Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2014

Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ Η ΠΙΣΤΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ-2 «Μ’ ὁποιονδήποτε τρόπο κι ἂν ἔρθει κανεὶς σ’ ἐπαφὴ μὲ τὸν παντοδύναμο Χριστό, θεραπεύεται.». (Ἅγ. Νικ. Βελιμίροβιτς)


ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ

 ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ´ Λουκᾶ

 
 δύναμη το Θεο κα  πίστη το νθρώπου 
(Λουκ. η´ 41-56)
[Β´] 

Ἀπὸ τὸ βιβλίο
«Ὁμιλίες Ϛ´» – Κυριακοδρόμιο Γ´,

Ἀθῆναι 2014, μετάφρ. Π. Μπότση, σελ. 13-40
ΠΗΓΗ ἠλ. κειμ. «Η ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ»

Μέρος Α´: Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ Η ΠΙΣΤΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ-1 «Ὅταν κάποιος ἔρχεται σ’ ἐπαφὴ μὲ τὸν Χριστό, ἂν εἶναι ἄρρωστος θεραπεύεται κι ἂν εἶναι νεκρός, ἀνασταίνεται». (Ἅγ. Νικ. Βελιμίροβιτς)

.                 Ὁ Ματθαῖος ὀνομάζει ἄρχοντα τὸν Ἰάειρο. Τί εἴδους ἄρχοντας ἦταν τὸ ἐξηγοῦν ὁ Μάρκος κι ὁ Λουκᾶς: Ἦταν ἄρχοντας τῆς συναγωγῆς, ὅπου ρυθμίζονται τὰ θρησκευτικὰ καὶ ἐθνικὰ θέματα. Τὸ μονάκριβο παιδί του βρισκόταν στὸ νεκροκρέββατο. Αὐτὸ ἦταν κάτι τρομερὸ γι’ αὐτὸν πού, ὅπως κι οἱ ἄλλοι Ἰουδαῖοι, εἶχαν μία ἀμυδρὴ κι ἀκαθόριστη πίστη στὴ μετὰ θάνατον ζωή. Γιὰ ἕναν ἄνθρωπο τῆς ἐξουσίας αὐτὸ ἦταν διπλὸ χτύπημα: πρῶτον ἦταν ἡ θλίψη του ὡς γονιοῦ καὶ δεύτερον τὸ αἴσθημα ντροπῆς καὶ ταπείνωσης μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους, καθὼς τέτοια φοβερὴ ἀπώλεια φαινόταν σὰν τιμωρία τοῦ Θεοῦ. Στὴν ἀπόγνωσή του ἦρθε στὸν Χριστὸ «καὶ πεσὼν προσεκύνει αὐτῷ λέγων ὅτι ἡ θυγάτηρ μου ἄρτι ἐτελεύτησεν· ἀλλ᾽ ἐλθὼν ἐπίθες τὴν χεῖρα σου ἐπ’ αὐτὴν καὶ ζήσεται» (Ματθ. θ´ 18).
.                 Γιατί γράφει ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς πὼς ἡ κόρη τοῦ ἄρχοντα «ἀπέθνησκεν», ἐνῶ ὁ Ματθαῖος γράφει πὼς «ἄρτι ἐτελεύτησεν»; Ὁ Λουκᾶς περιγράφει τὸ περιστατικὸ ὅπως ἔγινε, ἐνῶ ὁ Ματθαῖος μεταφέρει τὰ λόγια τοῦ ἴδιου τοῦ ἱκέτη. Δὲ συνηθίζουν οἱ ἄνθρωποι νὰ ὑπερβάλλουν τὴ δυστυχία τους; Ἡ ὑπερβολὴ προέρχεται πρῶτα ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὅταν ἡ δυστυχία ἔρχεται ξαφνικά, ἀναπάντεχα, φαίνεται πολὺ μεγαλύτερη ἀπ’ ὅ,τι πραγματικὰ εἶναι. Δεύτερον, ἐπειδὴ ἐκεῖνος ποὺ ζητάει βοήθεια, γενικὰ παρουσιάζει τὸ πρόβλημά του μεγαλύτερο ἀπ’ ὅ,τι εἶναι πραγματικά, ὥστε νὰ λάβει τὴ βοήθεια ὅσο γίνεται πιὸ γρήγορα. Ὅταν καίγεται ἕνα σπίτι, δὲν ἀκοῦμε συχνά: «Τρέξτε, βοηθῆστε, τὸ σπίτι μου κατακάηκε»; Τὸ σπίτι βέβαια δὲν ἔχει κατακαεῖ, καίγεται. Τὸ ὅτι τὸ κορίτσι δὲν εἶχε πεθάνει ἀκόμα τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ πατέρας του μιλοῦσε στὸν Κύριο, θὰ τ’ ἀκούσουμε λίγο ἀργότερα ἀπὸ τοὺς ὑπηρέτες τοῦ Ἰαείρου.
.                 Μ’ ὅλο ποὺ ὁ Ἰάειρος αὐτὸς εἶχε κάποια πίστη στὸν Χριστό, αὐτὴ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ συγκριθεῖ μὲ κείνην τοῦ Ρωμαίου ἑκατόνταρχου στὴν Καπερναούμ. Ὁ τελευταῖος ζητοῦσε ἀπὸ τὸν Χριστὸ νὰ μὴν πάει στὸ σπίτι του, ἐπειδὴ ἦταν ἁμαρτωλός, ἀρκοῦσε νὰ πεῖ ἕνα λόγο: «μόνον εἰπὲ λόγῳ καὶ ἰαθήσεται ὁ παῖς μου» (Ματθ. η´ 8). Ὁ Ἰάειρος κάλεσε τὸν Κύριο στὸ σπίτι του, γιὰ ν’ ἀκουμπήσει τὸ χέρι Του στὴ νεκρὴ θυγατέρα του. Ἡ πίστη του εἶχε καὶ κάτι ὑλικὸ μέσα της. Ἐπίθες τὴν χεῖρα σου ἐπ’ αὐτήν! Ὁ Ἰάειρος ζήτησε ἀπὸ τὸν Κύριο ἕνα χειροπιαστὸ τρόπο θεραπείας. Λὲς κι ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ εἶχε λιγότερη δύναμη ἀπὸ τὸ χέρι Του! Λὲς κι ἡ φωνὴ ποὺ γαλήνευε τὰ κύματα καὶ τὴν καταιγίδα, ποὺ ἔβγαζε τὰ δαιμόνια ἀπὸ τοὺς δαιμονισμένους κι ἀργότερα ἀνέστησε τὸν Λάζαρο, τέσσερις μέρες μετὰ τὸν θάνατο καὶ τὴν ταφή του, δὲν μποροῦσε ν’ ἀναστήσει τὴν κόρη τοῦ Ἰαείρου! Ὁ Κύριος ἦταν πολὺ φιλεύσπλαχνος. Δὲν θ’ ἀρνιόταν τὴ βοήθειά Του πρὸς τὸν θλιμμένο πατέρα, ἐπειδὴ ἡ πίστη του δὲν ἦταν τέλεια. Ἔτσι ξεκίνησε ἀμέσως γιὰ νὰ βοηθήσει.
.                 Στὸ δρόμο πρὸς τὸ σπίτι τοῦ Ἰαείρου ἔγινε κι ἕνα θαῦμα σὲ μία γυναίκα ποὺ εἶχε πολὺ μεγαλύτερη πίστη ἀπὸ τὸν Ἰάειρο. Κι αὐτὸ βοήθησε τὸν Ἰάειρο, τὸν ἔπεισε πὼς ὁλόκληρος ὁ Χριστὸς ἔχει θαυματουργικὴ δύναμη, ὄχι μόνο τὰ χέρια Του. Μ’ ποιοδήποτε τρόπο κι ν ρθει κανες σ’ παφ μ τν παντοδύναμο Χριστό, θεραπεύεται. Αὐτὸ εἶναι πηγὴ θάρρους σ’ αὐτοὺς ποὺ δὲν μποροῦν νὰ πλησιάσουν τὸν Χριστὸ μὲ τὸν ἕνα τρόπο, μποροῦν ὅμως μὲ κάποιον ἄλλο. Ὁ Κύριος ἅπλωσε τὰ χέρια Του στὸν σταυρὸ γιὰ ν’ ἀγκαλιάσει ὅλους ἐκείνους ποὺ προστρέχουν κοντά Του, ἀπὸ ὅποια πλευρὰ κι ἂν ἔρχονται. Προσέξτε τώρα τί ἔγινε, ὅταν ὁ Χριστὸς πορεύτηκε μαζὶ μὲ τὸ πλῆθος πρὸς τὸ σπίτι τοῦ Ἰαείρου
.                 «Ἐν δὲ τῷ ὑπάγειν αὐτὸν οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν, καὶ γυνὴ οὖσα ἐν ρύσει αἵματος ἀπὸ ἐτῶν δώδεκα, ἥτις ἰατροῖς προσαναλώσασα ὅλον τὸν βίον οὐκ ἴσχυσεν ὑπ’ οὐδενὸς θεραπευθῆναι, προσελθοῦσα ὄπισθεν ἤψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ ῥύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς» (Λουκ. η´ 42-44). Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ὁ Χριστὸς πάτησε τὸ πόδι Του στὴ στεριά, ἐρχόμενος ἀπὸ τὰ Γάδαρα, συνοδευόταν ἀπὸ ἕνα ἀμέτρητο πλῆθος ἀνθρώπων. «Συνήχθη ὄχλος πολὺς ἐπ’ αὐτόν», γράφει ὁ εὐαγγελιστὴς Μάρκος (ε´ 21). Ὅλοι ἤθελαν νὰ βρεθοῦν κοντά Του, ν’ ἀκούσουν τὰ σπάνια λόγια Του καὶ νὰ δοῦν τὰ θαυμαστὰ ἔργα Του. Μερικοὶ τὸν ἀκολουθοῦσαν ἀπὸ πείνα καὶ δίψα πνευματικὴ κι ἄλλοι ἀπὸ περιέργεια. Μέσα στὸ πλῆθος βρισκόταν κι ἡ ἄρρωστη γυναίκα, ἄρρωστη ἀπὸ μία ἀκάθαρτη ἀρρώστια. Ἡ ρύση αἵματος σὲ μία γυναίκα, ἀκόμα κι ὅταν εἶναι φυσιολογική, εἶναι ἕνα δύσκολο καὶ ταπεινωτικὸ πράγμα. Μία διαρκὴς ρύση αἵματος ὅμως, ποὺ διαρκεῖ δώδεκα ὁλόκληρα χρόνια, ἦταν σὰν μία ζωντανὴ κόλαση βασάνων, ντροπῆς κι ἀκαθαρσίας. Ἡ γυναίκα αὐτὴ εἶχε ἀναζητήσει θεραπεία κι εἶχε δαπανήσει ὅλα ὅσα εἶχε σὲ γιατροὺς καὶ φάρμακα. Τίποτα ὅμως δὲν βοήθησε, κανένας γιατρὸς δὲν μποροῦσε νὰ τὴν γιατρέψει. Φανταστεῖτε τὸ καθημερινὸ πλύσιμό της, τὸ καθάρισμά της, τὴ στενοχώρια καὶ τὴν ντροπή της. Ἔμοιαζε σὰν νὰ τὴ δημιούργησε ὁ Θεὸς γι’ αὐτὸ μόνο τὸν λόγο: γιὰ νὰ τρέχει τὸ αἷμα της καὶ κείνη νὰ περνᾶ τὶς μέρες της στὴ γῆ σὲ μία προσπάθεια νὰ σταματήσει τὴ ρύση, ποὺ δὲν σταματοῦσε, μ’ ἕναν πόνο ποὺ δὲν γιατρευόταν καὶ μὲ μία ντροπὴ ἀνέκφραστη. Ἔτσι πιστεύουμε πὼς γίνεται μὲ κάθε χρόνια ἀσθένεια. Ὁ Θεὸς ὅμως εἶχε προβλέψει γι’ αὐτήν, ὅπως προβλέπει καὶ γιὰ κάθε πλάσμα Του. Ἡ ἀρρώστια της συντέλεσε στὴν ψυχική της σωτηρία καὶ στὴ δόξα τοῦ Θεοῦ.
.                 «Ἐὰν μόνον ἅψωμαι τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, σωθήσομαι» (Ματθ. θ´ 21), εἶπε μέσα της καὶ πίεζε τὸ πλῆθος γιὰ νὰ βρεθεῖ κοντὰ στὸν Χριστό. Τόσο μεγάλη ἦταν ἡ πίστη τῆς γυναίκας αὐτῆς. Νωρίτερα εἶχε στηρίξει τὴν πίστη της στοὺς γιατροὺς ποὺ εἶχε ἐπισκεφτεῖ. Ἡ πίστη της αὐτὴ ὅμως ἀποδείχτηκε ἄκαρπη. Ἀπὸ μόνη της ἡ πίστη δὲν εἶναι ἀρκετή, ἂν αὐτὸς ποὺ πιστεύεις δὲν ἔχει τὴ δύναμη νὰ βοηθήσει. Γι’ αὐτὸ ἂς σιωπήσουν ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ ἰσχυρίζονται (εἴτε ἀπὸ ἄγνοια εἴτε ἀπὸ ἔλλειψη πίστης) πὼς τὰ θαύματα τοῦ εὐαγγελίου ἔγιναν ἀπὸ ὑποβολὴ ἢ αὐθυποβολή. Ἡ ταπεινὴ καὶ βασανισμένη αὐτὴ γυναίκα δὲν εἶχε οὔτε τὴν τόλμη οὔτε τὴν ἐλπίδα νὰ παρουσιαστεῖ μπροστὰ στὸν Χριστό, νὰ τοῦ ἐξηγήσει τὸ πρόβλημά της καὶ νὰ ζητήσει βοήθεια. Πῶς θὰ μποροῦσε νὰ τὸ κάνει αὐτὸ μπροστὰ σ’ ἕνα τεράστιο πλῆθος, ὅταν μάλιστα ντρεπόταν γιὰ τὴν κατάστασή της; Ἡ φύση τῆς «ἀκάθαρτης» ἀρρώστιας της ἦταν τέτοια, ὥστε ἂν τὴν εἶχε δημοσιοποιήσει, θὰ εἰσέπραττε τὴν δημόσια ἀποστροφή, τὴν κατακραυγὴ καὶ τὴν καταδίκη. Γι’ αὐτὸ καὶ προσέγγισε τὸν Κύριο κρυφά, ἀπὸ πίσω, καὶ ἄγγιξε τὸ ἱμάτιό Του.
.                 Καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ ρύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς. Πῶς κατάλαβε πὼς ἔπαψε ἡ ρύση τοῦ αἵματος; «Ἔγνω τῷ σώματι ὅτι ἰᾶται ἀπὸ τῆς μάστιγος», γράφει ὁ εὐαγγελιστὴς Μάρκος (ε´ 29). Ὅπως ἕνα ζωντανὸ σκουλήκι ποὺ σπαρταρᾶ ἀκατάπαυστα γύρω ἀπὸ μία διαπυημένη πληγή, ἔτσι θὰ ἔπρεπε νὰ νιώθει κι ἡ δύστυχη αὐτὴ γυναίκα τὴν ἀσταμάτητη ρύση τοῦ αἵματος. Ὅταν ὅμως ἄγγιξε τὸ ἱμάτιο τοῦ Χριστοῦ, ἔνιωσε πὼς ἡ αἱμορραγία σταμάτησε. Δὲν ἔνιωθε τὴν αἱμορραγία μέσα της, ὅπως δὲν τὴ νιώθει καὶ κάθε ὑγιὴς ἄνθρωπος. Μέσα της μπῆκε ἡ ὑγεία, ὅπως ὁ μαγνητισμὸς σ’ ἕνα μαγνήτη ἢ τὸ φῶς σ’ ἕνα σκοτεινὸ δωμάτιο. Δὲν ἦταν αὐτὸ τὸ μοναδικὸ περιστατικὸ ἀνθρώπου ποὺ γιατρεύτηκε μόνο μὲ τὸ ἄγγιγμα τῶν ἱματίων τοῦ Χριστοῦ. Σὲ ἄλλο σημεῖο τῶν εὐαγγελίων διαβάζουμε πὼς πολλοὶ ἤθελαν ἁπλὰ ν’ ἀγγίξουν τὸ κράσπεδο τῶν ἱματίων Του «καὶ ὅσοι ἥψαντο διεσώθησαν» (Ματθ. ιδ´ 36).
.                 Πόσα τέτοια ἀνήκουστα θαύματα ἔκανε ὁ Κύριος Ἰησοῦς στοὺς ἀνθρώπους, ποὺ ἔμειναν ἀκαταχώρητα! Κι αὐτὸ ὄχι μόνο στὰ τριάντα χρόνια ποὺ ἦρθε γιὰ νὰ κηρύξει τὸ σωστικό Του εὐαγγέλιο στοὺς ἀνθρώπους, ἀλλ’ ἀπὸ τὴν ἴδια μέρα καὶ ὥρα τῆς σύλληψής Του στὴν πάναγνη κοιλιὰ τῆς Μητέρας Του. Λέει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: «Τὰ θαύματά Του εἶναι περισσότερα ἀπὸ τὶς σταγόνες τῆς βροχῆς».

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

ΠΗΓΗ:    ΚΛΙΚ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου