ΤΟ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΤΗΣ 3ης ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1843
ΤΟ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΤΗΣ
3ης ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1843
ΔΗΜΗΤΡΗ ΦΩΤΙΑΔΗ
Όταν
έφτασαν οι αγαθοί εκείνοι πατριώτες σε βοήθεια των κλεισμένων, άναψε
για καλά το ντουφεκίδι. Ο μοίραρχος Τζήνος τους προσκαλεί να
παραδοθούν. Του αποκρίνονται:
— Τα κεφάλια μας δεν τα δίνουμε όπως έλαχε. Μάθαμε να πεθαίνουμε !
— Ζήτω το Σύνταγμα ! Ζήτω η εθνική συνέλεψη! φωνάζουν οι κλεισμένοι, αδειάζοντας μια μπαταριά.
«Εμείς, γράφει ο Μακρυγιάννης, «δεν θέλαμεν να ρίξωμεν εις το κρέας, ότι ήταν αδελφοί μας κι εκείνοι».
Μέσα
στο σπίτι του Μακρυγιάννη δε βρίσκονταν πια μονάχα Αθηναίοι και
χωριάτες της Αττικής, αλλά και Ηπειρώτες, Ρουμελιώτες, Μοραΐτες,
Θεσσαλοί, μα και νησιώτες από τη Σίφνο, τη Θάσο, τα Ψαρά, ακόμα και
ξενομερίτες από την Κωνσταντινούπολη, την Κύπρο, τη Συρία. Ανάμεσα στους
κλεισμένους ξεχώριζε, πρώτος και καλύτερος, ο περίφημος Χαρμοβίτης
λαγουμιτζής Κώστας, ο ήρωας του Μεσολογγίου και της Ακρόπολης, που ο
Κιουταχής κάποτε είπε γι’ αυτόν :
—Αν ήθελε να γίνη δικός μου, θα του έδινα τόσο χρυσάφι όσο ζυγίζει το κορμί του.
Δίπλα
σ’ αυτόν πολεμούσε, εκείνο το βράδυ, την αδικία ο ταγματάρχης Μήτρος
Σκυλοδήμος, που όσο μπόι του έλειπε τόσο μεγάλη ήταν η καρδιά του. Τον
είχε στα χρόνια του Εικοσιένα ψυχογιό του ο στρατάρχης της Ρούμελης
Καραϊσκάκης.
Πάνω από την Ακρόπολη ακούγονται φωνές :
—Συνέλευση! Σύνταγμα !
Στους γύρω λόφους αρχίζουν, καθώς είχαν συνεννοηθή, ν’ ανάβουν φωτιές. Και σε λίγο, χτυπούν οι καμπάνες. Η Αθήνα ξεσηκώνεται.
Η μάχη τότε κορυφώνεται ανάμεσα στους πολιορκητές και τους πολιορκούμενους. Έβριζαν οι πρώτοι, τους αποκρίνονταν οι δεύτεροι. Ο
Τζήνος καλεί το λόχο των ακροβολιστών να συντρέξη τη χωροφυλακή να
εκπορθήση το σπίτι του Μακρυγιάννη. Οι ακροβολιστές όχι μονάχα
αρνούνται, αλλά οι αξιωματικοί δείχνουν κιόλας τις πραγματικές διαθέσεις τους. Βρίσκονται και αυτοί στο πλευρό του λαού.
Και να, ακούγονται σάλπιγγες, τύμπανα, φανφάρες, ζητωκραυγές. Αφουγκράζονται οι κλεισμένοι :
—Μωρέ, αυτοί φωνάζουν «Ζήτω το σύνταγμα!», λένε.
Τότε ο Μακρυγιάννης κάνει τα χέρια του χωνί και κράζει στους πολιορκητές :
—Ωρέ
παλικάρια, εμείς είμαστε αδέρφια, γιατί να σκοτωνόμαστε; Ζητούμε το
καλό της πατρίδας και είναι σύμφωνοι μαζί μας στρατός και λαός. Δεν
ακούτε τι γίνεται;
Απόκριση
δεν παίρνει από τους χωροφύλακες, παρά από το λόχο των ακροβολιστών,
που ζητωκραυγάζει κι αυτός για Σύνταγμα. Τότε ο Τζήνος και οι
χωροφύλακές του πανικόβλητοι σκορπάνε.
Ο Μακρυγιάννης αρπάζει τη σημαία που είχε φτιάσει, την ανεμίζει και λέει :
—Εμπρός, αδέρφια, για το παλάτι!
Προσωρινά,
τους αφήνομε για ν’ αφηγηθούμε τα όσα έγιναν στο παλάτι από τη στιγμή
που έφτασε εκεί ο Καλλέργης με το ιππικό και μέρος του πεζικού της
φρουράς της Αθήνας.
ΟΥΔΕ ΙΜΙΑΝ ΓΡΑΙΑΝ
Όταν
ο επαναστατημένος στρατός, με αρχηγό τον Καλλέργη, ξεκίνησε για τ’
Ανάκτορα, ο Όθων βρισκόταν στο γραφείο του τριγυρισμένος από τον
υπουργό των στρατιωτικών Βλαχόπουλο, τον υπασπιστή του Γαρδικιώτη
Γρίβα, τον νομάρχη Αττικής Α. Δούκα, τον συνταγματάρχη Ες, στρατιωτικό
σύμβουλο της καμαρίλας, και άλλους βαυαρούς υπασπιστές του. «Την 3ην
Σεπτεμβρίου», γράφει χαρακτηριστικά ο Αλέξανδρος Σούτσος, «ευρέθησαν
περιστοιχίζοντες τον θρόνον οι μονοσύλλαβοι Γραφ, Σπιτς, Χετς, Χιτς...»
(«Η μεταβολή της Τρίτης Σεπτεμβρίου», εκδ. β', σ. 64).
Ο
Όθων περίμενε, «με τη συνηθισμένη του απάθεια και υπομονή να
πληροφορηθή πως εκτελέσθηκαν οι πολυάριθμες συλλήψεις που είχε διατάξει
ο υπουργός των στρατιωτικών» (Φίνλεϋ, σ. 341). Μα να, ακούγεται να
έρχεται ο στρατός όχι για να υπερασπιθή την ελέω Θεού βασιλεία του, αλλά
ζητωκραυγάζοντας για Σύνταγμα. Χλώμιασε. Χτύπησε με τη γροθιά του το
τραπέζι, σηκώθηκε νευρικά και πήγε στο παράθυρο. Απορημένος κοίταζε να
κυκλώνει το παλάτι ο στρατός Του. Την έκπληξή του μας τη φανερώνει ο
ίδιος σ’ αυτήν εδώ την επιστολή που έγραψε, το βράδυ της 3ης Σεπτεμβρίου, στον πατέρα του Λουδοβίκο:
«Εις
τας 11.30' ήκουσα επανειλημμένας βολάς τυφεκίων εις το αναφερθέν
σημείον [στο σπίτι του Μακρυγιάννη], και ο υπασπιστής μου, όστις ήτο
μαζί μας εκείνην την ώραν, υπέθεσεν ότι οι συνωμόται είχον συλληφθή.
Αιφνιδίως ηκούσαμεν φωνάς ερχομένας από άλλην πλευράν, από το μέσον της
πόλεως, και μετ’ ολίγον, ολόκληρον το ιππικόν και το πεζικόν, που είχε
λάβει διαταγάς να παραταχθή προ των ανακτόρων, με την πρώτην αναλαμπήν
των όπλων και εκπυρσοκροτήσεων, επροχώρησε εναντίον αυτων με σύνθημα :
Ζήτω το Σύνταγμα».
Η
μόνη ελπίδα που του απόμενε πια ήταν το πυροβολικό. Πίστευε πως αυτό θα
του έμενε ως το τέλος πιστό. Προστάζει λοιπόν τον βαυαρό διαγγελέα
Στάινσφορ να τρέξη στο στρατώνα του πυροβολικού, που ήταν στην οδό
Σταδίου, απέναντι στο δικαστικό μονόροφο «μέγαρο», που κανείς δεν ξέρει
πως κατόρθωσε να επιζήση ως σήμερα.
—
Διατάξετε, του λέει, τον λοχαγό Σχοινά να προστρέξη με το πυροβολικό
και, με πυρά καταιγισμού, να διαλύση τους στασιαστάς. (Φίνλεϋ, σ. 341).
Ο
Στάινσφορ, καθώς ο επαναστατημένος στρατός δεν είχε ακόμη αποκλείσει
απ’ όλες τις πλευρές τα ανάκτορα, κατορθώνει να βγη και να φτάση στο
στρατώνα του πυροβολικού. Μεταβιβάζει στον Σχοινά τη διαταγή του Όθωνα,
και παίρνει την αόριστη απάντηση :
— Θα πράξω ό,τι το καθήκον μου επιβάλλει.
Κι
αμέσως δίνει την εντολή να ετοιμάσουν τ’ άλογα για να σύρουν τα
τέσσερα κανόνια που συγκροτούσαν όλη τη δύναμη πυροβολικού της φρουράς
της Αθήνας.
Σε
λίγο φτάνει μπροστά στ’ ανάκτορα ο λόχος των ακροβολιστών, που είχε
στείλει ο Πίσσας να εκπορθήση το σπίτι του Μακρυγιάννη. Ο Καλλέργης
προστάζει το λόχο ν’ ακροβολιστή μπροστά από τη μεσημβρινή πλευρά του
παλατιού. Κι αμέσως έπειτα ακούγεται ο καλπασμός των αλόγων κι ο βρόντος
των κανονιών που σέρνουνε. Απλώνεται μια πρόσκαιρη βουβαμάρα, καθώς
ήταν άγνωστο στο πλευρό ποιανού θα ταχθή.
— Ζήτω το Σύνταγμα! φωνάζουν οι πυροβολητές.
Ακολουθεί πανζουρλισμός στρατού και λαού.
— Ζήτω το πυροβολικό! αποκρίνονται.
Ο
Σχοινάς, με ξεγυμνωμένο το σπαθί του, τοποθετεί δυο από τα κανόνια του
με τις μπούκες γυρισμένες πάνω στις κύριες πόρτες του παλατιού.
«Το ζήτημα πια ήτανε», γράφει ο Φίνλεϋ, «ανάμεσα στην ελληνική ελευθερία και τον βαυαρικό δεσποτισμό» (σ. 341).
Ο
Όθων, όταν είδε πως και το πυροβολικό, με αρχηγό τον Σχοινά, που τον
θεωρούσε «αφοσιωμένο», τάχθηκε στο πλευρό των «στασιαστών», κατάπληκτος
ρωτά:
— Μα τότε, ποιόν έχομε μαζί μας ;
Την απάντηση στο ερώτημα αυτό του Όθωνα μας τη δίνει ο Αλέξανδρος Σούτσος : «Η κυβέρνησις, κατά την ημέραν της θείας δίκης, κατά την έκφρασιν συμβούλου τινός, δεν είχεν υπέρ εαυτής ουδέ μίαν γραίαν» (σ. 3).
[…]
Ο ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ ΦΤΑΝΕΙ ΣΤΟ ΠΑΛΑΤΙ
Όταν ο Μακρυγιάννης με τα παλικάρια του βγήκαν από το σπίτι και τραβούσαν για το παλάτι, τότε, «τους πήραν στα χέρια όλους ο λαός».
Ζητωκραύγαζαν οι αγωνιστές, ζητωκραύγαζε ο κόσμος, ζητωκραύγαζε ο
στρατός. Σε πανηγύρι ελευθερίας μετατρέπεται η επανάσταση. Εκείνη τη
στιγμή τα πάντα ήταν δυνατά. «Χάλευαν», γράφει ο Μακρυγιάννης, «να μπούνε από τα παλεθύρια στο παλάτι» (σ. 141).
Ο Μακρυγιάννης αγωνίζεται να συγκράτηση την οργή του πλήθους. Εξηγεί :
—Εμείς
θέλομεν να μας δώση ο βασιλέας μας εκείνο οπού αποχτήσαμεν με το αίμα
μας και θυσίες μας, οπού τα καταπάτησε κι ο Καποδίστριας... Να μας
κυβερνάγη συνταματικώς. Δι’ αυτό, αδελφοί, σηκωθήκαμεν και κιντυνέψαμεν,
κι όχι να κάμωμεν αταξίες, ούτε εις το περιβόλι να μην πλησιάση κανένας και πειράξετε ούτ’ ένα φύλλο.*
Και στα Απομνημονεύματά του προσθέτει :
«Σας
λέγω, αδελφοί αναγνώστες, ότι ο ευλοημένος ο λαός της πρωτεύουσας δεν
βήκεν έξω από τον γενναίον πατριωτισμό του κι από την απερίγραφτη αρετή
του ούτε μια τρίχα. Πέφταν μαντίλια των ανθρώπων, ταμπακέριες ασημένιες
κι άλλα σ’ εκείνον τον πληθυσμόν κι έβαιναν ντελάλη και φώναζε, και
τάδιναν εκεινών οπού τάχασαν». (σ. 141).
Τη
σύμπνοια και την ανωτερότητα του επαναστατημένου λαού και στρατού
τονίζουν και οι εφημερίδες εκείνου του καιρού. Η «Αθηνά» (8.9.1843)
γράφει: «Οι στρατιώτες εφέροντο ευνοϊκώτατα και αδελφικώς προς τους πολίτας και οι πολίται με αγάπην και σέβας προς τους στρατιώτας. Ουχί μόνον δεν εζημιώθη, ούτε εβλάφθη ουδείς εκεί, αλλά ησθάνετό τις εαυτόν ασφαλή ως εν τω μέσω μιας παρατάξεως».
Και ο Α. Σούτσος λέει επιγραμματικά:
«Δεν κατεδέχθημεν να εμπτύσωμεν ένα εκ των διαβαινόντων Βαυαρών» («Η μεταβολή της 3ης Σεπτεμβρίου» σ. 18-19).
Αξίζει να παραθέσουμε και το ακόλουθο περιστατικό που αναφέρει ο Κρέμος : «Τον
φόβον και ενδοιασμόν διεδέξατο ανεκλάλητος χαρά. Οι άνθρωποι ησπάζοντο
αλλήλους, εν οις και οι ανδρείοι Κρήτες οπλιτάρχαι και πολεμισταί της
τελευταίας ατυχούς κρητικής επαναστάσεως διεκρίνοντο εκ τε των ενδυμάτων
και του γιγαντιαίου σώματος και των μακραίων τουφεκίων, οίτινες,
δεκακρυσμένοι, συν τοις φωναίς: Ζήτω το σύνταγμα, ανεμείγνυον και την
προσφιλεστάτην εκφώνησιν : Ζήτω η Κρήτη» («Γενική Ιστορία», τ. δ', σ. 1085).
Ο
Μακρυγιάννης αφήνει τα παλικάρια του μπροστά στο παλάτι και πηγαίνει
στο Συμβούλιο της Επικρατείας όπου, καθώς θα δούμε, θα μετατεθή
προσωρινά το κέντρο του βάρους των εξελίξεων εκείνης της μέρας.
Ο ΚΑΛΛΕΡΓΗΣ ΑΞΙΟΣ ΑΡΧΗΓΟΣ ΤΟΥ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΜΕΝΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ
Αρχίζει να χαράζη η 3η Σεπτεμβρίου 1843.
Φτάνουν τότε συγκεντρωμένοι οι φοιτητές, τραγουδώντας τ’ απαγορευμένα
αντιβαυαρικά τραγούδια. Νέες εκδηλώσεις χαράς και ζητωκραυγές για τα
άξια νιάτα δονούν τον αέρα.
Μέσα
στο παλάτι, οι ανακτορικοί, ανάστατοι αναζητούν τρόπο υπεκφυγής. Με τη
μάταιη ελπίδα πως μπορούσαν να ξεγελάσουν το στρατό και το λαό
συντάσσουν την ακόλουθη προκήρυξη που θα υπογράψη ο Όθων :
Έλληνες
Ήκουσα
την επιθυμίαν σας και θέλω συγκαλέσει το πρωί το υπουργικόν Συμβούλιον
και το Συμβούλιον της Επικράτειας δια να συνεννοηθώ με αυτά, καθώς και
τους Πρέσβεις των τριών φίλων Δυνάμεων, αι οποίαι υπέγραψαν τας περί
αποκαταστάσεως της Ελλάδος συνθήκας.
Γνωρίζετε
την προς το έθνος ένθερμον αγάπην μου και τας προσπαθείας και κόπους
δια την ευδαιμονίαν και πρόοδον αυτού, εις το όποιον εθυσίασα την
νεότητα και την υγείαν μου.
Σάς
διατάττω λοιπόν να επιστρέψητε εν ησυχία εμπιστευόμενοι εις την
φροντίδα και την προς το Έθνος αγάπην μου, δια τα οποία είμαι έτοιμος
να θυσιάσω και την ζωήν μου.
Εν Αθήναις τη 3η Σεπτεμβρίου 1843
ΟΘΩΝ
Βγαίνει
κάποιος από το παλάτι και δίνει την προκήρυξη στον Καλλέργη. Ο
συνταγματάρχης τη διαβάζει κι αμέσως βέβαια αντιλαμβάνεται πως δεν
υπήρχε στο κείμενο αυτό καμιά ουσιαστική δέσμευση του θρόνου. Προστάζει
να γίνη ησυχία. Πληροφορεί τον επαναστατημένο λαό και στρατό για την
προκήρυξη.
—Επιθυμώ,
λέει, να διαβαστή μεγαλόφωνα, γιατί εσείς, στρατός και λαός, θ’
αποφασίσετε αν μπορούμε ν’ αρκεσθούμε σε αόριστες υποσχέσεις ή πρέπει να
ζητήσομε περισσότερες εγγυήσεις.
Δίνει
την προκήρυξη να διαβαστή. Όταν ο λαός και ο στρατός άκουσαν το
περιεχόμενο, η αντίδρασή τους ήταν αντίθετη από εκείνη που
προσδοκούσαν οι συντάκτες της.
— Δεν τον πιστεύουμε πια! φώναζαν.
— Βαρεθήκαμε τις υποσχέσεις του!
— Να υπογράψη αμέσως το Σύνταγμα.
Οι
ανακτορικοί, που είχαν την ελπίδα πως η προκήρυξη θα κατεύναζε τα
πλήθη, βλέποντας το αρνητικό αποτέλεσμά της, προσπαθούν, με τον
εκφοβισμό, να δώσουν τέλος στις εκδηλώσεις. Και τότε βγαίνει στον εξώστη
των ανακτόρων ο λαομίσητος βαυαρός συνταγματάρχης Ες. Ο
Πρόκες-Όστεν, πρεσβευτής της Αυστρίας στην Αθήνα, γράφει για το
επεισόδιο αυτό σε σχετική έκθεση που έστειλε στον Μέττερνιχ: «Το
μίσος κατά τούτου δεν γνωρίζει όρια. Έκαστος Έλλην τον θεωρεί
προσωπικόν του εχθρόν. Όταν ετόλμησε να εμφανισθή επί του εξώστου, την
κρίσιμον ώραν, επηκολούθησε αγρία έκρηξις μανίας και ύβρεων».
Έξαλλος ο Ες φοβερίζει τον Καλλέργη :
— Κύριε συνταγματάρχα, η τιμωρία σας θα είναι παραδειγματική.
— Ταλαίπωρε
Βαυαρέ! του απαντά ο Καλλέργης, τολμάς να φοβερίζης ακόμα τους Έλληνες;
Σε διατάσσω να αποσυρθής αμέσως, γιατί διαφορετικά δεν μπορώ να σου
εγγυηθώ τι μπορεί ν’ ακολουθήση.
Αγριεύει
ο λαός και κινείται απειλητικά. Και ο Ες, που ως εκείνη την ώρα
φερνόταν στους Έλληνες σα να ήταν υπόδουλοί του, αναγκάζεται να
αποσυρθή.
Οι
ανακτορικοί κρίνουν πως το μόνο που απόμενε πια ήταν να μιλήση στον
εξεγερμένο λαό και στρατό η ίδια η Μεγαλειότητά του. Και ο Όθων βγαίνει
στο κάτω παράθυρο αριστερά από την κεντρική πόρτα.
— Στρατηγέ Καλλέργη! του φωνάζει.
Ο Καλλέργης τον διακόπτει:
— Δεν είμαι στρατηγός, είμαι συνταγματάρχης.
— Τι θέλει ο στρατός και ο λαός ;
— Την καθιέρωση συνταγματικού πολιτεύματος.
— Εγώ θέλω ομιλήσει προς αυτούς.
Ο Καλλέργης γυρίζει τότε προς το στρατό και προστάζει:
— Προσοχή! Στρατιώτες, κρούετε τα τύμπανα.
Η φωνή του Όθωνα δεν μπορεί πια ν’ ακουστή και ο βασιλιάς αναγκάζεται ν’ αποτραβηχτή από το παράθυρο.
«Ω ΘΕΙΑ ΗΜΕΡΑ!»
Όσο
ο ήλιος ανέβαινε στον ουρανό τόσο ο κόσμος πλήθαινε. Δεν ήταν πια
μονάχα οι Αθηναίοι. ‘Ολο και περισσότεροι χωριάτες έφταναν, στην
πρωτεύουσα, να λάβουν μέρος στην επανάσταση, που είχε γίνει πανηγύρι
λευτεριάς. Τραγουδούσαν οι φοιτητές, ζητωκραύγαζε ο κόσμος, έπαιζε
εμβατήρια η μουσική της φρουράς και πολλοί χόρευαν λεβέντικους λαϊκούς
χορούς.
Η εφημερίδα «Αιών» (8.9.1843) γράφει : «Του
αγώνος του 1821 οι παιάνες ηκούοντο συνεχέστερον ήδη δια της μουσικής.
Θέαμα δε όλων των θεαμάτων περιεργότερον ήτο ο ακολουθών αμοιβαίος και
γλυκύτατος ασπασμός ου μόνον γνωρίμων, αλλά μέχρι της στιγμής εκείνης
υπαρχόντων αδιαλλάκτων πολιτικών και προσωπικών εχθρών. Ω θεία ημέρα!»
Και η εφημερίδα προσθέτει: «Όλοι
ήσαν ενησχολημένοι να εκφράσωσι τον ενθουσιασμόν των, ως αν είχον το
Σύνταγμα ανά χείρας. Αι κραυγαί υπέρ του Συντάγματος εσυγχέοντο μετά
της στρατιωτικής μουσικής, ήτις δεν έπαυε παιανίζουσα, και ούτως η
συνάθροισις ενέφαινε μάλλον χαρακτήρα πανηγύρεως, παρά την τρομεράν των
επαναστάσεων εικόνα».
Ο
δήμαρχος Καλλιφρονάς, αγωνιστής του Εικοσιένα, βλέποντας τους
στρατιώτες τόσες ώρες όρθιους και νηστικούς, γυρίζει τους φούρνους,
μαζεύει όλα τα ψωμιά που είχαν βγάλει ως εκείνη την ώρα, τα φορτώνει σε
κάρα και, αχνιστά καθώς ήταν, τα μοιράζει στον επαναστατημένο στρατό.
* Σημ. Αντ.Εγκόλπιου: Το ήθος που επέδειξε ο Ελληνικός λαός την
συγκεκριμένη στιγμή είναι συγκλονιστικό αλλά ταυτόχρονα αναμενόμενο
διότι απορρέει από τα βιώματα της Ορθόδοξης διδασκαλίας και της
Ελληνικής παράδοσης. Συγκλονιστικό μπορεί να θεωρηθεί από κάποιους
νεοέλληνες που έχουν μάθει να συγχέουν το πλιάτσικο με την Επανάσταση
και το έγκλημα με την αγανάκτηση.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ:
«ΤΑ ΦΟΒΕΡΑ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ 3Η ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1843»
Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον www.egolpion.com
9 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2013
9 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2013
Read more: http://www.egolpion.com/3septemvriou.el.aspx#ixzz2eTLASQy0
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου