΥΛΟΥ, ἔνθ’ ἀνωτέρω σ. 25.
[4] Τρύφωνος Εὐαγγελίδου, Ἡ παιδεία ἐπὶ Τουρκοκρατίας, Ἀθῆναι, 1933. Προλεγόμενα σελ. ΧV.
ΠΗΓΗ:   ΚΛΙΚ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου