Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2014

Ι. Μ. Πειραιώς: «Είναι αιρετικές οι θέσεις του Δημητριάδος Ιγνατίου στην Ημερίδα των Παπικών….»

Ι. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ: ΑΙΡΕΤΙΚΑΙ ΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΕΒ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΠΑΠΙΚΩΝ ΔΙΑ ΤΗΝ Β´ ΒΑΤΙΚΑΝΗΝ ΣΥΝΟΔΟΝ
σεραφείμ-πειραιώς-ιγνατιοσ-δημητριάδος 
Ἀπάντησις εἰς ὅλας τὰς κακοδόξους θέσεις, τὰς ὁποίας διετύπωσεν εἰς τὴν ἡμερίδα. Ἀνεφέρθη εἰς τοὺς θεολογικοὺς διαλόγους, ἀλλὰ οὐδὲν εἶπε διὰ τὰς δογματικὰς διαφοράς, τὸ πρωτεῖον κ.λπ. Ἡ «ἀγαπολογία» καὶ τὰ ἀμείλικτα ἐρωτήματα πρὸς τὸν Σεβ. Δημητριάδος. Αἱ θεωρίαι περὶ διηρημένης ἐκκλησίας καὶ ἡ περιθωριοποίησις τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Αἱ… ἀδελφαὶ «Ἐκκλησίαι».

Η Ἱ. Μητρόπολις Πειραιῶς (Γραφεῖον Αἱρέσεων καὶ Παραθρησκειῶν)μὲ πολυσέλιδον ἀνακοίνωσίν της ὑποστηρίζει ὅτι αἱ θέσεις καὶ αἱ ἀπόψεις, τὰς ὁποίας διετύπωσεν ὁ Σεβ. Δημητριάδος εἰς τὴν πρόσφατον παπικὴν ἡμερίδα (Λεόντειος Σχολὴ) διὰ τὴν Β´ Βατικανὴν Σύνοδον εἶναι κακόδοξοι, αἱρετικαὶ καὶ ἀντιπατερικαί. Παραθέτομεν ὁλόκληρον τὴν ἀνακοίνωσιν, μὲ τὴν ὁποίαν ἀνατρέπονται ὅλαι αἱ «κακόδοξοι καὶ αἱρετικαὶ θέσεις καὶ ἀπόψεις» τοῦ Σεβ. Δημητριάδος.
Ἀντιπατερικαὶ θέσεις
Τὸ πλῆρες κείμενον τῆς ἀνακοινώσεως ὑπὸ ἡμερομηνίαν 10ην Δεκεμβρίου, ἔχει ὡς ἀκολούθως:
«Ἡ συμμετοχὴ τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Δημητριάδος καὶ Ἁλμυροῦ κ. Ἰγνατίου καὶ μάλιστα μὲ εἰσήγησή του σὲ Ἡμερίδα, ποὺ ὀργάνωσε ἡ ἱεραρχία τῆς “Καθολικῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος” στὸ Λεόντειο Λύκειο Πατησίων στὶς 9 Νοεμβρίου μὲ θέμα: “Β΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος Βατικανοῦ, 50 χρόνια Πίστης καὶ Ἐλπίδας”, ἀλλὰ καὶ τὰ ὅσα διετύπωσε στὴν εἰσήγησή του αὐτή, δημιουργοῦν θλίψη καὶ ὀδύνη στὸν κλῆρο καὶ στὸν πιστὸ λαὸ τῆς Ἐκκλησίας.Μὲ δεδομένη τὴν ἀγάπη πρὸς τὸ πρόσωπό του καὶ τὴν ὀφειλομένη τιμὴ πρὸς τὸ ἀρχιερατικό του ἀξίωμα, ὅπως ἐπίσης μὲ τὴν ἐξ᾽ ἴσου δεδομένη ἄπειρη ὀφειλόμενη ἀγάπη πρὸς τὴν Ἀλήθεια−Χριστὸς καὶ τὴν φιλτάτη μας Ὀρθοδοξία, προχωροῦμε στὶς γραμμές, ποὺ ἀκολουθοῦν, πρὸς ἀνασκευὴ καὶ ἀνατροπὴ κακοδόξων θέσεων καὶ θεωριῶν, τὶς ὁποῖες διετύπωσε.
Μία πρώτη γενικὴ παρατήρησή μας εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι στὴν ὁμιλία του ὁ ἐν λόγῳ Ἱεράρχης ἐκφράζει στοχασμούς, προσωπικές του θέσεις καὶ ἀπόψεις, τὶς ὁποῖες ἀδυνατεῖ νὰ θεμελιώσει πάνω στοὺς Ἁγίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. Γι᾽ αὐτὸ καὶ στὴν εἰσήγησή του δὲν ὑπάρχουν πουθενὰ Πατερικὲς παραπομπές. Καὶ αὐτὸ βέβαια ἦταν φυσικὸ καὶ ἀναμενόμενο, διότι ὡς ἐκφραστὴς τῆς Μεταπατερικῆς “θεολογίας” περιθωριοποιεῖ καὶ παραμερίζει τὴν αὐθεντία τῶν Πατέρων καὶ θέτει ἑαυτὸν ὑπεράνω αὐτῶν, γιὰ νὰ προβάλει τὶς ἰδικές του θέσεις.
Αἱ κακοδοξίαι τους
Μία πρώτη κακόδοξη θέση του, ποὺ διατυπώνεται ἤδη στὴν πρώτη φράση τῆς εἰσηγήσεώς του εἶναι ὅτι ἀποκαλεῖ τὴν παπικὴ παρασυναγωγὴ ὡς Ἐκκλησία: “Ἡ Β΄ Σύνοδος τοῦ Βατικανοῦ ἀποτελεῖ μεγάλο ἱστορικὸ γεγονὸς ὄχι μόνο γιὰ τὴν Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία, ἀλλὰ καὶ γιὰ ὁλόκληρο τὸν χριστιανικὸ κόσμο”. Τὸ ὅτι ὁ Παπισμὸς εἶναι αἵρεση στὴ διαχρονικὴ συνείδηση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ μάλιστα μιὰ ἀπὸ τὶς φοβερότερες αἱρέσεις τῆς ἐποχῆς μας μὲ πλῆθος αἱρετικῶν θεωριῶν, ἀποδεικνύεται ἀπὸ ἕνα πλῆθος Ὀρθοδόξων Συνόδων [1], στὶς ὁποῖες ἔχει χαρακτηριστῆ καὶ καταδικαστῆ ὡς τοιαύτη, μὲ πρώτη αὐτὴν τῆς Κωνσταντινουπόλεωςτοῦ 879−880 ἐπὶ Μεγάλου Φωτίου, ἡ ὁποία ἀσχολήθηκε μὲ τὴν αἱρετικὴ διδασκαλία τοῦ Filioque. Ἡ Σύνοδος αὐτὴ θεωρεῖται στὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἡ Η΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ἐπειδὴ σ’αὐτὴ συμμετεῖχαν ἐκπρόσωποι ὅλων τῶν Πατριαρχείων καὶ τοῦ τότε Ὀρθοδόξου Πάπα τῆς Ρώμης Ἰωάννου τοῦ Η΄ καὶ οἱ ἀποφάσεις της ἔγιναν ὁμόφωνα ἀποδεκτές. Δεύτερη δὲ μεγάλη σὲ σπουδαιότητα Σύνοδο, ποὺ θεωρεῖται στὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἡ Θ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ἀναφέρουμε αὐτή τῆς Κωνσταντινουπόλεως τὸ 1341 ἐπὶ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Πέραν αὐτοῦ ὅλοι οἱ μετὰ τὸ σχίσμα τοῦ 1054 Ἅγιοι Πατέρες καὶ διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ὁ Ἅγιος Γερμανὸς Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, ὁ Ἅγιος Συμεὼν Θεσσαλονίκης, ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὁ Ἅγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως, ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς κ.ἄ. χαρακτηρίζουν ἀπερίφραστα τὸν Παπισμὸ ὡς αἵρεση.[2]

Ἡ ψευδοσύνοδος τῶν αἱρετικῶν
Ἐπίσης ὁ Σεβασμιώτατος θεωρεῖ τὴν Β΄ Σύνοδο τοῦ Βατικανοῦ ὡς “μεγάλο ἱστορικὸ γεγονὸς ὄχι μόνο γιὰ τὴ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία, ἀλλὰ γιὰ ὁλόκληρο τὸ χριστιανικὸ κόσμο… ἐλπίζουμε γιὰ τὸ μέλλον τῶν σχέσεων τῶν δύο μεγάλων παραδόσεων τοῦ Χριστιανισμοῦ μὲ βάση τὶς ἀρχές, ποὺ ἔθεσε ἡ Β΄ Σύνοδος τοῦ Βατικανοῦ”. Πότε ὅμως στὸ παρελθὸν ὑπῆρξε γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ τοὺς Πατέρες μεγάλο ἱστορικὸ γεγονὸς ψευδοσύνοδος τῶν αἱρετικῶν; Μπορεῖ νὰ μᾶς ἀναφέρει ἔστω ἕνα παράδειγμα; Καὶ τί μποροῦμε ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι νὰ ἐλπίζουμε ἀπὸ μία ψευδοσύνοδο, ἡ ὁποία καμιὰ ἀπὸ τὶς αἱρετικὲς διδασκαλίες, ποὺ ἐπεσώρευσε ὁ Παπισμὸς ἐπὶ μία χιλιετία ὁλόκληρη, μπόρεσε νὰ καταδικάσει; Ἀπὸ μία ψευδοσύνοδο ἡ ὁποία, παρὰ τὸ πλῆθος τῶν Συνέδρων της (2500 μέλη), δὲν ἠδυνήθη δυστυχῶς νὰ συνειδητοποιήσει τὴν μεγίστη εὐθύνη τοῦ Παπισμοῦ γιὰ τὴν ἀπόσχισή του ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Καθολικὴ Ἐκκλησία; Ἀπὸ μία ψευδοσύνοδο, ἡ ὁποία ἀντὶ νὰ καταδικάσει, ἀντιθέτως ἰσχυροποίησε τὰ δύο βασικὰ δόγματα, πάνω στὰ ὁποῖα στηρίζεται ὅλο τὸ οἰκοδόμημα τοῦ Παπισμοῦ, τὸ Πρωτεῖο καὶ τὸ Ἀλάθητο, τὰ ὁποῖα καθιέρωσε γιὰ πρώτη φορὰ ὡς δόγματα πίστεως ἡ Α΄ Βατικάνεια Σύνοδος;Ὅπως σημειώνει σχετικὰ ὁ ἀείμνηστος καθηγητὴς κ. Ἰωάννης Καρμίρης: “Ἡ Β΄ Βατικάνειος ‘Σύνοδος’… δὲν παρέλειψε νὰ ἐξάρει καὶ ἐνισχύσει ἀκόμη περισσότερον καὶ τὸ παπικὸν ἀξίωμα, μέχρι τοῦ σημείου μάλιστα ὥστε ὑπὸ τινων ὑμνητῶν αὐτοῦ ἐν τῇ ‘Συνόδῳ’ ἐδημιουργήθη ἡ ὑπόνοια ὅτι κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι πλέον ὁ Χριστός, ἀλλ᾽ ὁ Πέτρος καὶ μέσῳ αὐτοῦ ὁ Πάπας”.[3] Ἐπίσης ὁμιλεῖ περὶ “τῶν δύο μεγάλων παραδόσεων τοῦ Χριστιανισμοῦ”, χαρακτηρίζοντας ἔτσι τὸν Παπισμὸ καὶ τὴν Ὀρθοδόξη Ἐκκλησία, ἀποφεύγοντας (σκοπίμως) νὰ χαρακτηρίσει αὐτὴν ὡς τὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία καὶ τοποθετώντας αὐτὴν στὴν ἴδια εὐθεῖα καὶ στὸ ἴδιο ἐπίπεδο μὲ τὴν αἵρεση, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο μαρτυρεῖ βαθειὰ ἐκκλησιολογικὴ σύγχυση. Στὴ συνέχεια ἀναφέρεται σὲ ὁρισμένες ἀλλαγὲς καὶ ποιὸ συγκεκριμένα στὸ ἄνοιγμα τοῦ Βατικανοῦ ἀπέναντι στὶς ἄλλες Ἐκκλησίες καὶ ὁμολογίες, οἱ ὁποῖες πραγματοποιήθηκαν χάρις στὴ σύγκληση τῆς Β΄ Βατικανῆς. Ὡστόσο οἱ ἐπιφανειακοῦ τύπου καὶ γιὰ λόγους παπικῆς διπλωματίας γενόμενες αὐτὲς ἀλλαγὲς δὲν πρέπει νὰ μᾶς ἐνθουσιάζουν, διότι αὐτὲς δὲν προχωροῦν εἰς βάθος, στὴν ἐκ θεμελίων ἀναίρεση καὶ ἀνατροπὴ καμιᾶς ἀπὸ τὶς αἱρετικὲς διδασκαλίες τοῦ Παπισμοῦ. Κριτήριο ἀξιολογήσεως τῆς ὁποίας ἀλλαγῆς στοὺς κόλπους τοῦ Παπισμοῦ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κανένα ἄλλο, παρὰ μόνο ἡ καταδίκη καὶ ἀναίρεσις τῶν αἱρετικῶν της διδασκαλιῶν. Τὰ ἀνοίγματα αὐτὰ μποροῦν ἄριστα νὰ ἐξηγηθοῦν στὴν προσπάθεια τοῦ Βατικανοῦ νὰ ἀνταγωνιστεῖ τὸν Προτεσταντισμό, ὁ ὁποῖος ἤδη ἀπὸ τὸ 1948 εἶχε ἱδρύσει (μὲ τὴν συμμετοχὴ δυστυχῶς τότε ὡς ἱδρυτικῶν μελῶν καὶ τριῶν
Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, τοῦ Οἰκου μενικοῦ Πατριαρχείου, τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου), τὸ Π.Σ.Ε. καὶ νὰ παίξει ἡγετικὸ καὶ πρωταγωνιστικὸ ρόλο στοὺς οἰκουμενικοὺς διαλόγους, ἱδρύοντας τὸν ἰδικό του Παπικὸ Οἰκουμενισμό.Ἐὰν λάβουμε ὑπ᾽ ὄψιν μας ὅτι ὁ Παπισμός, ἀκολουθώντας μὲ συνέπεια τὴν ἐκκλησιολογική του αὐτοσυνειδησία καὶ θεωρώντας ὅτι αὐτὸς μόνος ἀποτελεῖ τὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, δὲν μετέχει μέχρι σήμερα ὡς μέλος τοῦ Π.Σ.Ε. παρὰ μόνον ἀπὸ θέσεως
παρατηρητοῦ, δὲν μποροῦμε νὰ ὁμιλοῦμε γιὰ οὐσιαστικὸ ἄνοιγμα τοῦ Βατικανοῦ ἀπέναντι στὸν προτεσταντικὸ κόσμο, παρὰ μόνον πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

Δὲν εἶχον ἀγάπην οἱ Πατέρες καὶ ὁ Χριστός;
Στὴ συνέχεια προχωρεῖ στὸ ἑξῆς ἀνεπίτρεπτο γιὰ Ὀρθόδοξο πιστὸ καὶ δὴ Ἐπίσκοπο: “εἶναι γνωστὸ ὅτι
ἡ δεύτερη χιλιετία τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας περιέχει μελανὲς σελίδες, γιὰ τὶς ὁποῖες πρέπει νὰ λυπούμεθα”. Οἱ “δύο μεγάλες παραδόσεις” μετὰ τὸ σχίσμα, “ἀποξενώθηκαν ἡ μία ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἀκολουθώντας ἀνεξάρτητους δρόμους καὶ τὸ χειρότερο, ἀνέπτυξαν ἐ χθρότητα καὶ πολεμικὴ στάση μεταξύ τους. Ἔτσι ἐψύγη ἡ ἀγάπη, ποὺ πρέπει νὰ συνδέει ὅσους πιστεύουν στὸν Διδάσκαλο τῆς ἀγάπης…”. Κατ᾽ ἀρχὴν ἐδῶ δὲν ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ “δύο μεγάλες παραδόσεις”, ἀλλὰ μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Καθολικὴ Ἐκκλησία καὶ τὴν αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ, ὁ ὁποῖος ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἀνέπτυξε μέσα στοὺς κόλπους του αἱρετικὲς διδασκαλίες, ὡς ἦτο φυσικὸ καὶ ἑπόμενο ἀποξενώθηκε ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία καὶ ἀκολούθησε ἰδικό του ἀνεξάρτητο δρόμο, τὸν δρόμο τῆς πλάνης καὶ τοῦ σκότους, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀπώλεια. Γι᾽ αὐτὴν τὴν ἀποξένωση βέβαια δὲν εὐθύνεται καθόλου ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀλλὰ φέρει ἀκεραία τὴν εὐθύνη ὁ Παπισμός. Οὔτε βέβαια εὐθύνονται οἱ Ἅγιοι Πατέρες μας, οἱ ὁποῖοι ἀγωνίστηκαν καὶ συνοδικῶς ἀπέκοψαν τὸν παπισμὸ ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, προκειμένου νὰ διαφυλάξουν ἀνόθευτη καὶ ἀπαραχάρακτη ἀπὸ κάθε πλάνη τὴν.
Ὀρθόδοξη πίστη.
Ἀντίθετα μάλιστα οἱ ἀντιπαπικοὶ αὐτοὶ Πατέρες τιμῶνται ὡς Ἅγιοι ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας καὶ προβάλλονται ὡς παραδείγματα πρὸς μίμησιν σὲ ὅλους μας. Οὔτε ἐπίσης μποροῦμε νὰ καταλογίσουμε στοὺς Πατέρες ἐχθρότητα καὶ ἔλ λειψη ἀγάπης, ὅπως ἀφήνει νὰ ἐν νοηθεῖ ὁ Σεβασμιώτατος, ἐπειδὴ καταπολέμησαν καὶ ἀπέκοψαν συνοδικῶς τὴν αἵρεση. Ἂν καταλογίσουμε στοὺς Πατέρες ἔλλειψη ἀγάπης, τότε θὰ πρέπει νὰ καταλογίσουμε καὶ στὸν ἴδιο τὸν Κύριο ἔλλειψη ἀγάπης, ἂν λάβουμε ὑπ’ ὄψιν μας τὸν λόγον του: “πᾶν κλῆ μα ἐν ἐμοὶ μὴ φέρον καρπὸν αἴρει αὐτό, καὶ πᾶν τὸ καρπὸν φέρον…” (Ἰω.15,2). Ὁ ἀμπελουργός–Πατὴρ ἀποκόπτει ἀπὸ τὴν ἄμπελο–Χριστόν κάθε κλῆμα−μέλος τῆς Ἐκ κλησίας, τὸ ὁποῖο δὲν παράγει καρποὺς ἀρετῆς. Τί λοιπὸν συμβαίνει; Μήπως καὶ ὁ
Χριστὸς δὲν ἔχει ἀγάπη, ἐπειδὴ “αἴρει” τὰ ἄκαρπα κλήματα; Ἂν λοιπὸν ὁ Θεὸς ἀποκόπτει τὰ μέλη ἐκεῖνα, ποὺ ἁπλῶς δὲν καρποφοροῦν, πολὺ περισσότερο ἀποκόπτει τὰ μέλη ἐκεῖνα, ποὺ παράγουν τοὺς δηλητηριώδεις καρποὺς τῆς αἱρέσεως. Σίγουρα ἂν ζοῦσε σήμερα ὁ Χριστός, δὲν θὰ δίσταζαν οἱ σημερινοὶ Οἰκουμενιστὲς νὰ Τὸν κατηγορήσουν γιὰ ἔλλειψη ἀγάπης, ἐπειδὴ “αἴρει” τὰ ἄκαρπα κλήματα − μέλη τῆς Ἐκκλησίας Του. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες μας ἑπομένως δὲν ἔκαναν τίποτε ἄλλο παρὰ ἐφάρμοσαν στὴν πράξη καὶ συνοδικῶς αὐτὸ τὸ “αἴρει” τοῦ Κυρίου.Τὴν ἔλλειψη ἀγάπης ἂς ψάξει νὰ τὴν βρῆ ὁ Σεβασμιώτατος ὄχι στοὺς Ἁγίους Πατέρες μας ἀλλὰ
στὸν Παπισμό, ὁ ὁποῖος ἀπὸ τοῦ σχίσματος καὶ ἐντεῦθεν δὲν παύει, (φορώντας μάλιστα τὸ προσωπεῖο μιᾶς ψευτοαγάπης), νὰ ἐκμεταλ-
λεύεται κάθε εὐκαιρία, γιὰ νὰ πλήξη τὴν Ὀρθοδοξία, ὅπως ἀποδεικνύουν τὰ γεγονότα, παλαιότερα καὶ πρόσφατα. Ἂς τὴν ἀναζητήσει
στὶς Σταυροφορίες, στὴν ἱερὰ Ἐξέταση, στὴν ἐπάρατη Οὐνία, ἡ ὁποία μέχρι σήμερα ἐξακολουθεῖ νὰ δρᾶ
διαβρωτικῶς εἰς βάρος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, στὴν Γενοκτονία τῶν Σέρβων τὸ 1941, στὸν ἐ νεργὸ
ρόλο, ποὺ ἔπαιξε τὸ Βατικανὸ παρασκηνιακὰ στοὺς βομβαρ δισμοὺς ἐναντίον τῶν Ὀρθοδόξων Σέρβων ἀδελφῶν μας τὸ 1999 κ.λπ. Ποιὰ
εἶναι λοιπὸν “ἡ ἐπαναφορὰ τῆς ἀγάπης”, ποὺ ἔφερε ἡ Β΄ Βατικανή; Μήπως ὁ Σεβασμιώτατος ζῆ ἐκτὸς τόπου καὶ χρόνου;

Κατάντημα
Ἀναφέρει παρὰ κάτω πὼς “ἡ Β΄ Βατικανὴ Σύνοδος… ἄνοιξε καὶ τοὺς ἐκκλησιολογικοὺς ὁρίζοντες τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας
μὲ θεολογικὲς ἰδέες, ποὺ βοηθοῦν καὶ διευκολύνουν τὴν προσέγγισή της μὲ ὅσους βρίσκονται ἐκτὸς τῆς
Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας”. Μὲ ὅσα δὲ στὴ συνέχεια παραθέτει, προσπαθεῖ νὰ ἀποδείξει, ὅτι ἡ ἐν λόγῳ Σύνοδος μὲ συγκεκριμένα
διατάγματά της ἔχει κάνει σημαντικὰ βήματα προόδου, μὲ τὰ ὁποῖα ἔχει προσεγγίσει τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία. Ἔτσι κάνει λόγο
γιὰ τὴν Διάταξη Lumengentium, μὲ τὴν ὁποία εἰσάγει τὴν ἰδέα τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Ὡστόσο ἡ Δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως γνωρίζουμε, δὲν περιέχει ἰδέες καὶ ἰδεολογίες, ἀνθρώπινα κατασκευάσματα, ἀλλὰ αἰώνιες διαχρονικὲς ἀλήθειες. Ἡ εἰσαγωγὴ νέων δογμάτων−ἰδεῶν στὸν Παπισμό, τί ἄλλο μπορεῖ νὰ μαρτυρεῖ παρὰ τὸ ὅτι ὁ Παπισμὸς μόλις τὸν 20ο αἰώνα ἀνακαλύπτει νέες δογματικὲς “ἀλήθειες” καὶ ἄρα μέχρι τώρα δὲν κατεῖχε “πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν”. Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο ὅμως ἤδη ἀπὸ τὴν
ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ὁδηγεῖ τὴν Ἐκκλησία “εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν” (Ἰω. 16, 13). Κάνει λόγο ἐπίσης γιὰ τὸ Διάταγμα περὶ Οἰκουμενισμοῦ, μὲ τὸ ὁποῖο “ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζεται ὡς ‘Ἐκ κλησία’ μὲ πλήρη ἐκκλησιολογικὴ ἔννοια”. Καὶ πανηγυρίζει τρόπον τινὰ ὁ Σεβασμιώτατος, διότι οἱ Παπικοὶ μᾶς ἔκαναν ἐπὶ τέλους τὴν Χά ρι, νὰ μᾶς ἀναγνωρίσουν ὡς πλήρη Ἐκκλησία. Ἀλοίμονο σὲ πιὸ κατάντημα φθάσαμε! Νὰ περιμένουμε ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, νὰ μᾶς δώσουν πιστοποιητικὰ ἐκκλησιαστικότητος! Ἂς γνωρίζει λοιπὸν ὁ Ἅγιος Δημητριάδος ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Καθολικὴ Ἐκκλησία δὲν ἔχει καμιὰ ἀνάγκη ἀπὸ τοὺς παπικοὺς νὰ τῆς δοθοῦν εὔσημα
ἐκκλησιαστικότητος οὔτε ἔχει ἀνάγκη νὰ δοθῆ σ᾽αὐτὴν ἡ ἀναγνώριση ὅτι “οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἔχουν πλῆ ρες τὸ δικαίωμα τῆς αὐτοδιοικήσεώς των σύμφωνα μὲ τὸ δικό τους Κανονικὸ Δίκαιο”, ὅπως ἀναφέρει παρὰ κάτω. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔχει “σὺν πᾶσι τοῖς
ἁγίοις” πλήρη καὶ βεβαία τὴν ἐσωτερικὴ πληροφορία καὶ πεποίθηση ὅτι αὐτὴ καὶ μόνη ἀποτελεῖ τὴν Μία,
Ἁγία, Καθολική, καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία.

Περὶ διηρημένης Ἐκκλησίας
Πέραν αὐτῶν, ἐὰν τόσον ὁ Παπισμός, ὅσον καὶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι Ἐκκλησίες “μὲ πλήρη ἐκκλησιολογικὴ ἔννοια”, τότε ἡ Ἐκκλησία εἶναι συγχρόνως μία καὶ διηρημένη καὶ ἐπὶ πλέον περιέχει στοὺς κόλπους της ἀληθῆ καὶ ψευδῆ δόγματα, ἀφοῦ ὅπως γνωρίζουμε ὑπάρχουν οὐσιώδεις δογματικὲς διαφορὲς μεταξὺ αὐτῶν. Τοῦτο ὅμως εἶναι ἀδύνατον, διότι ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος ἡ Ἐκκλησία εἶναι “στῦλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας” (Α΄ Τιμ. 3,15). Τὶς παραπάνω κακόδοξες θέσεις περὶ διηρημένων Ἐκκλησιῶν συντρίβει κυριολεκτικὰ καὶ κονιορτοποιεῖ ὁ μεγάλος σύγχρονος Ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας Ἅγιος Ἰουστῖνος ὁ Πόποβιτς στὸ μνημειῶδες ἔργο του “Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καὶ ὁ Οἰκουμενισμός”: “Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας ἀπορρέει ἀναγκαίως ἐκ τῆς ἑνότητος τοῦ προσώπου τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. Ἡ Ἐκκλησία οὖσα καθολικῶς εἷς καὶ μοναδικὸς θεανθρώπινος ὀργανισμὸς εἰς ὅλους τοὺς κόσμους, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ διαιρεθῆ. Κάθε διαίρεσις θὰ ἐσήμαινε τὸν θάνατόν της… Κατὰ τὴν ἑνιαίαν στάσιν τῶν Πατέρων καὶ τῶν Συνόδων ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὄχι μόνον μία, ἀλλὰ καὶ μοναδική, διότι ὁ εἷς καὶ μοναδικὸς Θεάνθρωπος, ἡ κεφαλή της δὲν δύναται νὰ ἔχει πολλὰ σώματα.Ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία καὶ μοναδική, διότι εἶναι τὸ σῶμα τοῦ ἑνὸς καὶ μοναδικοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ὀντολογικῶς ἀδύνατος ὁ χωρισμὸς τῆς Ἐκκλησίας, διὰ τοῦτο ποτὲ δὲν ὑπῆρχε διαίρεσις τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ μόνον χωρισμὸς ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία”.[4]
Παρὰ κάτω ὁ Ἅγιος Δημητριάδος κάνει λόγον γιὰ τὸν “Θεολογικὸ Διάλογο Ὀρθοδόξου καὶ Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας” καὶ τὸν παρουσιάζει ὡς “τὸν σπουδαιότερο ἴσως καρπὸ τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου”, ὡς “τὸν πιὸ σημαντικό, ἀλ λὰ συγχρόνως καὶ τὸν πιὸ δύσκολο θεολογικὸ διάλογο”, διεξαγόμενο “στὴ βάση τῆς κοινῆς πίστεως τῆς πρώτης χιλιετίας”. Κάνει λόγον γιὰ “τὰ κοινὰ κείμενα, ποὺ παρήγαγεν ἡ Διμερὴς Ἐπιτροπὴ τοῦ Διαλόγου μέχρι σήμερα”, τὰ ὁποῖ α θεωρεῖ “σημαντικά”. Ἀναφέρεται στὸ “πρόβλημα τῆς Οὐνίας, τὸ ὁποῖο ὀξύνθηκε μετὰ τὴν πτώση τῶν κομμουνιστικῶν καθεστώτων”.Ἐπίσης ἀναφέρεται στὴν παροῦσα φάση τοῦ διαλόγου, κατὰ τὴν ὁποία συζητεῖται “τὸ ἀκανθῶ δες ζήτημα τοῦ πρωτείου στὴν Ἐκ κλησία,μὲ ἰδιαίτερη ἀναφορὰ στὸ πρωτεῖο τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης”. Ὡστόσο ἡ εἰκόνα, ποὺ μᾶς δίδει σχετικὰ μὲ τοὺς διαλόγους καὶ τὴν μέχρι τώρα πορεία τους εἶναι πλασματικὴ καὶ παραπλανητική. Δὲν λέγει τίποτε γιὰ τὶς μέχρι τώρα παραμένουσες δογματικὲς διαφορές, παρὰ τὸν ἐπὶ 33 χρόνια συνεχιζόμενο διάλογο. Καὶ φυσικὰ τί θὰ μποροῦσε νὰ πῆ, ἀφοῦ οἱ διαφορὲς αὐτὲς ἁπλούστατα δὲν συζητήθηκαν, ἀλλὰ παρεκάμφθησαν μέσῳ τοῦ κειμένου τοῦ Balamand. Δὲν κάνει ἐπίσης καμία ἀναφορὰ στὸ ἐπαίσχυντο καὶ προδοτικὸ αὐτὸ κείμενο, πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ὅτι τὸ θεωρεῖ καὶ αὐτὸ
“σημαντικό”, ὅπως καὶ τὰ ἄλλα κείμενα τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς καὶ ἄρα ἀποδέχεται τὸ περιεχόμενό του. Ἔτσι ἀφήνει νὰ ἐννοηθῆ ὅτι ὁ Διάλογος ἔχει λύσει τὶς ὑπάρχουσες δογματικὲς διαφορές, (προφανῶς μὲ τὰ “κοινὰ κείμενα” καὶ ἰδιαιτέρως μὲ τὸ κείμενο τοῦ Balamand)καὶ ὅτι οἱ δύο πλευρές, ἀφοῦ ἐπέτυχαν ἐπὶ τέλους δογματικὴ συμφωνία ἐπὶ Ὀρθοδόξου βάσεως, ἔφθασαν τώρα πλέον στὸ σημεῖο νὰ συζητοῦν γιὰ “τὸ ἀκανθῶδες ζήτημα τοῦ πρωτείου”.

Ὁ Ἀθηναγόρας καὶ τὸ Σχίσμα
Κατ’ ἀρχὴν, γιὰ νὰ ἔχουμε μία σαφῆ εἰκόνα τῶν διαλόγων καὶ τῆς μέχρι τώρα πορείας τους, εἶναι ἀνάγκη νὰ ἀνατρέξουμε στοὺς πρώ-
τους ἀρχιτέκτονες καὶ θεμελιωτές του, τὸν πρώην Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη κυρὸ Ἀθηναγόρα καὶ τὸν πρώην Πάπα Παῦλο τὸν ΣΤ΄. Ἐὰν
λάβουμε ὑπ’ ὄψη μας τὰ ὅσα ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας ἀπεκάλυψε τὸν Αὔγουστο τοῦ 1971: “τὸ ’65 ἐσηκώσαμεν τὸ σχίσμα, εἰς τὴν Ρώ-
μην καὶ ἐδῶ, μὲ ἀντιπροσώπους μας ἐκεῖ καὶ ἀντιπροσώπους ἐκεῖ θεν ἐδῶ…”[5], ἀλλὰ καὶ τὴν πλήρη εὐθυ γράμμιση τῶν διαδόχων του, Δημητρίου καὶ Βαρθολομαίου, μὲ τὴν γραμμή, ποὺ αὐτὸς ἐχάραξε, συμπεραίνουμε ὅτι τουλάχιστον γιὰ τὸ Φανάρι, σχίσμα πλέον δὲν ὑ φίσταται καὶ ἡ ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν ἤδη ἔγινε, ἀλλὰ δὲν εἶναι ἀκόμη ‘τελεία’”. Τελεία ἕνωση θὰ γίνει ὅταν θὰ φθάσουμε πλέον στὸ κοι νὸ Ποτήριο. Πρῶτο βῆμα πρὸς τὴν ἕνωση αὐτὴ ὑπῆρξε ἡ ἀντικανονικὴ ἄρση τῶν ἀναθεμάτων μεταξὺ Ρώμης καὶ Φαναρίου τὸ Δεκέμβριο τοῦ 1965. Πρὸς τὸν σκοπὸ αὐτὸ ἐξεπονήθη ἕνα καλὰ μελετημένο σχέδιο ἑνώσεως ἀπὸ τὸ Βατικανό, τὸ ὁποῖο σταδιακὰ ἐφαρμόζεται σὲ στενὴ συν εργασία μὲ τοὺς Οἰκουμενιστές, μέχρις ὅτου πραγματοποιηθεῖ ἡ τελεία ἕνωση Ὀρθοδοξίας καὶ Παπισμοῦ, ἡ ὁποία θὰ εἶναι κατὰ τὰ πρότυπα τῶν Οὐνιτικῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης. Τὸ σχέδιο αὐτὸ ἀποκαλύπτουν ἐκκλησιαστικὲς προσωπικότητες, ποὺ ἔλαβαν μέρος σὲ Διαχριστιανικοὺς Διαλόγους καὶ ἀσχολήθηκαν εἰς βάθος μὲ αὐτούς. Ἕνας ἐξ αὐτῶν ὁ μακαρι στὸς καθηγητὴς κ. Ἰωάννης Καρμίρης παρατηρεῖ: “Ὁ Πάπας Παῦλος ὁ ΣΤ΄ καὶ οἱ περὶ αὐ τὸν Ρωμαιοκαθολικοὶ θεολόγοι ἐξεπόνησαν ἕν καλῶς μελετηθὲν εὐρύτατον πρόγραμμα ρωμαιοκεντρικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, σύμφωνον πρὸς τὴν Λατινικήν Ἐκ κλησιολογίαν».[6]

Ὁ διάλογος τῆς… ἀγάπης
Σύμφωνα μὲ τὸ παραπάνω σχέδιο τοῦ Βατικανοῦ, ἐπινοήθηκε καὶ ἐφαρμόσθηκε ὁ λεγόμενος “Διάλογος τῆς Ἀγάπης”, σὰν ἕνα προ-
καταρκτικὸ στάδιο πρὶν ἀπὸ τὸν Θεολογικὸ διάλογο, ὁ ὁποῖος ἀποσκοποῦσε στὴν κατάλληλη ψυχολογικὴ προετοιμασία, μὲ τὴν δημι-
ουργία κλίματος καλῶν σχέσεων καὶ φιλίας, μὲ παροχὴ οἰκονομικῶν ἐνισχύσεων πρὸς τοὺς Ὀρθοδόξους, μὲ ὑπερτονισμὸ τῆς ἀγάπης καὶ παραμερισμὸ τῆς σημασίας τῶν δογματικῶν ἀληθειῶν τῆς πίστεως, ὥστε νὰ ἀμβλυνθεῖ καὶ ἀποδυναμωθεῖ κάθε διάθεση μαρτυρίας καὶ ὁμολογίας, μὲ ἀνταλλαγὲς ἐπισκέψεων τῶν προκαθημένων ἑκατέρωθεν, μὲ ἐπιστροφὲς Ἁγίων Λειψάνων ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ Βατικανοῦ ὡς ἔνδειξη φιλίας πρὸς τοὺς Ὀρθοδόξους, μὲ συμπροσευχὲς καὶ κοινὲς διακηρύξεις περὶ “ἀδελφῶν ἐκκλησιῶν” γιὰ τὴν δημιουργία ψεύτικων ἐντυπώσεων καὶ τετελεσμένων γεγονότων. Ὅπως δὲ εὔστοχα παρατηρήθηκε “ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία καὶ ἡ Ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία παραχωροῦν τὴ θέση τους στὴν διπλωματία καὶ τὴν πολιτική. Ἡ τήρηση τῶν ἰσορροπιῶν, ἡ προσχώρηση στὴ λογικὴ τῶν συσχετισμῶν, ἡ ὑπαγωγὴ στὰ κοινωνικὰ καὶ πολιτικὰ δεδομένα καὶ ἀπαιτήσεις, ἀποτελοῦν τὴ νέα κυρίαρχη ἀντίληψη στὴ σύγχρονη οἰκουμενιστικὴ θεολογία».[7]

Προδοσία τῆς Πίστεως Μεθοδεύεται ἡ ἔναρξη τοῦ θεολογικοῦ διαλόγου, ὄχι ἀπὸ τὰ διαιροῦντα, ἀλλὰ ἀπὸ τὰ ἑνοῦντα, κάτι ξένο πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη παράδοση, ἐνῶ παράλληλα καλλιεργεῖται τὸ πνεῦμα τῆς “ἀμοιβαίας ἀναγνωρίσεως” γιὰ τὴν δημιουργία ψευδαισθήσεων ἑνότητος καὶ ταυτότητος πίστεως. Τὸ πνεῦμα αὐτὸ μόλις διακρίνεται στὰ πρῶτα κείμενα τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς, γιὰ νὰ φανεῖ πλέον ξεκάθαρα καὶ μὲ κάθε ἐπισημότητα στὸ κοινὸ κείμενο τῆς Ζ΄ Συνελεύσεως τοῦ Balamand. Μὲ τὸ κείμενο αὐτὸ Παπικοὶ καὶ “Ὀρθόδοξοι” Οἰκουμενιστές, κάνοντας ἕνα θεαματικὸ ἅλμα καὶ παρακάμπτοντας πλῆθος αἱρετικῶν διδασκαλιῶν τοῦ Παπισμοῦ, φθάνουν ξαφνικὰ στὸ σημεῖο νὰ ἀναγνωρίσουν ἀλλήλους ὡς πλήρεις καὶ ἀληθεῖς “ἀδελφὲς Ἐκκλησίες”, μὲ ἔγκυρα μυστήρια, μὲ ταυτότητα πίστεως, μὲ ἀποστολικὴ διαδοχὴ καὶ διὰ τοῦτο“ἀπὸ κοινοῦ ὑπευθύνους διὰ τὴν τήρησιν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ ἐν τῇ πιστότητι πρὸς τὴν θείαν οἰκονομίαν, ἰδιαίτατα ὡς πρὸς τὴν ἑνότητα” (παράγρ. 13 καὶ 14), πρᾶγμα ποὺ συνιστᾶ πραγματικὴ προδοσία τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Πέραν τούτου ἡ ἐπιτευχθεῖσα καταδίκη τῆς Οὐνίας στὸ Freising τὸ 1990, ἀνατρέπεται μὲ νέες ἀποφάσεις στὸ
Balamand, ὅπου πανηγυρικὰ ἀθωώνεται καὶ ἐπὶ πλέον οἱ Οὐνίτες ἀποκτοῦν τὸ δικαίωμα νὰ συμμετέχουν στὸ διάλογο μὲ ἐκ προσώπους της.

Περιέσωσε τὴν Οὐνίαν
Στὴ συνέχεια οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἐπιμένουν γιὰ μιὰ ἐπανεξέταση τοῦ θέματος τῆς Οὐνίας. Μὲ “Μήνυμα” τῶν Προκαθημένων τῶν
Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν (1992), στὸ ὁποῖον καταδικάζουν ρητὰ τὴν Οὐνία καὶ τὸν προσηλυτισμό, ἀποφασίζουν “ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ προχωρήσει ὁ Θεολογικὸς Διάλογος μὲ τὴν Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία, ἂν δὲν ἐπέλθει συμφωνία ἐπὶ τοῦ ζητήματος τῆς Οὐνίας”. Ὡστόσο γιὰ τὸ Βατικανὸ τὸ θέμα τῆς Οὐνίας ἔχει λήξει μὲ ὅσα συνεφωνήθησαν καὶ ὑπεγράφησαν στὸ Balamand. Νέα συζήτησις ἐπὶ τοῦ θέματος τῆς Οὐνίας στὴ Βαλτιμόρη τὸ 2000 καταλήγει σὲ ναυάγιο, χάρη στὴν πεισματώδη ἐπιμονὴ τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν. Τὸ Βατικανὸ ἔκανε τὸ πᾶν, γιὰ νὰ περισώσει τὴν Οὐνία. Καὶ τοῦτο εἶναι εὔλογο, ἀφοῦ ἡ σχεδιαζομένη ἕνωση πρόκειται νὰ εἶναι οὐνιτικοῦ τύπου. Ἔτσι ὁ πολυδιαφημισθεὶς “Διάλογος τῆς Ἀγάπης”, ἀποδεικνύεται μία ἀπάτη καὶ ἕνα θέατρο ἐντυπώσεων. Τὸ Βατικανό, μετὰ τὸ ναυάγιο τῆς Βαλτιμόρης, ἐπιτυγχάνει νέα ἐπανέναρξη τοῦ διαλόγου τὸ 2006, μὲ ἄλλη θεματολογία, χωρὶς βέβαια νὰ ἔχει λυθεῖ τὸ πρόβλημα τῆς Οὐνίας.
Τὸ Οἰκ. Πατριαρχεῖο καὶ οἱ ἄλλες Ὀρθόδοξες Ἐκ κλησίες σύρονται κυριολεκτικὰ καὶ πάλι στὸ διάλογο, ἀθετοῦντες τὴν ἀπόφαση τῆς Γ΄ Πανορθοδόξου Διασκέψεως, ὅτι: “Οὐνία καὶ Διάλογος εἶναι ἀσυμβίβαστα ταυτοχρόνως”[8]καὶ διαψευδόμενοι μὲ ὅσα ἐδήλωσαν στὸ παρὰ πάνω “Μήνυμά” τους τὸ 1992. Ἡ διπλωματία τοῦ Βατικανοῦ θριαμβεύει, ἀφοῦ πλέον κατώρθωσε νὰ προχωρήσει καὶ νὰ ἐφαρμόσει τὸ
καλὰ μελετημένο σχέδιό της, τὸ ὁποῖον προέβλεπε τὴν παράκαμψη τοῦ θέματος τῆς Οὐνίας, ὅπως ἐπίσης καὶ τὴν παράκαμψη τῆς συζητήσεως τῶν δογματικῶν διαφορῶν. Οἱ πολλὲς δογματικές μας διαφορὲς μὲ τοὺς Ρωμαιοκαθολικοὺς (Filioque,Κτιστὴ Χάρις, ἄζυμα, καθαρ τήριον πῦρ, ἄσπιλη σύλληψη τῆς Θεοτόκου, κ.λπ.) οὐσιαστικὰ παραμερίστηκαν καὶ δὲν πρόκειται νὰ συζητηθοῦν. Ἁπλῶς θὰ θεωρηθοῦν ὡς ποικίλες παραδόσεις, ἢ θεολογούμενα, μὴ δυνάμενα νὰ ἀποτελέσουν ἐμπόδιο στὴν ἕνωση τῶν Ἐκ κλησιῶν. Διότι τί νόημα ἔχει ἡ συζήτησή τους μετὰ τὶς ἀμοιβαῖες ἀναγνωρίσεις τοῦ Balamand; Ἐφ᾽ ὅσον τὸ σχέδιο τοῦ Βατικανοῦ προβλέπει οὐνιτικοῦ τύπου ἕνωση, γιὰ τὴ Ρώμη δὲν ὑφίστανται ἄλλες ἀναγκαῖες προϋποθέσεις ἐκ κλησιαστικῆς κοινωνίας μὲ τὶς Ὀρ θόδοξες Ἐκκλησίες. Ἐκεῖνο, ποὺ τὴν ἐνδιαφέρει οὐσιαστικά, εἶναι ἡ ἀναγνώριση τοῦ Πρωτείου τοῦ Πάπα, ποὺ εἶναι γι᾽ αὐτὴν ἡ μόνη ἀναγκαία προϋπόθεση, γιὰ νὰ ἐπιτευχθεῖ πλή ρης ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία. Ἔτσι ἐξηγεῖται πῶς στὴν πορεία τοῦ διαλόγου φθάσαμε ἀπὸ τὰ “ἑ νοῦν τα” κατ᾽ εὐθεῖαν στὸ πρωτεῖο, σὰν νὰ ἦταν αὐτὴ ἡ μόνη δογματικὴ διαφορά μας μὲ τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς, ἂν ἐξαιρέσουμε βέβαια τὸ θέμα τῆς Οὐνίας, τὸ ὁποῖο οὕτως ἢ ἄλλως δὲν ἦταν προγραμματισμένο στὸ σχέδιο τοῦ Βατικανοῦ, ἀλλὰ προσετέθη ἐκτάκτως μετὰ τὴν πτώση τῶν ἀθεϊστι κῶν καθεστώτων τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης.

Αἱρετικαὶ καὶ κακόδοξοι
Περαίνοντες τὴν μικρὴ αὐτὴ ἀναφορά μας, ἐκφράζουμε καὶ πάλι τὴν λύπη μας καὶ τὴν ἀπογοήτευσή μας τόσο γιὰ τὴν συμμετοχὴ
τοῦ Σεβασμιωτάτου στὴν ἐν λόγῳ Ἡμερίδα, ὅσον ἐπίσης καὶ γιὰ τὶς κακόδοξες καὶ αἱρετικὲς θέσεις καὶ ἀπόψεις, τὶς ὁποῖες διετύπωσε μὲ τὴν εἰσήγησή του.

Ἐκ τοῦ Γραφείου Αἱρέσεων καὶ Παραθρησκειῶν
Ὁ ὑπεύθυνος
Ἀρχ. Παῦλος Δημητρακόπουλος

Σημειώσεις:
[1] Ὅπως οἱ ἐν Κωνσταντινουπόλει
Σύνοδοι τοῦ 1170, 1341, 1450, 1722, 1838,
1895, σαφέστατα καταδικάζουν τὸν πα-
πισμὸ ὡς αἵρεση. Βλ. Πρεσβ. Ἀναστά-
σιος Γκοτσόπουλος, Ἡ συμπροσευχὴ με
αἱρετικούς. Προσεγγίζοντας τὴν κανο-
νικὴ πράξη τῆς Ἐκκλησίας, ἐκδ. Θεο-
δρομία, Θεσσαλονίκη 2009, σελ. 40-42.
[2] Ὅ.π. σελ. 33-36. [3] Ἰωάννης Καρμί-
ρης, Ὀρθοδοξία καὶ Ρωμαιοκαθολικι-
σμός, τόμ.1, Ἀθῆναι 1964, σελ. 25. [4]
Ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς, καθ. Πανε-
πιστημίου Βελιγραδίου, Ἡ Ὀρθόδοξος
Ἐκκλησία καὶ ὁ Οἰκουμενισμός, ἐκδ.
Ἱερᾶς Μονῆς Ἀρχαγγέλων Τσέλιε, Βά-
λιεβο, Σερβία, σελ. 80-82. [5] Πρωτ. Γε-
ωργίου Μεταλληνοῦ, “Οἱ διάλογοι χω -
ρὶς προσωπεῖον”, Διαδικτυακὸς Τόπος:
Ὀρθόδοξος Λόγος www.Orthodox.net. gr
σελ. 2. [6] Ἰω. Καρμίρη, Ὀρθοδοξία καὶ
Ρωμαιοκαθολικισμός, τόμ. ΙΙ, Ἀθῆναι
1965, σ. 170 [7] Ἀρχ. Ἀθανασίου Ἀνα-
στασίου, καθ. Ἱ. Μονῆς Μεγ. Μετεώ-
ρου, Ἡ πορεία τοῦ οἰκουμενικοῦ διαλό-
γου μὲ βάση τὴν ὀρθόδοξη πατερικὴ δι-
δασκαλία καὶ τὴν δογματικὴ ἐκκλησιο-
λογικὴ συνείδηση, στὸ περιοδ. “Ἐν
Συν ειδήσει”, Ἐκδ. Ἱ. Μονῆς Μεγ. Με-
τεώρου, Ἰούνιος 2009, σ. 9. [8] Βλ. Ἰω.
Καρμίρη, Ὀρθοδοξία καὶ Ρωμαιοκαθο-
λικισμός, τόμ. ΙΙ, Ἀθῆναι 1965, σ. 38.

ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ  ΤΥΠΟΣ  – 27 ΔΕΚ 2013

ΠΗΓΗ:http://www.pentapostagma.gr/2013/12/%CE%B9-%CE%BC-%CF%80%CE%B5%CE%B9%CF%81%CE%B1%CE%B9%CF%8E%CF%82-%CE%B5%CE%AF%CE%BD%CE%B1%CE%B9-%CE%B1%CE%B9%CF%81%CE%B5%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AD%CF%82-%CE%BF%CE%B9-%CE%B8%CE%AD%CF%83%CE%B5.html?utm_source=feedburner&utm_medium=email&utm_campaign=Feed%3A+pentapostagma+%28%CE%A0%CE%95%CE%9D%CE%A4%CE%91%CE%A0%CE%9F%CE%A3%CE%A4%CE%91%CE%93%CE%9C%CE%91%29&utm_content=Yahoo!+Mail

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου