Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2014

ΚΥΡΙΑΚΗ  16  ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ  2014

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ
ΕΩΘΙΝΟΝ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟΝ  ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ

Α΄  ΕΩΘΙΝΟΝ 

ΚΕΙΜΕΝΟΝ 
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, οἱ νδεκα μαθητα πορεθησαν ες τν Γαλιλααν, ες τ ρος ο τξατο ατος ησος. Κα δντες ατν προσεκνησαν ατ, ο δ δστασαν. Κα προσελθν ησος λλησεν ατος λγων· δθη μοι πσα ξουσα ν οραν κα π γς. Πορευθντες μαθητεσατε πντα τ θνη, βαπτζοντες ατος ες τ νομα το Πατρς κα το Υο κα το γου Πνεματος, διδσκοντες ατος τηρεν πντα σα νετειλμην μν· κα δο γ μεθ᾿ μν εμι πσας τς μρας ως τς συντελεας το αἰῶνος. μν.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ


Κατ' ἐκεῖνον τὸν καιρόν, οἱ ἕνδεκα μαθηταὶ ἐπῆγαν εἰς Γαλιλαίαν, εἰς τὸ ὄρος, ποὺ τοὺς εἶχε ὁρίσει ὁ Ἰησοῦς. Καὶ ὅταν τὸν εἶδαν, τὸν προσκύνησαν, μερικοὶ ὅμως ἦσαν διστακτικοί. Καὶ ὁ Ἰησοῦς τοὺς ἐπλησίασε καὶ τοὺς εἶπε, «Μοῦ ἐδόθη πλήρης ἐξουσία εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν. Πηγαίνετε λοιπὸν καὶ κάνετε ὅλα τὰ ἔθνη μαθητάς μου βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτοὺς νὰ τηροῦν ὅλα ὅσα σᾶς διέταξα. Καὶ ἰδοῦ ἐγὼ εἶμαι μαζί σας ὅλας τὰς ἡμέρας μέχρι τῆς συντέλειας τοῦ κόσμου».

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΝ  ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ

ΚΥΡΙΑΚΗΣ  ΛΔ΄  ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ

ΤΟΥ  ΑΣΩΤΟΥ  ΥΙΟΥ  

ΚΕΙΜΕΝΟΝ
Ἀδελφοί, πντα μοι ξεστιν, λλ᾿ ο πντα συμφρει· πντα μοι ξεστιν, λλ᾿ οκ γ ξουσιασθσομαι π τινος. Τ βρματα τ κοιλίᾳ κα κοιλα τος βρμασιν· δ Θες κα τατην κα τατα καταργσει. τ δ σμα ο τ πορνείᾳ, λλ τ Κυρίῳ, κα Κριος τ σματι· ὁ δ Θες κα τν Κριον γειρε κα μς ξεγερε δι τς δυνμεως ατο. Οκ οδατε τι τ σματα μν μλη Χριστο στιν; ρας ον τ μλη το Χριστο ποισω πρνης μλη; Μ γνοιτο. Ἢ οκ οδατε τι κολλμενος τ πρν ν σμ στιν; σονται γρ, φησν, ο δο ες σρκα μαν· ὁ δ κολλμενος τ Κυρίῳ ν πνεμ στι. Φεγετε τν πορνεαν. πν μρτημα ἐὰν ποισ νθρωπος κτς το σματς στιν, δ πορνεων ες τ διον σμα μαρτνει. Ἢ οκ οδατε τι τ σμα μν νας το ν μν γου Πνεματς στιν, ο χετε π Θεο, κα οκ στ αυτν; γορσθητε γρ τιμς· δοξσατε δ τν Θεν ν τ σματι μν κα ν τ πνεματι μν, τιν στι το Θεο.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ


Ἀδελφοί, ὅλα μοῦ ἐπιτρέπονται ἀλλὰ δὲν συμφέρουν ὅλα. Ὅλα μοῦ ἐπιτρέπονται ἀλλὰ ἐγὼ δὲν θὰ ἀφήσω τὸν ἑαυτόν μου νὰ ἐξουσιασθῇ ἀπὸ τίποτε. Τὰ φαγητὰ εἶναι γιὰ τὴν κοιλιά, καὶ ἡ κοιλιὰ γιὰ τὰ φαγητά· ὁ Θεὸς θὰ καταργήσῃ καὶ αὐτὴν καὶ ἐκεῖνα. Ἀλλὰ τὸ σῶμα δὲν εἶναι διὰ τὴν πορνείαν· εἶναι διὰ τὸν Κύριον καὶ ὁ Κύριος διὰ τὸ σῶμα. Ὁ δὲ Θεὸς καὶ τὸν Κύριον ἀνέστησε καὶ ἐμᾶς θὰ ἀναστήσῃ διὰ τῆς δυνάμεώς του. Δὲν ξέρετε ὅτι τὰ σώματά σας εἶναι μέλη τοῦ Χριστοῦ; Νὰ πάρω λοιπὸν τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ τὰ κάνω μέλη πόρνης; Μὴ γένοιτο. Δὲν ξέρετε ὅτι ἐκεῖνος ποὺ προσκολλᾶται εἰς τὴν πόρνην εἶναι ἕνα σῶμα μὲ αὐτήν; Διότι θὰ γίνουν, λέγει, οἱ δύο μία σάρκα. Ἐκεῖνος δὲ ποὺ προσκολλᾶται εἰς τὸν Κύριον εἶναι ἕνα πνεῦμα μὲ αὐτόν. Ἀποφεύγετε τὴν πορνείαν. Κάθε ἄλλο ἁμάρτημα ποὺ κάνει ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸ σῶμα, ἐκεῖνος ὅμως ποὺ πορνεύει, ἁμαρτάνει πρὸς τὸ ἴδιο του τὸ σῶμα. Ἢ δὲν ξέρετε ὅτι τὸ σῶμά σας εἶναι ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ εἶναι μέσα σας, καὶ τὸ ὁποῖον ἔχετε ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ δὲν ἀνήκετε εἰς τοὺς ἑαυτούς σας; Ἔχετε ἀγορασθῆ ἀντὶ τιμήματος. Δοξάσατε λοιπὸν τὸν Θεὸν διὰ τοῦ σώματός σας καὶ διὰ τοῦ πνεύματός σας, τὰ ὁποῖα ἀνήκουν εἰς τὸν Θεόν.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟΝ  ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ

ΚΥΡΙΑΚΗΣ  ΙΖ΄  ΛΟΥΚΑ

ΤΟΥ  ΑΣΩΤΟΥ  ΥΙΟΥ 

ΚΕΙΜΕΝΟΝ
Επεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· νθρωπς τις εχε δο υος. Κα επεν νετερος ατν τ πατρ· πτερ, δς μοι τ πιβλλον μρος τς οσας. Κα διελεν ατος τν βον. Κα μετ᾿ ο πολλς μρας συναγαγν παντα νετερος υἱὸς πεδμησεν ες χραν μακρν, κα κε διεσκρπισε τν οσαν ατο ζν στως. Δαπανσαντος δ ατο πντα γνετο λιμς σχυρς κατ τν χραν κενην, κα ατς ρξατο στερεσθαι. Κα πορευθες κολλθη ν τν πολιτν τς χρας κενης, κα πεμψεν ατν ες τος γρος ατο βσκειν χορους. Κα πεθμει γεμσαι τν κοιλαν ατο π τν κερατων ν σθιον ο χοροι, κα οδες δδου ατ. Ες αυτν δ λθν επε· πσοι μσθιοι το πατρς μου περισσεουσιν ρτων, γ δ λιμ πλλυμαι! Ἀναστς πορεσομαι πρς τν πατρα μου κα ρ ατ· πτερ, μαρτον ες τν ορανν κα νπιν σου. Οκτι εμ ξιος κληθναι υἱός σου· ποησν με ς να τν μισθων σου. Κα ναστς λθε πρς τν πατρα ατο. τι δ ατο μακρν πχοντος εδεν ατν πατρ ατο κα σπλαγχνσθη, κα δραμν ππεσεν π τν τρχηλον ατο κα κατεφλησεν ατν. Επε δ ατ υἱός· πτερ, μαρτον ες τν ορανν κα νπιν σου, κα οκτι εμ ξιος κληθναι υἱός σου. Επε δ πατρ πρς τος δολους ατο· ξενγκατε τν στολν τν πρτην κα νδσατε ατν, κα δτε δακτλιον ες τν χερα ατο κα ποδματα ες τος πδας, κα νγκαντες τν μσχον τν σιτευτν θσατε, κα φαγντες εφρανθμεν, ὅτι οτος υἱός μου νεκρς ν κα νζησε, κα πολωλς ν κα ερθη. Κα ρξαντο εφρανεσθαι. Ἦν δ υἱὸς ατο πρεσβτερος ν γρ· κα ς ρχμενος γγισε τ οκίᾳ κουσε συμφωνας κα χορν, κα προσκαλεσμενος να τν παδων πυνθνετο τ εη τατα. Ὁ δ επεν ατ τι δελφς σου κει κα θυσεν πατρ σου τν μσχον τν σιτευτν, τι γιανοντα ατν πλαβεν. Ὠργσθη δ κα οκ θελεν εσελθεν. ον πατρ ατο ξελθν παρεκλει ατν. Ὁ δ ποκριθες επε τ πατρ· δο τοσατα τη δουλεω σοι κα οδποτε ντολν σου παρλθον, κα μο οδποτε δωκας ριφον να μετ τν φλων μου εφρανθ· ὅτε δ υἱός σου οτος, καταφαγν σου τν βον μετ πορνν, λθεν, θυσας ατ τν μσχον τν σιτευτν. Ὁ δ επεν ατ· τκνον, σ πντοτε μετ᾿ μο ε, κα πντα τ μ σ στιν· εφρανθναι δ κα χαρναι δει, τι δελφς σου οτος νεκρς ν κα νζησε, κα πολωλς ν κα ερθη.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

Εἶπεν ὁ Κύριος αὐτὴν τὴν παραβολήν, «Κάποιος ἄνθρωπος εἶχε δύο υἱούς. Καὶ ὁ νεώτερος ἀπ’ αὐτοὺς εἶπε εἰς τὸν πατέρα του, «Πατέρα, δός μου τὸ μερίδιον τῆς περιουσίας ποὺ ἀναλογεῖ σ’ ἐμέ». Καὶ ἐμοίρασε εἰς αὐτοὺς τὴν περιουσίαν. Καὶ ὕστερα ἀπὸ λίγες ἡμέρες ὁ νεώτερος υἱὸς ἐμάζεψε ὅλα καὶ ἐταξείδεψε σὲ μακρυνὴ χώρα καὶ ἐκεῖ ἐσπατάλησε τὴν περιουσίαν του ζῶν βίον ἄσωτον. Ὅταν ἐξώδεψε ὅ,τι εἶχε, ἔγινε μεγάλη πεῖνα εἰς τὴν χώραν ἐκείνην καὶ αὐτὸς ἄρχισε νὰ στερῆται. Καὶ ἐπῆγε καὶ προσκολλήθηκε εἰς ἕναν ἀπὸ τοὺς πολίτας τῆς χώρας ἐκείνης ὁ ὁποῖος τὸν ἔστειλε εἰς τὰ χωράφια του νὰ βόσκῃ χοίρους. Καὶ ἐπιθυμοῦσε νὰ γεμίσῃ τὴν κοιλιά του ἀπὸ τὰ ξυλοκέρατα ποὺ ἔτρωγαν οἱ χοῖροι καὶ καὶ κανεὶς δὲν τοῦ ἔδινε τίποτε. Τότε συνῆλθε εἰς τὸν ἑαυτόν του καὶ εἶπε, «Πόσοι μισθωτοὶ ἐργάται τοῦ πατέρα μου ἔχουν ἀρκετὴν τροφὴν καὶ τοὺς περισσεύει, ἐνῷ ἐγὼ χάνομαι ἀπὸ τὴν πεῖνα! Θὰ σηκωθῶ καὶ θὰ πάω εἰς τὸν πατέρα μου καὶ θὰ τοῦ πῶ, Πατέρα ἁμάρτησα κατὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἐνώπιόν σου, δὲν εἶμαι πλέον ἄξιος νὰ ὀνομάζωμαι υἱός σου. Κάνε με σὰν ἕνα ἀπὸ τοὺς μισθωτοὺς ἐργάτας σου». Καὶ ἐσηκώθηκε καὶ ἦλθε εἰς τὸν πατέρα του. Ἐνῷ δὲ ἦτο ἀκόμη μακρυά, τὸν εἶδε ὁ πατέρας του καὶ τὸν σπλαγχνίσθηκε καὶ ἔτρεξε καὶ ἔπεσε εἰς τὸν τράχηλόν του καὶ τὸν κατεφίλησε. Τοῦ εἶπε δὲ ὁ υἱός, «Πατέρα, ἁμάρτησα κατὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἐνώπιόν σου καὶ δὲν εἶμαι πλέον ἄξιος νὰ ὀνομάζωμαι υἱός σου». Ἀλλ’ ὁ πατέρας εἶπε εἰς τοὺς δούλους του, «Βγάλετε τὴν στολὴν τὴν πρώτην καὶ ντύσατέ τον καὶ δῶστε του δακτυλίδι γιὰ τὸ δάκτυλό του καὶ ὑποδήματα γιὰ τὰ πόδια του, καὶ φέρετε τὸ θρεμμένο μοσχάρι καὶ σφάξατέ το καὶ ἂς φᾶμε καὶ ἂς εὐφρανθοῦμε διότι ὁ υἱὸς μου αὐτὸς ἤτανε νεκρὸς καὶ ἀνέζησε, ἤτανε χαμένος καὶ εὑρέθηκε». Καὶ ἄρχισαν νὰ εὐφραίνωνται. Ὁ υἱός του ὅμως ὁ μεγαλύτερος ἤτανε στὸ χωράφι καὶ ὅταν ἐπέστρεφε, καθὼς ἐπλησίασε εἰς τὸ σπίτι, ἄκουσε μουσικὴν καὶ χορούς. Ἐκάλεσε τότε ἕνα ἀπὸ τοὺς ὑπηρέτας καὶ ἐρώτησε τί ἐσήμαιναν αὐτά. Ἐκεῖνος τοῦ εἶπε, «Ἦλθε ὁ ἀδελφός σου, καὶ ὁ πατέρας σου ἔσφαξε τὸ θρεμμένο μοσχάρι, διότι τὸν ἀπέκτησε πάλιν ὑγιαίνοντα». Αὐτὸς ὅμως ἐθύμωσε καὶ δὲν ἤθελε νὰ μπῇ. Ὁ πατέρας του ἐβγῆκε ἔξω καὶ τὸν παρακαλοῦσε, ἀλλ’ αὐτὸς ἀπεκρίθη εἰς τὸν πατέρα του, «Τόσα χρόνια σὲ δουλεύω καὶ ποτὲ δὲν παρέβηκα ἐντολήν σου, σ’ ἐμὲ ὅμως ποτὲ δὲν ἔδωκες οὔτε ἕνα κατσίκι, διὰ νὰ διασκεδάσω μὲ τοὺς φίλους μου. Ὅταν ὅμως ἦλθε ὁ υἱός σου αὐτός, ποὺ κατέφαγε τὴν περιουσία σου μὲ πόρνες, ἔσφαξες γι’ αὐτὸν τὸ θρεμμένο μοσχάρι». Ὁ πατέρας τοῦ εἶπε, «Παιδί μου, σὺ εἶσαι πάντοτε μαζί μου καὶ ὅ,τι ἔχω εἶναι δικό σου. Ἔπρεπε νὰ εὐφρανθοῦμε καὶ νὰ χαροῦμε διότι ὁ ἀδελφός σου αὐτὸς ἤτανε νεκρὸς καὶ ἀνέζησε· χαμένος ἤτανε καὶ εὑρέθηκε».


ΠΗΓΗ:   http://www.synaxarion.gr/cms/gr/content/kaini_diathiki.aspx

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου