Δευτέρα 19 Ιανουαρίου 2015

«Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΟΜΙΛΕΙ ΩΣ ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΠΑΙΔΙ ΗΣΥΧΑ, ΠΑΡΑΜΥΘΗΤΙΚΑ, ΣΤΕΡΕΑ ΚΑΙ ΠΙΟ ΠΟΛΥ ΟΙΚΕΙΑ»

Μαρτυρία Πρεσβυτέρου Κωνσταντίνου Καλλιανο
περ Γέροντος Παϊσίου.

ΤΑΠΕΙΝΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΚΑΤΑΘΕΣΗ Πρεσβυτέρου Κωνσταντίνου Καλλιανοῦ 

 Στὸν παπα-Διονύσιο Τάτση καὶ στὸν Γέροντα Μωϋσῆ(†) τὸν Ἁγιορείτη, εὐχαριστία

.            Τὸν Γέροντα Παΐσιο εἶχα τὴν εὐκαιρία νὰ τὸν γνωρίσω ἀπὸ δύο ἀδελφοὺς καὶ πατέρες. Τὸν ὀσιολογιώτατο μοναχὸ καὶ Λόγιο Ἁγιορείτη, τὸν π. Μωϋσῆ, στοῦ ὁποίου τὴ φιλόξενη καλύβι, τὴν κειμένη ἀπέναντι ἀπὸ τὴν καλύβη τοῦ ὁσίου Γέροντος, πάλιν καὶ πολλάκις εἶχα ἀβραμιαίως φιλοξενηθεῖ, καὶ ἀπὸ τὸν ἀκρίτα ἱεροδιδάσκαλο καὶ λόγιο, τὸν π. Διονύσιο Τάτση ὕστερα ἀπὸ τὴ μελέτη τοῦ θαυμάσιου βιβλίου του, «Ἀθωνικὸ Ἡμερολόγιο». Καὶ λέω ὅτι τὸν γνώρισα, γιατί αὐτοὶ οἱ δύο ἀδελφοὶ μὲ προέτρεψαν νὰ τὸν ἐπισκεφθῶ, τόσο μὲ τὸν γαλήνιο καὶ πειστικὸ λόγο του ὁ πρῶτος, ὅσο καὶ μὲ τὰ γραφόμενά του ὁ δεύτερος. Οἱ ἡμέρες κατὰ τὶς ὁποῖες ἐπισκέφθηκα τὸν Γέροντα ἦταν καὶ τὶς δύο φορὲς θερινές, κάπου σιμὰ στὶς ἀρχὲς τοῦ Σεπτεμβρίου, τὴν πρώτη φορά, καὶ στὶς ἀρχὲς Ἰουλίου ἡ ἑπομένη, σὲ ὧρες ἀπομεσήμερες, δροσερές. Τὸ σημειώνω δὲ αὐτό, γιατί θέλω νὰ θυμίσω στὸν ἀναγνώστη μου καί, στὸν πιὸ τακτικὸ ἀπὸ τὸν ὑποφαινόμενο, ἐπισκέπτη τοῦ Γέροντα, ἐκεῖνο τὸ ἀπέριττο, ἀλλὰ τόσο ἑλκυστικὸ «ὑπαίθριο ἀρχονταρίκι».
.            Ὁ καλὸς Γ. Μωυσῆς μοῦ ἔδειξε τὸ μονοπάτι ποὺ κατέβαινε ἀπὸ τὴν καλύβη του πρὸς τὸ χείμαρρο, τὸν ὁποῖο περνοῦσες μὲ μία λιτὴ ξύλινη γέφυρα. Μετὰ ἀνηφόριζες κι ἔφτανες στὸ συρματοπλεγμένο χῶρο τῆς Παναγούδας.
.            Ἡ ἀπόσταση ἦταν σχετικὰ μικρὴ. Ἡ ἀγωνία μονάχα μεγάλωνε, καθὼς τὰ προβλήματα ποὺ πίεζαν ἐκεῖνες τὶς μέρες τὴν ψυχὴ εἶχαν σχηματίσει μέσα μου ἕνα περίεργο κουβάρι, ποὺ ἐξ ἅπαντος ἤθελε ξεμπέρδεμα.
.            Στὸ δρόμο θυμόμουν τὰ ὅσα εἶχε γράψει ὁ παπα – Διονύσιος στὸ «Ἡμερολόγιο», τὸ ὁποῖο μάλιστα εἶχα διαβάσει στὴν Χαλκίδα, ὅπου μὲ συντρόφευε ἕνα χειμωνιάτικο βράδυ καί, γιὰ νὰ πῶ τὴν ἀλήθεια, μοῦ ξαπόστασε πολὺ τὴν ψυχή, ἀλλὰ καὶ μοῦ κίνησε τὴν περιέργεια, ὥστε, ὅταν βρεθῶ στὸ Ὄρος, νὰ πάω νὰ συναντήσω τὸν Γέροντα. Ὅπως ἔγινε μὲ τὴ βοήθεια τῆς Παναγίας καὶ τὴν προτροπὴ τοῦ Γ. Μωϋσῆ. Πόσο τὸν εὐγνωμονῶ, αὐτὸν τὸν φιλότιμο μοναχό!
.            Ἡ πρώτη αὐτὴ ἐπίσκεψη, ἐπίσκεψη γνωριμίας, μοῦ ἔδωσε τὴν ἐντύπωση πὼς τὸν Γέροντα τὸν γνώριζα πολλὰ χρόνια. Ἁπλός, καταδεκτικός, χωρὶς σιδερωμένο ζωστικὸ καὶ ἐπιτηδευμένο ὕφος ἀκούει ὅ,τι τοῦ λὲς καὶ χαμογελᾶ. Ὄχι, δὲν εἶναι τὸ χαμόγελό του φτιασιδωμένο ἡ «προετοιμασμένο», οὔτε φορᾶ τὴ μάσκα τῆς εἰρωνείας ἢ τοῦ καθωσπρεπισμοῦ τοῦ κόσμου, ὥστε νὰ σὲ φέρει σὲ ἀδιέξοδο καὶ νὰ ἐκτραπεῖ ἡ κουβέντα. Ὁ Γέροντας ὁμιλεῖ ὡς τὸ μικρὸ παιδὶ ἥσυχα, παραμυθητικά, στέρεα καὶ πιὸ πολὺ οἰκεῖα. Γίνεται ὁ δικός σου ἄνθρωπος ἀμέσως, καταργώντας σὲ ἐλάχιστο χρόνο τὶς χαώδεις ἀποστάσεις. Γι᾽ αὐτὸ καὶ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς κουβέντας τοῦ ἀνοίγεσαι. Καὶ μὲ τὸ ἄνοιγμα αὐτὸ παρατηρεῖς ὅτι γίνεσαι ξαφνικὰ ὁ προσεκτικὸς ἐρευνητὴς τῆς ψυχῆς σου, στὴν ὁποία, στὴ συνέχεια, ὁδηγεῖς μέσα της τὸν Γέροντα, δείχνοντάς του τὶς σκοτεινὲς πλευρές της, ἀλλὰ καὶ τὰ γρανιτώδη ἐμπόδια, ὥστε νὰ εἰσέλθει τὸ φῶς τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ τὰ καταυγάσει ὅλα. Ἐκεῖνος ἀκούει προσεκτικά, παίζει στὰ χέρια του κάποιο ἀντικείμενο καὶ σὲ ἀνύποπτο χρόνο, ὅταν ἀνεβαίνει τὸ θερμόμετρο τῆς ψυχοσωματικῆς κόπωσης, σὲ διακόπτει. Ξέρει γιατί. Γιὰ ν’ ἀποφορτίσει τὴ συζήτηση. Γιὰ νὰ πάρεις νέο ὀξυγόνο στὰ πνευμόνια σου, νὰ λαμπικαριστεῖ ὁ ἐγκέφαλος καὶ νὰ βρεῖ ἡ καρδιά σου τὸ χαμένο της μονοπάτι: τῆς παραμυθίας καὶ τῆς εἰρήνης.
.             Ὅμως πολὺ μάκρυνε ὁ θεωρητικός μου λόγος κι ἴσως νὰ μὴν προφτάσω νὰ καταθέσω τὶς προσωπικές μου ἐμπειρίες, τὶς ὁποῖες ἔχω καταγράψει στὸ σημειωματάριό μου καὶ τώρα τὶς προσφέρω, κατὰ τὸ δυνατὸν ἐπεξεργασμένες. Χωρὶς φυσικὰ νὰ διεκδικῶ τίποτε περισσότερο ἀπὸ τὶς εὐχὲς καὶ πρεσβεῖες τοῦ Γέροντα.
.             Παρασκευὴ 3 Σεπτεμβρίου 1992. Ὥρα 5 ἀπογευματινή. Τὰ μεγάλα δέντρα σκιάζουν τὸν τόπο στὸ ὑπαίθριο ἀρχονταρίκι. Εἴμαστε ἀρκετοὶ καὶ περιμένουμε. Μεταξὺ αὐτῶν κι ἕνας ἀνώτερος δικαστικὸς μὲ τὸ γιό του. Εἶχαν χάσει τὸ δρόμο τους, ἔπεσαν σὲ κάποιο μονοπάτι, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ τραυματιστεῖ ὀ πατέρας, ὁ ὁποῖος καὶ περίμενε τὴ σειρά του, γιατί ὁ γιός του, ποὺ ἔπασχε ἀπὸ κάποιο ψυχικὸ νόσημα μόνο στὸ πρόσωπο τοῦ παππούλη, ἔτσι ἔλεγε τὸν Γέροντα, ἔβλεπε τὸν δικό του ἄνθρωπο. Γι᾽ αὐτὸ καὶ μόνον ἐκεῖνον ἄκουγε, ἐκεῖνον ἐμπιστευόταν, ἀπ᾽ αὐτὸν περίμενε τὸν λόγο – πυξίδα, γιὰ νὰ πλεύσει σ᾽ τοῦ βίου τὴν θάλασσα. Καὶ ἐκεῖνος ὁ καλὸς πατέρας ὑπέμενε καὶ περίμενε, ἂν καὶ τραυματισμένος, ἀγόγγυστα τὴ σειρά του, γιατί ἤξερε ποῦ βρισκόταν καὶ τί ἤθελε.
.             Ἡ σειρά μου ἦλθε ὔστερα ἀπὸ ὥρα. Νύχτωσε κιόλας. Ἴσκιοι μαζεύονταν ἐκεῖ γύρω. Ὅμως ἡ καλὴ συντροφιὰ τῶν ἀγνώστων φίλων, ἠ καλύβη τοῦ γ. Μωϋσῆ ποὺ ἀντίκριζα πιὸ πάνω, ἠ χαριτωμένη μορφὴ τοῦ Γέροντα καὶ γενικὰ ἡ εὐκατάνυκτη ἀτμόσφαιρα, ἐξουδετέρωναν κάθε ἀνησυχία.
.             Ὅταν τοῦ μίλησα γιὰ τὰ προβλήματα τὰ ὁποῖα μὲ ἀπασχολοῦσαν, στὰ χέρια του ἔπαιζε ἕνα φακὸ μπαταρίας, καινούργιο καὶ πρωτότυπο. Σὲ κάποια στιγμὴ στάθηκε καὶ μὲ κοίταξε. Καὶ μὲ ὕφος φυσικὸ μοῦ εἶπε πολὺ ἁπλά: – Τὸν θέλεις; – Ἔχω, Γέροντα, τοῦ εἶπα καὶ τοῦ ἔδειξα τὸν δικό μου. Αὐτὴ δὲ τὴ διακοπὴ ἀργότερα τὴν κατάλαβα, γιατί τὴν εἶπε. Μὲ ἀποφόρτισε ἀπὸ τὴν ἀγχωτικὴ κατάσταση, στὴν ὁποία βρισκόμουν. Μὲ ἄφησε νὰ ἠρεμήσω κι ἀμέσως μοῦ μίλησε λέγοντας περίπου τὰ ἑξῆς: «Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἔχουν δίκιο θέλουν καὶ καλὰ καὶ σώνει νὰ ἔχουν ὅλο τὸ δίκιο μὲ τὸ μέρος τους. Κι ἂν δὲν τοὺς φτάνει, τότε δὲν γυρεύουν τὴ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ πηγαίνουν στὰ κοσμικὰ δικαστήρια νὰ τὴ βροῦν. Ὅποιος δὲ μᾶς πειράξει, νὰ μὴ λέμε ποτέ, “ὁ Θεὸς νὰ τὸν πληρώσει”, γιατί ὁ Θεὸς πληρώνει πολὺ ἀκριβά. Ἁπλῶς νὰ συγχωροῦμε καὶ νὰ μὴ μιλᾶμε πολύ. Ὁ Θεός, σ᾽ ἐκεῖνον ποὺ σιωπᾶ, μιλάει περισσότερο καὶ τὸν εὐεργετεῖ».
.             Ὅσον ἀφορᾶ δὲ τὸ πρόβλημά μου, γιὰ τὸ ὁποῖο τὸν παρακάλεσα νὰ προσευχηθεῖ, γιατί βρισκόμουν σὲ μεγάλη ἔνταση ἐκεῖνον τὸν καιρό, σύντομα πέρασε καὶ λύθηκε. Τὸ λέω αὐτὸ μὲ βαθύτατη συγκίνηση καὶ τὸ ἐμφανίζω γιὰ πρώτη φορά, μία καὶ τό ᾽φερε ἡ περίσταση νὰ γράψω γιὰ τὴν ὁσιακὴ αὐτὴ μορφὴ τῶν καιρῶν μας. Πάντως, κι ἔτσι λέω νὰ κλείσω μ᾽ αὐτό, στὸ νοῦ μέχρι σήμερα ἔμεινε ὁ σημαδιακός του λόγος «Ἔ, καὶ νὰ μὴ σκέφτεσαι πάντα τὴν καταστροφή…». Δὲν ἦταν τυχαῖος ὁ λόγος ἐκεῖνος οὔτε καὶ χωρὶς τὴ σημασία του. Γιατί ὅσο περνοῦν τὰ χρόνια ὅλο καὶ πιὸ πολὺ διαπιστώνω αὐτή μου τὴν ἀτέλεια, τὴν ὁποία δὲν κρύβω, ὡστόσο πασχίζω νὰ ὑπερβῶ βάζοντας στὴ ζυγαριὰ τῆς συνείδησής μου τὸν στερνὸ τὸ λόγο ποὺ μοῦ εἶπε ὁ Γέροντας, ὅταν τὸν συνάντησα τὴ δεύτερη καὶ τελευταία φορὰ (Παρασκευὴ 16 Ἰουλίου 1993), γιὰ νὰ τὸν εὐχαριστήσω καὶ νὰ τοῦ ζητήσω νὰ εὐχηθεῖ, ὥστε νὰ μὴ σκέφτομαι ἢ νὰ ἐνεργῶ ἀρνητικά.
.             «Ὑπομονή. Ὁ Χριστὸς κάνει τόση ὑπομονὴ ἀκούγοντας τόσα δισεκατομμύρια ἀνθρώπων, ὁπού ὁ κάθε ἕνας ἔχει τὸ παράπονό του. Ὑπομονὴ καὶ προσευχή».
.             Αὐτὰ μοῦ εἶπε. Ἀργότερα, ὅταν ἔμαθα πὼς τὴν ὥρα ποὺ μᾶς παραμυθοῦσε καὶ ἐνίσχυε, ἦταν βαριὰ ἄρρωστος, πραγματικὰ ντράπηκα. Γιατί κατάλαβα πὼς τὴν πραγματικὴ ὑγεία ἐκεῖνος τὴν εἶχε, καθὼς καὶ τὴν ἀντοχή. Ἐμεῖς, μόνο τὶς δικαιολογίες καὶ τὶς ὑπεκφυγὲς μας κουβαλούσαμε, ο γιες ρρωστοι κα μπερδεμένοι σ πλθος μεριμνῶν.
.           Μὲ βαθύτατο σεβασμὸ γονατίζω στὸν τάφο του καὶ προσεύχομαι, ὅπως ἕνα πλῆθος φιλόθεων ψυχῶν, ποὺ περισσῶς ἔλαβαν τὶς εὐεργεσίες του.
.           Εὔχου, Γέροντα, ὅπως τότε, ὅπως πάντα… Τὸ ξέρεις πόση ἀνάγκη τό ᾽χουμε….

Πρεσβύτερος ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΛΛΙΑΝΟΣ
ΠΗΓΗ: gero-paisios.blogspot.gr
ΠΗΓΗ:   ΚΛΙΚ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου