Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2014

ΠΕΜΠΤΗ  16  ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ  2014

 ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΝ  ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ

ΤΟΥ  ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ  ΠΕΤΡΟΥ  

ΚΕΙΜΕΝΟΝ

Κατ’ κενον τν καιρν πβαλεν ρδης βασιλες τς χερας κακσα τινας τν π τς κκλησας.νελε δ Ἰάκωβον τν δελφν ωννου μαχαρ. Κα δν τι ρεστν στι τος ουδαοις, προσθετο συλλαβεν κα Πτρον· σαν δ α μραι τν ζμων·ν κα πισας θετο ες φυλακν, παραδος τσσαρσι τετραδοις στρατιωτν φυλσσειν ατν, βουλμενος μετ τ πσχα ναγαγεν ατν τ λα. μν ον Πτρος τηρετο ν τ φυλακ· προσευχ δ ν κτενς γινομνη π τς κκλησας πρς τν Θεν πρ ατο.τε δ μελλεν ατν προγειν ρδης, τ νυκτ κεν ν Πτρος κοιμμενος μεταξ δο στρατιωτν δεδεμνος λσεσι δυσ, φλακς τε πρ τς θρας τρουν τν φυλακν. Κα δο γγελος Κυρου πστη κα φς λαμψεν ν τ οκματι· πατξας δ τν πλευρν το Πτρου γειρεν ατν λγων. νστα ν τχει· κα ξπεσον ατο α λσεις κ τν χειρν. Επ τε γγελος πρς ατν· περζωσαι κα πδησαι τ σανδλι σου. ποησε δ οτω. Κα λγει ατ· περιβαλο τ μτιν σου κα κολοθει μοι. Κα ξελθν κολοθει ατ, κα οκ δει τι ληθς στι τ γινμενον δι το γγλου, δκει δ ραμα βλπειν. Διελθντες δ πρτην φυλακν κα δευτραν λθον π τν πλην τν σιδηρν τν φρουσαν ες τν πλιν, τις ατομτη νοχθη ατος, κα ξελθντες προλθον ρμην μαν, κα εθως πστη γγελος π᾿ ατο. Κα Πτρος γενμενος ν αυτ επε· νν οδα ληθς τι ξαπστειλε Κριος τν γγελον ατο κα ξελετ με κ χειρς ρδου κα πσης τς προσδοκας το λαο τν ουδαων.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

Κατ’ ἐκεῖνον τὸν καιρὸν ὁ Ἡρώδης ὁ βασιλεὺς ἔβαλε χέρι σὲ μερικοὺς ποὺ ἀνῆκαν εἰς τὴν ἐκκλησίαν διὰ νὰ τοὺς κακοποιήσῃ. Ἐφόνευσε μὲ μάχαιραν τὸν Ἰάκωβον, τὸν ἀδελφὸν τοῦ Ἰωάννου. Καὶ ὅταν εἶδε ὅτι αὐτὸ ἐπροξένησε εὐχαρίστησιν εἰς τοὺς Ἰουδαίους, ἐπροχώρησε νὰ συλλάβῃ καὶ τὸν Πέτρον· ἦσαν δὲ τότε αἱ ἡμέραι τῆς ἑορτῆς τῶν ἀζύμων. Καὶ ὅταν τὸν ἔπιασε, τὸν ἔβαλε εἰς τὴν φυλακὴν καὶ τὸν παρέδωκε σὲ τέσσερις τετράδες στρατιωτῶν, διὰ νὰ τὸν φυλάττουν, διότι ἤθελε νὰ τὸν παρουσίασῃ εἰς τὸν λαὸν μετὰ τὸ Πάσχα. Καὶ ἔτσι ὁ Πέτρος ἐκρατεῖτο εἰς τὴν φυλακὴν ἀλλ’ ἐγίνετο ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν ἔνθερμη προσευχὴ γι’ αὐτὸν εἰς τὸν Θεόν. Τὴν νύχτα πρὸ τῆς ἡμέρας, κατὰ τὴν ὁποίαν ἔμελλε ὁ Ἡρώδης νὰ τὸν παρουσιάσῃ, ὁ Πέτρος, δεμένος μὲ δύο ἁλυσίδες, ἐκοιμότανε μεταξὺ δύο στρατιωτῶν, καὶ φρουροὶ ἐμπρὸς στὴν πόρτα ἐφύλατταν τὴν φυλακήν. Αἴφνης ἦλθε ἄγγελος Κυρίου καὶ ἔλαμψε φῶς εἰς τὸ κελλί. Ἀφοῦ ἐκτύπησε τὴν πλευρὰν τοῦ Πέτρου, τὸν ἐξύπνησε καὶ τοῦ εἶπε, «Σήκω γρήγορα». Καὶ ἔπεσαν οἱ ἁλυσίδες ἀπὸ τὰ χέρια του. Καὶ ὁ ἄγγελος τοῦ εἶπε, «Ζώσου καὶ φόρεσε τὰ σανδάλια σου». Καὶ τὸ ἔκανε. Ὕστερα τοῦ εἶπε, «Φόρεσε τὸν μανδύα σου καὶ ἀκολούθησέ με». Καὶ ἐβγῆκε ἔξω καὶ τὸν ἀκολούθησε καὶ δὲν εἶχε συνείδησιν ὅτι εἶναι ἀληθινὸν ἐκεῖνο ποὺ ἐγίνετο διὰ τοῦ ἀγγέλου, ἀλλ’ ἐνόμισε ὅτι βλέπει ὅραμα. Ἐπέρασαν τὸ πρῶτον φυλάκιον καὶ τὸ δεύτερον, καὶ ἐφθασαν εἰς τὴν πύλην τὴν σιδηρᾶν ποὺ ὡδηγοῦσε εἰς τὴν πόλιν καὶ ἡ ὁποία μόνη της ἄνοιξε διὰ νὰ περάσουν. Ἀφοῦ ἐβγῆκαν, ἐπροχώρησαν σ’ ἕνα στενὸ δρόμο, καὶ ἀμέσως ὁ ἄγγελος τὸν ἄφησε. Ὅταν συνῆλθε ὁ Πέτρος εἶπε, «Τώρα καταλαβαίνω ὅτι ἀληθινὰ ἔστειλε ὁ Κύριος τὸν ἄγγελόν του καὶ μὲ ἔσωσε ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ Ἡρώδη καὶ ἀπὸ κάθε τι ποὺ ἐπερίμενε ὁ Ἰουδαϊκὸς λαός».

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟΝ  ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ

ΠΑΡΑΛΕΙΦΘΕΝ

ΚΥΡΙΑΚΗΣ  Α΄  ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ  ΜΑΤΘΑΙΟΥ 

ΚΕΙΜΕΝΟΝ

Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαυτοῦ μαθηταῖς· Πς στις μολογσει ν μο μπροσθεν τν νθρπων, μολογσω κγ ν ατ μπροσθεν το πατρς μου το ν ορανος·στις δ᾿ ν ρνσητα με μπροσθεν τν νθρπων, ρνσομαι ατν κγ μπροσθεν το πατρς μου το ν ορανος. Ὁ φιλν πατρα μητρα πρ μ οκ στι μου ξιος· κα φιλν υἱὸν θυγατρα πρ μ οκ στι μου ξιος· κα ς ο λαμβνει τν σταυρν ατο κα κολουθε πσω μου, οκ στι μου ξιος. Ττε ποκριθες Πτρος επεν ατ· δο μες φκαμεν πντα κα κολουθσαμν σοι· τ ρα σται μν; δ ησος επεν ατος· μν λγω μν τι μες ο κολουθσαντς μοι, ν τ παλιγγενεσίᾳ, ταν καθσ υἱὸς το νθρπου π θρνου δξης ατο, καθσεσθε κα μες π δδεκα θρνους κρνοντες τς δδεκα φυλς το σραλ. Κα πς ς φκεν οκας δελφος δελφς πατρα μητρα γυνακα τκνα γρος νεκεν το νματς μου, κατονταπλασονα λψεται κα ζων αἰώνιον κληρονομσει. Πολλο δ σονται πρτοι σχατοι κα σχατοι πρτοι.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

Εἶπεν ὁ Κύριος εἰς τοὺς μαθητὲς του· Καθέναν ποὺ θὰ μὲ ὁμολογήσῃ ἐμπρὸς στοὺς ἀνθρώπους, θὰ τὸν ὁμολογήσω καὶ ἐγὼ ἐμπρὸς στὸν Πατέρα μου τὸν οὐράνιον. Ἐκεῖνον ὅμως ποὺ θὰ μὲ ἀρνηθῇ ἐμπρὸς στοὺς ἀνθρώπους, θὰ τὸν ἀρνηθῶ καὶ ἐγὼ ἐμπρὸς στὸν Πατέρα μου τὸν οὐράνιον. «Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ πατέρα ἢ μητέρα περισσότερον ἀπὸ ἐμέ, δὲν μοῦ εἶναι ἄξιος. Καὶ ἐκεῖνος, ποὺ ἀγαπᾶ υἱόν ἢ θυγατέρα περισσότερον ἀπὸ ἐμέ, δὲν μοῦ εἶναι ἄξιος. Καὶ ἐκεῖνος, ποὺ δὲν παίρνει τὸν σταυρόν του καὶ δὲν μὲ ἀκολουθεῖ δὲν μοῦ εἶναι ἄξιος. Τότε ἔλαβε τὸν λόγον ὁ Πέτρος καὶ τοῦ εἶπε, «Νὰ, ἐμεῖς ποὺ ἀφήκαμε ὅλα καὶ σὲ ἀκολουθήσαμε· τὶ λοιπὸν θὰ ἀπολαύσωμεν;». Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε, «Ἀλήθεια σᾶς λέγω, ὅτι σεῖς, οἱ ὁποίοι μὲ ἀκολουθήσατε, ὅταν ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου θὰ καθήσῃ εἰς τὸν θρόνον τῆς δόξης του εἰς τὴν Νέαν Δημιουργίαν, θὰ καθήσετε καὶ σεῖς σὲ δώδεκα θρόνους, διὰ νὰ κρίνετε τὰς δώδεκα φυλὰς τοῦ Ἰσραήλ. Καὶ καθένας ποὺ ἀφῆκε σπίτια ἢ ἀδελφούς ἢ ἀδελφές ἢ πατέρα ἢ μητέρα ἢ γυναῖκα ἢ παιδιά ἢ χωράφια διὰ τὸ ὄνομά μου, θὰ πάρῃ ἑκατὸ φορὲς περισσότερα καὶ θὰ κληρονομήσῃ ζωὴν αἰώνιον. Πολλοὶ δέ, οἱ ὁποῖοι εἶναι πρῶτοι, θὰ γίνουν τελευταῖοι, καὶ ἐκεῖνοι ποὺ εἶναι τελευταῖοι, θὰ γίνουν πρῶτοι».



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου