Κυριακή 4 Μαΐου 2014

ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ-2 «Ἐκεῖνες ποὺ θρηνοῦσαν τὸν νεκρὸ Κύριο, ἔγιναν χελιδόνια τῆς καινούργιας ἄνοιξης». (Ἅγ. Νικόλ. Βελιμίροβιτς)

ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ
 (τοῦ Θωμᾶ)(Μάρκ. ιε´ 43-47, ιϛ´1-8)[Β´ Μέρος] 

Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο«Ἀναστάσεως ἡμέρα», Ἀθῆναι 2011,
μετάφρ. Π. Μπότση, σελ. 64 ἑξ.


Μέρος Α´: ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ-1 «Ὅλα τὰ προληπτικὰ μέτρα ποὺ ἔλαβαν οἱ Ἰουδαῖοι, γιὰ νὰ πνίξουν τὴν ἀλήθεια τῆς Ἀναστάσεως, μὲ τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ βοήθησαν γιὰ νὰ τὴν καταδείξουν». (Ἅγ. Νικόλ. Βελιμίροβιτς)

.                 «Καὶ ἀναβλέψασαι θεωροῦσιν ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος· ἦν γὰρ μέγας σφόδρα, καὶ εἰσελθοῦσαι εἰς τὸ μνημεῖον εἶδον νεανίσκον καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολὴν λευκήν, καὶ ἐξεθαμβήθησαν» (Μάρκ. ιϛ´ 4-5). Ὅταν ὁ Μωυσῆς ἔφτασε μὲ τὸν λαό του στὴν Ἐρυθρὰ Θάλασσα, ἀντιμετώπισε μία δυσκολία, ἕνα μεγάλο πρόβλημα. Πῶς θὰ ἄνοιγε δρόμο στὴν θάλασσα, ἐκεῖ ποῦ δὲν ὑπῆρχε; Μόλις ὅμως κραύγασε γιὰ βοήθεια στὸν Θεό, ἡ θάλασσα χώρισε στὰ δύο κι ὁ δρόμος ἄνοιξε. Τὸ ἴδιο ἔγινε τώρα μὲ τὶς Μυροφόρες. Προβληματισμένες πολὺ ἔντονα γιὰ τὸ ποιὸς θὰ κυλίσει τὴ μεγάλη πέτρα, κοίταξαν καὶ εἶδαν «ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος». Ἡ πέτρα εἶχε μετακινηθεῖ κι ἐκεῖνες μπῆκαν ἀμέσως μέσα στὸ μνημεῖο. Μὰ ποῦ πῆγαν οἱ στρατιῶτες ποὺ φρουροῦσαν τὸν τάφο; Αὐτοὶ δὲν ἀποτελοῦσαν μεγαλύτερο ἐμπόδιο γιὰ νὰ μποῦν στὸ μνημεῖο, ἀπὸ τὴ βαριὰ πέτρα; Ἐκείνη τὴν ὥρα οἱ φρουροὶ εἴτε κείτονταν στὴ γῆ μισοπεθαμένοι ἀπὸ τὸν φόβο, εἴτε εἶχαν δραπετεύσει πρὸς τὴν πόλη γιὰ νὰ διηγηθοῦν μὲ τρεμάμενη φωνὴ στοὺς ἀνθρώπους αὐτὰ ποὺ ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἀδὰμ ὣς τότε δὲν εἶχαν ἀκούσει ἀνθρώπινα αὐτιά. Δὲν ὑπῆρχε κανένας στὸ μνημεῖο γιὰ νὰ τὶς ἐμποδίσει, κανένας καὶ τίποτα στὴν εἴσοδο. Ὑπῆρχε κάποιος ὅμως μέσα στὸ μνημεῖο. Κάποιος ποὺ τὸ πρόσωπό του ἦταν «ὡς ἀστραπὴ καὶ τὸ ἔνδυμα αὐτοῦ λευκὸν ὡσεὶ χιῶν» (Ματθ. κη´ 3). Ἦταν ἕνας νέος ἄνδρας. Ἦταν πραγματικὰ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ. Οἱ γυναῖκες φοβήθηκαν κι ἔπεσαν μὲ τὸ πρόσωπο στὴ γῆ. Εἶναι φοβερὸ νὰ βλέπει κανεὶς τὴ μορφὴ ἑνὸς οὐράνιου ἀγγελιαφόρου τοῦ Θεοῦ, ἐκείνου ποὺ ἔφερε τὶς πιὸ ὑπερφυσικὲς καὶ χαρμόσυνες εἰδήσεις στὴ γῆ, ἀπὸ τότε ποὺ ὁ πεσμένος ἄνθρωπος ἄρχισε νὰ περιπλανιέται μακριὰ ἀπὸ τὸν παράδεισο. Ὁ Ματθαῖος λέει πὼς ὁ ἄγγελος καθόταν πάνω στὴν πέτρα ποὺ εἶχε κυλίσει ἀπὸ τὴ θύρα τοῦ μνημείου, ἐνῶ ὁ Μάρκος πὼς ὁ ἄγγελος ἦταν μέσα στὸ μνημεῖο. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὅμως δὲν ἔχει καμιὰ ἀντίθεση. Ἴσως οἱ γυναῖκες εἶδαν πρῶτα τὸν ἄγγελο πάνω στὴν πέτρα κι ἔπειτα ἄκουσαν τὴ φωνή του μέσα στὸ μνημεῖο. Ὁ ἄγγελος δὲν εἶναι κάτι ὑλικὸ καὶ ἀκίνητο. Μπορεῖ νὰ ἐμφανιστεῖ ὁποιαδήποτε στιγμὴ καὶ ὁπουδήποτε. Τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Λουκᾶς ἀναφέρει δύο ἀγγέλους, ἐνῶ ὁ Ματθαῖος κι ὁ Μάρκος ἕναν, δὲν πρέπει νὰ φέρει σὲ σύγχυση τοὺς πιστούς. Ὅταν γεννήθηκε ὁ Κύριος στὴ Βηθλεέμ, ἕνας ἄγγελος ἐμφανίστηκε ξαφνικὰ στοὺς ποιμένες κι ἐκεῖνοι «ἐφοβήθησαν φόβον μέγαν» (Λουκ. β´ 9). Πολὺ σύντομα μετά, «ἐξαίφνης ἐγένετο σὺν τῷ ἀγγέλῳ πλῆθος στρατιᾶς οὐρανίου αἰνούντων τὸν Θεὸν» (Λουκ. β´ 13). Στὴν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου στὸν Γολγοθὰ ἴσως παρευρίσκονταν λεγεῶνες ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ. Γιατί πρέπει νὰ ἐκπλαγοῦμε ἂν οἱ Μυροφόρες εἶδαν τὴ μία φορὰ ἕναν ἄγγελο καὶ τὴν ἄλλη δύο;

.               «Ὁ δὲ λέγει αὐταῖς· μὴ ἐκθαμβεῖσθε· Ἰησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον· ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε· ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν, ἀλλ’ ὑπάγετε, εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν» (Μάρκ. ιϛ´ 6-8). Ὁ ἀστραπόμορφος ἄγγελος τοῦ Θεοῦ φροντίζει πρῶτα νὰ ἠρεμήσει τὶς γυναῖκες ἀπὸ τὸν φόβο καὶ τὸν τρόμο τους. Ἤθελε νὰ τὶς προετοιμάσει γιὰ τὰ καταπληκτικὰ νέα τῆς Ἀνάστασης τοῦ Κυρίου. Ἡ πρώτη ἔκπληξη γιὰ τὶς γυναῖκες ἦταν ὅταν εἶδαν τὸ μνημεῖο ἀνοιχτό. Μετὰ ἡ ἔκπληξή τους μεταβλήθηκε σὲ τρόμο ὅταν, ἀντὶ γιὰ Ἐκεῖνον ποὺ γύρευαν, εἶδαν αὐτὸν ποὺ δὲν περίμεναν.
.               Ὁ ἄγγελος εἶπε στὶς γυναῖκες μὲ σιγουριά: Ἰησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον. Γιατί μίλησε ἔτσι; Γιὰ νὰ τὶς στερήσει ἀπὸ κάθε ἀμφιβολία καὶ σύγχυση γιὰ Ἐκεῖνον ποὺ εἶχε ἀναστηθεῖ. Ὁ ἄγγελος μιλάει πολὺ συγκεκριμένα τόσο γιὰ τὶς ἴδιες τὶς γυναῖκες ὅσο καὶ γιὰ τὶς μελλούμενες γενιές. Μὲ τὴν ἴδια πρόθεση ὁ ἄγγελος τοὺς δείχνει τὸ καινὸ μνημεῖο. «Ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν». Αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ ἄγγελος ἦταν πλεονασμός. Οἱ γυναῖκες εἶχαν δεῖ οἱ ἴδιες μὲ τὰ μάτια τους αὐτὸ ποὺ τοὺς εἶπε ὁ ἄγγελος. Δὲν γινόταν τὸ ἴδιο ὅμως μὲ τοὺς λοιποὺς ἀνθρώπους, γι’ αὐτοὺς ποὺ ἐπίσης ὁ Κύριος πέθανε κι ἀναστήθηκε. «Ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ᾧδε». Ὁ οὐράνιος ἀγγελιαφόρος πρόφερε μὲ τὸν πιὸ ἁπλὸ τρόπο τὴν συγκλονιστικότερη εἴδηση ποὺ ἀκούστηκε ποτὲ στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία. «Ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ᾧδε». Γιὰ τὶς ἀθάνατες χορεῖες τῶν ἀγγέλων ἡ συγκλονιστικότερη εἴδηση ἦταν ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου, ὄχι ἡ ἀνάστασή Του. Γιὰ τοὺς ἀνθρώπους τὰ πράγματα ἦταν ἀντίθετα.
.           Μετὰ ἀπ’ αὐτὸ ὁ ἄγγελος εἶπε στὶς γυναῖκες νὰ μεταφέρουν τὴ χαρμόσυνη εἴδηση «στοὺς ἀποστόλους καὶ τῷ Πέτρῳ». Γιατί καὶ τῷ Πέτρω; Σίγουρα ἐπειδὴ ὁ Πέτρος ἔνιωθε περισσότερο ταραγμένος ἀπὸ τοὺς ἄλλους μαθητές. Ἡ συνείδησή του πρέπει νὰ τὸν ἐνοχλοῦσε, ἐπειδὴ πρόδωσε τρεῖς φορὲς τὸν Κύριο καὶ στὸ τέλος ἔφυγε μακριά Του. Ἡ ἀφοσίωση τοῦ εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη, ποὺ μαζὶ μὲ τὸν Πέτρο ἦταν οἱ πιὸ στενοὶ μαθητὲς τοῦ Κυρίου, θὰ πρέπει νὰ ἔκανε πιὸ εὐαίσθητη τὴ συνείδηση τοῦ Πέτρου. Ὁ Ἰωάννης δὲν εἶχε φύγει. Παρέμεινε κάτω ἀπὸ τὸν σταυρὸ τοῦ σταυρωμένου Κυρίου του. Κοντολογίς, ὁ Πέτρος πρέπει νὰ ἔνιωθε προδότης τοῦ Κυρίου καὶ θὰ αἰσθανόταν ἄβολα στὴ συντροφιὰ τῶν ἀποστόλων, κυρίως μπροστὰ στὴν Παναγία Μητέρα Του. Ἡ πίστη τοῦ Πέτρου δὲν φάνηκε σταθερὴ σὰν πέτρα. Ἡ διστακτικότητα κι ἡ δειλία του τὸν ἔκαναν νὰ νιώθει περιφρονημένος στὰ ἴδια του τὰ μάτια. Εἶχε ἀνάγκη νὰ σταθεῖ ξανὰ στὰ πόδια του, ν’ ἀνακτήσει τὴν ὑπόληψή του ὡς ἄνθρωπος καὶ ὡς ἀπόστολος. Ὁ Κύριος, ποὺ ἀγαπᾶ ὁλόκληρο τὸ ἀνθρώπινο γένος, ἀκριβῶς αὐτὸ ἔκανε τώρα. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ὁ ἄγγελος ἔκανε εἰδικὴ ἀναφορὰ στὸν Πέτρο.
.             Γιατί ὁ ἄγγελος μίλησε γιὰ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Κυρίου στὴ Γαλιλαία κι ὄχι γιὰ τὶς ἄλλες ἐμφανίσεις Του στὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ στὰ περίχωρα, ποὺ θὰ γίνονταν νωρίτερα; «Ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν». Γιατί ἡ Γαλιλαία ἦταν περισσότερο εἰδωλολατρικὴ κι ὄχι ἰσραηλιτικὴ περιοχή. Ἡ θέληση τοῦ Κυρίου λοιπὸν ἦταν νὰ ἐμφανιστεῖ ἐκεῖ γιὰ νὰ δείξει στοὺς μαθητὲς τὸν δρόμο τοῦ εὐαγγελίου Του, τὸν βασικὸ χῶρο ὅπου ἔπρεπε νὰ δραστηριοποιηθοῦν γιὰ νὰ ἱδρύσουν τὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ. Κι ἄλλος ἕνας λόγος ἦταν, ἐπειδὴ στὴ Γαλιλαία θὰ ἔνιωθαν ἐλεύθεροι, ὄχι ὅπως στὴν Ἱερουσαλὴμ ποὺ ζοῦσαν μὲ φόβο. Ὄχι στὸ σκοτάδι ἢ στὸ μισόφωτο, ἀλλὰ στὸ φῶς τῆς ἡμέρας, γιὰ νὰ μὴν πεῖ κανεὶς πὼς ὁ φόβος ἔχει μεγάλα μάτια, πὼς οἱ μαθητὲς εἶδαν ζωντανὸ τὸν Κύριό τους στὴν Ἱερουσαλὴμ πάνω στὸν πανικό τους καὶ μὲ τὴν πίεση τοῦ φόβου τους. Καὶ τελικὰ ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ μίλησε γιὰ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Κυρίου στὴ Γαλιλαία χωρὶς ν’ ἀναφέρει τίποτα γιὰ τὶς ἐμφανίσεις Του στὴν Ἱερουσαλήμ, γιὰ ν’ ἀφαιρέσει τὰ ὅπλα ἀπὸ τὰ χέρια τῶν ἀπίστων, ποὺ διαφορετικὰ θὰ ἰσχυρίζονταν πὼς οἱ ἀπόστολοι εἶχαν δεῖ κάποιο φάντασμα, ἐπειδὴ περίμεναν μὲ μεγάλη ψυχικὴ ἀγωνία νὰ τὸν δοῦν. Λέει ὁ Νικηφόρος: «Γιατί ὁ ἄγγελος μιλάει εἰδικὰ γιὰ τὴν ἐμφάνισή Του στὴ Γαλιλαία; Ἐπειδὴ ἡ ἐμφάνιση αὐτὴ ἦταν ἡ πιὸ σπουδαία. Ἐκεῖ ὁ Κύριος δὲν ἐμφανίστηκε σὲ κάποιο σπίτι μὲ κλειδωμένες τὶς πόρτες, ἄλλα σ’ ἕνα βουνό, ὁρατὸς ἀπὸ ὅλους. Οἱ μαθητὲς μὲ τὸ ποὺ τὸν εἶδαν ἐκεῖ τὸν προσκύνησαν. Ἐκεῖ παρουσιάστηκε δυναμικὰ μπροστά τους καὶ τοὺς ἀποκάλυψε γιὰ τὴν ἐξουσία ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ Πατέρας Του. «Ἐδόθη μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς» (Μάτθ. κὴ’ 18). «Μετὰ τὸ ἐγερθῆναι μὲ προάξω ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν» (Μάρκ. ιδ´ 28), εἶχε πεῖ ὁ Κύριος. Ὡς νικητής, δηλαδή, θὰ προπορευτῶ στὸν εἰδωλολατρικὸ κόσμο καὶ σεῖς θὰ μὲ ἀκολουθήσετε. Ὁπουδήποτε κι ἂν σᾶς ὁδηγήσει τὸ Πνεῦμα γιὰ νὰ κηρύξετε, κοιτάξτε Με, θὰ βρίσκομαι μπροστά σας. Θὰ προπορεύομαι γιὰ νὰ σᾶς ἀνοίγω τὸν δρόμο.

«Καὶ ἐξελθοῦσαι ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημείου· εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις, καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον· ἐκφοβοῦντο γάρ» (Μάρκ. ιϛ´ 8). Οἱ Μυροφόρες τὰ εἶχαν χάσει. Ποῦ βρίσκονταν, στὸν οὐρανὸ ἢ στὴ γῆ; Μὲ ποιόν μιλοῦσαν; Τί ἄκουσαν; Τέτοια πράγματα οὔτε στὸν ὕπνο τους δὲν τὰ βλέπουν οἱ ἄνθρωποι. Μὰ αὐτὸ ποὺ βλέπουν καὶ ἀκοῦν τώρα δὲν εἶναι ὄνειρο, εἶναι ἀληθινό. Ἀπ’ ὅλα ὅσα ἔγιναν, προκύπτει πὼς ζοῦσαν μία πραγματικότητα.
.               Τί εὐλογημένος εἶναι ὁ φόβος κι ὁ τρόμος ποὺ νιώθει ὁ ἄνθρωπος, ὅταν βλέπει ἀνοιγμένους τοὺς οὐρανούς, ὅταν ἀκούει μία χαρούμενη φωνὴ ἀπὸ τὴν ἀληθινή, ἀθάνατη καὶ ποθεινὴ πατρίδα του! Δὲν εἶναι μικρὸ πράγμα νὰ δεῖς ἕναν ἀθάνατο ἄγγελο τοῦ Θεοῦ, οὔτε ν’ ἀκούσεις μία φωνὴ ποὺ βγαίνει ἀπὸ ἀθάνατα χείλη. Πιὸ εὔκολα ἀντέχεις νὰ δεῖς τὸ πρόσωπο καὶ ν’ ἀκούσεις τὸν ὀρυμαγδὸ ὁλόκληρου τοῦ φθαρτοῦ σύμπαντος, παρὰ νὰ δεῖς τὸ πρόσωπο καὶ ν’ ἀκούσεις τὴ φωνὴ κάποιου ἀθάνατου ὄντος ποὺ δημιουργήθηκε πρὶν ἀπὸ τὸ σύμπαν, ποὺ τὸ κάλλος του εἶναι ἀσύγκριτα ἀνώτερο ἀπὸ τὴν ἀνοιξιάτικη αὐγή. Ὅταν ὁ προφήτης Δανιήλ, ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ἄκουσε τὴ φωνὴ τοῦ ἀγγέλου, μονολόγησε: «Οὐχ ὑπελείφθη ἐν ἐμοὶ ἰσχύς, καὶ ἡ δόξα μου μετεστράφη εἰς διαφθοράν, καὶ οὐχ ἐκράτησα ἰσχύος… ἤμην κατανενυγμένος, καὶ τὸ πρόσωπόν μου ἐπὶ τὴν γῆν» (Δανιήλ, ι´ 8,9).
.         Πῶς λοιπὸν νὰ μὴν τὶς πιάσει φόβος καὶ τρόμος τὶς ἀδύναμες γυναῖκες; Πῶς νὰ μὴ φύγουν γρήγορα ἀπὸ τὸ μνημεῖο; Πῶς θὰ μποροῦσαν ν’ ἀνοίξουν τὸ στόμα τους καὶ νὰ μιλήσουν; Μὲ τί λόγια νὰ ποῦν αὐτὰ ποὺ εἶδαν; Κύριε, ἡ δόξα Σου εἶναι ἀνέκφραστη! Ἐμεῖς οἱ θνητοὶ ἄνθρωποι εὐκολότερα μποροῦμε νὰ τὴν ἐκφράσουμε μὲ τὴ σιωπὴ καὶ τὰ δάκρυά μας παρὰ μὲ λόγια.

.           «Καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον ἐφοβοῦντο γάρ». Δὲν εἶπαν τίποτα στὸν δρόμο, σὲ κανέναν. Δὲν μίλησαν σὲ κανέναν ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς τοῦ Χριστοῦ, σ’ ἐκείνους ποὺ ἔχυσαν τὸ αἷμα Του, οὔτε σ’ ὁλόκληρη τὴν Ἱερουσαλὴμ ποὺ συμφώνησε μαζί τους. Μίλησαν ὅμως στοὺς ἀποστόλους, οὔτε τόλμησαν μὰ οὔτε καὶ μποροῦσαν νὰ μὴν τοὺς ποῦν τὰ νέα, ἀφοῦ ἔτσι τὶς πρόσταξε ὁ ἀθάνατος ἄγγελος. Πῶς μποροῦσαν νὰ μὴν ἐκτελέσουν τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ; Εἶναι σαφὲς λοιπόν, πὼς οἱ γυναῖκες μίλησαν σ’ ἐκείνους ποὺ ἔπρεπε (βλ. Λουκ. κδ´ 10)· καὶ πὼς δὲν εἶπαν τίποτα σ’ αὐτοὺς ποὺ δὲν ἔπρεπε, τοὺς ὁποίους φοβοῦνταν.
.             Ἔτσι τελείωσε ἡ ἐπίσκεψη ποὺ ἔκαναν οἱ Μυροφόρες γυναῖκες στὸ μνημεῖο τοῦ Χριστοῦ τὸ πρωὶ τῆς Ἀνάστασης. Τὰ φτωχά τους μύρα, ποὺ σκόπευαν νὰ χρησιμοποιήσουν γιὰ νὰ συντηρήσουν ἀπὸ τὴ φθορὰ Ἐκεῖνον ποὺ τηρεῖ τοὺς οὐρανοὺς ἀπὸ τὸν ἀφανισμό, νὰ μυρώσουν Αὐτὸν ποὺ χαρίζει στοὺς οὐρανοὺς τὸ ἄρωμά Του, ἔμειναν στὰ χέρια τους.
.           Κύριε, εἶσαι τὸ μόνο ἄρωμα τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης στὴν ἱστορία του. Πόσο πλούσια καὶ θαυμαστὰ ἀποζημιώνεις τὶς ἀφοσιωμένες ψυχὲς ποὺ δὲν σὲ ξέχασαν νεκρὸ μέσα στὸ μνῆμα Σου!
.           Ἔκανες τὶς Μυροφόρες γυναῖκες φορεῖς τοῦ ἀγγέλματος τῆς Ἀνάστασης καὶ τῆς δόξας Σου. Δὲν ἔχρισαν τὸ νεκρό Σου σῶμα· Ἐσὺ ἔχρισες τὶς ζωντανὲς ψυχές τους μὲ τὸ μύρο τῆς χαρᾶς. Ἐκεῖνες ποὺ θρηνοῦσαν τὸν νεκρὸ Κύριο, ἔγιναν χελιδόνια τῆς καινούργιας ἄνοιξης, ἅγιοι στὴν οὐράνια βασιλεία Σου.
.             Ἀναστημένε Κύριε, μὲ τὶς προσευχὲς τοὺς ἐλέησέ μας, σῶσε μας, ὥστε νὰ σὲ δοξάζουμε μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

ΠΗΓΗ:  ΚΛΙΚ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου