Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου 2014

Πατρίδα μου, φυλάξου απ’ τους…σωτήρες!!!

Posted by olympia spyr στο Σεπτεμβρίου 5, 2014

Αχ, και,… να ’ταν η οργή μου βόλι
και το δάκρυ μου φωτιά!!
{κάθε έλληνας(;!;!)}
…και που δεν πάτησα ποτέ μου μήτε μερμήγκι;! και που ’χω μιαν επιλογή
να σταθώ Έλληνας;! θυμάμαι ξάφνου τα παλιά, για ν’ ακουμπήσω κάπου!
─ Εεε, και;! ακούγεται γέλιο δυνατό δίπλα μου…

─ Για μη δεν έκαμα την καρδιά μου απλοτόπι τ’ ουρανού, για να χωρέσει ολάκερο τον κόσμο κι ας μη χώρεσα ελόγου μου σε…πάρα πολλούς μήτε
και στους περσότερους από δαύτους που λογιάζω…δικούς μου;!
─ Εεε, και;! κι άλλο γέλιο δίπλα μου…
─ Μήπως για το μπόι της…Αρετής μου(;!;!) καυχιέμαι σ’ ελόγου μου με θυμό
κι απόγνωση, σαν οι άλλοι γύρω μου ψελλίζουν…άλλα αντ’ άλλων!
─ Εεε, και;! μ’ απλοήθηκαν καγχάζοντας μυριάδες φωνές που…λαθεύουνε
μέσα μου καιρό…
─ Τι;! λίγο το ’χεις εσύ κι εσύ κι εσύ που μέχρι τώρα κανείνε ποτέ μου δεν κακοκάρδισα;! αστράφτω και βροντάω αγανακτισμένος…
─ Και για δαύτους που σκοτώνουν πάλι και πάλι το Δίκιο μας και βάνουν
στη θέση του τ’ άδικο κι αρπάχνουν το ψωμί, το τραγούδι, και το γέλιο…
απ’ τ’ όνειρο του παιδιού και της μάνας την απαντοχή˙ κραυγάζει μια άλλη
φωνή μέσα μου, τι κάνεις;!
─ Ποιος;! Τι;! Πού;! ψελλίζω αλαφιασμένος κοιτάζοντας γύρω μου.
─ Τι κάνεις δια δαύτα˙ που ’χεις να καυχιέσαι που ’σαι εκείνο που νομίζεις
περί ελόγου σου;! με χαστουκίζει άγρια μια κραυγή μέσα μου!
Και ξάφνου˙ σαν να χτυπήθηκα από κεραυνό γροικάω εδεκεί στα βαθυνά
του είναι μου για πρώτη φορά, λες και ξύπνησα από βαθύτατο λήθαργο, τη γιγάντισσα οργή μου αγριεμένη με το σπαθί ξεγυμνωμένο στο χέρι της σαν
την κυρά μας τη Λευτεριά να κράζει πάση δυνάμει για Δίκιο!!
Αλήθεια,…μην είμαι γελασμένος με τόση οργή που κρύβω μέσα μου για
τ’ άδικο του κόσμου˙ για μήπως τάχα με νομίζω…οργισμένο δίχως να ’μαι˙
για μήπως το κάμω επίτηδες, σαν έτσι ξεγελάω…κι ελόγου μου τον ίδιο;!
Τι να ’ναι άραγε όλη τούτη η οργή που…κουβαλάω μέσα μου ή μήπως καμώνομαι ψεύτικα…οργή˙ γιατί έτσι μονάχα θενά δείχνω οργισμένος σ’
ελόγου μου τον ίδιο από τη μια κι από την άλλη για τα μάτια του κόσμου
για έτσι καθηλώνω το φόβο μου συνεχίζοντας τον ¨ήδυμον¨ ύπνο…
Πόσο αδιατάρακτο ύπνο κάνω, θεέ μου, χαϊδεύοντας την…οργή μου κάθε
νύχτα που γέρνω…ηρεμισμένος(!!) στο μαλακό μου το στρώμα!
Εμ, τι,…δε μου φτάνει που θυμώνω τη μέρα και ξεθυμώνω τη νύχτα;!
Τι;! ελόγου μου θενά κάμω την οργή μου φωτιά να κάψει τ’ άδικο˙ για μήπως ποτάμι να πνίξει το κακό;! Λάθος! Τεράστιο λάθος˙ ψελλίζω ήρεμα!
Και, γιατί εγώ;! Δεν υπάρχουν τόσοι άλλοι πιο ικανοί από μένα;! Το λοιπόν
γιατί ελόγου μου κι όχι οι…άλλοι;! Τι, εγώ θα βγάνω το φίδι από την τρύπα;!
Ααα, όχι, όχι! Εγώ σαν νομοταγής υπήκοος,…ψελλίζω σκύβοντας το κεφάλι
μου ίσαμε το χώμα˙ Νομοταγώς! Ααα, όλα κι όλα! όχι εγώ˙ ο…Νομοταγής!!
─ Αλήθεια, και˙ ποιανού υπήκοος;! Μήπως του Δίκιου, της Λευτεριάς, της Αλήθειας;! ακούω γύρα μου σκληρά ρωτήματα που με πληγώνουν.
Όχι, όχι,…ψελλίζουνε μέσα μου μύριες φωνές. Πιστός υπήκοος του νόμου,
της διάτας, της συνήθειας…από παράδοση! Πάντα ίδιος˙ από…παράδοση!
─ Και πού βλέπεις το κακό, ρωτάω σαστισμένος παλεύοντας να διώξω τον άγριο νυσταγμό από τα βλέφαρά μου και να διακρίνω πούθε οι…φωνές!
─ Δε σου ’παν στα πολλά σκολειά -που…μαθήτεψες- ότι˙ νόμος που σε
κάμει παλιάνθρωπο, είναι…υπόνομος;! στριγγιάζει κάποιος μέσα μου!
─ Μα,…με τόση οργή ελόγου μου˙ και…παλιάνθρωπος, απορώ μ’ εκείνη
τη στριγγιά που ματώνει τα σωθικά μου.
─ Και τι κάμεις την οργή σου;! Σε ποιο κακό τη στρέφεις;!
─ Την κρατάω μέσα μου, είναι δική μου! ψελλίζω καθησυχάζοντας την…
οργή μου! Λίγο το ’χεις τούτο για θαρρείς πως μ’ αφήνει ποτέ ησυχασμένο!
─ Ενάντια σου;! ακούγεται κατάπληκτη η φωνή. Ταλαίπωρε, στρέφεις την
οργή σου ενάντια σου λες και κάνεις κατιτίς σπουδαίο για μήπως κι ελόγου
σου αποξαρχής σαν τους αλλουνούς λειψός και λίγος καμώνεσαι τάχα μου
τάχα μου τον…οργίλο για να γλιτωθείς από το…γιούχα των παιδιών;!
Φοβισμένος πολλά από κείνες τις φωνές μόλις που ψελλίζω πάλι και πάλι
σ’ ελόγου μου δειλά δειλά˙ αλήθεια τόσο γελασμένος να ’μαι ο έρημος;!
Κι όλη κείνη η οργή που συνάζω τόσες δεκαετίες μέσα μου νυχτόημερα˙
του κάκου;! Όλα λοιπόν απατηλά καμώματα και Ψεύτικα;!
…και ξάφνου σηκώνω το κυφωμένο κορμί μου, απ’ το βάρος τ’ άδικου που
κουβαλάω πάνω μου! Το ψαύω, το ξετάζω, το γνωρίζω και˙ όχι, όχι, αφήνω
γύρω μου φωνή στριγγιά: όχι, όχι! Τούτο το άδικο δεν είναι δικό μου…!
Δεν έχει κάτι να μου μοιάζει! Δεν το ’καμα εγώ! Και χειρονομώντας άγρια, όπως πριν από πολλά πολλά χρόνια που χολώθηκα με τους παντός καιρού θεούς και το νιόφερτο που λένε οι άλλοι, οι…υπέρ λίαν ενάρετοι, πως πήρε
τη θέση των παλιών˙ κάπου εκεί γύρω στα έξι μου μ’ επτά˙ σκάω στα γέλια!
Τότε για πρώτη μου φορά νιώθω τ’ άδικο του κόσμου, ακούγοντας βαθιά χαράματα ριπές πολυβόλων ξένων και ντόπιων κατακτητών που σκοτώνουν
τα παιδιά, γιατί παλεύουν για Λευτεριά και Δίκιο˙ που τα γυρεύω…ακόμη!!
Τότε νιώθω για πρώτη μου φορά να οργώνει ο φόβος τα σπλάχνα μου κι ανήμπορο παιδάκι φωνάζω απεγνωσμένα το Θεό του Δίκιου να στομώσει
τα πολυβόλα του άδικου θεού˙ μα, πουθενά ένας Θεός του…Δίκιου(;!;!).
Και τότε είναι που χολώθηκα μ’ όλους τους ανάξιους θεούς κι όλος οργή λάκισα απ’ το κλειστό μαντρί της αποβλάκωσης «τραβώντας με πάταγο την
πόρτα πίσω μου» που λέει κι ένας άλλος τρελός!
Οι κακοί˙ αμέτρητοι στον καιρό μας σκοτώνουν πάλι και πάλι τα παιδιά
που ξαμώνουν το χέρι τους στους…Ουρανίωνες Θεούς για το μεράδι τους˙
όλο κι όλο μια παλάμη Φως κι έναν κόμπο Δίκιο!
Όμως ιδού˙ πάντα τα ίδια και τα ίδια! Παντού κι ολοτρόγυρα προδότες,
δωσίλογοι κι οχτρέλληνες σβήνουν το χαμόγελο της μάνας, το τραγούδι
του παιδιού, τη Λευτεριά, το Δίκιο, τη ζωή και το χρόνο˙ στο φρικτό εκείνο περιβόλι του Νέγρη, το εκτελεστήρι της Άνοιξης!!
Οι ίδιοι σήμερα, ξένοι κατακτητές κι οι ντόπιοι προδότες και δωσίλογοι,
-γερμανίζοντες πατριώτες μου(;!)-χτίζουν με βιάση άλλα εκτελεστήρια, ότι
το θυσιαστήρι του Νέγρη στόμωσε απ’ το αίμα των λουλουδιών του Μάη!
Γιατί λέει˙ οι…διαταγμένοι φονιάδες της Πατρίδας το βρήκανε μικρό και
άκομψο να χωρέσει όλα τα ελεύθερα Νιάτα μας που αντιτάσσονται στα
διεστραμμένα σχέδια της…¨νέας τάξης¨ που κουβαλάει μπόλικη παράνοια
κι άμετρο ανθελληνισμό και με όργανά της τα ντόπια…κλινικά φαινόμενα
-που καμώνονται τους Πατριώτες(!!) με όπλα τους το…Κράτος και τη Βία- εξαφανίζουν Λαό κι Έθνος κατά τα θέσφατα˙ των…κεχρισμένων(!!!)
Και να με, τώρα πάλι, να γυρεύω αποξαρχής θεούς που θενά κάνουν την
κρίση τους εδώ στη λαβωμένη Γη κι όχι σε κάποιο γελοιωδέστατο επέκεινα˙ κοιτάζοντας ασκαρδαμυκτί αναμίξ θεούς, σωτήρες και προδότες φέρνοντας
στο βαρύθυμο νου μου τους θεούς των προγόνων μου παναπεί˙ Λευτεριά,
Δίκιο, Λογική, Ανδρεία, Ομορφιά,…που καιρούς καιρών τα ανθρωποειδή, γερμανισμένοι προδότες-Γκαουλάιτερ, χυδαίοι και δόλιοι ψευτοπατριώτες
με δαύτη την ιδιάζουσα πατριοσύνη ξεπουλάνε για τη λειψή θεσούλα ενός ελεεινού, τρισάθλιου υπηρέτη, σε κάθε λογής κατάμαυρη Στοά και Λέσχη,
την Πατρίδα˙ ρετάλι στα χέρια…ψευτοπραματευτή, για πενταροδεκάρες!
(Δεν ξέρω κάτι καλό για τους προγόνους και τους θεούς κάθε προδότη!)
Όμως του κάκου παντέχω μιαν απόκριση από φευγατισμένους θεούς και
το δικός σας το νιόκοπο που πρόκανε και λιποτάκτησε στο ψέμα˙ μα, τους
δικούς μου θεούς τους συντρίψανε τα πελέκια του νιόφερτου θεού, πριν να σκοτώσουν και τον ίδιο(!!) και πια ο κόσμος έρημος από Δίκιο, Αλήθεια κι Ομορφιά σέρνεται μονάχος, απόλεμος˙ ¨οικειοθελώς¨ κατά το κιβούρι του!
…κι απέ˙ ξάμωσα τα χέρια παντού κι ολόγυρα σ’ εκείνο που λένε για Θεό
αντίς…τίποτα˙ κραυγάζοντας: πού ’ναι ¨Θεοί¨ η θεότη Σας, για το παιδάκι
που πεινάει, που φοβάται και τη μάνα που κλαίει για τ’ άδικο του κόσμου;!
Θεέ, ό,τι κι αν είσαι, ένας ή πολλοί, φανερώσου αν αντέχεις μπροστά στο
παιδί που πεινάει σαν μια μπουκιά Ψωμί, μια παλάμη Φως ή μια σταγόνα
Δίκιο…αλλιώς˙ να μη γυρεύω ο έρμος πια˙ τίποτα απ’ το…τίποτα!!
Ακούγονται κραυγές από πλήθη που…συνωστίζουνται, (που λέει η άλλη
η άσχετη), και μ’ ένα φανάρι στο χέρι τους γελάνε και ψάχνουν ολόγυρα…
Τι ψάχνετε, καλοί μου γείτονες, με το φανάρι καταμεσήμερα, σαν εκείνον
τον αρχαίο τρελό που ’ψαχνε γι’ άνθρωπο˙ ρωτάω σκασμένος στα γέλια!
─ Για το Δίκιο, για το Γέλιο και την Ομορφιά μ’ απλοήθηκαν αδιάφορα
στριγγιές φωνές κι αγριεμένες συνεχίζοντας την οχλοβοή και το ψάξιμο.
Μα, πάλι˙ ανανογιέμαι ξανά και πάλι ελόγου μου ο ντροπιάρης, και να με˙
πιο συνεπής μ’ ελόγου μου, και σαν…νεοφώτιστος πια˙ αρπάζω από την
αστρέχα της καλύβας μου το μεγάλο φανάρι κι αρχίζω να ψάχνω με βιάση κατάντικρα στον ήλιο για το…Δίκιο κι ό,τι άλλο θέλει βρεθεί μήπως σταθώ πιότερο τυχερός ελόγου μου και το βρω πρώτος και βάνω κατιτίς μεράδι
από το…, το…Δίκιο στην αδειανή μου τσέπη! Εμ, γιατί όχι κι ελόγου μου,
αν όχι τη μερίδα του λέοντος˙ κάτι από δαύτο το…ό,τι˙ που μου πρέπει…
σαν από…¨Θεούς¨, έχω νίψει καιρό τα χέρια μου! Εμ, τι άλλο να κάμω;!
…και ξάφνου να σου κι ο τρελός του χωριού να χάσκει παραξενεμένος!
─ Τι γυρεύετε τρομάρα σας μες στην κάψα του Ήλιου, ρωτάει λιγωμένος
ο τρελός του χωριού χοροπηδώντας άτσαλα…
─ Εμείς οι μυαλωμένοι˙ ακούγεται μια στριγγιά φωνή, γυρεύουμε το Δίκιο
και τη Λευτεριά! Ξέρουμε εμείς! Κι ελόγου σου να σιγάσεις! Είσαι τρελός!
Κι ο τρελός γελώντας μ’ εμάς τους σοφούς˙ και ψάχνετε, δύστυχοι, όξω σας
κι όχι μες στο λογισμό σας να βρείτε τη Λευτεριά και το Δίκιο;!
Μα, καλά˙ δε το μάθατε που χουγιάξανε τη Λευτεριά και το Δίκιο οι αφέντες
μας, σαν δεν τα ’χουμε, λένε, ανάγκη εμείς οι λαοί της Γης, γιατί μας φέρανε
δαύτοι για Δίκιο μας το δίκιο το δικό τους και για λευτεριά μας τις διάτες της
¨Ουράνιας Σιών¨ που˙ αφού καταπλακώσει την…επίγεια κι εξοντώσει πρώτα
με τους δικούς της δολοφόνους όλους τους λακέδες που ’χει ’ξαγοράσει αντί
πινακίου φακής σ’ ολάκερο τον κόσμο˙ (κι ας μην ξεχνάμε τον πολύ κοντινό
μας Χίτλερ) κι αφού θρονιάσει τον…κανονικό πια Μεσσία κι όχι τον άλλονε
που αποκήρυξε, ότι της βγήκε κομμάτι μπόσικος, για να συνεχίσει επάξια
το ¨Σωτηριακό¨ έργο Τους κι εκλέγοντας ο καθένας τους τον εαυτό τους για Σωτήρα˙ θα σκέφτονται πια πριν από μας για μας, παναπεί πώς θενά μας… εξαφανίσουν τάχιστα από το φως του ‘Ηλιου˙ στεριώνοντας οι…αθλιοφόροι
κι εκλεκτοί Σωτήρες την παράνοιά τους για άρχοντα του κόσμου(;!;!)
─ Ε, τότε όλα καλά καμωμένα! Μέριασε απ’ το δρόμο των σοφών, τρελέ,
μας μποδάς εσύ ένας τρελός, να πάρουμε το μεράδι από τ’ άξιο Δίκιο που
μας χαρίζουν οι θεόσταλτοι Σωτήρες από τη…Σιών!!
«Δε λες καλά που ’χουμε και τούτους τους Σωτήρες και μας δίνουνε τη συνταξούλα μας από το έλεός τους και δίνουμε το κατιτίς στα παιδιά μας και
στ’ αγγόνια μας˙ πέρι θέλεις να μας ξεστρατίσεις ελόγου σου, ένας τρελός;!
Κι ο τρελός κοιτάζοντας το χώμα λέει καλωσυνάτα: ναι, ναι, είμαι τρελός˙
όμως τρελάθηκα την ώρα π’ άρχισα να σκέφτουμαι, διώχνοντας το φόβο
μου, το αύριο των παιδιών κοιτάζοντας κατάματα του κόσμου τ’ άδικο!!…
─ Κι εσύ, ένας τρελός τι γυρεύεις και ψάχνεις σεργιανίζοντας…
─ Γυρεύω, σοφέ μου, να βρω τον Έλληνα που σκέφτεται…ΕΛΛΗΝΙΚΑ
για όσο φεγγίζει ακόμη το φως του Ήλιου την ΠΑΤΡΙΔΑ˙ μα,…πουθενά!!
χα, χα, χααα! χα, χα, χααα!! γελάνε οι σοφοί με τον τρελό!
─ Κι εμείς, τι είμαστε, ρε μουρλέ;!
─ Με λειψή σκέψη, ελλογιμότατοί μου, τι,…Έλληνες;! λησμονάτε, σοφοί πατριώτες(!!) ότι το να ’σαι Έλληνας είναι πιότερο απόφαση της δικής σου βούλησης να δεχτείς δρομοδείχτη σου τη γιγάντισσα ελληνική σκέψη, την Ιστορία, τη γλώσσα,…πέρι κάποιου τυχαίου γεωγραφικού…γεγονότος(;!;!)
─ Και τότε˙ τι λες να κάνουμε, ακούγεται μια άλλη φωνή περιπαικτική…
─ Κοίτα ξέφοβα αυτούς που γελάνε πομπεύοντας το Δίκιο σου, το Δίκιο
σου, το Δίκιο σου, το Δίκιο όλων μας κι αρπάζουν την μπουκιά του παιδιού,
το γέλιο της μάνας, τη χαρά και τ’ όνειρο ενού ολάκερου λαού και κάθε τόσο ξεσηκώνουν το δειλό λογισμό σου ενάντια σε τούτον, σ’ εκείνον…δίνοντάς
σου λιθάρια και ξύλα να λιθοβολήσεις όποιον σου μιλάει για το Δίκιο σου!!
─ Και τότε;! ψελλίζει μια…άααλλη φωνή˙ και λες να βρούμε το Δίκιο;!
─ Τη Λευτεριά και το Δίκιο˙ θενά τα βρεις μονάχα στα βαθυνά σου!!
─ Τι λες, ρε μουρλέ, ωρύεται η στριγγιά φωνή…
Κι απέ˙ τούτος ο τρελός αποτρελαμένος με τ’ άσοφα των σοφών π’ ακούει, χώνεται ανάμεσά τους κραυγάζοντας: χαυνοπολίτες, η Λευτεριά και το Δίκιο καρτερούν στα βαθυνά της σκέψης σας, ωωω πατριώτες μου(;!;!)…
─ Η Λευτεριά και το Δίκιο στο μυαλό μας και δεν τα γροικάμε, γελάει ένας.
─ Έχουν αλυσωδέσει, σοφέ μου, τη σκέψη σου στο φόβο και στην άγνοια!
─ Ρε τρελέ, υπάρχει μέσα μας η λευτεριά και το δίκιο κι εμείς οι μυαλωμένοι δεν το ξέρουμε και το ξέρεις εσύ˙ ένας…τρελός, ωρύεται η στριγγιά φωνή.
─ Αμ, αν δε σκάψεις, σοφέ μου, τη σκέψη σου, πού θενά τα βρεις;!
Σκάψε βαθιά βαθιά τη σκέψη σου να νιώσεις το Δίκιο που σου πρέπει! Μπες
στο νου της πλάσης να βρεις τη Λευτεριά, την Αλήθεια… Μπες μέσα σου!
Του κάκου γυρεύεις Λευτεριά και Δίκιο όξω σου! Μα, πρώτα˙ «εκάς ο φόβος»
─ Είσαι τρελός, τρελός! που θα μας πεις εσύ,…κραυγάζει η στριγγιά φωνή.
─ Η μια φωνή πνίγεται˙ οι πολλές μαζί ποτέ! Τ’ ακούς, Σοφέ μου;!
─ Και πώς όλοι θενά γενούμε καταπώς λες…ένα(;!), γελάει μια άλλη φωνή.
─ Σαν μπροστά πάει η Πατρίδα ματωμένη, όλοι μαζί πίσω της…
─ Και, ποιο δρόμο να πάρουμε;! λέει μια άλλη φωνή.
─ Η Πατρίδα είναι ο δρόμος! φωνάζει δυνατά για ν’ ακουστεί ο τρελός.
─ Μόνο ένας δρόμος;! Και τα κόμματα, οι παρατάξεις, οι ιδεολογίες μας,…
πετάγεται ανάμεσα τους αυτός με τη στριγγιά φωνή.
─ Δαύτα σε μποδάνε, χαυνοπολίτη μου, να δεις τη Λευτεριά και το Δίκιο!
─ Μην τον ακούτε˙ είναι τρελός! ωρύεται η στριγγιά φωνή.
Και τότε ο τρελός υψώνοντας τα χέρια του στον Ήλιο:
Αχ,…
και να ’ταν ο οργή μου βόλι
και το δάκρυ μου φωτιά…
─ Μην τον ακούτε˙ είναι τρελός! Είναι τρελός! χειρονομεί ωρυόμενος αυτός
με τη στριγγιά φωνή.
─ Βόηθα κι εσύ κι εσύ κι εσύ…να γυρίσουμε τον Ήλιο για να φέξει, Σοφέ
μου, καινούργια μέρα, γελαστή και ροδόχρωμη με την μπουκιά και το βιβλίο
στο ’να χέρι και στ’ άλλο το μαστίγι με το Δίκιο˙ το δικό σου, το δικό σου, το
δικό σου, το δικό μου, το Δίκιο του εξαθλιωμένου λαού μας και πιο…το Δίκιο
των λαών ολάκερης της Γης!…
Κι όσο εμείς οι Σοφοί γελάμε με τον τρελό, εκείνος μετράει με το βλέμμα του
το μπόι μας και ξάφνου σκληραίνοντας το λόγο του ακούγεται κάποια στιγμή
τη φωνή του άγρια και βροντερή να λέει αργά αργά:
Σοφοί πατριώτες(!!), δε βλέπετε τους ανθρώπους του σκότους που πνίγουν
την Πατρίδα μας;! Πώς ελόγου σας Σοφοί μου δε μιλάτε;! Μην έκατσε άραγε
πάνω στη γλώσσα σας το…βόδι* για μήπως σας έχει μεταλλάξει η ακόρεστη δίψα του πλουτισμού σε βουβά πρόσωπα κάποιας άγραφης τραγωδίας;!;!
Σοφότατοι του κόσμου σιωπάτε που δεν ξέρετε για σιωπάτε μιλημένα με το
φόβο˙ μήπως και…ξυπνήσουν οι λαοί του κόσμου˙ και τότε πια…!
Πώς μέγιστοι Σοφοί μου καμώνεστε τόσο πετυχημένα τους…ά-σοφους;!
Πώς «περιώνυμοι» κρυφοδιανοούμενοί μου μεταμορφώνεστε από τη μια στιγμή στην άλλη σε…εκκωφαντικούς λογάδες;! Ως πότε, πια;! Ως πότε;!
─ Σκασμός, σκασμός, κραυγάζουν κάποιες άτακτες φωνές!
Ο τρελός όμως τελείως ατάραχος συνεχίζει ορμητικός τον φιλιππικό του.
Δυναμώνει τη φωνή του, φωνάζοντας μ’ όλη τη δύναμη των πνευμόνων
του στ’ αφτιά όλων μας λέγοντας:
Όποιος πασχίζει να γιομίσει την άδεια καρδιά του μ’ ούλο το χρυσάφι του κόσμου˙ μην ερώτησε ποτέ του την έρμη καρδιά του (αν έχει αληθινή καρδιά
στα στήθη του) αν τρέφεται με το χρήμα που της δίνει για…τροφή της κι όχι
μ’ Αγάπη, Δίκιο, Λευτεριά, Έρωτα, Χαρά, Χάδι και Τραγούδι;!
Κι εμείς χαμένοι πια από τα λόγια ενός τρελού χειροκροτούμε όλοι όρθιοι
τις…δικές μας σκέψεις και τα…δικά μας λόγια που ξεχύνονται καταρράκτης
από τα χείλη του…τρελού, αφού ελόγου μας είμαστε Νομοταγείς…υπήκοοι!
Αυτός που δε νιώθει συνάνθρωπος με τους άλλου ανθρώπους, συνεχίζει
σκληρά ο τρελός˙ γιατί να ’ναι άνθρωπο˙ σαν δεν είναι…Πολίτης;!
─ Εύγε! Εύγε…ολόγυρα φωνές ίδιο δοξαστικό στην τρέλα του…τρελού!
Και ξάφνου ο τρελός ανεβασμένος σε μια παλιοκαρέκλα βροντοφωνάζει
βαθιά στον ορίζοντα και στα πλήθη που ’χουν μαζευτεί ολόγυρά του:
Πατρίδα μου, γενήκαμε όλοι μας ένα! Υπάρχει κι αύριο! Υπάρχει κι αύριο!
Παιδί μου, μην κλαις! Φτάνει πια! Χαμογέλασε στην Αυγή του Δίκιου!!
Για δες˙ π’ όλοι μαζί κάνουμε την οργή μας βόλι και το δάκρυ σου φωτιά
και μποδάμε την παράνοια των οχτρών των λαών της Γης που σχεδιάζουν
στο σκοτάδι να σκοτώσουν το γέλιο Σου, το Δίκιο σου, το Δίκιο της μάνας,
του Πατέρα, των πολλών, το Δίκιο των ανθρώπων ολάκερης της Γης!
*****
Σημείωση.
ήδυμος ύπνος( και νήδυμος), (ομηρική λέξη (=ήρεμος ύπνος, βαθύτατος ύπνος)
βόδι (=νόμισμα στην αρχαία Ελλάδα που ’χε πάνω του μια μορφή βοδιού, βοϊδοκεφαλή,
εξού και η φράση: «βους επί γλώττη επέβη», (το βόδι του πάτησε τη…γλώσσα) αναφερόμενη
στους…παλιότερους {κι όχι για τους…σημερινούς(!!) σιωπηλούς˙ ετεροπατριώτες μας(!!) και…
Σωτήρες μας Γκαουλάιτερ)˙˙˙} λόγω…δωροδοκίας!!
ένας έλληνας

ΠΗΓΗ:   ΚΛΙΚ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου