Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2014

ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΤΟΥ…ΤΑΦΟΥ ΚΑΙ Η ΚΟΚΚΙΝΟΣΚΟΥΦΙΤΣΑ (Δ. Νατσιός)

Τὰ μυστικὰ τοῦ…τάφου καὶ ἡ Κοκκινοσκουφίτσα

Γράφει ὁ Δημ. Νατσιός

.           Ποιά εἶναι, λοιπόν, τὰ μυστικὰ τοῦ… τάφου, γιὰ νὰ θυμηθοῦμε καὶ τὴν Πηνελόπη Δέλτα; Τί θὰ μᾶς προσφέρει ἡ γενναιόδωρη καὶ εὐφορότατη γῆ τῆς Ἀμφιπόλεως, «αἱ Ἀθῆναι τῆς Μακεδονίας», ὅπως προσφυῶς ὀνομάστηκαν κατὰ τὴν ἀρχαιότητα;
.           Ὀλίγα γλωσσοϊστορικά. Πρὸ τῆς ἀθηναϊκῆς κυριαρχίας (437π.Χ.) ἡ πόλη ὀνομαζόταν Ἐννέα Ὁδοί. (Νὰ μᾶς ἐξηγήσουν οἱ Σκοπιανοὶ ἀπατεῶνες καὶ σφετεριστὲς πῶς εἶναι δυνατόν, οἱ ἀρχαῖοι Μακεδόνες, νὰ βαφτίζουν τὶς πόλεις τους μὲ ἑλληνικὰ ὀνόματα). Οἱ Ἀθηναῖοι τὴν μετονόμασαν σὲ Ἀμφίπολη, διότι ἔκειτο μεταξὺ θάλασσας καὶ ποταμοῦ. Τοῦ Αἰγαίου καὶ τοῦ Στρυμόνα. Τὸ 424 π.Χ. τὴν κατέλαβαν οἱ Σπαρτιάτες. Γιὰ τὴν ἀπώλειά της, τὴν ὁποία θρήνησαν οἱ Ἀθηναῖοι, τιμωρήθηκε μὲ ἐξορία ὁ Θουκυδίδης. Μάλιστα τὰ πρῶτα ἔτη τῆς ἐξορίας του τὰ πέρασε στὴν Ἀμφίπολη, συγγράφων τὸ ἀριστούργημά του. Τὸ 357 π.Χ., ὁ Φίλιππος κατέστησε ἐκ νέου τὴν Ἀμφίπολη μακεδονικὴ πόλη. (Χωρὶς νὰ ἀλλάξει τὸ ὄνομα ἢ νὰ ἐπαναφέρει τὸ ἀρχαῖο, ἐμφύλιες διαμάχες ἦταν ἐξ ἄλλου). Ἀπὸ τὴν Ἀμφίπολη ὅρμησε ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος πρὸς κατάκτηση τοῦ κόσμου καὶ σ’ αὐτὴν ἐγκαθίδρυσε τὴν ἕδρα του ὁ Ρωμαῖος στρατηγὸς Αἰμίλιος Παῦλος καὶ τὴν ἔθεσε πρωτεύουσα τοῦ μακεδονικοῦ θέματος. Ὅπως δὲ συνέβη μὲ πολλὲς κατείδωλες πόλεις τοῦ ἀρχαίου κόσμου, μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου, ξεθωριάζουν τὰ χνάρια της, διότι «βγήκαμ’ ἐμεῖς ἑλληνικὸς καινούργιος κόσμος, μέγας» (Καβάφης), ἡ χριστιανικὴ οἰκουμένη. Καὶ τώρα, παραπέμποντας καὶ πάλι στὸν ἀλεξανδρινό, «ἀπ’ τὴν θαυμάσια πανελλήνιαν ἐκστρατεία/τὴν νικηφόρα τὴν περίλαμπρη/τὴν περιλάλητη, τὴν δοξασμένη/ὡς ἄλλη δὲν δοξάσθηκε καμμιὰ/τὴν ἀπαράμιλλη» (στὰ 200 π.Χ.) ἀναμένουμε «νὰ βγεῖ» ὁ Μέγας τῆς ἱστορίας στρατηλάτης, Ἀλέξανδρος ὁ Μακεδών.
.           Μακάρι καὶ θὰ καμαρώσουμε κι ἂς εἶναι καὶ ὁ υἱός του καὶ ἡ ἐκπάγλου καλλονῆς Ρωξάνη. (Ἡ Ρωξάνη, κόρη τοῦ ἡγεμόνα τῆς Βακτριανῆς Ὀξυάρτου, μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Ἀλεξάνδρου, ἀκολούθησε τὸν Ἀντίπατρο στὴν Μακεδονία. Ὅταν καὶ αὐτὸς πέθανε, κατέφυγε στὴν προστασία τῆς Ὀλυμπιάδας μαζὶ μὲ τὸν γιό της καὶ νόμιμο διάδοχο, Ἀλέξανδρο τὸν Δ´. Δὲν ἀπέφυγε τελικά, καὶ αὐτὴ καὶ ὁ Ἀλέξανδρος, τὴν δολοφονικὴ χείρα τοῦ Κασσάνδρου, τὸ 311 π.Χ.).
.           Αὐθόρμητα ὅμως αὐτὲς τὶς ἡμέρες τῆς… ἀλεξανδρολογνείας, ἦλθαν στὸ νοῦ μου καὶ οἱ… ἀλεξανδρομάστιγες τῶν σχολικῶν βιβλίων καὶ ἡ ὑποκρισία τοῦ «ἐπισήμου» κράτους. (Ἡ μεγαλειώδης παρουσία τοῦ Ἀλεξάνδρου δίχασε ἀκόμη καὶ τοὺς λογοτέχνες. Οἱ ὑμνητές του ὀνομάστηκαν ἀλεξανδροκόλακες, οἱ ἐπικριτές του, ἀλεξανδρομάστιγες). Στὶς 18.4.2008 εἶχα δημοσιεύσει κείμενο μὲ τίτλο «ἡ Κοκκινοσκουφίτσα, ὁ Καραγκιόζης καὶ ὁ… Μέγας Ἀλέξανδρος». Ἀποσπῶ ἕνα τμῆμα τοῦ τότε ἄρθρου, διότι τίποτε δὲν ἔγινε στὸ μεσολαβῆσαν διάστημα. Τὸ ὑπουργεῖο Παιδείας εἶναι τὸ «βαθὺ κράτος», τίποτε δὲν διαπερνᾶ τοὺς συμπαγεῖς, νεοταξικοὺς τοίχους του.

krufodagkaniarhdes.                 {«Μπαίνω, μετὰ τὴν προσευχὴ στὴν αὐλή, μὲς στὴν τάξη. Τὸ πρῶτο δίωρο «Γλώσσα». Ἀπέναντί μου, δίπλα μου, παιδιὰ τῆς ἕκτης δημοτικοῦ. Ἡ ἐρώτηση κοινότοπη μέν, ἀλλὰ συμμαζεύει τὶς σκέψεις παιδιῶν καὶ δασκάλου: «Ποῦ εἴμαστε παιδιά;» «Στὸ τετράδιο ἐργασιῶν, σελίδα 39, κύριε» (β΄ τεῦχος). Πρὶν ἀνοίξουμε τὰ βιβλία Γλώσσας– περιοδικὰ ποικίλης ὕλης, πετάγεται ἕνας μαθητής μου. «Εἴδατε, κύριε, τὶς εἰκόνες. Ἔβαλαν τὸν Μέγα Ἀλέξανδρο, μαζὶ μὲ τὴν Κοκκινοσκουφίτσα καὶ τὸν Καραγκιόζη». Γνώριζα τὴν ἀθλιότητα, ἀλλὰ τὴν εἶχα ξεχάσει. Παρακολουθῶ τὶς ἀντιδράσεις τῶν παιδιῶν. Γελοῦν, εἰρωνεύονται, διαμαρτύρονται καὶ στὸ τέλος ἀγανακτοῦν. Δὲν ἐκμαιεύω σχόλιά τους, αὐθόρμητα, ἀπὸ καρδίας, λένε τὰ Ἑλληνάκιά μου: «Δὲν ντρέπονται, τί δουλειὰ ἔχει ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος, μὲ τὴν Κοκκινοσκουφίτσα»; «Καραγκιόζη λέμε τὸν ἀνόητο, ὅταν θέλουμε νὰ κοροϊδέψουμε κάποιον, ποῦ κολλᾶ ὁ Μ. Ἀλέξανδρος»; Διαβάζουμε τὴν ἄσκηση. (Ἂν καὶ εἶμαι «ἔξω φρονῶν» – ἔξω φρενῶν- ὅπως θὰ ἔλεγε ὁ Μακρυγιάννης, αὐτολογοκρίνομαι πρὸς τὸ παρόν, ἂς μιλήσουν οἱ μαθητές).
.           Προτείνει, λοιπόν, ἡ ἄσκηση: «Ἕνας σεναριογράφος στέρεψε ἀπὸ ἰδέες καὶ ζητάει τὴ βοήθειά σας! Ἔχει βρεῖ ποιοὶ ἥρωες θὰ πρωταγωνιστήσουν στὴν φανταστικὴ περιπέτεια ποὺ θέλει νὰ γράψει καὶ χρειάζεται τὴ δική σας ἔμπνευση γιὰ νὰ ξεκινήσει τὴν ἱστορία». Ἀφοῦ παραθέτει τοὺς «ἥρωες», γράφει τὸ σχολικὸ βιβλίο: «Γράψτε τώρα τὴν ἱστορία καὶ τὴν περιπέτεια αὐτῆς τῆς παράξενης συντροφιᾶς, ἀφοῦ παρουσιάσετε τὸν καθέναν ἀπὸ τοὺς ἥρωες». Τελειώνει ἡ ἀνάγνωση τῆς ἄσκησης καὶ κάτω ἀπὸ τὴν «ἡρωικὴ» σύνθεση, χάσκει ὁ χῶρος ὅπου οἱ μαθητὲς θὰ γράψουν τὴν δική τους «ἔμπνευση». Κατόπιν διαλόγου μὲ τὰ παιδιὰ κὰ ἀνάλυσης τῆς ρυπαρογραφίας τοῦ στερημένου ἀπὸ ἰδέες σεναριογράφου – συγγραφέα τοῦ βιβλίου, καταλήξαμε ὁμοφώνως καὶ γράψαμε τὴν ἑξῆς «φανταστικὴ» (κυριολεκτικὰ) ἀπάντηση: «Εἶναι ἀπαράδεκτο καὶ ὑποτιμητικὸ γιὰ τὴν ἱστορία μας καὶ γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, νὰ τὸν βάζουν δίπλα καὶ νὰ τὸν συγκρίνουν μὲ πρωταγωνιστὲς παραμυθιῶν ἢ μὲ τὸν Καραγκιόζη». Ὅλα τὰ ἔγραψαν καὶ τὰ σκέφτηκαν οἱ μαθητές. Κάποια παιδιὰ μίλησαν γιὰ προδότες, ἄλλο παιδὶ ρώτησε, τὸ «γιατί ἐπιτρέπει τὸ ὑπουργεῖο νὰ περνοῦν στὰ βιβλία τέτοιες χαζομάρες», ἡ πιὸ δύσκολη ἐρώτηση ἦταν «γιατί τὸ κάνουν αὐτό, ἀφοῦ καὶ ἐμᾶς τὰ παιδιὰ μᾶς φαίνεται γελοῖο». (Τί δράμα, τί ντροπὴ εἶναι αὐτή. Νὰ ἀπολογούμαστε οἱ δάσκαλοι γιὰ τὶς ἀθλιότητες ποὺ πέρασε στὰ βιβλία ἡ νεοταξικὴ λέρα). Ἔχω πάνω στὴν ἕδρα μου συνεχῶς τὸ «Εὐαγγέλιο» καὶ τὸν «Μακρυγιάννη». «Ὅταν θολώνει ὁ νοῦς, ὅταν μὲ βρίσκει τὸ κακὸ» (Ἐλύτης), μνημονεύω τὸν στρατηγὸ ἢ διαβάζω τὸν λόγο τοῦ  Κυρίου. Παρηγοριὰ καὶ καταφύγιο. Τὴν ρήση τοῦ Πατροκοσμὰ  «ψυχὴ καὶ Χριστὸς σᾶς χρειάζεται», ἔτσι τὴν κατανοῶ.  Τούτη ἡ χώρα ἀναστήθηκε χάρις στὸ αἷμα τῶν ἡρώων, εἶναι μία πατρίδα «ποὺ θράφηκε καὶ θρέφεται μὲ τὴν ἀμβροσία καὶ μὲ τὸ πρόσφορο, καὶ ποὺ ἤπιε καὶ πίνει τὸ νέκταρ καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸ δισκοπότηρο τῆς Ὀρθοδοξίας». (Κόντογλου, «Εὐλογημένο καταφύγιο», σέλ. 145). Ἀνοίγω τὰ «Ἀπομνημονεύματα», διαβάζω καὶ ἀγαλλιῶ: «Ὅλοι οἱ προκομμένοι ἄντρες τῶν παλαιῶν Ἑλλήνων, οἱ γοναῖγοι ὅλης της ἀνθρωπότης, ὁ Λυκοῦργος, ὁ Πλάτων… καὶ οἱ ἐπίλοιποι πατέρες γενικῶς τῆς ἀνθρωπότης κοπίαζαν, βασανίζονταν νύχτα καὶ ἡμέρα μ’ ἀρετή, μὲ ‘λικρίνειαν… Αὐτεῖνοι δὲν τήραγαν νὰ θησαυρίσουνε μάταια καὶ προσωρινά, τήραγαν νὰ φωτίσουν τὸν κόσμο μὲ φῶτα παντοτινά… Ἕντυναν τοὺς ἀνθρώπους ἀρετή, τοὺς γύμνωναν ἀπὸ τὴν κακὴν διαγωγή…». Διάβασα στὰ παιδιά μου ὅλο τὸ ἀπόσπασμα. Τελείωσα μὲ τὴ φράση, «τέτοι’  ἀρετὴ ἔχουν, τέτοια φῶτα μᾶς δίνουν», τὴν ὁποία ἀναφέρει ὁ στρατηγὸς γιὰ τοὺς «Εὐρωπαίγους». Λέω στοὺς μαθητές. Ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος καὶ οἱ ἐπίλοιποι γοναῖγοι μας, φώτισαν μὲ τὴν ἀρετὴ τοὺς ὅλον τὸν κόσμο. Σήμερα ὑπάρχουν κάποια πνευματικὰ ἀπολειφάδια, τὸ νεοταξικὸ κηφηναριὸ ποὺ οἱ «ἀναθεματισμένοι τῆς πατρίδας πολιτικοί μας», τοὺς ἔβαλαν δασκάλους καὶ παιδαγωγοὺς τῆς νεότητας. Γι’ αὐτὸ ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος μὲ τὴν Κοκκινοσκουφίτσα.  Εξηγώ τοῦ μαθητῆ ποὺ μὲ ρώτησε τὸ ἀμείλικτο «γιατί». Γιατί θέλουν νὰ «χάσωμεν καὶ τὴν πατρίδα μας καὶ τὴν θρησκείαν μας», χωρὶς αὐτὰ τὰ δύο πολυτίμητα τζιβαϊρικά, καταντοῦμε κοιλιές, σάρκες ποὺ θὰ ἐνδιαφέρονται μόνο γιὰ τὴν τηλεόραση καὶ τὸ ψυγεῖο. Θὰ βλέπουμε τί θὰ φᾶμε καὶ θὰ τρῶμε ὅ,τι βλέπουμε. Ἀνοίγω τὸ Εὐαγγέλιο, στὴν πρὸς Τιμόθεον Ἃ΄ ἐπιστολή. Διαβάζω: «…παραδιατριβαὶ διεφθαρμένων ἀνθρώπων τὸν νοῦν καὶ ἀποστερημένων τῆς ἀληθείας, νομιζόντων πορισμὸν εἶναι τὴν εὐσέβειαν, ἀφίστασο ἀπὸ τῶν τοιούτων». Δηλαδή, πρόσεχε ἀπὸ τὶς παράλογες καὶ μάταιες ἀσχολίες ἀνθρώπων, ποὺ ἔχουν διεφθαρμένο καὶ χαλασμένο τὸ νοῦ τους καὶ ἔχουν στερηθεῖ τελείως τὴν ἀλήθεια. Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι νομίζουν ὅτι ἡ εὐσέβεια εἶναι πηγὴ αἰσχρῆς ἐκμετάλλευσης καὶ ὑλικοῦ πλουτισμοῦ. Μεῖνε μακριὰ ἀπὸ τέτοιους ἀνθρώπους (στ 5).

.           Στὸ α´ τεῦχος τῶν δῆθεν βιβλίων γλώσσας, αὐτοὶ οἱ «χαλασμένοι» ἄνθρωποι, μᾶς βάζουν νὰ διδάξουμε «συνταγὲς μαγειρικῆς», στὸ β´ τεῦχος «ὁδηγίες χρήσης, καφετιέρας», στὸ γ´ τεῦχος «Μέγα Ἀλέξανδρο καὶ Κοκκινοσκουφίτσα», σ’ ὅλα τὰ βιβλία ὁ μολυσμός, ἡ βρωμιά, νὰ χάσουν τὰ παιδιά μας τὸ σέβας στὴ γλώσσα, στὴν πίστη, στὴν ἱστορία, στὴν πατρίδα μας, νὰ βυθιστοῦν «εἰς ὄλεθρον καὶ ἀπώλειαν». Καὶ ὅλα αὐτὰ σὲ σχολικὰ βιβλία, σὲ βιβλία, ποὺ οἱ «ἐξωραϊστὲς τοῦ τίποτα», μᾶς τὰ πλασάρουν (γιατί περὶ πλασιὲ πρόκειται) γιὰ βιβλία γλώσσας τοῦ δημοτικοῦ. Ἔλεγε ἕνας παλιὸς δάσκαλος, «βιβλίο θὰ πεῖ κυκλοφορία σκέψεως μέσα σ’ ἕνα λαό, θὰ πεῖ αἱματοφόρο ἀγγεῖο ποὺ διοχετεύει τὴν πνευματικὴν τροφήν, ποὺ πάει νὰ ζωογονήσει καὶ τὸ τελευταῖο κύτταρο τοῦ ὀργανισμοῦ καὶ νὰ τὸ ἐμποδίσει νὰ πέσει στὸν ὕπνο τὸν πνευματικό». (Α. Δελμοῦζος, «Μελέτες καὶ πάρεργα», σέλ. 26). Οἱ μαθητὲς ἐντόπισαν καὶ στηλίτευσαν τὸν ἀνθελληνικὸ λεκὲ καὶ τοὺς λακέδες ποὺ τὸν διακινοῦν. Ἀπομένει στοὺς γονεῖς νὰ κατανοήσουν ὅτι «τούτην τὴν πατρίδα τὴν ἔχομεν ὅλοι μαζὶ» καὶ ὄχι μόνο οἱ ἀκροβολισμένοι σὲ ζωτικοὺς ἁρμοὺς τῆς Ἐκπαίδευσης, Γραικύλοι τῆς σήμερον»}.

ΠΗΓΗ:   ΚΛΙΚ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου