Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου 2012

ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΕ ΟΣΟΥΣ ΠΑΛΕΥΟΥΝ ΝΑ ΒΓΑΛΟΥΝ ΤΟ ΘΕΟ ΣΤΟ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ !!!

Το θαύμα της Παναγίας στη Μοναχή Βερονίκη



Μια αναγνώστριά μας έστειλε το παρακάτω email: 
TO ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΕΙΝΑΙ ΚΟΝΤΑ ΜΑΣ ΣΤΟΥ ΠΑΠΑΓΟΥ, ΚΑΙ ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΟ ΒΡΗΚΑ ΣΤΗΝ
ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΠΑΤΗΜΑΤΟΣ ΧΑΛΑΝΔΡΙΟΥ ΓΡΑΜΜΕΝΟ ΙΔΙΟΧΕΙΡΩΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΟΝΑΧΗ ΕΥΝΙΚΗ. ΤΟ ΕΧΩ ΣΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΜΟΥ.  ΤΟ ΣΤΕΛΝΩ ΓΙΑ ΣΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΠΑΔΟΥΣ ΤΟΥ ΠΕΝΤΑΠΟΣΤΑΓΜΑΤΟΣ.



Πέμπτη, 20 Σεπτεμβρίου 2012  αντιγραφη του κειμενου
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΙΚΗΣ ΙΑΣΕΩΣ ΤΗΣ ΑΔΕΛΦΗΣ ΒΕΡΟΝΙΚΗΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ. ( ΠΑΠΑΓΟΥ 5-3-72)

Η  ΜΟΝΑΧΗ ΕΥΝΙΚΗ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΑΓ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ:

Ή άδελφή Βερονίκη ήταν άρρωστη. Πρώτα πρώτα την πόναγε το κεφάλι της, και το  άριστερό της χέρι.
Προσπαθήσαμε να την σώσουμε, άλλά ήταν άδύνατο.  Την πήγαμε στη Βούλα. ΄Εκεί  έπροσπάθησαν οι
γιατροί ότι μπορούσαν να κάμουν.  Μέχρι παρακεντήσεις της έκαμαν, άλλα δεν είδαν καμμία βελτίωση. Την άφήσαμε τέσσαρες ήμισυ μήνες μέσα, το 1971.
    Κατόπιν την πήραμε, την φέραμε στο Μοναστήρι. Από το Μοναστήρι την πήγαμε στα μπανια και ξανά μετά στη Βούλα.
    ‘Αρχισαν πάλι τά ίδια. Πόνοι, πόνοι μέχρι πού οι γιατροί τά έξαντλήσανε όλα, ή άδελφή Βερονίκη
πήγαινε προς το χειρότερο. Την έπιασε στη Βούλα μια κρίση μεγάλη, πού παρέλυσε το ένα της πόδι.
‘Εκαναν οί γιατροί έκεί ότι μπόρεσαν, άλλά δεν είδαμε τίποτα, μάλλον προς το χειρότερο, όχι πρός το
καλύτερο πήγαινε.  Τέλος άποφασίσαμε να την πάρουμε γιατί οί γιατροί είπαν ότι δεν υπάρχει σωτηρία
για την άδελφή. Την πήραμε και τη φέραμε στο μοναστήρι.  ‘Από τότε την έπιαναν διαρκώς κρίσεις.
Κρίσεις, κρίσεις, τά πόδια της ήταν τελείως παράλυτα, το χέρι της δεν μπορούσε να το σηκώση και το
κεφάλι της είχε πολλούς πόνους και πυρετό πού εφθανε τριάντα έννέα.  Ό γιατρός πού τον φέραμε στο
μοναστήρι είπε. «Δυστυχώς, δυστυχώς, το είπε 2 φορές, το παιδί δεν πρόκειται να γίνει καλά, είναι
καταδικασμένο είς θάνατο.  Στενοχωρεθήκαμε πάρα πολύ. ΄Εφυγε ό γιατρός, άφου άφησε κάτι φαρμακάκια, έτσι για παρηγοριά. Πήγα την Παρασκευή στο γιατρό και τον ξαναρώτησα, και  είπε ότι
ό νωτιαίος μυελός με τον σπόνδυλο, του παιδιού, είναι κατεστραμμένος. Είναι πολτοποιημένα. ΄Ετσι
μού είπε και να περιμένετε το μοιραίον.

‘ Αλλά άκούστε άπό την ίδια άδελφή Βερονίκη, το θαύμα πού την έκανε χθές τελείως καλά.
                                                       
                                                         ΠΩΣ  ΕΓΙΝΕ  ΤΟ  ΘΑΥΜΑ

    ‘Ηταν Κυριακή της ΄Ορθοδοξίας, πάνω σε μια κρίση, είδα την μητέρα μας την μακαρίτισα, ήλθε &
με πήρε άγκαλιά και με πήγε ΄σε μια εκκλησία της Παναγίας στην Πάτρα.  Μέσα στην έκκλησία ήταν
μια ώραία κυρία, μεγαλοπρεπεστάτη,. Με άφησε ή μετέρα μου σε μια γωνιά και πήγε να μιλήση με την
κυρία αύτή, και άκουγα την συζήτησί τους πού έλεγαν:  Κυρία μου τι θα γίνη αυτό το παιδί; Αύτές οί
κρίσεις τι θα γίνουν: Και της άπαντάει ή  Κυρία. Μη στενοχωριέσαι, αύτές οί κρίσεις δεν θα την ξαναπιά-
σουν, καμμιά κρίσις δεν θα την ξαναπιάση.  ΄Αχ, τι χαρά κάνει ή  μητέρα.  Τουλάχιστον αύτοί οϊ πόνοι,
αύτός ό πυρετός πού τόσο υποφέρει το καϋμένο, τι θα γίνη:  Α΄ της λέει αύτή ή Κυρία, γι΄αύτό θα κάνει
ύπομονή.  Και έφυγε, δεν την ξαναείδα μετά αύτήν την Κυρία. Και γυρνώντας σε μένα ή μητέρα μου είπε:  Παιδί μου να πής στην Γερόντισα, αύτό πού σκέπτεται να το πραγματοποιήση έγκαίρως.  Γιατί
αύτό πού σκέπτεται θα σε βοηθήση πάρα πολύ.  ΄Ακούς παιδί μου; Να μην το ξεχάσης.  Ήταν πού ήθελαν να με χειροτονήσουν Μοναχή.  Βέβαια έγώ δεν ήξερα τίποτα, γιατί αύτές τις τελευταίες ήμέρες,
Πέμπτη,  Παρασκευή,  Σάββατο και Κυριακή ήμουν σε άφασία.  Δεν ήξερα, ζούσα, δεν ζούσα, ένα ήξερα
μόνο ότι ύπέφερα πάρα πολύ.  Δεν γνώριζα τις άδελφές, ούτε άκουγα κανέναν, αν και μού μιλούσαν
όπως μου ειπαν άργότερα, όταν συνήλθα.
    Με είχαν άποφασίσει οί γιαττροί  και οί άδελφές ότι θα πέθαινα. ΄Όμως ξέχασα να σας πώ, το έλεγε ή
μητέρα σ΄αύτήν την Κυρία.  Δεν βλέπεις Κυρία μου τις άδελφές πώς λυπούνται;  Για σκέψου να το πά-
ρουμε, πόσο θα λυπηθούνε; Μη στενοχωριέσαι, είπε δεν πρόκειται να πάθη τίποτα.
    ‘Εν τώ μεταξύ χθές Σάββατο πονουσα όλη την ήμέρα, κατά τις τέσσερεις το άπόγευμα, παρακάλεσα
την άδελφή Εύνίκη να μού βάλη μια παυσίπονη ένεσι, μήπως και ήσύχαζα λίγο.  Μού έβαλε την ένεσι,
με τακτοποίησε, και όπως ήμουν ξαπλωμένη, μετά άπο λίγο, κοιμώμουν δεν θυμάμαι, έκτύπησε ή πόρτα.
Και σκέφθηκα έκείνη την ώρα.  ΄Αχ αύτή ή άδελφή  Εύνίκη, δεν είπε στις άδελφές πώς θέλω να ξεκου-
ραστώ λίγο, μια και μού έκαμε την ένεσι, για να ησυχάσω;  Ποιος να είναι;  ΄Αλλά δεν άπάντησα έγώ
να έλθουν μέσα, δεν είπα τίποτα.
     Και ξαφνικά άνοίγει ή πόρτα, και βλέπω μια πολύ ώραία μεγαλοπρεπεστάτη Κυρία, έναν Δεσπότη
& έναν υψηλό άνδρα, ό όποίος δεν φορούσε  κουστούμι όπως φορούν σήμερα οί άνδρες, άλλά φορούσε
έναν χιτώνα.


ΣΕΛ. 2.

Μέ είδε ή Κυρία πού τους κοιτούσα ξαφνιασμένη και μού λέει: «΄Αναρωτιέσαι βέβαια ποιοί είμαστε
κι΄άπό πού έρχόμαστε τέτοια ώρα. ΄Εγώ είμαι άπό τό   Μοναστήρι της Μαλεβής κι άπό κεί έρχομαι. Ό
Σεβασμιώτατος άπό δώ μένει στην Αίγινα¨ κι΄άπό δώ είναι ό ΄Ηγαπημένος Μαθητής τού Κυρίου μας,
ό  όποίος είναι και Προστάτης σας.  ΄Εδώ μένει». ΄Εν τώ μεταξύ  έρχεται πιό κοντά μου και μού λέγει.
«’Εγώ ήλθα καί προχθές. Είχα ύπ΄όψειν μου να έρθω μετά άπό λίγες ήμέρες, να σε βοηθήσω να σηκωθής,
Άλλά σκέφθηκα να έλθω σήμερα, μια πού θα γίνης αύριο Μοναχή, να σε βοηθήσω να σηκωθής να σε
κάνω καλά¨ ώστε να μπορείς να έκτελής τά καθήκοντά σου και σιγά – σιγά τις δουλίτσες σου και όλα».
 Και της άπαντώ έγώ. Κυρία μου έγώ δεν μπορώ να σταθώ στα πόδια μου, δεν μπορώ να κουνηθώ έρχον-
ται δύο τρείς άδελφές να με σηκώσουν και δεν μπορούν να με κάμουν καλά. Πώς θα με σηκώσετε έσείς;
Και μού άπαντάει. «Δεν πιστεύεις στην δύναμι του Θεού;  Πιστεύω της λέω. Τά άδύνατα παρ΄άνθρώποις,
μού άπαντά, δυνατά έστί παρά τώ Θεώ».
     Μέσα στο κελλί μου έχω ένα μπουφεδάκι, σε μια γωνιά, και έπανω σ΄αύτό είχα διάφορες είκόνες. Και
γυρνά ή Κυρία και φέρνει μια άπ΄αυτές τις εικόνες κοντά μου και μού λέει. «Να, πάρε αύτη για να καταλάβης ποια είμαι. ΄Εν συνεχεία μού λέει. Βερονίκη τώρα θα μού άνάβης το κανδηλι.
     Τούτο μού το είπε, διότι όταν ήμουν στο νοσοκομείο, είδα στον ύπνο μου, ότι βρισκόμουν σ΄ένα  άγνωστο μέρος, έκεί  σ΄ένα ύψωμα ήταν ένα μικρό έκκλησάκι. ΄Ηταν το έκκλησάκι της Παναγίας. ΄Ηθελα να πάω, άλλά δεν μπορούσα, και τότε είπα. Παναγιά μου, αν δεν με κάμης καλά, το καντήλι σου
δεν θα σού το άνάβω. Γι΄ αύτό το λόγο μού το είπε.
    ΄Εγώ τότε σά να συνήλθα και φωνάζω, Παναγιά έσύ είσαι;  Και λέγοντας αύτό, γυρνά, μού χαμογελά και την χάνω άπό μπροστά μου.  ΄Ακολούθως σαν να ξύπνησα δεν θυμάμαι αν κοιμώμουν ή όχι και βλέπω στα χέρια μου την είκόνα της Παναγίας της Μαλεβής.
     Αύτή την είκόνα μού την είχε φέρει ένας ΄Αρχιμανδρίτης στο νοσοκομείο όταν ήμουν άρρωστη.΄Εν
τώ μεταξύ περνούσαν σ΄όλο αύτό το διάστημα οί άδελφές άπ΄έξω και μ΄έβλεπαν με την είκόνα στα χέ-
ρια μου.  Δεν μ΄ένοχλούσαν όμως, διότι ή μία ένόμιζε ότι προσεύχομαι, ή άλλη ότι άποκοιμήθηκα με την
είκόνα στα χέρια μου και γι΄αυτό δεν μίλησαν καθόλου.  ΄Αφού είχα συνέλθη, άνασυκώθηκα και έκείνη
την ώρα ήταν  στο παράθυρο ή άδελφη Νεκταρία. Τότε της είπα Νεκταρία έλα μέσα.  Τι είναι μανούλα
μου, - μού λέει, αύτή, τι έπαθες, τι έγινε; Φύγανε, φύγανε της λέω – γιατί φύγανε;  Ποιος έφυγε; Μού λέει.  ΄Εκείνη την ώρα σηκώθηκα πετάχτηκα έπάνω την άγκάλιασα, γιατί κατάλαβα ότι πρόκειται περί
θαύματος. Και τότε μού λέει ή άδελφή  Νεκταρία, τι έγινε;
     Είμαι καλά! της λέω, καλα! Να πάω να φωνάξω τις άδελφές, κάτσε, στάσου.
΄Εκείνη την ώρα δεν βρισκόταν έξω καμμιά άδελφη, γιατί ήταν ή ώρα του ΄Εσπερινού.. Πήγε στην έκκλησία και φώναξε: ΄Αδελφές έλάτε, έλάτε ή Βερονίκη έγινε καλά. ΄Εγινε θαυμα.  Και όταν έβγήκαν
οί άδελφές  για να με δούνε έγώ στεκόμουν  στην πόρτα. ΄Ολες βέβαια τά χάσανε όταν με είδανε, και άρχισαν να κλαίνε άπό συγκίνησι. ΄Εν συνεχεία πήγα στην έκκλησία, παρακολούθησα τον ΄Εσπερινό
και όταν βγήκαμε άπο την έκκλησία κτυπήσανε όλες οί καμπάνες για να ευχαριστήσουμε την Παναγία.
Μετά άπό λίγο πέρνανε στο τηλέφωνο συγγενείς, φίλους, και άλλους γνωστούς, για να πούνε το θαύμα.
Είπαμε τους χαιρετισμούς της Παναγίας μας δοξολογία και κάναμε άρτοκλασία με προσφορα.  Εύχαρι-
στήσαμε πολύ την Παναγία γίά το μεγάλο θαυμα πού μού έκαμε. Και τώρα πού σας μιλάω είμαι πάρα
πολύ καλά.
ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΚΑΙ ΔΟΞΟΛΟΓΩ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ, ΚΑΙ ΕΤΟΙΜΑΖΟΜΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ
ΚΑΙ ΣΑΣ ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΝΑ ΕΥΧΕΣΘΕ ΝΑ ΜΕ ΒΟΗΘΗΣΕΙ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΝΑ ΤΟΝ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΣΕ
ΟΛΗ ΜΟΥ ΤΗ ΖΩΗ.  ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ.
Λησμόνησα να σας πώ, ότι την ώρα πού έλεγα της Παναγίας, Κυρία μου, πώς θα μπορέσω να κάνω
τά καθήκοντά μου, άφού πονάω  πολύ;   Και μού άπαντάει.
«Παιδί μου όταν πολλές φορές πονάει το παιδί, ή καρδιά της μάνας πονάει άκόμη πιο πολύ. ΄Εμένα με
φωνάζουν τόσα και τόσα  παιδιά για σένα, και ή καρδιά μου πόνεσε. ΄Αν και ό Θεός είχε στο σχέδιο Του
να σε άφήση έπι πολλά χρόνια στο κρεββάτι, όμως ή δική μου καρδια δεν άντεξε, γι΄αυτό ήρθα να σε κάνω καλά σήμερα.    5.3.1972

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου