Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2013

ΤΟ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΤΗΣ 3ης ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1843


ΤΟ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΤΗΣ
3ης   ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ   1843 
ΔΗΜΗΤΡΗ ΦΩΤΙΑΔΗ

   Όταν έφτασαν οι αγαθοί εκείνοι πα­τριώτες σε βοήθεια των κλεισμένων, άναψε για καλά το ντουφεκίδι. Ο μοί­ραρχος Τζήνος τους προσκαλεί να παραδοθούν. Του αποκρίνονται:
— Τα κεφάλια μας δεν τα δίνουμε όπως έλαχε. Μάθαμε να πεθαίνουμε !
— Θα σας ξεκληρίσουμε, ωρέ !
— Ζήτω το Σύνταγμα ! Ζήτω η εθνική συνέλεψη! φωνάζουν οι κλεισμένοι, αδειάζοντας μια μπαταριά.
«Εμείς, γράφει ο Μακρυγιάννης, «δεν θέλαμεν να ρίξωμεν εις το κρέας, ότι ήταν αδελφοί μας κι εκείνοι».
Μέσα στο σπίτι του Μακρυγιάννη δε βρίσκονταν πια μονάχα Αθηναίοι και χωριάτες της Αττικής, αλλά και Ηπειρώτες, Ρουμελιώτες, Μοραΐτες, Θεσσαλοί, μα και νησιώτες από τη Σίφνο, τη Θάσο, τα Ψαρά, ακόμα και ξενομερίτες από την Κωνσταντινούπολη, την Κύπρο, τη Συρία. Ανάμεσα στους κλεισμένους ξεχώριζε, πρώτος και καλύτερος, ο περί­φημος Χαρμοβίτης λαγουμιτζής Κώστας, ο ήρωας του Μεσολογγίου και της Α­κρόπολης, που ο Κιουταχής κάποτε είπε γι’ αυτόν :
—Αν ήθελε να γίνη δικός μου, θα του έδινα τόσο χρυσάφι όσο ζυγίζει το κορμί του. 
Δίπλα σ’ αυτόν  πολεμούσε, εκείνο το βράδυ, την αδικία ο ταγματάρχης Μήτρος Σκυλοδήμος, που όσο μπόι του έλειπε τόσο μεγάλη ήταν η καρδιά του. Τον είχε στα χρόνια του Εικοσιένα ψυχογιό του ο στρατάρχης της Ρούμελης Καραϊσκάκης.
Πάνω από την Ακρόπολη ακούγονται φωνές :
—Συνέλευση! Σύνταγμα !
Στους γύρω λόφους αρχίζουν, καθώς είχαν συνεννοηθή, ν’ ανάβουν φωτιές. Και σε λίγο, χτυπούν οι καμπάνες. Η Αθήνα ξεσηκώνεται.
Η μάχη τότε κορυφώνεται ανάμεσα στους πολιορκητές και τους πολιορκούμενους. Έβριζαν οι πρώτοι, τους αποκρίνονταν οι δεύτεροι. Ο Τζήνος καλεί το λόχο των ακροβολιστών να συντρέξη τη χωροφυλακή να εκπορθήση το σπίτι του Μακρυγιάννη. Οι ακροβολιστές όχι μονάχα αρνούνται, αλλά οι αξιωματικοί δείχνουν κιόλας τις πραγματικές διαθέ­σεις τους. Βρίσκονται και αυτοί στο πλευρό του λαού.
Και να, ακούγονται σάλπιγγες, τύμ­πανα, φανφάρες, ζητωκραυγές. Αφουγκράζονται οι κλεισμένοι :
—Μωρέ, αυτοί φωνάζουν «Ζήτω το σύνταγμα!», λένε.
Τότε ο Μακρυγιάννης κάνει τα χέρια του χωνί και κράζει στους πολιορκητές :
 —Ωρέ παλικάρια, εμείς είμαστε αδέρ­φια, γιατί να σκοτωνόμαστε; Ζητούμε το καλό της πατρίδας και είναι σύμφωνοι μαζί μας στρατός και λαός. Δεν ακούτε τι γίνεται;
Απόκριση δεν παίρνει από τους χωρο­φύλακες, παρά από το λόχο των ακροβολιστών, που ζητωκραυγάζει κι αυτός για Σύνταγμα. Τότε ο Τζήνος και οι χωροφύλακές του πανικόβλητοι σκορπάνε.
Ο Μακρυγιάννης αρπάζει τη σημαία που είχε φτιάσει, την ανεμίζει και λέει :
 —Εμπρός, αδέρφια, για το παλάτι!
 Προσωρινά, τους αφήνομε για ν’ αφη­γηθούμε τα όσα έγιναν στο παλάτι από τη στιγμή που έφτασε εκεί ο Καλλέργης με το ιππικό και μέρος του πεζικού της φρουράς της Αθήνας.
ΟΥΔΕ ΙΜΙΑΝ ΓΡΑΙΑΝ
Όταν ο επαναστατημένος στρατός, με αρχηγό τον Καλλέργη, ξεκίνησε για τ’ Ανάκτορα, ο Όθων βρισκόταν στο γρα­φείο του τριγυρισμένος από τον υπουργό των στρατιωτικών Βλαχόπουλο, τον υπα­σπιστή του Γαρδικιώτη Γρίβα, τον νο­μάρχη Αττικής Α. Δούκα, τον συνταγ­ματάρχη Ες, στρατιωτικό σύμβουλο της καμαρίλας, και άλλους βαυαρούς υπασπιστές του. «Την 3ην Σεπτεμβρίου», γράφει χαρακτηριστικά ο Αλέξανδρος Σούτσος, «ευρέθησαν περιστοιχίζοντες τον θρόνον οι μονοσύλλαβοι Γραφ, Σπιτς, Χετς, Χιτς...» («Η μεταβολή της Τρίτης Σεπτεμβρίου», εκδ. β', σ. 64).
Ο Όθων περίμενε, «με τη συνηθισμέ­νη του απάθεια και υπομονή να πληροφορηθή πως εκτελέσθηκαν οι πολυάριθ­μες συλλήψεις που είχε διατάξει ο υ­πουργός των στρατιωτικών» (Φίνλεϋ, σ. 341). Μα να, ακούγεται να έρχεται ο στρατός όχι για να υπερασπιθή την ελέω Θεού βασιλεία του, αλλά ζητωκραυγά­ζοντας για Σύνταγμα. Χλώμιασε. Χτύ­πησε με τη γροθιά του το τραπέζι, ση­κώθηκε νευρικά και πήγε στο παράθυρο. Απορημένος κοίταζε να κυκλώνει το παλάτι ο στρατός Του. Την έκπληξή του μας τη φανερώνει ο ίδιος σ’ αυτήν εδώ την επιστολή που έγραψε, το βράδυ της 3ης Σεπτεμβρίου, στον πατέρα του Λου­δοβίκο:
«Εις τας 11.30' ήκουσα επανειλημμένας βολάς τυφεκίων εις το αναφερθέν σημείον [στο σπίτι του Μακρυγιάννη], και ο υπασπιστής μου, όστις ήτο μαζί μας εκείνην την ώραν, υπέθεσεν ότι οι συνωμόται είχον συλληφθή. Αιφνιδίως ηκούσαμεν φωνάς ερχομένας από άλλην πλευ­ράν, από το μέσον της πόλεως, και μετ’ ολίγον, ολόκληρον το ιππικόν και το πεζικόν, που είχε λάβει διαταγάς να παραταχθή προ των ανακτόρων, με την πρώτην αναλαμπήν των όπλων και εκπυρσοκροτήσεων, επροχώρησε εναντίον αυτων με σύνθημα : Ζήτω το Σύνταγμα».
Η μόνη ελπίδα που του απόμενε πια ήταν το πυροβολικό. Πίστευε πως αυτό θα του έμενε ως το τέλος πιστό. Προστά­ζει λοιπόν τον βαυαρό διαγγελέα Στάινσφορ να τρέξη στο στρατώνα του πυροβολικού, που ήταν στην οδό Σταδίου, απέναντι στο δικαστικό μονόροφο «μέγα­ρο», που κανείς δεν ξέρει πως κατόρθωσε να επιζήση ως σήμερα.
— Διατάξετε, του λέει, τον λοχαγό Σχοινά να προστρέξη με το πυροβολικό και, με πυρά καταιγισμού, να διαλύση τους στασιαστάς. (Φίνλεϋ, σ. 341).
Ο Στάινσφορ, καθώς ο επαναστατημένος στρατός δεν είχε ακόμη αποκλείσει απ’ όλες τις πλευρές τα ανάκτορα, κα­τορθώνει να βγη και να φτάση στο στρα­τώνα του πυροβολικού. Μεταβιβάζει στον Σχοινά τη διαταγή του Όθωνα, και παίρνει την αόριστη απάντηση :
—  Θα πράξω ό,τι το καθήκον μου επι­βάλλει.
Κι αμέσως δίνει την εντολή να ετοιμάσουν τ’ άλογα για να σύρουν τα τέσ­σερα κανόνια που συγκροτούσαν όλη τη δύναμη πυροβολικού της φρουράς της Αθήνας.
Σε λίγο φτάνει μπροστά στ’ ανάκτορα ο λόχος των ακροβολιστών, που είχε στεί­λει ο Πίσσας να εκπορθήση το σπίτι του Μακρυγιάννη. Ο Καλλέργης προστάζει το λόχο ν’ ακροβολιστή μπροστά από τη μεσημβρινή πλευρά του παλατιού. Κι αμέσως έπειτα ακούγεται ο καλπασμός των αλόγων κι ο βρόντος των κανονιών που σέρνουνε. Απλώνεται μια πρόσκαι­ρη βουβαμάρα, καθώς ήταν άγνωστο στο πλευρό ποιανού θα ταχθή.
—    Ζήτω το Σύνταγμα! φωνάζουν οι πυροβολητές.
Ακολουθεί πανζουρλισμός στρατού και λαού.
—    Ζήτω το πυροβολικό! αποκρίνονται.
Ο Σχοινάς, με ξεγυμνωμένο το σπαθί του, τοποθετεί δυο από τα κανόνια του με τις μπούκες γυρισμένες πάνω στις κύ­ριες πόρτες του παλατιού.
«Το ζήτημα πια ήτανε», γράφει ο Φίν­λεϋ, «ανάμεσα στην ελληνική ελευθερία και τον βαυαρικό δεσποτισμό» (σ. 341).
Ο Όθων, όταν είδε πως και το πυρο­βολικό, με αρχηγό τον Σχοινά, που τον θεωρούσε «αφοσιωμένο», τάχθηκε στο πλευρό των «στασιαστών», κατάπληκτος ρωτά:
—    Μα τότε, ποιόν έχομε μαζί μας ;
Την απάντηση στο ερώτημα αυτό του Όθωνα μας τη δίνει ο Αλέξανδρος Σούτσος : «Η κυβέρνησις, κατά την ημέραν της θείας δίκης, κατά την έκφρασιν συμ­βούλου τινός, δεν είχεν υπέρ εαυτής ουδέ μίαν γραίαν» (σ. 3).
[…]
Ο ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ ΦΤΑΝΕΙ ΣΤΟ ΠΑΛΑΤΙ
Όταν ο Μακρυγιάννης με τα παλικά­ρια του βγήκαν από το σπίτι και τραβού­σαν για το παλάτι, τότε, «τους πήραν στα χέρια όλους ο λαός». Ζητωκραύγαζαν οι αγωνιστές, ζητωκραύγαζε ο κόσμος, ζητωκραύγαζε ο στρατός. Σε πανηγύρι ελευθερίας μετατρέπεται η επανάσταση. Εκείνη τη στιγμή τα πάντα ήταν δυνα­τά. «Χάλευαν», γράφει ο Μακρυγιάννης, «να μπούνε από τα παλεθύρια στο παλά­τι» (σ. 141).
Ο Μακρυγιάννης αγωνίζεται να συγκράτηση την οργή του πλή­θους. Εξηγεί :
Εμείς θέλομεν να μας δώση ο βασι­λέας μας εκείνο οπού αποχτήσαμεν με το αίμα μας και θυσίες μας, οπού τα καταπά­τησε κι ο Καποδίστριας... Να μας κυβερνάγη συνταματικώς. Δι’ αυτό, αδελφοί, σηκωθήκαμεν και κιντυνέψαμεν, κι όχι να κάμωμεν αταξίες, ούτε εις το περιβόλι να μην πλησιάση κανένας και πειράξετε ούτ’ ένα φύλλο.*
Και στα Απομνημονεύματά του προσ­θέτει :
«Σας λέγω, αδελφοί αναγνώστες, ότι ο ευλοημένος ο λαός της πρωτεύουσας δεν βήκεν έξω από τον γενναίον πατριωτι­σμό του κι από την απερίγραφτη αρετή του ούτε μια τρίχα. Πέφταν μαντίλια των ανθρώπων, ταμπακέριες ασημένιες κι άλ­λα σ’ εκείνον τον πληθυσμόν κι έβαιναν ντελάλη και φώναζε, και τάδιναν εκεινών οπού τάχασαν». (σ. 141).
Τη σύμπνοια και την ανωτερότητα του επαναστατημένου λαού και στρατού το­νίζουν και οι εφημερίδες εκείνου του καιρού. Η «Αθηνά» (8.9.1843) γράφει: «Οι στρατιώτες εφέροντο ευνοϊκώτατα και αδελφικώς προς τους πολίτας και οι πολίται με αγάπην και σέβας προς τους στρατιώτας. Ουχί μόνον δεν εζημιώθη, ούτε εβλάφθη ουδείς εκεί, αλλά ησθάνετό τις εαυτόν ασφαλή ως εν τω μέσω μιας παρατάξεως».
Και ο Α. Σούτσος λέει επιγραμματικά:
«Δεν κατεδέχθημεν να εμπτύσωμεν ένα εκ των διαβαινόντων Βαυαρών» («Η με­ταβολή της 3ης Σεπτεμβρίου» σ. 18-19).
Αξίζει να παραθέσουμε και το ακόλου­θο περιστατικό που αναφέρει ο Κρέμος : «Τον φόβον και ενδοιασμόν διεδέξατο ανεκλάλητος χαρά. Οι άνθρωποι ησπάζοντο αλλήλους, εν οις και οι ανδρείοι Κρήτες οπλιτάρχαι και πολεμισταί της τελευταίας ατυχούς κρητικής επαναστάσεως διεκρίνοντο εκ τε των ενδυμάτων και του γιγαντιαίου σώματος και των μακραίων τουφεκίων, οίτινες, δεκακρυσμένοι, συν τοις φωναίς: Ζήτω το σύνταγμα, ανεμείγνυον και την προσφιλεστάτην εκφώνησιν : Ζήτω η Κρήτη» («Γενική Ι­στορία», τ. δ', σ. 1085).
Ο Μακρυγιάννης αφήνει τα παλικάρια του μπροστά στο παλάτι και πηγαίνει στο Συμβούλιο της Επικρατείας όπου, καθώς θα δούμε, θα μετατεθή προσωρινά το κέντρο του βάρους των εξελίξεων εκεί­νης της μέρας.
Ο ΚΑΛΛΕΡΓΗΣ ΑΞΙΟΣ ΑΡΧΗΓΟΣ ΤΟΥ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΜΕΝΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ 
Αρχίζει να χαράζη η 3η Σεπτεμβρίου 1843. Φτάνουν τότε συγκεντρωμένοι οι φοιτητές, τραγουδώντας τ’ απαγορευμένα αντιβαυαρικά τραγούδια. Νέες εκδηλώ­σεις χαράς και ζητωκραυγές για τα άξια νιάτα δονούν τον αέρα.
Μέσα στο παλάτι, οι ανακτορικοί, ανάστατοι αναζητούν τρόπο υπεκφυγής. Με τη μάταιη ελπίδα πως μπορούσαν να ξεγελάσουν το στρατό και το λαό συν­τάσσουν την ακόλουθη προκήρυξη που θα υπογράψη ο Όθων :
Έλληνες
Ήκουσα την επιθυμίαν σας και θέλω συγκαλέσει το πρωί το υπουργικόν Συμ­βούλιον και το Συμβούλιον της Επικρά­τειας δια να συνεννοηθώ με αυτά, καθώς και τους Πρέσβεις των τριών φίλων Δυ­νάμεων, αι οποίαι υπέγραψαν τας περί αποκαταστάσεως της Ελλάδος συνθήκας.
 Γνωρίζετε την προς το έθνος ένθερμον αγάπην μου και τας προσπαθείας και κό­πους δια την ευδαιμονίαν και πρόοδον αυ­τού, εις το όποιον εθυσίασα την νεότητα και την υγείαν μου.
Σάς διατάττω λοιπόν να επιστρέψητε εν ησυχία εμπιστευόμενοι εις την φροντί­δα και την προς το Έθνος αγάπην μου, δια τα οποία είμαι έτοιμος να θυσιάσω και την ζωήν μου.
Εν Αθήναις τη 3η Σεπτεμβρίου 1843
ΟΘΩΝ

Βγαίνει κάποιος από το παλάτι και δί­νει την προκήρυξη στον Καλλέργη. Ο συνταγματάρχης τη διαβάζει κι αμέσως βέβαια αντιλαμβάνεται πως δεν υπήρχε στο κείμενο αυτό καμιά ουσιαστική δέ­σμευση του θρόνου. Προστάζει να γίνη ησυχία. Πληροφορεί τον επαναστατημένο λαό και στρατό για την προκήρυξη.
—Επιθυμώ, λέει, να διαβαστή μεγα­λόφωνα, γιατί εσείς, στρατός και λαός, θ’ αποφασίσετε αν μπορούμε ν’ αρκεσθούμε σε αόριστες υποσχέσεις ή πρέπει να ζητήσομε περισσότερες εγγυήσεις.
Δίνει την προκήρυξη να διαβαστή. Ό­ταν ο λαός και ο στρατός άκουσαν το πε­ριεχόμενο, η αντίδρασή τους ήταν αντί­θετη από εκείνη που προσδοκούσαν οι συντάκτες της.
—    Δεν τον πιστεύουμε πια! φώναζαν.
—   Βαρεθήκαμε τις υποσχέσεις του!
—   Να υπογράψη αμέσως το Σύνταγμα.
Οι ανακτορικοί, που είχαν την ελπί­δα πως η προκήρυξη θα κατεύναζε τα πλήθη, βλέποντας το αρνητικό αποτέλε­σμά της, προσπαθούν, με τον εκφοβισμό, να δώσουν τέλος στις εκδηλώσεις. Και τότε βγαίνει στον εξώστη των ανακτόρων ο λαομίσητος βαυαρός συνταγματάρχης Ες. Ο Πρόκες-Όστεν, πρεσβευτής της Αυστρίας στην Αθήνα, γράφει για το επεισόδιο αυτό σε σχετική έκθεση που έστειλε στον Μέττερνιχ: «Το μίσος κατά τούτου δεν γνωρίζει όρια. Έκαστος Έλλην τον θεωρεί προσωπικόν του εχθρόν. Όταν ετόλμησε να εμφανισθή επί του εξώστου, την κρίσιμον ώραν, επηκολούθησε αγρία έκρηξις μανίας και ύβρεων».
Έξαλλος ο Ες φοβερίζει τον Καλλέργη :
—    Κύριε συνταγματάρχα, η τιμωρία σας θα είναι παραδειγματική.
—   Ταλαίπωρε Βαυαρέ! του απαντά ο Καλλέργης, τολμάς να φοβερίζης ακόμα τους Έλληνες; Σε διατάσσω να αποσυρθής αμέσως, γιατί διαφορετικά δεν μπο­ρώ να σου εγγυηθώ τι μπορεί ν’ ακολουθήση.
Αγριεύει ο λαός και κινείται απειλη­τικά. Και ο Ες, που ως εκείνη την ώρα φερνόταν στους Έλληνες σα να ήταν υπόδουλοί του, αναγκάζεται να αποσυρθή.
Οι ανακτορικοί κρίνουν πως το μόνο που απόμενε πια ήταν να μιλήση στον εξεγερμένο λαό και στρατό η ίδια η Μεγαλειότητά του. Και ο Όθων βγαίνει στο κάτω παράθυρο αριστερά από την κεντρική πόρτα.
—   Στρατηγέ Καλλέργη! του φωνάζει.
Ο Καλλέργης τον διακόπτει:
—    Δεν είμαι στρατηγός, είμαι συντα­γματάρχης.
—   Τι θέλει ο στρατός και ο λαός ;
— Την καθιέρωση συνταγματικού πο­λιτεύματος.
— Εγώ θέλω ομιλήσει προς αυτούς.
Ο Καλλέργης γυρίζει τότε προς το στρατό και προστάζει:
—    Προσοχή! Στρατιώτες, κρούετε τα τύμπανα.
Η φωνή του Όθωνα δεν μπορεί πια ν’ ακουστή και ο βασιλιάς αναγκάζεται ν’ αποτραβηχτή από το παράθυρο.
«Ω ΘΕΙΑ ΗΜΕΡΑ!»
Όσο ο ήλιος ανέβαινε στον ουρανό τόσο ο κόσμος πλήθαινε. Δεν ήταν πια μονάχα οι Αθηναίοι. ‘Ολο και περισσότεροι χωριάτες έφταναν, στην πρωτεύου­σα, να λάβουν μέρος στην επανάσταση, που είχε γίνει πανηγύρι λευτεριάς. Τρα­γουδούσαν οι φοιτητές, ζητωκραύγαζε ο κόσμος, έπαιζε εμβατήρια η μουσική της φρουράς και πολλοί χόρευαν λεβέν­τικους λαϊκούς χορούς.
Η εφημερίδα «Αιών» (8.9.1843) γρά­φει : «Του αγώνος του 1821 οι παιάνες ηκούοντο συνεχέστερον ήδη δια της μου­σικής. Θέαμα δε όλων των θεαμάτων περιεργότερον ήτο ο ακολουθών αμοιβαίος και γλυκύτατος ασπασμός ου μόνον γνω­ρίμων, αλλά μέχρι της στιγμής εκείνης υπαρχόντων αδιαλλάκτων πολιτικών και προσωπικών εχθρών. Ω θεία ημέρα!»
Και η εφημερίδα προσθέτει: «Όλοι ήσαν ενησχολημένοι να εκφράσωσι τον ενθουσιασμόν των, ως αν είχον το Σύν­ταγμα ανά χείρας. Αι κραυγαί υπέρ του Συντάγματος εσυγχέοντο μετά της στρα­τιωτικής μουσικής, ήτις δεν έπαυε παιανίζουσα, και ούτως η συνάθροισις ενέφαινε μάλλον χαρακτήρα πανηγύρεως, παρά την τρομεράν των επαναστάσεων εικόνα».
Ο δήμαρχος Καλλιφρονάς, αγωνιστής του Εικοσιένα, βλέποντας τους στρατιώ­τες τόσες ώρες όρθιους και νηστικούς, γυρίζει τους φούρνους, μαζεύει όλα τα ψωμιά που είχαν βγάλει ως εκείνη την ώρα, τα φορτώνει σε κάρα και, αχνιστά καθώς ήταν, τα μοιράζει στον επαναστατημένο στρατό.


  *  Σημ. Αντ.Εγκόλπιου: Το ήθος που επέδειξε ο Ελληνικός λαός την συγκεκριμένη στιγμή είναι συγκλονιστικό αλλά ταυτόχρονα αναμενόμενο διότι απορρέει από τα βιώματα της Ορθόδοξης διδασκαλίας και της Ελληνικής παράδοσης. Συγκλονιστικό μπορεί να θεωρηθεί από κάποιους νεοέλληνες που έχουν μάθει να συγχέουν το πλιάτσικο με την Επανάσταση και το έγκλημα με την αγανάκτηση.


ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ:
«ΤΑ ΦΟΒΕΡΑ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ 3Η ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1843»

Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον       www.egolpion.com 
9   ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ  2013

Read more: http://www.egolpion.com/3septemvriou.el.aspx#ixzz2eTLASQy0

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου