Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2013

ΚΥΡΙΑΚΗ  27  ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ  2013

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΝ  ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ

ΤΗΣ  ΗΜΕΡΑΣ

ΚΥΡΙΑΚΗΣ  ΙΗ΄  ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ  

ΚΕΙΜΕΝΟΝ
Ἀδελφοί, σπερων φειδομνως φειδομνως κα θερσει, κα σπερων π᾿ ελογαις π᾿ ελογαις κα θερσει.καστος καθς προαιρεται τ καρδα, μ κ λπης ξ νγκης· λαρν γρ δτην γαπ Θες. Δυνατς δ Θες πσαν χριν περισσεσαι ες μς, να ν παντ πντοτε πσαν ατρκειαν χοντες περισσεητε ες πν ργον γαθν, καθς γγραπται· σκρπισεν, δωκε τος πνησιν· δικαιοσνη ατο μνει ες τν αἰῶνα. Ὁ δ πιχορηγν σπρμα τ σπεροντι κα ρτον ες βρσιν χορηγσαι κα πληθναι τν σπρον μν κα αξσαι τ γενματα τς δικαιοσνης μν· ἐν παντ πλουτιζμενοι ες πσαν πλτητα, τις κατεργζεται δι᾿ μν εχαρισταν τ Θε·

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

Ἀδελφοί, ἐκεῖνος ποὺ σπέρνει μὲ οἰκονομίαν, θὰ θερίσῃ καὶ μὲ οἰκονομίαν, καὶ ἐκεῖνος ποὺ σπέρνει μὲ ἀφθονίαν, θὰ θερίσῃ καὶ μὲ ἀφθονίαν. Ὁ καθένας ἂς δίνῃ ὅ,τι τοῦ λέγει ἡ καρδιά του, ὄχι μὲ λύπην ἢ ἀναγκαστικά, διότι ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ τὸν χαρωπὸν δωρητήν. Καὶ ὁ Θεὸς εἶναι δυνατὸς νὰ σᾶς χορηγήσῃ κάθε δῶρον μὲ ἀφθονίαν ὥστε, ἔχοντες πάντοτε αὐτάρκειαν εἰς τὸ κάθε τι, νὰ δίνετε μὲ ἀφθονίαν γιὰ κάθε καλὸν ἔργον, καθὼς εἶναι γραμμένον, Ἐσκόρπισε, ἔδωκε εἰς τοὺς πτωχούς, ἡ ἀγαθοεργία του μένει αἰωνίως. Ἐκεῖνος δὲ ποὺ χορηγεῖ σπόρον εἰς τὸν σπορέα καὶ ψωμὶ διὰ τροφήν, θὰ χορηγήσῃ καὶ θὰ πληθύνῃ τὸν σπόρον σας καὶ θὰ αὐξήσῃ τοὺς καρποὺς τῆς ἀγαθοεργίας σας, ὥστε πλουτιζόμενοι μὲ κάθε τρόπον θὰ μπορῆτε νὰ ἀσκῆτε κάθε εἴδους γενναιοδωρίαν, ἡ ὁποία διὰ μέσου ἡμῶν παράγει εὐχαριστίαν εἰς τὸν Θεόν.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟΝ  ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ

ΤΗΣ  ΗΜΕΡΑΣ

ΚΥΡΙΑΚΗΣ  Ζ΄  ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ  ΛΟΥΚΑ 

ΚΕΙΜΕΝΟΝ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἄνθρωπός τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ, νομα Ἰάειρος, κα ατς ρχων τς συναγωγς πρχε· κα πεσν παρ τος πδας το ησο παρεκλει ατν εσελθεν ες τν οκον ατο, ὅτι θυγτηρ μονογενς ν ατ ς τν δδεκα, κα ατη πθνησκεν. ν δ τ πγειν ατν ο χλοι συνπνιγον ατν. Κα γυν οσα ν ρσει αματος π τν δδεκα, τις ατρος προσαναλσασα λον τν βον οκ σχυσεν π᾿ οδενς θεραπευθναι, προσελθοσα πισθεν ψατο το κρασπδου το ματου ατο, κα παραχρμα στη ρσις το αματος ατς. Κα επεν ησος· τς ψμενς μου; ρνουμνων δ πντων επεν Πτρος κα ο σν ατ· πισττα, ο χλοι συνχουσ σε κα ποθλβουσι, κα λγεις τς ψμενς μου; Ὁ δ ησος επεν· ψατ μο τις· γ γρ γνων δναμιν ξελθοσαν π᾿ μο. Ἰδοσα δ γυν τι οκ λαθε, τρμουσα λθε κα προσπεσοσα ατ δι᾿ ν αταν ψατο ατο πγγειλεν ατ νπιον παντς το λαο, κα ς ἰάθη παραχρμα. Ὁ δ επεν ατ· θρσει, θγατερ, πστις σου σσωκ σε· πορεου ες ερνην. Ἔτι ατο λαλοντος ρχετα τις παρ το ρχισυναγγου λγων ατ τι τθνηκεν θυγτηρ σου· μ σκλλε τν διδσκαλον. Ὁ δ ησος κοσας πεκρθη ατ λγων· μ φοβο· μνον πστευε, κα σωθσεται. Ἐλθν δ ες τν οκαν οκ φκεν εσελθεν οδνα ε μ Πτρον κα ωννην κα Ἰάκωβον κα τν πατρα τς παιδς κα τν μητρα ἔκλαιον δ πντες κα κπτοντο ατν. δ επε· μ κλαετε· οκ πθανεν, λλ καθεδει. Κα κατεγλων ατο, εδτες τι πθανεν. Ατς δ κβαλν ξω πντας κα κρατσας τς χειρς ατς φνησε λγων· πας, γερου. Κα πστρεψε τ πνεμα ατς, κα νστη παραχρμα, κα διταξεν ατ δοθναι φαγεν. Κα ξστησαν ο γονες ατος. δ παργγειλεν ατος μηδεν επεν τ γεγονς.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

Ἐκεῖνο τὸν καιρό, κάποιος ἄνθρωπος πλησίασε τὸν Ἰησοῦ, ὀνομαζόμενος Ἰάειρος, ὁ ὁποῖος ἦτο ἀρχισυνάγωγος, καὶ ἔπεσε εἰς τὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ καὶ τὸν παρακαλοῦσε νὰ ἔλθῃ εἰς τὸ σπίτι του, διότι εἶχε μιὰ μοναχοκόρη, ἡλικίας περίπου δώδεκα ἐτῶν, ποὺ ἦτο ἑτοιμοθάνατη. Ἐνῷ δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐπήγαινε, ὁ κόσμος τὸν συνέθλιβε. Κάποια γυναῖκα, ποὺ ἔπασχε ἀπὸ αἱμορραγίαν δώδεκα χρόνια καὶ εἶχε ἐξοδέψει ὅλην τὴν περιουσίαν της σὲ γιατροὺς καὶ δὲν μπόρεσε νὰ θεραπευθῇ ἀπὸ κανένα, ἦλθε κοντά του ἀπὸ πίσω, ἄγγιξε τὴν ἄκρη τοῦ ἐνδύματός του καὶ ἀμέσως ἐσταμάτησε ἡ αἱμορραγία της. Καὶ ὁ Ἰησοῦς εἶπε, «Ποιὸς μὲ ἄγγιξε;». Ἐπειδὴ δὲ ὅλοι τὸ ἠρνοῦντο, εἶπε ὁ Πέτρος καὶ ὅσοι ἦσαν μαζί του: «Διδάσκαλε, ὁ κόσμος σὲ ἔχει περικυκλωμένον καὶ σὲ συνθλίβει καὶ σὺ λές, «Ποιὸς μὲ ἄγγιξε;». Ὁ Ἰησοῦς ὅμως εἶπε, «Κάποιος μὲ ἄγγιξε, διότι αἰσθάνθηκα ὅτι ἐβγῆκε δύναμις ἀπὸ ἐμένα». Ὅταν εἶδε ἡ γυναῖκα ὄτι δὲν διέφυγε τὴν προσοχήν, ἦλθε μὲ τρόμον, ἔπεσε στὰ πόδια του, καὶ τοῦ εἶπε μπροστὰ σ’ ὅλον τὸν κόσμο τὴν αἰτίαν, διὰ τὴν ὁποίαν τὸν ἄγγιξε καὶ πῶς ἀμέσως ἐθεραπεύθηκε. Αὐτὸς δὲ τῆς εἶπε, «Ἔχε θάρρος, κόρη μου, ἡ πίστις σου σὲ ἔσωσε, πήγαινε εἰς εἰρήνην». Ἐνῷ ἀκόμη μιλοῦσε, ἔρχεται κάποιος ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ ἀρχισυναγώγου καὶ τοῦ λέγει, «Ἡ θυγατέρα σου πέθανε, μὴν ἐνοχλῇς πλέον τὸν διδάσκαλον». Ὁ δὲ Ἰησοῦς, ὅταν τὸ ἄκουσε, τοῦ εἶπε, «Μὴ φοβᾶσαι· μόνον πίστευε καὶ θὰ γίνῃ καλά». Ὅταν ἔφθασε εἰς τὸ σπίτι, δὲν ἐπέτρεψε σὲ κανένα νὰ μπῇ μαζί του, παρὰ εἰς τὸν Πέτρον, τὸν Ἰωάννην καὶ τὸν Ἰάκωβον καὶ εἰς τὸν πατέρα τοῦ κοριτσιοῦ καὶ εἰς τὴν μητέρα. Ἔκλαιγαν δὲ ὅλοι καὶ τὴν θρηνολογοῦσαν. Αὐτὸς δὲ εἶπε, «Μὴν κλαῖτε· δὲν ἐπέθανε ἀλλὰ κοιμᾶται». Καὶ τὸν εἰρωνεύοντο, διότι ἤξεραν ὅτι εἶχε πεθάνει. Ἀλλ’ αὐτὸς ἀφοῦ ἔβγαλε ὅλους ἔξω, ἔπιασε τὸ χέρι της καὶ ἐφώναξε, «Κορίτσι, σήκω ἐπάνω». Καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα της, ἐσηκώθηκε ἀμέσως, καὶ ὁ Ἰησοῦς διέταξε νὰ τῆς δώσουν νὰ φάγῃ.  Οἱ γονεῖς της ἐξεπλάγησαν, αὐτὸς δὲ τοὺς παρήγγειλε νὰ μὴ ποῦν σὲ κανένα τί συνέβη.

ΠΗΓΗ:   http://www.synaxarion.gr/cms/gr/content/kaini_diathiki.aspx




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου