4oς Φάρος ¨Ο ΤΥΦΛΟΣ ΒΙΟΛΙΣΤΗΣ
ΚΩΣΤΑ ΥΨΗΛΑΝΤΗ
Φάρος πρώτος: Ο ΑΣΤΕΓΟΣ
Δεύτερος φάρος: Η ανάπηρη δασκάλα.
3oς Φάρος : Ο ΟΡΦΑΝΟΣ ΒΙΟΠΑΛΑΙΣΤΗΣ
Ο Τ Υ Φ Λ Ο Σ Β Ι Ο Λ Ι Σ Τ Η Σ
Ο Φώτης ζούσε στο Περιστέρι της Αθήνας, από τότε που γεννήθηκε. Το
σπίτι ήταν κτίσμα του Μεσοπολέμου, μονοκατοικία 60 τετραγωνικών με
μια μικρή αυλή και μια μισοξεραμένη κληματαριά.
Οι δύο γονείς του , Λάμπρος και Μαρία, είχαν μικρά εισοδήματα από
δουλειές του ποδαριού,
οικοδομικά ο πατέρας και καθαρίστρια σπιτιών η
μάνα. Τώρα τελευταία, κι οι δυό είχαν μεγάλα οικονομικά προβλήματα,
γιατί η δουλειά τους είχε κόψει πάρα πολύ. Η κα Μαρία δεν κατάφερνε να
κάνει δέκα μεροκάματα τον μήνα κι ο κος Λάμπρος, δύσκολα, εύρισκε τα
τέσσερα μεροκάματα.
Υπήρχαν και κάποια χρέη, που αδυνατούσαν να πληρώσουν. Όσο για το ρεύμα, σταμάτησαν τα πλυντήρια και τον φούρνο. Πήραν μια φιάλη υγραερίου για το τηγάνισμα κι όλα τα ρούχα πλένονταν στο χέρι.
Μετά από λίγο καιρό, ο πατέρας, έπαθε μια σπάνια αρρώστια και στα
δυό πόδια, και έπρεπε να κάνει μια εγχείρηση που όπως είπαν οι γιατροί
στοίχιζε πολλά λεφτά. Δεν μπορούσε να περπατήσει καλά, πόσο μάλλον να
δουλέψει οικοδομικά….
Τα έσοδα από τον καθαρισμό των σπιτιών λιγόστεψαν, γιατί άρχισαν οι
σπιτονοικοκυρές να καθαρίζουν μόνες τους τα σπίτια, μετά από αρκετά
χρόνια ανάπαυλας.
Ο Φώτης, περπάταγε στα 16, μαθητής της πρώτης Λυκείου και χρειαζόταν
βιβλία και φροντιστήρια. Αλλά που λεφτά για εξωσχολικά βιβλία, πόσο
μάλλον για φροντιστήρια.
Ήθελε να συνεχίσει και την εκμάθηση του αγαπημένου του μουσικού
όργανου,του βιολιού, που είχε ξεκινήσει να μαθαίνει πριν από τέσσερα
χρόνια. Όταν ο Φώτης τέλειωνε το Δημοτικό, είχε επισκεφτεί ένα φίλο του
πατέρα του που ήξερε να παίζει βιολί. Ο Φώτης ενθουσιάστηκε από τον
μελωδικό ήχο του όργανου και ζήτησε από τον πατέρα του να αρχίσει να
πηγαίνει σε Ωδείο. Ο πατέρας του, που δεν είχε τότε, οικονομικά
προβλήματα, δεν του χάλασε χατήρι. Του αγόρασε μάλιστα και ένα καλό
βιολί, για να αρχίσει τα μαθήματα και την εξάσκηση στο σπίτι. Ο Φώτης
αναδείχθηκε σε μουσικό ταλέντο, γιατί περνούσε τις δύο τάξεις στην
διάρκεια της μιάς. Όταν, όμως ο κος Λάμπρος, του είπε ότι δεν
επαρκούσαν χρήματα για την συνέχιση των σπουδών, ο Φώτης που κατάλαβε
τον πατέρα, δεν βαρυγκόμισε αλλά αντίθετα, του συμπαραστάθηκε με κάθε
τρόπο…Σκέφτηκε πως χιλιάδες οργανοπαίχτες χρησιμοποιούν την τέχνη τους
στα πάρκα και τα πεζοδρόμια, διασκεδάζοντας τον κόσμο που τους
συμπαρίσταται στην οικονομική τους ανάγκη. Το σχέδιό του δεν το είπε
στους γονείς του, που πιθανόν να είχαν αντίρρηση, αλλά το εφάρμοσε με
μυστικότητα.
Κάποια μέρα ξεκίνησε μόνος του για κάποιο πάρκο, αρκετά μακρυά από το
σπίτι του. Έβαλε το βιολί στην θήκη του, πήρε μερικές παρτιτούρες και
ένα πτυσσόμενο στυλοβάτη , μπήκε στο λεωφορείο και αποβιβάστηκε στην
στάση ενός Πάρκου. Με το τράκ που έχει κάθε αρχάριος πλανόδιος
οργανοπαίχτης, άρχισε με σιγανά, εύκολα, κλασσικά κομμάτια. Στην
αρχή , κανένας δεν τον πρόσεχε, και ήταν έτοιμος να διακόψει και να
αποχωρήσει, ώσπου κάποιος ηλικιωμένος με γάντια και ωραίο παλτό και
καπέλο, σταμάτησε απέναντί του και με κινήσεις του μπαστουνιού του,
άρχισε να κάνει κινήσεις μαέστρου. Ο Φώτης, πίστευε ότι ο κύριος αυτός
ήθελε να τον κοροϊδεύσει, αλλά γρήγορα κατάλαβε, ότι αυτός είχε γνώσεις
πραγματικού μαέστρου.
Σε λίγο πολύς κόσμος μαζεύτηκε γύρω από το παράξενο αυτό ζευγάρι και ο
Φώτης άρχισε να παίζει δυσκολότερα κομμάτια. Μετά δέκα λεπτά, σταμάτησε
για ένα μικρό διάλειμμα. Ο καλοντυμένος κύριος, έβγαλε τα γάντια και
χειροκρότησε, ακολουθούμενος από τους περισσότερους ακροατές. Μετά,
έβγαλε το καπέλο του και το περιέφερε μπροστά από τον κόσμο που δεν
άργησε να ανταποκριθεί με αρκετά κέρματα. Ο Φώτης άρχισε να παίζει
ξανά, με πιο πολύ θάρρος και αυτοπεποίθηση. Δεν αισθανόταν το αρχικό
τράκ, και τα κομμάτια τώρα, ήταν πιο μελωδικά. Το ταλέντο του Φώτη
ανακάλυπτε το πρώτο του κοινό. Σίγουρα οι ακροατές του Πάρκου δεν
έμοιαζαν με εκείνους της Λυρικής Σκηνής ή του Εθνικού Ωδείου. Όμως, η
χαρά που ένοιωσε μετά το δεύτερο ζεστό χειροκρότημα, δεν μπορούσε να
συγκριθεί με καμιά χαρά που είχε νοιώσει ποτέ στην μικρή ζωή του.
Όταν ο κόσμος αραίωσε , ο καλοντυμένος κύριος έφερε το
καπέλο στον Φώτη και του πρότεινε να τον κεράσει . Ο Φώτης , αφού
πήρε τα χρήματα, θέλησε να κεράσει αυτός, νοιώθοντας υποχρέωση από την
ανέλπιστη βοήθεια. Ο κύριος Θεμιστοκλής, όπως του συστήθηκε, ήταν
αναπληρωτής μαέστρος και μουσικός με πείρα σε τρία έγχορδα και τέσσερα
πνευστά όργανα. Γνώριζε να παίζει βιολί και ζήτησε από τον Φώτη να του
μιλήσει για την απόφαση της επιλογής του Πάρκου. Ο Φώτης δεν αρνήθηκε
να του αποκαλύψει την πικρή αλήθεια που ο κος Θεμιστοκλής είχε
προαισθανθεί. Η εξοικονόμηση λίγων χρημάτων ήταν πιο αναγκαία από την
συνέχιση των μουσικών μαθημάτων . Η πλανόδια μουσική μπορούσε να
συνεισφέρει στην διατροφή της οικογένειας που είχε αρχίσει να νοιώθει
την απειλή της πείνας στο καθημερινό τραπέζι. Ο κος Θεμιστοκλής
προσφέρθηκε να τον βοηθήσει στα μαθήματα του βιολιού, αλλά δεν μπορούσε
να συνεισφέρει οικονομικά. Ο Φώτης τον ευχαρίστησε, αντάλλαξαν
τηλέφωνα και ο Φώτης πήρε το λεωφορείο της επιστροφής με μια καρδιά
γεμάτη ελπίδα. Η πρώτη εμπειρία ήταν ένα απροσδόκητο δώρο.
Δύο ώρες, κάθε μέρα, έπαιρνε το βιολί και πήγαινε με το λεωφορείο
σε κάποιο διαφορετικό μέρος, μακριά από το σπίτι του. Τα χρήματα που
έβγαζε τα φύλαγε κρυφά από τους γονείς του, που δεν είχαν καταλάβει
τίποτε.
Ο Φώτης αισθάνεται τώρα, αυτό που έχει ακούσει. .Καμία εργασία
δεν είναι ντροπή, αν είναι εργασία τίμια. Και ο Φώτης κερδίσει τα
χρήματα που του δίνουν, με τιμιότητα. Το ίδιο και οι γονείς του που
τώρα ζούν τα οδυνηρά αποτελέσματα της ανεργίας μαζί του.
Πέντε μήνες , ο Φώτης τριγυρίζει τις αθηναϊκές γειτονιές.
Μερικές φορές, αφού τέλειωνε το κομμάτι, άκουγε ειρωνείες ή απειλές.
Τις περισσότερες , όμως φορές, γέμιζε το μικρό δισκάκι που είχε μαζί του
για να μαζεύει τα κέρματα της εθελοντικής εισφοράς. Και όταν τα
χρήματα αυτά, έφταναν για τα έξοδα της εγχείρησης του πατέρα, ο Φώτης
σκεφτόταν να τους αποκαλύψει το μυστικό της πλανόδιας μουσικής και να
τους δώσει τα λεφτά.
Όμως, τα πράγματα στη ζωή δεν έρχονται πάντοτε σύμφωνα με την
επιθυμία των φτωχών βιοπαλαιστών. Ίσως, η δοκιμασία στην ζωή, να βοηθά
την αποφασιστικότητα και γενναιότητα στην ψυχή, όταν αυτή καλείται να
αντιμετωπίσει χειρότερες καταστάσεις.
Αυτήν την φορά, η δοκιμασία είχε ανέλπιστο ύψος και ψυχικό πόνο.
Ο Φώτης άρχισε να έχει οπτικές διαταραχές και από τα δύο μάτια .
Θολή όραση, διπλά είδωλα, φωτεινά στεφάνια γύρω από τα φωτεινά
αντικείμενα και άλλες φοβερές οπτικές διαταραχές. Ο γιατρός που τον
εξέτασε οφθαλμολογικά, του μίλησε για ατονία του οπτικού νεύρου από
πιθανή μόλυνση ή ατονία του οργανισμού. Ούτε , όμως, η εκτέλεση των
εντολών του γιατρού για ξεκούραση , περισσότερο ύπνο και καλύτερη
διατροφή μπόρεσαν να φέρουν οπτική καλυτέρευση στον οργανισμό του
Φώτη. Το φώς άρχισε να σβήνει όλο και πιο πολύ καθημερινά και η όραση
περιορίστηκε σε κινήσεις σκιών αντί για πραγματικά είδωλα.
Ο Φώτης, άρχισε να χρησιμοποιεί κρυφά ένα μπαστούνι και να
προσποιείται ότι βλέπει, χωρίς όμως να μπορέσει να το κρύψει για πολύ. Ο
πατέρας, κάποτε, ζήτησε από τον Φώτη να του φέρει ένα πεσμένο βιβλίο,
και ο Φώτης άρχισε να ψάχνει με το χέρι στο πάτωμα, σαν να βρίσκονταν
στο σκοτάδι.
Ολονύκτιος θρήνος των γονιών του που δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι
ήταν δυνατόν να συμπληρωθεί η ανεργία και η πατρική αναπηρία με την
παιδική τύφλωση.
Μάταια, ο Φώτης τους μίλαγε για προσωρινή κατάσταση. Οι γονείς ήταν απαρηγόρητοι.
Την άλλη μέρα ο οφθαλμίατρος , του συνέστησε ξεκούραση , όπως και την
πρώτη φορά, και οι γονείς έφυγαν ανακουφισμένοι. Ο Φώτης τους έδειξε τα
χρήματα που είχε μαζέψει για τα έξοδα της εγχείρησης του πατέρα, αλλά
μάταια. Ο κος Λάμπρος δεν ήθελε να ακούσει τίποτε , αν δεν επανερχόταν η
όραση στον Φώτη. Ο Φώτης ζήτησε να δοθεί προτεραιότητα στον πατέρα,
γιατί οι οικοδομικές εργασίες είχαν ανάκαμψη και δεν έπρεπε να
αναβληθεί η εγχείρηση. Τα επιχειρήματα του Φώτη ήταν πολύ πειστικά ,
καθώς τα συνδύαζε και με μικρή καλυτέρευση της όρασης που ομολογούσε,
χωρίς όμως να υπάρχει αυτή.
Το χειρουργείο στα νεύρα των ποδιών του πατέρα , επανέφερε την
λειτουργικότητα των ποδιών του, αλλά η τελική αποκατάσταση χρειάστηκε
πάνω από τρείς μήνες.
Ο Φώτης είχε σταματήσει το σχολείο αλλά όχι και την μουσική του περιοδεία.
Ένας στενός του άνεργος φίλος, τον συνόδευε στα πάρκα και τις
πλατείες. Ο τυφλός βιολιστής δεν χρησιμοποιούσε πλέον παρτιτούρες
γιατί γνώριζε τα κομμάτια απέξω, έπαιζε περισσότερο με την ψυχή του και
λιγότερο με τα χέρια. Με τα χρήματα που έβγαζε, τώρα , όλοι μαζί ,
κάλυπταν τα οικογενειακά έξοδα , αφού κι ο πατέρας άρχισε να κάνει
κάποια κλεπτά μεροκάματα.
Ο Φώτης πληροφορήθηκε για την μέθοδο ανάγνωσης Μπράϊγ, αλλά δεν
σκέφτηκε να το προτείνει στον πατέρα του, που ανέμενε, την αυτόματη
θεραπεία, γιατί πίστευε στην παροδικότητα της ασθένειας. Όσο όμως
περνάγαν οι μήνες, η ελπίδα αυτή εξανεμίστηκε. Ο οφθαλμίατρος
χαρακτήρισε την κατάσταση, μη αναστρέψιμη, και συνέστησε στον Φώτη να
επισκεφθεί τον Φάρο Τυφλών στην Καλλιθέα. Εκεί, όλοι οι ενοικούντες
,τον δέχτηκαν, με μεγάλη χαρά, καθώς έμαθαν ότι γνωρίζει βιολί, που θα
έπαιζε στις γιορτές και στις παρέες.
Η ακοή βοηθάει πολύ στην ψυχολογία των τυφλών, όταν μάλιστα συνδυάζεται και με τους γλυκούς ήχους του βιολιού.
Κάθε τραγούδι και μια ανάμνηση. Κάθε ανάμνηση και ένα χαμόγελο. Κάθε
χαμόγελο και μια σταγόνα βάλσαμο στην ταλαιπωρημένη ζωή των τυφλών. Η
συγγραφέας Έλεν Κέλερ δεν ήταν μόνο τυφλή από μικρή. Ήταν κωφάλαλη,
επίσης. Κι ο όμως, η δύναμη της θέλησης και η ψυχική της λάμψη, της
έκαναν διάσημη σ΄όλο τον κόσμο, μέσα από το μήνυμα ελπίδας που χάρισε σε
υγιείς και τυφλούς.
Τα πρόσωπα των συγκατοίκων λάμπουν καθώς ακούνε τον «ύμνο της Χαράς»
του Μπετόβεν, παιγμένο από τα νεανικά χέρια του Φώτη. Και «οι τέσσερεις
εποχές» του Βιβάλντι, αλλά και Ηπειρώτικα, Νησιώτικα , Μακεδονίτικα και
Λαϊκά.
Με το χαμόγελο σπάζουν τα τείχη της απομόνωσης. Μια κοινωνία
ανθρωπιάς, τότε, ξεχύνεται γύρω μας και εντός μας. Και τα μάτια μας δεν
μπορούν να περιγράψουν αυτό που αισθάνονται.
Είσαι κοντά μου, όχι γιατί σε βλέπω κοντά μου, αλλά γιατί σε αισθάνομαι
κοντά μου. Δεν ξέρω, αλλά φαντάζομαι ότι είναι μια από τις πλευρές του
παραδείσιου κτίσματος. Ίσως, η πιο βασική του κολώνα, από την οποία
ξεκινούν οι άλλες. Η γλώσσα της ψυχής μιλάει πιο καλά από την γλώσσα
του σώματος, είναι μια πανανθρώπινη γλώσσα που δεν γνωρίζει υποκρισία
και ιδιοτέλεια. Η γλώσσα της ψυχής σπάζει τον προσωποκεντρικό καθρέπτη
και φτιάχνει δίκτυο ψυχικής επικοινωνίας. Τότε η λέξη επι-κοινωνία
αποκτά την πραγματική της ουσία. Τότε το χαμόγελο δεν θα πάψει ποτέ να
βρίσκεται ευτυχισμένο, στα χείλη του κάθε ανθρώπου, κάτω από τα δύο του
μάτια που δεν βλέπουν αλλά μιλούν…
ΠΗΓΗ: ΚΛΙΚ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου