Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2013

ΚΥΡΙΑΚΗ  3  ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ  2013

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΝ  ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ

ΤΗΣ  ΗΜΕΡΑΣ

ΚΥΡΙΑΚΗΣ  ΙΘ΄  ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ  

ΚΕΙΜΕΝΟΝ

Ἀδελφοί, ὁ Θες κα πατρ το Κυρου μν ησο Χριστο οδεν, ν ελογητς ες τος αἰῶνας, τι ο ψεδομαι. Ἐν Δαμασκ θνρχης ρτα το βασιλως φρορει τν Δαμασκηνν πλιν πισαι με θλων, κα δι θυρδος ν σαργν χαλσθην δι το τεχους κα ξφυγον τς χερας ατο. Καυχάσθαι δ ο συμφρει μοι· λεσομαι γρ ες πτασας κα ποκαλψεις Κυρου. Οδα νθρωπον ν Χριστ πρ τν δεκατεσσρων· ετε ν σματι οκ οδα, ετε κτς το σματος οκ οδα, Θες οδεν· ρπαγντα τν τοιοτον ως τρτου ορανο. Κα οδα τν τοιοτον νθρωπον· ετε ν σματι ετε κτς το σματος οκ οδα, Θες οδεν· ὅτι ρπγη ες τν παρδεισον κα κουσεν ρρητα ρματα, οκ ξν νθρπ λαλσαι. Ὑπρ το τοιοτου καυχσομαι, πρ δ μαυτο ο καυχσομαι ε μ ν τας σθενεαις μου. Ἐὰν γρ θελσω καυχσασθαι, οκ σομαι φρων· λθειαν γρ ρ· φεδομαι δ μ τις ες μ λογσηται πρ βλπει με κοει τι ξ μο. Κα τ περβολ τν ποκαλψεων να μ περαρωμαι, δθη μοι σκλοψ τ σαρκ, γγελος σατν, να με κολαφζ να μ περαρωμαι. Ὑπρ τοτου τρς τν Κριον παρεκλεσα να ποστ π᾿ μο· κα ερηκ μοι· ρκε σοι χρις μου· γρ δναμς μου ν σθενείᾳ τελειοται. διστα ον μλλον καυχσομαι ν τας σθενεαις μου, να πισκηνσ π᾿ μ δναμις το Χριστο.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

Ἀδελφοί, ὁ Θεὸς καὶ Πατέρας τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι εὐλογητὸς αἰωνίως, ξέρει ὅτι δὲν ψεύδομαι. Εἰς τὴν Δαμασκὸν ὁ ἐθνάρχης τοῦ βασιλέως Ἀρέτα ἐφρουροῦσε τὴν πόλιν τῆς Δαμασκοῦ, ἐπειδὴ ἤθελε νὰ μὲ πιάσῃ, ἀλλὰ μὲ κατέβασαν ἀπὸ ἕνα παράθυρο μέσα σὲ καλάθι, ἀπὸ τὸ τεῖχος, καὶ ξέφυγα ἀπὸ τὰ χέρια του. Τὸ νὰ καυχῶμαι λοιπὸν δὲν εἶναι συμφέρον μου, ἀλλὰ θὰ ἔλθω εἰς ὀπτασίας καὶ ἀποκαλύψεις τοῦ Κυρίου. Ξέρω ἕνα ἄνθρωπον χριστιανὸν ὁ ὁποῖος πρὸ δεκατεσσάρων ἐτῶν – εἴτε μὲ τὸ σῶμα, δὲν ξέρω, εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος, δὲν ξέρω, ὁ Θεὸς ξέρει – ἁρπάχθηκε ἕως τὸν τρίτον οὐρανόν. Καὶ ξέρω ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος – εἴτε μὲ τὸ σῶμα εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος δὲν ξέρω, ὁ Θεὸς ξέρει – ἁρπάχθηκε εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἄκουσε ἀνέκφραστα λόγια τὰ ὁποῖα δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἐπαναλάβῃ ἄνθρωπος. Δι’ ἕνα τέτοιον ἄνθρωπον θὰ καυχηθῶ, διὰ τὸν ἑαυτόν μου ὅμως δὲν θὰ καυχηθῶ, παρὰ μόνον διὰ τὰς ἀδυναμίας μου. Ἀλλὰ καὶ ἐὰν θελήσω νὰ καυχηθῶ, δὲν θὰ εἶμαι ἀνόητος, διότι θὰ πῶ τὴν ἀλήθειαν, τὸ ἀποφεύγω ὅμως μήπως μὲ θεωρήσῃ κανεὶς ἀνώτερον ἀπὸ ὅ,τι βλέπει σ’ ἐμὲ ἢ ἀκούει ἀπὸ ἐμέ. Καὶ διὰ νὰ μὴ ὑπερηφανεύομαι διὰ τὰς πολλὰς ἀποκαλύψεις, μοῦ ἐδόθηκε ἕνα ἀγκάθι εἰς τὸ σῶμα, ἕνας ἄγγελος τοῦ Σατανᾶ, διὰ νὰ μὲ ραπίζῃ, διὰ νὰ μὴ ὑπερηφανεύομαι. Τρεῖς φορὲς παρεκάλεσα τὸν Κύριον γι’ αὐτό, διὰ νὰ φύγῃ ἀπὸ ἐμέ. Καὶ μοῦ εἶπε, «Σοῦ εἶναι ἀρκετὴ ἡ χάρις μου, διότι ἡ δύναμίς μου φανερώνεται τελεία ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ἀδυναμία». Πολὺ εὐχαρίστως λοιπὸν θὰ καυχηθῶ μᾶλλον διὰ τὰς ἀδυναμίας μου, διὰ νὰ κατασκηνώσῃ εἰς ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ.


ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟΝ  ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ

ΤΗΣ  ΗΜΕΡΑΣ

ΚΥΡΙΑΚΗΣ  Ε΄  ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ  ΛΟΥΚΑ 

ΚΕΙΜΕΝΟΝ
Εἶπεν ὁ Κύριος· νθρωπός τις ν πλοσιος, κα νεδιδσκετο πορφραν κα βσσον εφραινμενος καθ᾿ μραν λαμπρς. Πτωχς δ τις ν νματι Λζαρος, ς ββλητο πρς τν πυλνα ατο λκωμνος κα πιθυμν χορτασθναι π τν ψιχων τν πιπτντων π τς τραπζης το πλουσου· λλ κα ο κνες ρχμενοι πλειχον τ λκη ατο. Ἐγνετο δ ποθανεν τν πτωχν κα πενεχθναι ατν π τν γγλων ες τν κλπον βραμ· πθανε δ κα πλοσιος κα τφη. Κα ν τ δ πρας τος φθαλμος ατο, πρχων ν βασνοις, ρ τν βραμ π μακρθεν κα Λζαρον ν τος κλποις ατο. Κα ατς φωνσας επε· πτερ βραμ, λησν με κα πμψον Λζαρον να βψ τ κρον το δακτλου ατο δατος κα καταψξ τν γλσσν μου, τι δυνμαι ν τ φλογ τατ. Επε δ βραμ· τκνον, μνσθητι τι πλαβες σ τ γαθ σου ν τ ζω σου, κα Λζαρος μοως τ κακ· νν δ δε παρακαλεται, σ δ δυνσαι· κα π πσι τοτοις μεταξ μν κα μν χσμα μγα στρικται, πως ο θλοντες διαβναι νθεν πρς μς μ δνωνται, μηδ ο κεθεν πρς μς διαπερσιν. Επε δ· ρωτ ον σε, πτερ, να πμψς ατν ες τν οκον το πατρς μου· ἔχω γρ πντε δελφος· πως διαμαρτρηται ατος, να μ κα ατο λθωσιν ες τν τπον τοτον τς βασνου. Λγει ατ βραμ· χουσι Μωυσα κα τος προφτας· κουστωσαν ατν. Ὁ δ επεν· οχ, πτερ βραμ, λλ᾿ ἐάν τις π νεκρν πορευθ πρς ατος, μετανοσουσιν. Επε δ ατ· ε Μωυσως κα τν προφητν οκ κοουσιν, οδ ἐάν τις κ νεκρν ναστ πεισθσονται.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

Εἶπεν ὁ Κύριος· « Κάποιος ἄνθρωπος ἦταν πλούσιος, ὁ ὁποῖος ἐφοροῦσε πορφύραν καὶ λινὰ ἐνδύματα καὶ ἐζοῦσε καθημερινῶς μέσα σὲ μεγάλην πολυτέλειαν. Κοντὰ εἰς τὴν πύλην του ἦτο ξαπλωμένος ἕνας πτωχός, ὀνομαζόμενος Λάζαρος, γεμᾶτος πληγές, ὁ ὁποῖος ἐπιθυμοῦσε νὰ χορτάσῃ ἀπὸ τὰ ψίχουλα ποὺ ἔπεφταν ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ πλουσίου. Ἀκόμη καὶ τὰ σκυλιὰ ἐσυνείθιζαν νὰ ἔρχωνται καὶ νὰ γλύφουν τὶς πληγές του. Συνέβη δὲ νὰ πεθάνῃ ὁ πτωχὸς καὶ νὰ φερθῇ ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους εἰς τὸν κόλπον τοῦ Ἀβραάμ. Ἐπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη. Εἰς τὸν ᾅδην, ὅπου ἐβασανίζετο, ἐσήκωσε τὰ μάτια του καὶ βλέπει ἀπὸ μακρυὰ τὸν Ἀβραὰμ καὶ τὸν Λάζαρον εἰς τοὺς κόλπους του. Καὶ ἐφώναξε καὶ εἶπε, «Πάτερ Ἀβραάμ, ἐλέησέ με καὶ στεῖλε τὸν Λάζαρον νὰ βουτήξῃ τὴν ἄκρη τοῦ δακτύλου του σὲ νερὸ καὶ νὰ δροσίσῃ τὴν γλῶσσα μου, διότι ὑποφέρω μέσα σ’ αὐτὴν τὴν φλόγα». Ἀλλ’ ὁ Ἀβραὰμ εἶπε, «Παιδί μου, θυμίσου ὅτι σὺ ἀπήλαυσες τὰ ἀγαθά σου σου εἰς τὴν ζωήν σου ὅπως καὶ ὁ Λάζαρος τὰ κακά· τώρα ὅμως αὐτὸς ἐδῶ παρηγορεῖται καὶ σὺ ὑποφέρεις. Καὶ ἐκτὸς ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ὑπάρχει μεταξύ μας ἕνα μεγάλο χάσμα ὥστε νὰ μὴ μποροῦν νὰ περάσουν ἐκεῖνοι ποὺ θέλουν νὰ διαβοῦν ἀπ’ ἐδῶ σ’ ἐσᾶς, οὔτε καὶ ἀπ’ ἐκεῖ σ’ ἐμᾶς». Τότε εἶπε, «Σὲ παρακαλῶ λοιπόν, πατέρα, νὰ τὸν στείλῃς στὸ σπίτι τοῦ πατέρα μου, διότι ἔχω πέντε ἀδελφούς, νὰ τοὺς νουθετήσῃ, διὰ νὰ μὴ ἔλθουν καὶ αὐτοὶ εἰς τὸν τόπον αὐτὸν τῶν βασάνων». Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Ἀβραάμ, «Ἔχουν τὸν Μωϋσῆν καὶ τοὺς προφήτας, ἂς τοὺς ἀκούσουν». Αὐτὸς δὲ εἶπε, «Ὄχι, πάτερ Ἀβραάμ, ἀλλ’ ἐὰν κάποιος ἀπὸ τοὺς νεκροὺς πάη σ’ αὐτούς, θὰ μετανοήσουν». Ἀλλ’ ὁ Ἀβραὰμ τοῦ ἀπήντησε, «Ἐὰν δὲν ἀκοῦνε τὸν Μωϋσῆν καὶ τοὺς προφήτας, δὲν θὰ πεισθοῦν καὶ ἂν ἀκόμη ἀναστηθῇ κάποιος ἀπὸ τοὺς νεκρούς».

ΠΗΓΗ:   http://www.synaxarion.gr/cms/gr/content/kaini_diathiki.aspx



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου