«Ο Τσοχατζόπουλος με έκοψε από τους πρώτους μου Ολυμπιακούς»
Ο δις Ολυμπιονίκης, «χρυσός» στην Ατλάντα και «αργυρός» στην Αθήνα, Νίκος Κακλαμανάκης κλείνει σήμερα τα 44 του χρόνια παραχωρώντας μια καθ’ όλα αποκαλυπτική συνέντευξη στην εφημερίδα «ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ».
Ο καλύτερος αθλητής στο ολυμπιακό windsurf όλων των εποχών, μίλησε για τον πολιτικό που του στέρησε την πρώτη του συμμετοχή στους Ολυμπιακούς Αγώνες, για το διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα που προσπάθησε να πολεμήσει, αλλά και για τις απειλές που δέχθηκε για την ζωή του ενώ ήταν στην κορυφή. Στάθηκε, επίσης, στη δικαίωση και την τιμή που ένιωσε ανάβοντας τον ολυμπιακό βωμό στην Αθήνα το 2004, αλλά και στην επιλογή του να αφιερωθεί στην οικογένειά του.
Διαβάστε μερικά από όσα είπε στο ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ ο Νίκος Κακλαμανάκης
-Στο Σίδνεϊ το 2000 τερμάτισες έκτος, όμως στη Σεούλ το 1988 δεν είχες συμμετάσχει καν. Εκείνος ο αποκλεισμός σου έχει στοιχίσει περισσότερο;
«Ίσως ναι, ίσως όχι. Γιατί το ’88 ήμουν ένα 19χρονο παιδί που του τράβηξαν βίαια το χαλί κάτω από τα πόδια του πριν πραγματοποιήσει το μεγαλύτερό του όνειο. Τι πιθανότητες είχε ένα παιδί που κάποιοι πολιτικοί το στέλνουν σπίτι του να επιστρέψει και να κερδίσει; Απειροελάχιστες, όμως σε εμένα συνέβη. Ενάντια σε όλες τις πιθανότητες, είπα ότι το καλό θα νικήσει. Λειτούργησα με τη λογική του συμπιεσμένου ελατηρίου: όσο περισσότερο σε πατάνε μέσα στο χώμα τόσο πιο πολύ θα εκτιναχθείς να βρεις πάλι οξυγόνο. Και με εμένα έτσι έγινε, γιατί με πίεσαν πολύ βαθιά μέσα στο χώμα. Το 1988 ένας πολιτικός με έλιωσε σαν μυρμήγκι. Έδωσε την εντολή να προτιμηθεί στη θέση μου ένας αθλητής τον οποίο είχα κερδίσει σε δεκατρείς από τις δεκατέσσερις προκρίσεις για τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Και αυτό το έμαθα μόλις πριν από 7-8 χρόνια, καθώς μου το αποκάλυψε ένας φίλος του τεχνικού συμβούλου της Ελληνικής Ομοσπονδίας Ιστιοπλοΐας, Ηλία Καρώνη. Ο Καρώνης, δυστυχώς, πέθαινε από καρκίνο και, θέλοντας να ελαφρώσει τη ψυχή του, εξομολογήθηκε ότι ο αποκλεισμός μου το 1988 ‘δεν ήταν επιλογή δική μου, ήταν εντολή του Τσοχατζόπουλου. Εγώ δεν μπορούσα να κάνω τίποτα΄. Από ότι ακούστηκε, ο Άκης Τσοχατζόπουλος ήταν αδελφικός φίλος του πατέρα του αθλητή που τελικά επελέγη».
-Το 1996 είχες πει ότι η Ελλάδα ζούσε στιγμές αθωότητας πανηγυρίζοντας για τους χρυσούς της Ολυμπιονίκες, τον Δήμα, τον Καχιασβίλι, τον Μελισσανίδη και, βέβαια, εσένα. Το 2004, μετά τη Χρυσή Ολυμπιάδα, σε κάλεσαν να καταθέσεις στην Επιτροπή Διαφάνειας της Ελληνικής Βουλής. Πως φτάσαμε από το ένα άκρο στο άλλο;
«Αυτό που κατέθεσα εγώ στην επιτροπή ήταν κυρίως όλα όσα ήξερα από προσωπική εμπειρία, όλα όσα είχα υποστεί. Διότι το πρόβλημα δεν ήταν το τότε φλέγον ζήτημα Κεντέρη-Θάνου, υπήρχε προϊστορία στο παρασκήνιο του αθλητισμού που οδήγησε στο σκάνδαλο του 2004. Μίλησα για κατάχρηση οικονομική και πολιτικής εξουσίας ακόμα και στο θέμα του ελέγχου ντόπινγκ, για πλάγιες μεθοδεύσεις. Κατήγγειλα ότι το 1999 η ΓΓΑ απαγόρευσε σε ιδιωτικό τηλεοπτικό σταθμό να μεταδώσει δηλώσεις μου, χρησιμοποιώντας ως μοχλό πίεσης τα ποσά που κατέβαλε στο συγκεκριμένο κανάλι ο ΟΠΑΠ για διαφημίσεις. Είπα ότι είχα φτάσει να παρακαλώ την πατρίδα μου να μη μου κάνει πόλεμο και να με αφήσει να αγωνίζομαι με την αλήθεια μου. Τη στήριξη την είχα ήδη ξεχάσει».
-Σε τι ακριβώς αφορούσαν οι δηλώσεις σου και κρίθηκαν τόσο επικίνδυνες;
«Τόσο εγώ όσο και ο Κώστας Γκατσιούδης επιβεβαιώναμε όσα είχε πει η Όλγα Βασδέκη, ότι δηλαδή δεν είχε την υποστήριξη της Πολιτείας, ότι δεν έπαιρνε τα χρήματα που της αναλογούσαν κλπ. Ο τότε υφυπουργός Αθλητισμού, Ανδρέας Φούρας προσπάθησε να την αντικρούσει, όπως όμως απέδειξα, έλεγε ψέματα».
-Η αντιπαράθεσή σου με τον κ. Φούρα ήταν ιδιαίτερα έντονη την περίοδο 1998-99, σε είχε αποκαλέσει «κακό πρότυπο για τη νεολαία» κ.α. Που οφειλόταν αυτή η κόντρα;
«Εγώ απλώς επέμενα να λέω την αλήθεια: ότι δεν πρέπει να γίνεται κατασπατάληση χρημάτων, ότι ο αθλητισμός είναι πρωτίστως υπόθεση των αθλητών και όχι των πολιτικών. Όμως, σημασία δεν έχει τι λέγεται, αλλά ποιος το λέει και γιατί. Σήμερα όλοι ξέρουμε πόσο διεφθαρμένο είναι το πολιτικό σύστημα και το αποδοκιμάζουμε, όμως τότε ήταν στο απυρόβλητο».
-Πόσο επηρέασε την αθλητική σου επίδοση η σύγκρουση με τους κρατικούς φορείς;
«Στην κορύφωση της καριέρας μου, μετά το χρυσό το 1996, ανάμεσα στα δύο Παγκόσμια Πρωταθλήματα που κέρδισα (2000 & 2001), ήρθε η Ολυμπιάδα του Σίδνεϊ. Ενώ βρισκόμουν σε προετοιμασία, εμφανίστηκε ένας τύπος που είχε μαγαζιά της νύχτας και μου είπε ‘Έχω τον τρόπο μου να μην φτάσεις μέχρι τους Ολυμπιακούς’. Απειλούσε ότι θα μου σπάσει τα γόνατα, ότι θα με σκοτώσει. Ζήτησα τη βοήθεια του τότε δημάρχου Αθηναίων, του Δημήτρη Αβραμόπουλου, ο οποίος μου παραχώρησε για κάποια περίοδο άνδρες της προσωπικής του ασφάλειας. Εγώ δεν είχα τη δυνατότητα. Εγώ δεν είχα τη δυνατότητα να προσλάβω σωματοφύλακες. Αλλά τα νεύρα μου δεν άντεξαν. Στο Σίδνεϊ δεν απέδωσα όπως θα ήθελα και αυτό ήταν για εμένα καταστροφικό. Δεν μπορεί να είσαι στα όρια της ανθρώπινης επίδοσης και να μην έχεις καθαρό μυαλό επειδή βάλλεσαι από την ίδια σου την πατρίδα. Ο δικό μου αγώνες δεν ήταν ενάντια στους καλύτερους αθλητές από 40 χώρες του κόσμου, πάλευα ενάντια σε ένα διεφθαρμένο ελληνικό πολιτικό σύστημα».
-Το ότι ήσουν τελικά εσύ που άναψες τον ολυμπιακό βωμό στην Αθήνα το 2004, είχε μια διάσταση συμβολικής εκδίκησης για εσένα;
«Πιστεύω ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι που με πολέμησαν, όταν με είδαν να ανάβω το βωμό, θα πρέπει να είχαν εφιάλτες. Γιατί αυτή για μένα ήταν η μεγαλύτερη τιμή που μου έχει γίνει, δεν μπορούσα να φανταστώ ότι μπορούσα να χαίρω τόσο μεγάλης εκτίμησης από τον κόσμο ώστε να ανάψω τον ολυμπιακό βωμό και να γίνω σύμβολο για την πατρίδα μου. Ήταν απίστευτα μεγάλη τιμή. Και ίσως, εκ των υστέρων, να νιώθω ότι όσα αναγκάστηκα να υποστώ, με οδήγησαν στο να ζήσω ό,τι έζησα. Και δεν πιστεύω ότι το έζησα τυχαία. Είναι πολύ μεγάλη αυτή η στιγμή για να οφείλεται σε μια απλή συγκυρία».
-Λονδίνο 2012, πρώτοι Ολυμπιακοί Αγώνες από το 1992 χωρίς τη συμμετοχή σου. Πώς νιώθεις για αυτό;
«Έκανα μία συνειδητή επιλογή: να αφοσιωθώ σε άλλους στόχους της ζωής, στην οικογένειά μου. Έντιμο για εμένα είναι να δίνω τα πάντα σε ό,τι κάνω, οπότε ή θα έκανα μια προετοιμασία όπως εγώ νομίζω ότι πρέπει να γίνεται ή δεν θα προσπαθούσα καθόλου. Η αλλαγή για εμένα είναι ότι φέτος δεν πονάω κάπου, διότι σε κάθε προηγούμενη Ολυμπιάδα με κάποιον τρόπο υπέφερα, είτε μόνο ψυχικά όπως το 1988, είτε σωματικά και ψυχικά όπως στις υπόλοιπες πέντε. Βέβαια, στη φετινή διοργάνωση μελαγχόλησα. Με πείραξε που δεν άκουσα τον ελληνικό εθνικό ύμνο σε κάποια απομονή».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου