"Απλά και ωφέλιμα..."
Μια φορά κι έναν καιρό, στα πολύ παλιά τα χρόνια, ζούσε πάνω στα βουνά ένας άγριος ληστής. Ο ληστής αυτός ήταν ο φόβος και ο τρόμος όλης της περιοχής.
Ήταν γιγαντόσωμος, μαυριδερός και πυκνά γένια σκέπαζαν όλο του το πρόσωπο και του έδιναν μια αγριωπή όψη. Στα άγρια μάτια του καθρεπτιζόταν η σκληρότητα της καρδιάς του.
Πολλές φορές κατέβαινε στις κοντινές πόλεις κι έκλεβε διάφορα τρόφιμα, κοσμήματα και πολύτιμα αντικείμενα. Άλλοτε έστηνε καρτέρι σε ανυποψίαστους διαβάτες, έκλεβε ό,τι κουβαλούσαν πάνω τους κι αν του αντιστέκονταν δεν δίσταζε να τους σκοτώση. Ήταν ένας άγριος και πολύ κακός ληστής! Τις νύχτες οι άνθρωποι νωρίς-νωρίς κλειδαμπαρώνονταν στα σπίτια τους και δεν τολμούσαν να κυκλοφορήσουν στους δρόμους.
Κάποτε λοιπόν ο ληστής αυτός, καθώς περιπλανιόταν αναζητώντας νέα θύματα, έχασε το δρόμο του και βρέθηκε στην έρημο. Ένα απέραντο σεντόνι από άμμο απλωνόταν μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι. Ψυχή δεν φαινόταν πουθενά. Ο ήλιος με τις καυτερές του ακτίνες έκαιγε τον τόπο. Απότομοι και κοφτεροί βράχοι στραφτάλιζαν στο καθρέπτισμα των ακτίνων του.
Έντονη δίψα ξέραινε τα χείλη του ληστή και έκαιγε τα σωθικά του. Πόσο επιθυμούσε μια σταγόνα δροσιάς! Τον κυρίευσε απελπισία.
Και ξαφνικά, ενώ σερνόταν από την κούραση και την εξάντληση πάνω στην καυτή άμμο, διακρίνει από μακριά μια ανθρώπινη φιγούρα μέσα σε μια χαράδρα. Μέσα του φτερούγισε η ελπίδα. Συγκεντρώνει όσες δυνάμεις τού απόμειναν και πλησιάζει προς τα εκεί. Ένα μικροκαμωμένο γεροντάκι, σχεδόν ρακένδυτο, κρατούσε στα χέρια του ένα τσίγκινο ποτήρι και περίμενε υπομονετικά ώρες και ώρες να το γεμίση με νερό από τις στάλες που έπεφταν από το σφιχταγκάλιασμα δυο βράχων.
Παραξενεύτηκε ο ληστής∙ τι γύρευε το γεροντάκι σ’ αυτή την ερημιά όπου μόνο άγρια θηρία συναντούσε κανείς;
- Γέρο, γρήγορα, του λέει, δωσ’ μου το νερό σου να το πιω, αλλιώς τη χάνεις τη ζωή σου.
- Μετά χαράς, παιδί μου, του λέει ο γέροντας και του προσφέρει πρόθυμα το κύπελλο. Το πίνει μονομιάς ο ληστής και, αφού ξεδίψασε, κοιτάζει εξεταστικά το γέρο.
- Καλά, του λέει, τι κάνεις εσύ εδώ μονάχος μες στην ερημιά, χωρίς νερό, χωρίς ανθρώπους; Δε φοβάσαι τα άγρια θηρία; Τόσες πόλεις υπάρχουν εδώ τριγύρω, μες στην ερημιά διάλεξες να μείνης, γέρος άνθρωπος;
- Για την αγάπη του Χριστού, παιδί μου, του απάντησε ο γέροντας.
Απόρησε ο ληστής και μια ταραχή τον συνεπήρε, καθώς ένοιωσε το γαλήνιο βλέμμα τού γέροντα να τον διαπερνά ολόκληρο.
- Πάμε στην καλύβα σου, του λέει, θέλω να μου δώσης όλα τα υπάρχοντά σου.
- Πάμε, παιδί μου, απαντάει πρόθυμα ο γέροντας.
Προχώρησαν αρκετή ώρα μέσα στην ανυπόφορη ζέστη.
- Πάρε παιδί μου, ό,τι θέλεις, του λέει ο γέροντας, μόλις έφτασαν στην καλύβα του.
Τάχασε ο ληστής. Πρώτη φορά τού έλεγαν να κλέψη ό,τι επιθυμούσε. Τι να κλέψη όμως από την καλύβα του παππούλη; Δεν είχε σχεδόν τίποτα. Ένα μισοτελειωμένο καλάθι, το εργόχειρό του, ένα παμπάλαιο, φθαρμένο από τη χρήση βιβλίο για τις προσευχές του, ένα κομποσχοίνι κρεμασμένο στον τοίχο και το τσίγκινο ποτήρι του. Αυτά ήταν όλη κι όλη η περιουσία του!
- Γέρο, είσαι πολύ φτωχός, του λέει.
- Για την αγάπη του Χριστού, παιδί μου.
Τώρα ήταν που απόρησε για τα καλά ο ληστής. Ποια ήταν αυτή η αγάπη του Χριστού για την οποία ο γέροντας υπομένει τόσες στερήσεις; Σίγουρα θάναι καμιά βασίλισσα κι αν μείνη μαζί του ίσως καταφέρη να βγάλη κάποιο κέρδος για τον εαυτό του.
Ο γέροντας όλη τη νύχτα ξαγρυπνούσε, προσευχόταν κι έκανε μετάνοιες. Ο ληστής έκανε πως κοιμόταν και τον παρακολουθούσε. Πολλές φορές τον έβλεπε να κλαίη και τότε το χλωμό του πρόσωπο έλαμπε.
Τη μέρα καθώς του μάθαινε να πλέκη καλάθια, ο γέρος σιγομουρμούριζε μια προσευχή που άρχισε να σκορπίζη σιγά-σιγά μια παράξενη γαλήνη στην ψυχή του ληστή. Ο γέροντας έτρωγε μόνο μια φορά τη μέρα, κατά τη δύση του ήλιου, ξερό ψωμί και άγρια χόρτα. Κατά το βραδάκι, μόλις άρχιζε να πέφτη η μέρα, καθόταν έξω από την καλύβα του και τότε άγρια θηρία τον πλησίαζαν κι αυτός τα χάιδευε.
Πρώτη φορά έβλεπε ο ληστής τέτοιο θέαμα, τέτοιον άνθρωπο! Το πρόσωπό του άρχισε να ημερώνη, η πέτρινη καρδιά του να μαλακώνη. Και μια μέρα δεν άντεξε άλλο και ρώτησε το γέροντα, ποια ήταν αυτή η αγάπη του Χριστού που για χάρη της ζούσε αυτή τη ζωή.
Κι ο γέροντας με το καθαρό βλέμμα που κοιτούσε πέρα μακριά, πιο μακριά κι από τον ορίζοντα και ξεσκέπαζε τα μυστικά κάθε καρδιάς, του εξήγησε πως η αγάπη του Χριστού έκανε τη φύση, τα μικρά και τα μεγάλα ζώα, την ομορφιά της μέρας και τη γαλήνη της νύχτας. Έκανε τον άνθρωπο, σταυρώθηκε από αγάπη γι’ αυτόν. Κι ίδιος δεν είναι παρά ένας φτωχός δούλος του Θεού, που το μόνο που μπορεί να κάνη χάριν αυτής της αγάπης είναι να στερηθή λίγα πράγματα πάνω στη γη.
Συγκινήθηκε ο ληστής. Κανείς δεν του ‘χε μιλήσει μ’ αυτόν τον τρόπο. Τώρα έβλεπε τη ζωή και τους ανθρώπους διαφορετικά. Ένοιωσε αυτήν την αγάπη του Χριστού να σταλάζη πάνω στην πέτρινη καρδιά του. Ζήτησε από τον γέροντα να μείνη κοντά του, ν’ αλλάξη ζωή, να τον βοηθήση να γίνη κι αυτός ένας δούλος του Χριστού.
Συγχρόνως όμως σκέψεις αμφιβολίας κατέκλυσαν την καρδιά του. Πώς μπορούσε να γίνη αυτό; Θα δεχόταν ο Χριστός για δούλο Του κάποιον που, όπως αυτός, είχε κλέψει ξένο βιος, είχε ρημάξει τόσα σπιτικά και είχε αφαιρέσει ανθρώπινες ζωές; Τι έπρεπε να κάνη;
Ο γέροντας τον κοίταξε κατάματα και με σιγουριά τού είπε: Όλους τους δέχεται ο Χριστός! Και ‘σένα θα σε δεχτή, αρκεί πρώτα να τακτοποιήσης αυτά που του χρωστάς, να ξεχρεώσης τις αμαρτίες σου.
- Πώς μπορεί όμως να γίνη αυτό; ρώτησε με αγωνία ο ληστής.
- Αυτό που ζητάει από ‘σένα ο Χριστός, είναι να βρης και να του προσφέρης το πιο πολύτιμο μαργαριτάρι!
- Μα αυτό είναι πολύ απλό! φώναξε ανακουφισμένος ο ληστής και ο νους του πήγε στους θησαυρούς που είχε κρυμμένους στη σπηλιά του, με τους οποίους θα μπορούσε ν’ αγοράση ό,τι επιθυμούσε.
Την άλλη μέρα κιόλας, πρωί-πρωί, ο πρώην ληστής έβαλε το δισάκι του με τα απαραίτητα στον ώμο, χαιρέτησε το γέροντα και ξεκίνησε να φέρη σε πέρας το σκοπό του. Φτερά έβαλε στα πόδια του!
Γύρισε πολιτείες και χωριά, ταξίδεψε σε μέρη άγνωστα, πέρα μακριά από τη θάλασσα, έφτασε στα πέρατα της γης. Με τα χρήματα που είχε μπορούσε να αγοράση ό,τι ήθελε, μα αυτός επιθυμούσε ν’ αγοράση το μεγαλύτερο μαργαριτάρι.
Τέλος, βρήκε ένα μαργαριτάρι ίσο με το μέγεθος ενός φουντουκιού, το αγόρασε δίνοντας όλα του τα υπάρχοντα και χαρούμενος γύρισε στο γέροντα.
Ο γέροντας τον κοίταξε καλά-καλά και του είπε: «Ευλογημένε, αυτό είναι ένα κοινό μαργαριτάρι, δεν είναι το πιο πολύτιμο μαργαριτάρι!»
Τώρα τι να κάνη ο ληστής; Απογοητευμένος πήρε ξανά τους δρόμους. Διέσχισε τις πιο μακρινές πολιτείες, πέρασε ωκεανούς, γνώρισε λογής-λογής ανθρώπους, ρώτησε τους σοφούς της γης, μα κανείς δεν ήξερε να του πη, κανείς δεν είχε δη πού βρισκόταν το πιο πολύτιμο μαργαριτάρι.
Τα χρόνια περνούσαν, οι εποχές άλλαζαν, τα μαλλιά του άσπρισαν, τα πόδια του κουράστηκαν. Απελπισμένος πως ποτέ δεν θα ‘βρισκε αυτό που γύρευε, ωδήγησε πάλι τα βαριά του βήματα στο καλύβι του γέροντα.
- Γέροντα, φωνάζει, γέροντα, πού είσαι; Μα απάντηση δεν πήρε καμιά.
Χορταριασμένη η αυλή, έρημο το καλυβάκι και πιο έρημη η ψυχή του ληστή. Και δίπλα, παραμελημένο το μνήμα του γέροντα μ’ έναν ξύλινο σταυρό που έγραφε: «Εδώ αναπαύεται ο δούλος του Χριστού Μακάριος».
Ράγισε η καρδιά του ληστή! Κάθισε κοντά στο μνήμα του γέροντα κι ένοιωσε μοναξιά και θλίψη να τον κυριεύουν. Με μιας ήρθε στο νου του όλη του η ζωή. Νοστάλγησε τις ειρηνικές στιγμές που έζησε μαζί με το γέροντα, το γαλήνιο βλέμμα του, την αστείρευτη αγάπη του. Τώρα σίγουρα θα βρίσκεται μέσα στην αγκαλιά του Χριστού που τόσο αγάπησε και θα απολαμβάνη όλα τα αγαθά που στερήθηκε εδώ στη γη. Με τον ίδιο όμως τι θα γίνη, που δεν μπόρεσε με το πιο πολύτιμο μαργαριτάρι να ξεχρεώση τις αμαρτίες του; Γιατί να έχη κάνει τόσο κακό; Πόσο πίκρανε το Χριστό! Δεν υπάρχει πια γι’ αυτόν σωτηρία, είναι απελπισμένος από την αγάπη Του, καταδικασμένος.
Και τότε, από τα κουρασμένα του μάτια κύλησε πάνω στην παλάμη του ένα πύρινο δάκρυ. Ένα μοναδικό, πολύτιμο δάκρυ! Κάνει με το μανίκι του να σκουπίση το δάκρυ και… τι να δη! Έλαμπε μέσα στη χούφτα του ένα ξεχωριστό μαργαριτάρι! Ήταν το πιο πολύτιμο μαργαριτάρι! Ήταν το δάκρυ της μετάνοιας.
ΠΗΓΗ: http://www.anaplastiki.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου